«Πάντοτε, κάθε φορὰ ποὺ ἐπληροφορούμην ἀπὸ τὰ διαβάσματά μου ὅτι στὴν Κηφισιὰ εἶχαν πατήσει τὸ πόδι τους ἄλλοτε ὁ Φλωμπέρ, ἄλλοτε ὁ Λόρδος Βύρων καὶ ἄλλοτε ὁ Ἀρθοῦρος Γκομπινώ, καταλαμβανόμουν ἀπὸ μία ἀπερίγραπτη, καὶ τρομερὴ ὑπερδιέγερση ποὺ διαρκοῦσε μέρες. Ἡ φαντασία μου ἀποχαλινωνόταν, καὶ μὲ τὴ βοήθεια παλιῶν τοπογραφικῶν χαρτῶν προσπαθοῦσα νὰ ἐξιχνιάσω ἀπὸ τὶς διηγήσεις τους, ποὺ τὶς ἐφήρμοζα ὕστερα στὸ χάρτη, ἀπὸ ποιὸ σημεῖο τῆς Κηφισιᾶς ἀκριβῶς εἶχαν περάσει, ποῦ εἶχαν σταθεῖ, καὶ μήπως τυχὸν πέρασαν ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα τὸ περιβόλι μου, καὶ στὴ σκέψη αὐτή, ὅτι μπορεῖ νὰ πάτησαν ἐδῶ ποὺ πατάω σήμερα ἐγὼ τρελλαινόμουν ἀπὸ ἀγαλλίαση».
[πηγή: Ε. Χ. Γονατᾶς, Ἐπιστολὴ στὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο, Κατάλογος 24, Στιγμή, Ἀθήνα 2009, σελ. 23-24]
Και για μεν τον Λόρδο Βύρωνα ήταν σίγουρος ο Ε. Χ. Γονατάς ότι είχε περπατήσει στο κτήμα του, για δε τον Φλωμπέρ διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις. Εγώ πάλι, ως αναγνώστρια και φίλη του ποιητικού του λόγου, είχα από καιρό ανακαλύψει την Κρύπτη σε κάποιο συρτάρι του πατέρα μου καθώς και τις περίφημες μεταφράσεις των Φωνών του Πόρτσια και των Μαλαισιακών Τραγουδιών του Ιβάν Γκόλ. Αλλά μέχρι εκεί.
Κατά καιρούς βέβαια διαισθανόμουν, παρότι ο Ε. Χ. Γονατάς είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια από το 2006, κυρίως μέσω των τακτικών αναφορών στο όνομά του από ολίγους και εκλεκτούς, ή και μέσα από ευκόλως ερμηνευόμενους παροξυσμούς λατρείας του έργου του, ότι ο Γονατάς παρέμενε στα ελληνικά γράμματα παρών όντας απών, και όπως κάπου γράφει ο Νερούδα είναι μαζί μας σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς, χωρίς εσύ να είσαι. Και αναφέρομαι βέβαια στο άπιαστο και μοναδικό γαλάζιο λουλούδι του γερμανικού ρομαντισμού, που κάποιοι γυρεύουμε από παιδιά στο όνειρο και στις λέξεις. Και έτυχε να μου φανερωθεί αυτή η αλήθεια απροσδόκητα και θαυμαστά, αν και διόλου τυχαία θα έλεγα, σαν μουσική φαντασία σε νύχτα σκοτεινή, γιατί αυτά όλα σπανίως είναι τυχαία.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Βρισκόμουν στα τελειώματα της πρώτης γραφής ενός νέου βιβλίου, ενός μυθιστορήματος πιθανότατα, που περιλαμβάνει και κάποιες ζωντανές ακόμη εικόνες και μυρουδιές από τα περιβόλια της παιδικής μου ηλικίας. Και ήταν τότε, στις αρχές αυτού του δύσκολου χρόνου και πριν από την έξαρση της πανδημίας του COVID-19, που διάβασα, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, ότι ο Ε. Χ. Γονατάς «είχε αναπτύξει τις ιδιότητες ενός φιλόσοφου της φύσης, όπως τον εννοούσαν οι Γερμανοί ρομαντικοί. Επικοινωνούσε με τη φύση, με τα ζώα που λάτρευε». [πηγή: www.lifo.gr]
Αυτή η φράση της, στη συνέντευξή της προς τον Γιάννη Πανταζόπουλο, η σύνδεση δηλαδή της φυσιολατρίας του Γονατά με τον γερμανικό ρομαντισμό, και η προσωπική μου ανάγκη να βυθιστώ εκ νέου, αλλά αναγεννημένη, στην ίδια μου τη δουλειά, με οδήγησε να ξαναδώ το ντοκιμαντέρ αφιέρωμα στον Ε. Χ. Γονατά, που είχε γυρίσει το 1998 η Εύα Στεφανή για τη σειρά «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ και να ξαναδιαβάσω την Κρύπτη. Τότε ήταν για πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι αυτά τα δύο πανομοιότυπα σχεδόν σπίτια, το περιβόλι και το «λιμνίδιον» με τα νούφαρα, όπως το ονόμαζε ο ίδιος, μου ήταν οικεία. Γύρεψα τότε να μάθω εάν σώζεται το σπίτι και έμαθα μετά λύπης μου πως πάει…
Όλη την περίοδο του δίμηνου κατ’ οίκον περιορισμού έβλεπα συχνά το βίντεο στο YouTube, κυρίως γιατί με συντρόφευε ωραία, αλλά και ψάχνοντας να βρω κάπου να ακουμπήσω. Γνώριζα, χωρίς να το συνειδητοποιώ, ότι για να φτάσει το κουκούτσι των γραπτών μου να αποχωριστεί με ευκολία την γλυκιά σάρκα, έπρεπε να περάσει ακόμη ένα διάστημα, μιας νέας δοκιμασίας.
Όταν μόλις πριν λίγες ημέρες επισκέφτηκα τον εκδότη του Ε. Χ. Γονατά Αιμίλιο Καλιακάτσο, τόλμησα με λίγη ντροπή, δεν το κρύβω, να ρωτήσω την ακριβή διεύθυνση του σπιτιού, να μάθω. Κι αν ο Γονατάς χρειαζόταν να ανατρέχει σε οδοιπορικά και χάρτες για να συναντήσει πνευματικά τους αγαπημένους του ποιητές και συγγραφείς και να βεβαιωθεί, με αυτόν τον τρόπο, ότι είχαν πατήσει το πόδι τους στο περιβόλι του, εγώ δεν χρειάστηκε πολύ για να το ανακαλύψω.
Με τους ήρωες της Επανάστασης του 1821 είχε εξαιρετική σχέση ο Γονατάς, όπως αγαπούσε τα ζώα και τα παιδιά που δεν απέκτησε ποτέ. Κι αν έμενε στην οδό Αθανασίου Διάκου στην Κηφισιά, εγώ δυο σπίτια παραδίπλα έμενα και τότε και παλιά. Και μπορεί οι κήποι να βρίσκονται χωρίς μάντρες- φράχτες και όρια στη φαντασία μου, γιατί όλοι ήταν μαγικοί, με στέρνες που το νερό έγλειφε τα τοιχώματα τους και καθρέφτιζε δέντρα και γαλανούς ουρανούς, μαγιάτικα τριαντάφυλλα και βατράχια, αλλά τα δύο σκυλιά του Γονατά δύσκολα θα τα μπέρδευα. Δύο σκυλιά ράτσας Κόλει, δύο μεγάλα και σπάνια σκυλιά. Εκεί γύρω στο μακρινό 1966, την εποχή που άρχισε να παίζεται και στην ελληνική τηλεόραση η Λάσι. Νήπιο το ’66, μαθήτρια το ’76, φοιτήτρια το ’86. Θυμάμαι όμως ακόμη τον γέρο γιατρό που με φίλευε κεράσια και βερίκοκα μέσα από το φράχτη του κήπου μας, θυμάμαι τους περιβολάρηδες που διάβαιναν στους δρόμους με μια τσάπα την άνοιξη, με μια τσουγκράνα το φθινόπωρο, κι αν δεν θυμάμαι το πρόσωπο του Γονατά, θυμάμαι το χέρι του να χαϊδεύει τα σκυλιά του, θυμάμαι και το δικό μου χέρι να προσπαθεί να ακουμπήσει τον σκύλο των ονείρων μου. Χάθηκαν με τα χρόνια τα σκυλιά, αλλά και ο κύριος με το ψάθινο καπέλο και το λάστιχο του ποτίσματος.
«Ο κήπος έχει θάνατο μέσα του», λέει στην ταινία δείχνοντας έναν μικρό παραλληλόγραμμο τάφο στο χώμα, οριοθετημένο με παλιά τούβλα. «Άμα βλέπεις, τέτοια είναι τα σκυλιά μου», έλεγε. «Τα Κόλεϊ είναι ευγενικά, έξυπνα, με γλυκό χαρακτήρα σκυλιά», έλεγε σ’ εμένα ο Γονατάς. «Λόγω της ευγενικής τους φύσης συνυπάρχουν αρμονικά και με παιδιά και με άλλα ζώα».
«Ο κηπάκος μου, πολύ τον αγαπάω, πουλάκι μου»!
Ακόμη αναρωτιέμαι και θα αναρωτιέμαι για καιρό, αν ήμουν άραγε εγώ η μικρή του φίλη ή κάποιος άλλος περαστικός που σαν άλλος Κόρτο Μαλτέζε περιδιάβαινε μέσα από ονειρικά απόκρυφα μονοπάτια περιβόλια και μπαξέδες.
Στα επτά βιβλία που μας άφησε παρακαταθήκη, στις σύντομες μικρές ιστορίες του, περιγράφονται με ποιητική διάθεση λεπτομέρειες ενός άλλου κόσμου. Μια αύρα, μια πνοή διατρέχει το έργο του με τον υπαινιγμό του υπερκόσμιου, γεννήματα κυρίως της φαντασίας του αλλά και της λεπτομερούς παρατήρησης της φύσης. Γιατί πιθανότατα ο Γονατάς, έχοντας να αντιμετωπίσει τη στείρα καθημερινότητα του επαγγέλματος, την ασθένεια της συζύγου του και έναν πνευματικό κόσμο διχασμένο και μάλλον οπισθοδρομικό για τα γούστα του, στράφηκε στη μελέτη και στο περιβόλι του.
Όταν φροντίζεις τα λουλούδια σου, σε φροντίζουνε κι εκείνα, κι αν ο κόσμος σου πάσχει, ψάχνεις και βρίσκεις τον παράδεισό σου έστω σε λίγα μέτρα γης. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι περισσότερες ιστορίες του έχουν ως υπόστρωμα φύλλα, δέντρα και σπόρους, ενώ λίγες από αυτές διαδραματίζονται σε πλατείες ή ξεφεύγουν από τη μοναχική ζωή και συμπεριλαμβάνουν ανθρώπους. Τα ζώα και τα φυτά αντίθετα είναι σχεδόν πάντα παρόντα. Πολλές μάλιστα από τις ιστορίες του επαναλαμβάνονται στο ίδιο μοτίβο, παιχνίδι δύσκολο και τολμηρό, παραλλαγές του ίδιου σκηνικού.
Το σίγουρο είναι ότι έχουν γραφεί με μεγάλη φροντίδα και συνέπεια, λέξη τη λέξη. Στο ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικό ποίημα «Ὁ κῆπος» έχω την εντύπωση ότι απεικονίζεται όλος του ο πνευματικός βίος σε έξι αράδες.
Ὁ κῆπος
Καθὼς ἀνεβαίνω τὸν ἄθλιο χωματόδρομο, ποὺ ὅλο
στενεύει κι ἀνηφορίζει, φανερώνεται μπροστά μου ὁκῆπος. Μιὰ σκάλα φέρνει στὸ καγκελωτὸ κιόσκι μὲτὰ μεγάλα μαβιὰ λουλούδια. Τὰ σκαλοπάτια της εἶναι
ἀπὸ πέτρα διάφανη, καὶ μέσα τους πλέουν φύλλα,
ὡραῖα χρώματα καὶ λίγα γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου.
στενεύει κι ἀνηφορίζει, φανερώνεται μπροστά μου ὁκῆπος. Μιὰ σκάλα φέρνει στὸ καγκελωτὸ κιόσκι μὲτὰ μεγάλα μαβιὰ λουλούδια. Τὰ σκαλοπάτια της εἶναι
ἀπὸ πέτρα διάφανη, καὶ μέσα τους πλέουν φύλλα,
ὡραῖα χρώματα καὶ λίγα γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου.
[πηγή: Ε.Χ. Γονατᾶς, Τὸ Βάραθρο, Στιγμή, Ἀθήνα 1984, σελ. 19]
Ανηφορικός ο δρόμος κι άθλιος πολλές φορές ο βίος του ανθρώπου, και στο καγκελωτό κιόσκι που συνηθιζόταν στις εξοχικές κατοικίες τα χρόνια εκείνα τα λουλούδια του ποιητή είναι μαβιά. Μαβιά, όχι κόκκινα όπως θα έπρεπε, μαβιά γιατί οι χαρές του ερωτικού βίου μαράθηκαν πρόωρα και το μαβί είναι το χρώμα του μώλωπα, το πεθαμένο αίμα των ιστών, το τραύμα. Η στέρνα και η λιμνούλα του γίνονται εδώ διάφανα σκαλοπάτια για να ανέβει την σκάλα της ποιήσεως. Τα χρώματα, οι χαρές, η ποικιλία της τέχνης, φύλλα νεκρά οι φίλοι που αποχώρησαν και τα λίγα γράμματα της αλφαβήτου.
Αλλά και η σύζυγος του Άννα Κατεβαίνη, με τον ίδιο περίπου βηματισμό, αποχαιρετώντας τη ζωή γράφει:
Μιὰ ἀστραπὴ φωτίζει
τὸ σημεῖο.
Ὅλα τὰ γύρω ξέφυγαν τὸ ὄνειρο.Κάτω ἀπ’ τὴ σκέπη ἑνὸς
βαθύσκιου δέντρου
προσπαθῶ νὰ κρύψω
τοὺς σπόρους μου·
τοὺς ἔχω ὅλους σ’ ἕνα καλάθι
καὶ μ’ ἕνα σπάγκο
τοὺς γυρίζω φυγόκεντρα.
τὸ σημεῖο.
Ὅλα τὰ γύρω ξέφυγαν τὸ ὄνειρο.Κάτω ἀπ’ τὴ σκέπη ἑνὸς
βαθύσκιου δέντρου
προσπαθῶ νὰ κρύψω
τοὺς σπόρους μου·
τοὺς ἔχω ὅλους σ’ ἕνα καλάθι
καὶ μ’ ἕνα σπάγκο
τοὺς γυρίζω φυγόκεντρα.
[πηγή: Ἄννα Κατεβαίνη, Ποιήματα, ἐπιμέλεια Ε. Χ. Γονατᾶ, Στιγμή, Ἀθήνα 1987]
Πρόκειται για ένα από τα τελευταία της ποιήματα που «σταχυολογήθηκαν ἀπὸ τὰ κατάλοιπά της», όπως γράφει ο ίδιος στο βιογραφικό σημείωμα της έκδοσης των ποιημάτων της που επιμελήθηκε και εξέδωσε επτά χρόνια μετά τον θάνατο της το 1980. Και βέβαια σε αυτό το συγκλονιστικό ποίημα όπου η Άννα Κατεβαίνη μες στη δίνη της βαριάς ασθένειας ψάχνει, προσπαθεί απελπισμένα να κρύψει, να διασώσει τον σπόρο, τον δικό της σπόρο. Εκεί στο «σημείο», στο λόφο των ποιητών, στον ίδιο λόφο που ο Γονατάς έχει ανηφορίσει επανειλημμένα ψάχνοντας τη μούσα του μέσα στα σκόρπια φύλλα και τα λίγα γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου. Αλλά όλοι ξέρουμε ότι η φυγόκεντρος δύναμη δεν είναι δύναμη, είναι η αδράνεια του υλικού, και σε αδράνεια μπαίνουν τα φυτά λίγο πριν από το φθινόπωρο της ζωής τους, άψυχα σώματα χωρίς χυμούς λίγο πριν από τη δύση τους.
Αλλού πάλι ο Γονατάς παίζοντας με τις πεταλούδες περιγελά την ανθρώπινη υπόσταση. Πεταλούδες που περιγράφει λεπτομερώς, πεταλούδες φυλακισμένες, που επιτελούν το έργο τους επί πληρωμή, που είμαστε έτοιμοι να αγγίξουμε για λίγα τάλιρα, για αυτή την αίσθηση του χαμένου παραδείσου, κι όλα αυτά σε σκηνικό κηφισιώτικο οπωροφόρων δένδρων και ευωχούμενων αμαξάδων. Ένα διαφορετικό «γεύμα στη χλόη», που δημιουργεί κι αυτό την ψευδαίσθηση της προοπτικής και αποδίδει το σκληρό πρόσωπο της ομορφιάς, την άλλη όψη της, την σκοτεινή, σύμφωνα με την μπωντλερική παράδοση και τα Άνθη του κακού.
Οἱ πεταλοῦδες
Μέσα σὲ κλουβιὰ ἤτανε πεταλοῦδες τεράστιες, ποὺ πλήρωνες δύο τάλληρα καὶ τοὺς χάιδευες τὰ φτερὰ κι ἔμενε μιὰ νυχτιὰ στὴν παλάμη σου ἡ σφραγίδα τοῦ βελούδου τους, τὰ ὡραῖα τους μαῦρα–κίτρινα χρώματα καὶ μιὰ μυρωδιὰ γύρης μεθυστική.
Πιὸ πολὺ στὶς γυναῖκες ἄρεσε αὐτὴ ἡ διασκέδαση. Ἔρχονταν ἀπὸ μακριά, μόνο καὶ μόνο γιὰ ν‘ ἀγγίξουν τὰ πλατιά, πολύχρωμα ἐκεῖνα φτερά. Ὕστερα τρύπωναν γύρω στὰ περιβόλια, κάθονταν κάτω ἀπ‘ τὶς μηλιὲς καί, ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ τραγούδια καὶ τὰ καλέσματα τῶν ἁμαξάδων, φιλοῦσαν, φιλοῦσαν μὲ πάθος τὸ χέρι τους ποὺ εἶχε ἀγγίξει τὴν πεταλούδα.
[πηγή: Ε. Χ. Γονατᾶς, Ἡ Κρύπτη, Στιγμή, Ἀθήνα 1991, σελ. 47]
Ενδεικτικό της μεγάλης του προσήλωσης στον περίκλειστο κόσμο του κήπου του είναι ότι απλά λουλούδια, όπως για παράδειγμα οι πολύχρωμες τζίνιες, αποκτούν στα μάτια του μυθικές διαστάσεις, και χρησιμοποιώντας πότε γνώσεις τεκμηριωμένες από τα περίφημα φυτολογικά λεξικά του, πότε τη φαντασία του ή και μαρτυρίες απλών ανθρώπων, τις παρομοιάζει με το τζίνι του Αλή Μπαμπά, για να καταλήξει με ένα μεγάλο άλμα, λόγω της υφής τους, στα χάρτινα λουλούδια που αναφέρει στο Ενύπνιο ο φίλος —δι’ αλληλογραφίας— Καχτίτσης.
«Λέγατε ὅτι περπατούσατε στοὺς δρόμους τῆς Κηφισιᾶς.»
«Ἄ, ναί. Στοὺς δρόμους, λοιπόν, αὐτούς, τὰ πάντα χαμογελοῦσαν, ὅπως λέμε, κάτω ἀπὸ ἕναν ἥλιο χαρούμενο, ὅπως αὐτοὺς ποὺ εἴχανε τ’ ἀλφαβητάρια, τὰ δὲ λουλούδια ἦταν σὰ χάρτινα, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ πουλᾶνε στὰ πανηγύρια. Τὰ καταπράσινα φυλλαράκια τους, κατάστικτα ἀπὸ τὴν πρωινὴ δροσιά, τὰ σάλευε τὸ πρωινὸ ἀεράκι, ἀλλὰ κατὰ κάποιο ἰδιόρρυθμο τρόπο, σὰν οἱ μίσχοι τους νὰ ἦταν ἀπὸ σύρμα.»
«Κατάλαβα, κατάλαβα», τὴ διέκοψε τότε αὐτός, γιὰ νὰ πάψει πλέον τοὺς προλόγους.
[πηγή: Νίκος Καχτίτσης, Ποιοὶ οἱ φίλοι, Ἡ ὀμορφάσχημη, Τo ἐνύπνιο, ἐπιμέλεια Ε. Χ. Γονατᾶ, Στιγμή, Ἀθήνα 1986]
Και σίγουρα κάποιες βροχερές και ανήλιες φθινοπωρινές ημέρες, όταν τα λουλούδια οπισθοχωρούν και αδρανοποιούνται οι χυμοί και οι πόθοι τους, όταν η βαρυχειμωνιά συμβαδίζει με τα γηρατειά του ποιητικού υποκειμένου, τότε μπορεί να είναι αυτός ο ίδιος ο αυστηρός και γλυκύς ἐπιθεωρητὴς τῶν κήπων που για χάρη του οι πεταλούδες παριστάνουν τα άνθη.
Οι τζίνιες ή τα χάρτινα λουλούδια του Καχτίτση και μια περαστική ουρά μιας γάτας αρκούν για την σύλληψη της ονειροπλασίας του. Γιατί βέβαια, όταν έρχεται ὁ ἐπιθεωρητὴς τῶν κήπων, βάφονται οι πεταλούδες κόκκινες, κίτρινες και μπλε, και ανοίγοντας τα φτερά προστατεύουν και στολίζουν τους γυμνούς βλαστούς που χειμάζουν.
Κι αν δεν είναι αυτή η αιθερόπλαστη και μαγεμένη εικόνα υψίστης μορφής τέχνη, τότε τι είναι;
Οἱ πεταλοῦδες βοηθοῦν
«Ὁ ἐπιθεωρητὴς τῶν κήπων ἔρχεται», ἀκούστηκε
μιὰ δυνατὴ φωνή.
μιὰ δυνατὴ φωνή.
Χιλιάδες πεταλοῦδες, ξετρυπώνοντας ἀπὸ τοὺς
φράχτες, πέταξαν μεμιᾶς πάνω στὰ γυμνὰ κοτσάνια
καὶ βάλθηκαν νὰ παρασταίνουν τὰ λουλούδια, ποὺ ἀ–
μέριμνα ἐξακολουθοῦσαν νὰ κοιμοῦνται μέσα στὴ γῆ.
φράχτες, πέταξαν μεμιᾶς πάνω στὰ γυμνὰ κοτσάνια
καὶ βάλθηκαν νὰ παρασταίνουν τὰ λουλούδια, ποὺ ἀ–
μέριμνα ἐξακολουθοῦσαν νὰ κοιμοῦνται μέσα στὴ γῆ.
[πηγή: Ε. Χ. Γονατᾶς, Τὸ Βάραθρο, Στιγμή, Ἀθήνα 1984, σελ. 18]
Ο λόγος του Γονατά είναι ρευστός. Η χρήση των επιθέτων είναι περιορισμένη. Αποφεύγει συστηματικά το φανταχτερό λεξιλόγιο των λογοτεχνών της γενιάς του. Όσο σκαλίζεις τις λέξεις του ανακαλύπτεις κόσμους ολόκληρους και μελέτη επίπονη πάνω από τα πολύχρωμα λεξικά του. Τον ενδιαφέρει o λεπτεπίλεπτος ήχος τους, το νόημά τους, η μετάβαση και το ταξίδι τους στο χαρτί και όχι ο προορισμός τους. Η λογιοσύνη του δεν μας σκοτεινιάζει, αντίθετα μάλιστα μας φωτίζει, συγκινώντας βαθύτατα τον αναγνώστη με την ευρεία αισθητική του καλλιέργεια.
Μια περιεκτική ποίηση που προσομοιάζει στην ανθρώπινη ουσία του ίδιου του συγγραφέα.
«Ειδυλλιακή σκηνή. Σε ανοικτό πράσινο φόντο ο Νώντας ποτίζει με το λάστιχο. Ακούγεται μόνο ο ήχος του νερού που πέφτει με δύναμη. Σταματάει το πότισμα και κάνει μια κίνηση αυθόρμητη, που την έχουν κάνει δεκάδες χιλιάδες “ποτιστές κήπων”. Παίρνει νεράκι, δροσίζει δυο τρεις φορές το πρόσωπο του και μετά βάζει το λάστιχο στο στόμα και πίνει. Είναι στον κόσμο του…»
[πηγή: Ευγενία Φακίνου, Φιλοδοξίες κήπου, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σελ. 134]
Και μπορεί το περιβόλι να χάθηκε, όμως έμειναν οι λίγες και πολύτιμες λέξεις και εικόνες του, έμεινε ο κηπουρός άνεμος πάνω από τα εναπομείναντα δέντρα και λουλούδια να σκορπά φύλλα και σπόρους που αγρυπνούν και περιμένουν!
Υ.Γ. Ευχαριστώ τον Αιμίλιο Καλιακάτσο των εκδόσεων Στιγμή, που μου έδωσε την άδεια να χρησιμοποιηθούν αποσπάσματα από τα έργα του Ε. Χ. Γονατά, της Άννας Κατεβαίνη και του Νίκου Καχτίτση. Ευχαριστώ επίσης την Ευγενία Φακίνου και τις Εκδόσεις Καστανιώτη για την άδεια να χρησιμοποιήσω το παραπάνω απόσπασμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου