27.7.20

Θεόδωρος Μπασιάκος: Η ουτοπία της αλήτικης ζωής – γράφει ο Σπύρος Θεριανός

Στο φανταστικό διήγημα του Μπόρχες «Ουτοπία ενός ανθρώπου που κουράστηκε», το κεντρικό πρόσωπο (άνθρωπος του 20ού αι.) συζητά με τον κάτοικο μιας μελλοντικής ουτοπίας. Ο αφηγητής διαπιστώνει πως βρέθηκε ξαφνικά σε ένα μέρος, όπου δεν υπάρχουν χώρες, χρήμα, γεγονότα. Οι κυβερνήσεις έχουν πέσει σε αχρηστία. Οι άνθρωποι δουλεύουν τη γη, φτιάχνουν τα έπιπλά τους κι ο καθένας αναπτύσσει τις τέχνες και τις επιστήμες που έχει ανάγκη. Η τέχνη υπάρχει μόνο έξω από θεσμικά πλαίσια. Δεν υπάρχουν μουσεία ούτε βιβλιοθήκες. Στα σχολεία μαθαίνουν την αμφιβολία και την τέχνη της λήθης. Ίσως, γι’ αυτό ο άνθρωπος της ουτοπίας θυμάται, χωρίς να είναι σίγουρος, πως ο Χίτλερ ήταν ένας φιλάνθρωπος, που επινόησε το κρεματόριο. Ο κάτοικος της ουτοπίας, του
οποίου το όνομα είναι Κάποιος, δεν είναι ο «ιδανικός» άνθρωπος μιας ουτοπίας, όπως ενδεχομένως τον φανταζόμαστε. Γνωρίζει μόνο μέσω της παράδοσης, πως εδραιώθηκε ο κόσμος στον οποίο ζει και είναι σίγουρος πως αυτός ο κόσμος θα μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο. Τι προϋπήρξε και τι πρόκειται να έρθει, τον αφήνουν αδιάφορο. Είναι αυτός και οι πρόγονοί του οι ηττημένοι/τα θύματα μιας ουτοπίας; Ενδεχομένως. Άλλωστε, όλες οι ουτοπίες έχουν/προβλέπουν τους ηττημένους τους. Όπως υπάρχουν και οι χαμένοι των «υπαρκτών» κοινωνιών, που δεν παύουν να ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο. Πότε με τα υλικά του κόσμου που ζουν, πότε με φανταστικά.
Μία από τις εκφάνσεις του ουτοπικού οράματος είναι η ουτοπία της αλήτικης ζωής. Στον πυρήνα της βρίσκεται ένα υποκείμενο, που στοχάζεται και μιλά από θέση αδυναμίας. Ένας «υποταγμένος» με το περιεχόμενο, που θα έδινε στην έννοια ο Φουκώ: ο φορέας μιας γνώσης ή ενός ιστορικού περιεχομένου, που υποτιμάται ως μη γνωρίζων, ως απλοϊκός και κατώτερος (Foucault, 2002). Κυρίως όμως, ένας άνθρωπος, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, του στερούν τα μέσα μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η Μαρία-Λουίζα Μπερνέρι, στο βιβλίο της Περιήγηση στην Ουτοπία, σημειώνει πως «η ανώνυμη λογοτεχνία των καταπιεσμένων όλων των εποχών είχε τραγούδια και θρύλους για μια κοινωνία χωρίς πείνα και καταπίεση. Οι δούλοι της αρχαιότητας αναπολούσαν μια μυθική εποχή ισότητας και οι νέγροι της Αμερικής του 19ου αιώνα ονειρεύονταν ένα μέλλον χωρίς ασταμάτητη δουλειά, εκ διαμέτρου αντίθετο προς την πραγματική τους ζωή» (Μπερνέρι, 1999). Στις νεωτερικές κοινωνίες της μετα-σπάνεως, το ποιοι είναι εν δυνάμει φορείς ενός τέτοιου οράματος εξαρτάται από τις κοινωνικά διαμορφωμένες έξεις/προδιαθέσεις των ατόμων και του ρόλου της κοινωνικής ανισότητας στη μορφοποίησή τους (Bourdieu, 2006), αλλά και της ιστορικής εξέλιξης αυτής της μορφοποίησης. Μια τέτοια μορφή ουτοπισμού διατρέχει όψεις τής ποίησης του Θεόδωρου Μπασιάκου.
Ο Θεόδωρος Μπασιάκος γεννήθηκε το 1963. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά ήδη απ’ τη δεκαετία του ’80. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Μαύρα μάτια, Τραγούδια για γραφομηχανή και τσιγγάνικη ορχήστρα, στις εκδόσεις του περιοδικού Πλανόδιον, το 2006. Συνήθως όμως, κυκλοφορεί τα ποιήματά του εκτός εμπορίου, σε αυτοσχέδιες φωτοτυπημένες εκδόσεις ή τα δημοσιεύει στο διαδίκτυο. Στα χέρια μου έχω τις αυτοσχέδιες συλλογές Μικρό Παρίσι, ποιήματα 1985-2007Jam Session στο αμέρικαν μπαρ (2007), Αμαζόνιος (2008), Αγγούρια και μαργαρίτες (Άπαντα τ. 1, 2015), Μπασιάκ Θεόδωρος ο γκαν-γκαν (Άπαντα τ. 2, 2015), Νυχτερινό καφενείο και άλλα ποιήματα (Άπαντα τ. 3, 2015), Τα γαλλικά μου τραγούδια (Άπαντα τ. 4, 2015). Η χρήση της λέξης «Άπαντα» είναι ένα αυτοσαρκαστικό σχόλιο του ποιητή απέναντι στο έργο του. Ένα ειρωνικό νεύμα απέναντι στην αγωνία να μην πάει τίποτα χαμένο απ’ όσα έχουμε γράψει. Το 2017 κυκλοφόρησε σε μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου μια επιλογή ποιημάτων του με τον τίτλο Κούκου Νιάου από τις εκδόσεις Ενδυμίων, η οποία διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο.
Η ποίησή του αντλεί απ’ τον αναρχισμό και το κίνημα του dada, τόσο σε κάποιες όψεις της γραφής του* όσο και στην αίσθηση που κυριαρχεί στα ποιήματά του, πως η πραγματικότητα είναι ολότελα λάθος και πως η τέχνη δεν πρέπει να είναι μια πρακτική διαχωρισμένη από τη ζωή:
Ζω μέσα στο ποίημα.
Ποίημα είναι η ίδια η ζωή.
(από τις «Σελίδες ημερολογίου»)
Η καλλιτεχνική του ταυτότητα;
ΓΡΑΦΩ. Τι το περίεργο; Είμαι συγγραφέας. Αν ήμουν
ζωγράφος φερ’ ειπείν θα ζωγράφιζα.
Τα γραπτά μου:
Τοπία, απόψεις της πόλης μας ως επί το πλείστον,
σκηνές δρόμου αλλά και αρκετά εσωτερικά (το δωμάτιο
του καλλιτέχνη κλπ.)
Νεκρές φύσεις
Προσωπογραφίες – μεταξύ των οποίων πολλές οπωσδή-
ποτε αυτοπροσωπογραφίες
– και βεβαίως: –
Γυμνά.
Η Μαρ. είναι το αγαπημένο μου μοντέλο.
Και τώρα τίθεται το ερώτημα: κατά πόσον ένα πορ-
τραίτο φιλολογικό «μοιάζει» τον άνθρωπο;
Ενδιαφέρον ερώτημα, το οποίο έχει κι’ ακόμα απα-
σχολεί μία σημαντική μερίδα του αναγνωστικού μας
κοινού και της κριτικής… (Στη ζωγραφική τόχουν θαρρώ
απαντήσει προ πολλού…)
Εγώ, βεβαίως, γράφω σε «στυλ Πικασσό».
Το μέτρο των στίχων του, μας το δίνει ο ίδιος:
Στα ρεπό τους
τα «δουλικά»
(βουλγάρες, ρωσίδες κλπ.)
ανταμώνουνε πάντα
στο ίδιο παγκάκι
σ’ αυτή δω τη πλατεϊτσα
καπνίζουνε ασταμάτητα
και τα λένε τα λένε
και καπνίζουνε
και κουνάνε τα
πόδια τους νευρικά –
κι αυτό είναι!
-αυτό!-
το μέτρο του στίχου μου.
(«Το μέτρο»)
Στα ποιήματά του αναδύονται οι διπλές αξίες της ζωής και η σύγκρουσή τους. Από τη μία, οι επιτακτικές υποχρεώσεις της καθημερινότητας και από την άλλη ο επιθυμητός τρόπος ζωής με τα διαβάσματα, τα γραψίματα, τους φίλους, τις κρασοκατανύξεις, την αλληλέγγυα κουλτούρα, τις ξάπλες.
Ξάπλα –μου γουστάρει –
μεσ’ το δείλι.
Τα πόδια ν’ απλώνω ίσια στο άπειρο!
Η κάλτσα τρύπια, γυμνό το μεγάλο μου δάχτυλο!
Τσιγαράκι –να φουμά –
τώρ’ ανάβω.
Με τον καπνό δαχτυλίδια σου φκιάνω!
Για τα νέα του χρηματιστηρίου, καπίκι δε δίνω!
(«Ένα γαλλικό τραγούδι»)
Χαρακτηριστικό της ουτοπίας της αλήτικης ζωής είναι πως ο φορέας της συγκροτεί την αυτοεικόνα του και τις προβολές του για μια καλύτερη ζωή, με εικόνες και έννοιες από την κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία ζει και στην οποία εναντιώνεται. Δεν έχουμε ανάγκη από περιφράξεις, ιδιοκτησίες και φυλακές. Μόνο ηλιόλουστες μέρες τον χειμώνα. Ατελείωτη περιπλάνηση. Μια όμορφη σκιά το καλοκαίρι. Και ζήσε. Ζήσε και άσε και τους άλλους να ζήσουν. Να μερικά απ’ τα στοιχεία της ιδανικής πολιτείας του, τα οποία συναντούμε και στα ποιήματα του Μπασιάκου. Μια απελευθέρωση από την εργασία και μια φυγή από την πολιτική και από την ίδια την κοινωνία.

Φωτογραφία: Aleksandras Macijauskas

Ο άνεμος, voilà!
παίζει την μουσική που παιζότανε
παλιά στα τσίρκα τα λούνα-παρκ τα καρναβάλια ακόμα
Στ’ ανθοπουλειά σουρώνω μ’ όλα τούτα τα φτηνά και δυνατά
αρώματα
που με κερνάνε οι μόρτες
Ψώνισα δυο τόπια φύλλα τριανταφυλλιάς απ’ την πόλη, φουστάνι
καινούργιο να ράψεις
Ας παντρευτούμε
Θάρθω απόψε στον ύπνο σου να σε κλέψω
-πάλι!-
Θα ζούμε με ποιήματα . θα κάνουμε αφού το θες πολλά παιδιά
Τι κι αν είμαστε φτωχοί
Πουλιά, αγάπη μου, σαν πουλιά θ’ αναστήσουμε τα παιδιά μας.
(«Αμαζόνιος»)
Ο λιτός βίος μετατρέπεται σε ιδεώδες, κάτι που το συναντούμε σε όλες σχεδόν τις πνευματικές παραδόσεις, αλλά και σε αντιπολιτευτικές αντικουλτούρες, όπου ατομικοί τρόποι διαβίωσης μπορούν να αποκτήσουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα (Porta, Diani, 2010): ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη πολλά για να ζήσει και αυτό από μόνο του μπορεί να γίνει πράξη αντίστασης ή ανάκτησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας:
Να βρίσκεσαι με τους φίλους
Να φροντίζεις την τριανταφυλλιά
Να φουμέρνεις στο δειλινό
Ν’ αφίνεις να τρίβεται η γατούλα στα πόδια σου
Να κάνεις έρωτα (όχι λεφτά)
Να πίνεις μ’ απόλαυση το νερό
Να διαβάζεις να γράφεις
Κ.τ.λ.
Ν’ απαλλοτριώνεις αλύπητα τους απαλλοτριωτές
της ζωής μας
Η ζωή είναι ωραία.
Να μη πλένεις πιάτα ποτέ το βράδυ
γιατί τη νύχτα μπορεί να πεθάνεις – γράφει κάπου
ο φίλος μου ο Θανάσης.
Ωραίος ο Θανάσης! Όπως κι’ όλοι οι φίλοι μου.
(«Χτες είδα τον Χριστό φαντάρο»)
Ο David Graeber, επισημαίνει πως οι αναρχικοί δεν πιστεύουν στην καθορισμένη πορεία της ιστορίας και πως καμιά μορφή εξαναγκασμού δεν προάγει την ελευθερία. Ωστόσο, οι κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες μεσολαβούν για να οδηγήσουν στη συναίνεση έναν κόσμο ταραχώδη (Graeber, 2007). Πιθανό παρεπόμενο η αποδοχή της μοίρας, μια amor fati (αγάπη της μοίρας): να αισθάνεται κανείς καλά με ότι έχει τώρα, σήμερα. Αυτή η στάση συνυφαίνεται κάποιες φορές με την αγάπη και την κατανόηση για το κοντινό και το μοναχικό. Τη συναντούμε στο Βιβλίο της Ανησυχίας του Μπερνάντο Σοάρες, ετερώνυμου του Φερνάντο Πεσσόα: ο Σοάρες εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την πραγματικότητα στην οποία ζει, για τη δουλειά του, για το αφεντικό του, μέχρι και για τον δρόμο που βρίσκεται η εμπορική εταιρεία. Παραδέχεται όμως, πως αν του δινόταν η ευκαιρία σε μια επόμενη ζωή, θα αγόραζε ένα εισιτήριο, με το οποίο θα επέστρεφε στην ίδια ζωή, στην ίδια δουλειά, στο ίδιο αφεντικό, στον ίδιο δρόμο. Ο Μπασιάκος δεν θα ξόδευε τα λεφτά του για την ίδια διαδρομή. Καμιά φορά διχάζεται, γιατί στην πραγματική ζωή υπάρχουν περισσότερες από μία διαστάσεις:
Θα μπορούσε να είναι έτσι:
να ‘χω δουλειά
αυτό μονάχα
ν’ αμείβομαι,
το βασικό
Να μπορώ απλώς να επιστρέφω κάθε μέρα
κατάκοπος στο καμαράκι
με το μεροκάματο στην τσέπη
και μ’ ένα λουλούδι για την καλή μου
Η αγκαλιά της να ‘ναι η ξεκούρασή μου
ο έρωτάς της η ανάσα μου
Κι αύριο
ξανά
πάλι μια από τα ίδια
με μικρές παραλλαγές
ας πούμε: αντί λουλούδι, λουκούμια
ή ένας δίσκος τζαζ…
Τις Κυριακές, απόδραση, στο κύμα, στο ταβερνάκι
Τη μέρα του συλλαλητηρίου, στο συλλαλητήριο…
Χιονίζει σήμερα.
Δεν έχω μία.
Ούτε λουλούδι ούτε λουκούμι.
Κάνω όνειρα «μικροαστικά»
Κι έτσι μου ‘ρχεται να κλάψω-
Δεν ξέρω αν
Από απελπισία; Ή απ’ την ομορφιά όλης αυτής της απλότητας;
(«Και πουρκουά πα, δηλαδή, μανίτσα μου;»)

Φωτογραφία: Εliot Εrwitt

Ωστόσο, αντί για την «αγάπη της μοίρας», θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην «αίσθηση της θέσης» όπως αποκαλεί ο Γκόφμαν, την πρακτική γνώση της σύνολης κοινωνικής δομής, που συνεπάγεται σιωπηρή αποδοχή της θέσης και αίσθηση των ορίων («δεν είναι για μας αυτά»). Όσο πιο άκαμπτα επιβάλλεται η αρχή της πραγματικότητας και όσο πιο άκαμπτα για λόγους αρχών εναντιώνεται σε αυτήν το άτομο, τόσο περισσότερο το τελευταίο ορίζει με αυστηρότητα τις αποστάσεις, που πρέπει να τηρηθούν. Βρίσκει τη συνέχεια και τη σταθερότητα του νοήματος που δημιουργεί για τον κόσμο στην πιστή δέσμευση της συνείδησής του στον εαυτό της, όπως ο Οδυσσέας δέθηκε μπροστά στις Σειρήνες (Bourdieu, 1999). Ο Μπασιάκος δεν παύει ποτέ να σιχτιρίζει την ανισότητα και τη νευρωτική συμμόρφωση που απαιτείται εντός των κοινωνικών πλαισίων που διαμορφώνονται στον καπιταλισμό, την αποξένωση των ανθρώπων. Οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν να αποτελέσουν παράγοντες ξεριζώματος (Weil, 2014). Στα ποιήματά του συναντούμε εικόνες ξεριζωμένων. Για τον Μπασιάκο, οι ποιητές για παράδειγμα, είναι εσωτερικοί εμιγκρέδες, συγχρωτισμένοι με όλους τους ξεριζωμένους της γης:
Κι’ εμείς
οι ποιητές
πρόσφυγες είμαστε
και μετανάστες,
εμιγκρέδες,
ξένοι, ξεριζωμένοι,
εξόριστοι
είτε αυτοεξόριστοι,
κυνηγημένοι,
στη καλύτερη: γύφτοι…
(στη πιο καλύτερη: μπατιροτουρίστες…)
Μου τόχε πει και μια γειτόνισσα,
η Αλμπένα,
Βουλγάρα; – Βουλγάρα, ναι:
Είστε κι’ εσείς σαν εμάς κύριε Θόδωρα
μόνο λίγο παράξενος… τί τα θέλετε τόσα βιβλία;!
(«Γραφικοί τύποι»)
Αρκετά ποιήματα του Μπασιάκου φέρουν τα ίχνη επανεγγραφών σε ποικιλόμορφα συμφραζόμενα, μετεικασμάτων που δίνουν την αίσθηση της ενεργοποίησης μιας ποιητικής μνήμης. Συναντούμε σε ένα σημαντικό μέρος του έργου του, τα διακριτικά γνωρίσματα μιας ποίησης εμποτισμένης από το καρναβαλικό πνεύμα και κυρίως, από μορφές πολιτισμού του λαϊκού γέλιου. Το ποίημά του «Κακβιμάρτζος», λέξη που σημαίνει «εις υγείαν» στα Γεωργιανά, θα μπορούσε να είναι μία «λειτουργία των μεθύστακων», όπως την παρουσιάζει ο Μπαχτίν στα πλαίσια της χιουμοριστικής λατινικής φιλολογίας, πεποιημένη με τον ποιητικό τρόπο του Μπασιάκου, προσαρμοσμένη σε περιστάσεις της εποχής μας. Στο συγκεκριμένο ποίημα, ο ποιητής, που αποστρέφεται την κρατική εξουσία και τα όργανά της, τα πίνει μ’ έναν πρώην αστυνομικό από την εποχή της Ε.Σ.Σ.Δ.. Έχουν γείρει ο ένας στον ώμο του άλλου και τα λένε:
Αν είναι δυνατόν
εγώ
ο ποιητής
να τα πίνω απόψε παρέα
μ’ έναν μπάτσο
(!)
ναι
(πρώην,
στην Ε.Σ.Σ.Δ.)
γερτοί λιώμα ο ένας στον ώμο τ’ άλλου
τους παλιούς καλούς καιρούς και να κλαίμε
(μπαλαλάικες… πούντες, θε ν’ ακώ μπαλαλάικες!)
τότε που
-ο λόγος στον φίλο μου:-
Κάτι χούλιγκαν σαν εσέ
εγκώ, αντελφέ, τους έστελνα στο Σίμπιρι ευγκαρίστως.
(«Κακβιμάρτζος»)
Η Λολομπριτζίτα, ο γύφτος με τις αρκούδες, τα καρουζέλ των πανηγυριών, οι καλντεριμιτζούδες παρελαύνουν στα ποιήματά του, όπως σε μια μέρα καρναβαλιού:
Το καρουζέλ των πανηγυριών
Ο «γύρος του θανάτου»
Τα ρεφρέν της Πασκάλ
(το κορίτσι με τη λατέρνα)
Το ζωντόβολο του γύφτου Αρκουδιάρη
Τα κουνήματα και τα γλυκά μάτια της καλντεριμιτζούς
Η μπύρα στου Πάλιβετς το καπηλειό
Τα δαχτυλίδια από καπνό
Οι λέξεις
(ο ποιητής).
(«Μέρα γιορτινή»)
Όπως επίσης, στο ποίημα «Στον ύπνο μου…», ο Μπασιάκος αξιοποιεί -συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν το γνωρίζουμε- το «ονειρικό όραμα» (dream vision). Ένα λογοτεχνικό είδος εξαιρετικά δημοφιλές στα μεσαιωνικά χρόνια, αλλά και με διαχρονική δημοτικότητα. Κατά τη συνήθη σύμβαση, ο αφηγητής αποκοιμιέται και ονειρεύεται γεγονότα, που πρόκειται να εξιστορήσει στη συνέχεια, ενώ τα όσα ονειρεύεται, φέρουν εν μέρει τουλάχιστον, ένα αλληγορικό απόθεμα :
Στον ύπνο μου ροχαλίζω σαν τραίνο
Λιβάδια διασχίζω καταπράσινα
Άγρια άλογα με παραβγαίνουνε στη πηλάλα…
Είμαι λέει σ’ ένα βαγόνι
στο διάδρομο
εγώ κι’ ένα ασκέρι Τσιγγάνοι
που επιστρέφουν στην Γιουγκοσλαβία από δουλειές στην Ιταλία
εγώ γυρνάω από Ιταλία επίσης
στο σακίδιο μου έχω 2 κρασιά και μια γκράπα
τα κοπανάμε με τους Τσιγγάνους
μια νεαρή Τσιγγάνα έχει κολλήσει τα γόνατά της στα γόνατά μου
σκέφτομαι εδώ θα γίνει μακελειό
μου λέει την λεν Μιάρκα, όπως την γιαγιά της, γιαγιά της ήταν μου λέει η ηρωίδα του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ζαν Ρισπέν
είμαι τύφλα και την πιστεύω κλαίω από ευτυχία
λέω: κλαίω από ευτυχία
(άρα είμαι άντρας
πλέον
τα παιδιά κλαιν από δυστυχία όχι οι άντρες)
επίσης, ξέχασα να σημειώσω ότι στο ίδιο βαγόνι
στα κουπέ κυριλέ
ταξιδεύουν δυο πουτάνες εξαίσιες λίγο γριές αλλά αξιαγάπητες
με καπελαδούρα πίπα κ.τ.λ.
σκέφτομαι:
αν τις έβλεπε ο Φελίνι θα τις έκανε πρωταγωνίστριες
κι’ επίσης
κουβαλώ στο σακίδιό μου:
ένα φύλλο της Lotta Continua (το οποίο θα μου κατασχέσουν οι μπάτσοι στην Λουμπλιάνα…)
2 αφίσες του αναρχικού ζωγράφου και χαράκτη Flavio Constantini
μερικοί δίσκοι: 2 των Area, το διπλό “The great white wonder” bootleg του Ντύλαν, Enzo Jannacci ένας δίσκος με τραγούδια σε στίχους Dario Fo, Yves Montand ένας δίσκος με τραγούδια σε στίχους Jacques Prevert
ένα τεφτέρι με στίχους
κι’ ένα μπλου-τζην, που δεν μου χωράει, μικρό, άγνωστο πώς βρίσκεται στο σακίδιό μου…
Η ζωή είναι ένα όνειρο
(άμα την ζεις).
Με την ποίηση του Μπασιάκου αναδύεται μπροστά μας ως «χρονότοπος» ο λαϊκός κόσμος της δομικής ανέχειας, της αναδουλειάς, της ανεργίας, του μετανάστη, του ακαμάτη, του ονειροπόλου, του άπορου καλλιτέχνη, του πότη, της καθημερινότητας, της ευθυκρισίας, του «κοινού νου».
Η γειτόνισσα βήχει ασταμάτητα.
Βουλγάρα, γι’ αυτό βήχει.
Πολύ με στενοχωρούν οι άνθρωποι που βήχουν.
Είναι άδικο που βήχουν μόνο οι φτωχοί.
Θα της έκανε καλό πιστεύω ένα τσάι ζεστό.
Ακόμα καλύτερα ένα ταξιδάκι στις Μπαχάμες, ή
στις Άλπεις που είναι ξηρό το κλίμα.
Τέλος πάντων:
Ό,τι μας πει ο γιατρός, δεν είμαστε γιατροί εμείς.
(«Μεταξουργείο»)
Πρόκειται για εικόνες καθόλου μεμονωμένες και αυθαίρετες ή αποκομμένες από τα άλλα πολιτισμικά και κοινωνικά φαινόμενα. Κι αυτό τον διαφοροποιεί από τους ποιητές του «ιδιωτικού οράματος» της γενιάς του. Στα ποιήματά του συμπλέκονται τα στοιχεία μιας «αυθόρμητης λαϊκής φιλοσοφίας» με τη φωνή ενός αναρχικού που εκφράζεται μέσα από το γέλιο της λαϊκής κουλτούρας το «νικηφόρο για κάθε τι» (Μπαχτίν, 2017).

Έργο: Gerard Ellis

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
* Ο Μπασιάκος επισημαίνει σε γραπτά του, πως κάποιοι στίχοι του είναι «δανεισμένοι» από άλλους ποιητές, όπως επίσης κάποια ποιήματά του είναι μεταγραφές από μνήμης, ποιημάτων Γάλλων κυρίως ποιητών και στιχουργών. Πρακτικές «δανεισμού», που μας παραπέμπουν στους ντανταϊστές. Ενδεικτικά παραδείγματα της δεύτερης περίπτωσης είναι τα ποιήματα «Όχι» και «Aucassin et Nicolette MMXIV», από τη συλλογή «Νυχτερινό καφενείο και άλλα ποιήματα». Όπως μας πληροφορεί ο Μπασιάκος, το πρώτο ποίημα «μπορεί να θεωρηθεί ως ελεύθερη απόδοση ενός ποιήματος του Blaise Cendrars», ενώ το δεύτερο ποίημα, «πρόκειται για μια ερωτική εξομολόγηση του ήρωα προς την ηρωίδα του ομώνυμου μεσαιωνικού ρομάντσου, αντιγραμμένη από μνήμης κι ίσως κομμάτι αυθαίρετα».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μπαχτίν Μ., Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017.
Μπερνέρι Μ., Περιήγηση στην Ουτοπία, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, 1999.
Μπόρχες Χ., Άπαντα πεζά, μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ελληνικά Γράμματα, 2005.
Σοάρες Μ. (Φερνάντο Πεσσόα), Το Βιβλίο της Ανησυχίας, μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, τόμος Α΄, Εξάντας, 2004.
Bourdieu P., Γλώσσα και Συμβολική Εξουσία, μετάφραση: Κική Καψαμπέλη, Ινστιτούτο του Βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, 1999.
Bourdieu P., Η αίσθηση της πρακτικής, μετάφραση: Θεόδωρος Παραδέλλης, Αλεξάνδρεια, 2006.
Foucault M., Για την υπεράσπιση της κοινωνίας,μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια, Ψυχογιός, 2002.
Graeber D., Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας, μετάφραση: Σπύρος Κουρούκλης, Στάσει Επίπτοντες, 2007.
Porta D., Diani M., Κοινωνικά κινήματα, Μια εισαγωγή, μετάφραση: Ξενοφών Γιαταγάνας, Κριτική, 2010.
Weil S., Ανάγκη για ρίζες, μετάφραση: Μαρία Μαλαφέκα, Κέδρος, 2014.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Edith Tudor-Hart. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: