Μικέλα Χαρτουλάρη
Κομβική μορφή στη λογοτεχνία και στη μουσική της Καραϊβικής, ο Κουβανός Αλέχο Καρπεντιέρ, πρωτοπόρος στην ανάδειξη της λατινοαμερικανικής κουλτούρας, επιστρέφει στο ελληνικό προσκήνιο με την κορυφαία νουβέλα «Κοντσέρτο Μπαρόκ» (μτφρ. Μ. Παναγιωτίδου). Η έκδοση, εντάσσεται στην περίφημη Λευκή Σειρά του «Εξάντα», που αναβίωσε στο πλαίσιο της επανεκκίνησης του ιστορικού οίκου από το 2017, με τη συμβολή της Μαρίας Γυπαράκη στην εταιρεία High Books IKE-Εξάντας. Εδώ, και η «Αρπα και η σκιά» του Καρπεντιέρ (μτφρ. Ι. Κανσή) για τον Κολόμβο
«“Τώρα!” ούρλιαξε ο Αντόνιο Βιβάλντι κι όλοι ρίχτηκαν στο da capo με τρομακτική ορμή, ξεθεώνοντας βιολιά, όμποε, τρομπόνια, ρεγκάλ, ξύλινα οργανέτα, βιόλες ντα γκάμπα και ό,τι άλλο μπορούσε να αντιλαλήσει στο κλίτος, οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι του οποίου πάλλονταν εκεί ψηλά, συγκλονισμένοι, θαρρείς, από επουράνιο σκανδαλισμό. (…) Οι μαθήτριες του Οσπεντάλε ξέσπασαν σε βουερό, ξεκαρδιστικό γέλιο ενώ ο Μοντεζούμα μοίραζε ποτήρια με ένα ποτό που είχε επινοήσει…». Βρισκόμαστε σχεδόν στα μέσα του 18ου αιώνα σ’ ένα φημισμένο δημόσιο ορφανοτροφείο της Βενετίας που περιθάλπει κορίτσια ορφανά, εξώγαμα ή άπορα, τα οποία εκπαιδεύονται αποκλειστικά για να διαπρέψουν στη μουσική. Η Γαληνότατη Δημοκρατία θα υποκύψει το 1799 στον Βοναπάρτη, αλλά προς το παρόν έχει φορέσει τις μάσκες της και ξεφαντώνει στο Καρναβάλι. Στο περιθώριό του, ο «ευκίνητος μοναχός» ή άλλως ο συνθέτης Βιβάλντι (που δούλεψε 37 χρόνια στο Οσπεντάλε ντελα Πιετά ως δάσκαλος βιολιού και διευθυντής χορωδίας), ο «κοκκινοπρόσωπος Σάξονας» (Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ) και ο «γελαστός Ναπολιτάνος» (Ντομένικο Σκαρλάτι) αυτοσχεδιάζουν μια πρωτότυπη μπαρόκ συναυλία με τη γυναικεία ορχήστρα του Ορφανοτροφείου της Ευσπλαχνίας και παρασέρνουν μαζί τους τον «Ινδιάνο Μοντεζούμα» (έναν πάμπλουτο Μεξικανό ισπανικής καταγωγής με ιθαγενική συνείδηση, μεταμφιεσμένο στον προδομένο, τελευταίο αυτοκράτορα των Αζτέκων 1460-1520), και από κοντά τον υπηρέτη του, έναν «ελεύθερο Νέγρο» από την Αβάνα. Ολοι μαζί, χωρίς μάσκες, θα κατευθυνθούν ώς το νεκροταφείο, και χάρη σε έναν αναχρονισμό θα βρεθούν μπροστά στον τάφο του Ρώσου συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι (που πεθαίνει το 1971). Κι έπειτα ο νέγρος με το έμφυτο ταλέντο στα κρουστά θα κατευθυνθεί στο Παρίσι των σίξτις για να γνωρίσει τον κορυφαίο τρομπετίστα Λούις Αρμστρονγκ… Advertisement End of break ads in 17s Ολα είναι πραγματικά και όλα θαυμαστά. Μια διασταύρωση τεχνών και καλλιτεχνών από ποικίλες εποχές, ποικίλες παραδόσεις, ποικίλους ορίζοντες, μέσα σε ένα πνεύμα συμφιλίωσης με το «Αλλο» στο όνομα της αναζήτησης μιας καλλιτεχνικής ανανέωσης, απελευθερωμένης από τις καθιερωμένες συμβάσεις. Ενας δημιουργικός διάλογος αναπτύσσεται μεταξύ διαφορετικών στοιχείων από τα πεδία της κουλτούρας, της πολιτικής ιστορίας ή των κοινωνικών ανισοτήτων, και όλα χωνεύονται σε ένα καινούργιο σαγηνευτικό αμάλγαμα. Είναι το πνεύμα του μπαρόκ με τον οίστρο και την προοπτική του, όπως το καλλιέργησε ο Κουβανός μουσικολόγος και συγγραφέας Αλέχο Καρπεντιέρ (1904-1980) και το απογείωσε το 1974 στη νουβέλα Κοντσέρτο Μπαρόκ. Αυτό το λογοτεχνικό διαμαντάκι, που αντανακλά την ανήσυχη ιδιοσυγκρασία του, επανεκδόθηκε μόλις στα ελληνικά, έπειτα από 20 χρόνια, με φρεσκαρισμένη την ψαγμένη και παιχνιδιάρικη μετάφραση της Μελίνας Παναγιωτίδου (εκδ. Εξάντας). Ο Καρπεντιέρ εξερεύνησε σε βάθος το αφροκουβανικό ιδίωμα στη μουσική καθώς και τη σφραγίδα της Καραϊβικής στην κουβανική πολιτισμική ταυτότητα. Και σε τούτο το ώριμο βιβλίο του αποτυπώνει τους προβληματισμούς του για τον δρώντα θεατή, για την ποιητική ψευδαίσθηση στα καλλιτεχνικά έργα που συνομιλούν με ιστορικά γεγονότα, για την καθήλωση της κατεστημένης τέχνης σε θέματα τετριμμένα, σε ήρωες κλασικούς, σε περιβάλλοντα ευρωπαϊκά. Ο δικός του πρωταγωνιστής, ο συνθέτης Αντόνιο Βιβάλντι, σηματοδότησε με το έργο «Motezuma» (1733) την είσοδο της Λατινικής Αμερικής ως δραματουργικού χώρου στην περιοχή της όπερας. Και αντίστοιχα, ο ίδιος ως συγγραφέας έγινε ένας από τους πρωτοπόρους του λατινοαμερικανικού «μπουμ» στο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό τοπίο του ’60 και του ‘70. Μάλιστα με το μυθιστόρημά του Η επί γης βασιλεία του 1949, που αναφέρεται στην «επανάσταση των δούλων» στην Αϊτή (1804), θεωρείται από κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Φουέντες ως ο εισηγητής του «μαγικού ρεαλισμού» στους λογοτεχνικούς τρόπους των Λατινοαμερικανών. Κι αυτό, παρότι ο ίδιος στον πρόλογο εκείνου του βιβλίου δεν μιλούσε για realismo magico αλλά για real maravilloso, που στη δική του εκδοχή είναι μπολιασμένος με στοιχεία από τον γαλλικό υπερρεαλισμό. Επιπλέον, η Μ. Παναγιωτίδου επισημαίνει στο Κοντσέρτο Μπαρόκ και τη συνομιλία του με τον Δον Κιχότε του Θερβάντες.
«Προτιμώ να είμαι ένας πολίτης παρά ένας συγγραφέας»
Το 1977, στα 73 του, ο Αλέχο Καρπεντιέρ δίνει μία από τις σημαντικότερες συνεντεύξεις του στον Ραμόν Τσάο, τον πατέρα του τραγουδιστή Μανού Τσάο, στο Παρίσι. Μόλις έχει τιμηθεί με το περίφημο λογοτεχνικό Βραβείο Θερβάντες, έχει δωρίσει το χρηματικό έπαθλο στο Κ.Κ. της Κούβας, και λίγο νωρίτερα έχει εκλεγεί βουλευτής στην Κούβα. Η εμπλοκή του με τα κοινά ξεκινά από παλιά: όταν εργαζόταν ως πολιτιστικός συντάκτης στην Αβάνα, είχε φυλακιστεί για την αντιδικτατορική δράση του και τον φιλοκομμουνισμό του (1927) και αργότερα έζησε πολλά χρόνια αυτοεξόριστος στη Γαλλία και στη Βενεζουέλα. Μετά το 1959 και τη νίκη της Επανάστασης, εργάστηκε στον Κρατικό Εκδοτικό Φορέα και αργότερα ανέλαβε μορφωτικός σύμβουλος στην Κουβανική Πρεσβεία στη Γαλλία. Τον ρωτά λοιπόν ο δημοσιογράφος κατά πόσο τα δημόσια καθήκοντά του αντιστρατεύονται τη συγγραφική δουλειά του. Η απάντησή του αφιερώνεται εξαιρετικά σε κάθε Αλέξη Γεωργούλη της πολιτικής σκηνής. «Δεν βλέπω κανένα ασυμβίβαστο ανάμεσα στην ιδιότητα του συγγραφέα και σ’ εκείνη του πολίτη. Το γνωρίζω ότι αυτό ήταν ένα επιχείρημα ορισμένων εστέτ όπως ο Οσκαρ Ουάιλντ ή ο Ντ’ Ανούντσιο, που απεχθάνονταν όλα τα σοσιαλιστικά κινήματα της εποχής τους. Αλλά εγώ ακολουθώ άλλα παραδείγματα, εκείνα των συγγραφέων που ήξεραν πώς να πάρουν θέση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα. Ο Βίκτορ Ουγκό π.χ. ήταν ένας πολίτης με τα όλα του. Στις χειρότερες στιγμές του πρώτου Πολέμου της Ανεξαρτησίας μας (1868-1878), έσπευσε να γράψει θαυμάσιες επιστολές προς τις γυναίκες της Κούβας. Ξεσηκώθηκε ενάντια στην εισβολή του Μαξιμιλιανού στο Μεξικό και έστειλε επιστολή υποστήριξης προς τον Μπενίτο Χουάρες, ο οποίος την αναπαρήγαγε σε αφίσες που γέμισαν τους τοίχους στις πλατείες και στους δρόμους των μεξικανικών πόλεων. Οσο για μένα, μπορώ να πω ότι προτιμώ να είμαι ένας πολίτης παρά ένας συγγραφέας, διότι προσωπικά μου φαίνεται πολύ πιο σημαντικό να συντρέξω εννιά εκατομμύρια ανθρώπινες ψυχές στη μοίρα τους, παρά να γράψω ένα έργο παραπάνω ή παρακάτω. Διότι χάρη σ’ αυτά τα εννιά εκατομμύρια ανθρώπους, τα έργα του Νικολάς Γκιγιέν, τα δικά μου, ή ο Δον Κιχότε και γενικότερα οι κλασικοί μπορούν να εκδοθούν σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Μάλιστα θα πρόσθετα ότι τα καθήκοντά μου ως πολίτη είναι αυτά ακριβώς που μου παρέχουν τις εμπειρίες που θα τροφοδοτήσουν τα μελλοντικά έργα μου…».
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/228917_o-nonos-toy-magikoy-realismoy
Κομβική μορφή στη λογοτεχνία και στη μουσική της Καραϊβικής, ο Κουβανός Αλέχο Καρπεντιέρ, πρωτοπόρος στην ανάδειξη της λατινοαμερικανικής κουλτούρας, επιστρέφει στο ελληνικό προσκήνιο με την κορυφαία νουβέλα «Κοντσέρτο Μπαρόκ» (μτφρ. Μ. Παναγιωτίδου). Η έκδοση, εντάσσεται στην περίφημη Λευκή Σειρά του «Εξάντα», που αναβίωσε στο πλαίσιο της επανεκκίνησης του ιστορικού οίκου από το 2017, με τη συμβολή της Μαρίας Γυπαράκη στην εταιρεία High Books IKE-Εξάντας. Εδώ, και η «Αρπα και η σκιά» του Καρπεντιέρ (μτφρ. Ι. Κανσή) για τον Κολόμβο
«“Τώρα!” ούρλιαξε ο Αντόνιο Βιβάλντι κι όλοι ρίχτηκαν στο da capo με τρομακτική ορμή, ξεθεώνοντας βιολιά, όμποε, τρομπόνια, ρεγκάλ, ξύλινα οργανέτα, βιόλες ντα γκάμπα και ό,τι άλλο μπορούσε να αντιλαλήσει στο κλίτος, οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι του οποίου πάλλονταν εκεί ψηλά, συγκλονισμένοι, θαρρείς, από επουράνιο σκανδαλισμό. (…) Οι μαθήτριες του Οσπεντάλε ξέσπασαν σε βουερό, ξεκαρδιστικό γέλιο ενώ ο Μοντεζούμα μοίραζε ποτήρια με ένα ποτό που είχε επινοήσει…». Βρισκόμαστε σχεδόν στα μέσα του 18ου αιώνα σ’ ένα φημισμένο δημόσιο ορφανοτροφείο της Βενετίας που περιθάλπει κορίτσια ορφανά, εξώγαμα ή άπορα, τα οποία εκπαιδεύονται αποκλειστικά για να διαπρέψουν στη μουσική. Η Γαληνότατη Δημοκρατία θα υποκύψει το 1799 στον Βοναπάρτη, αλλά προς το παρόν έχει φορέσει τις μάσκες της και ξεφαντώνει στο Καρναβάλι. Στο περιθώριό του, ο «ευκίνητος μοναχός» ή άλλως ο συνθέτης Βιβάλντι (που δούλεψε 37 χρόνια στο Οσπεντάλε ντελα Πιετά ως δάσκαλος βιολιού και διευθυντής χορωδίας), ο «κοκκινοπρόσωπος Σάξονας» (Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ) και ο «γελαστός Ναπολιτάνος» (Ντομένικο Σκαρλάτι) αυτοσχεδιάζουν μια πρωτότυπη μπαρόκ συναυλία με τη γυναικεία ορχήστρα του Ορφανοτροφείου της Ευσπλαχνίας και παρασέρνουν μαζί τους τον «Ινδιάνο Μοντεζούμα» (έναν πάμπλουτο Μεξικανό ισπανικής καταγωγής με ιθαγενική συνείδηση, μεταμφιεσμένο στον προδομένο, τελευταίο αυτοκράτορα των Αζτέκων 1460-1520), και από κοντά τον υπηρέτη του, έναν «ελεύθερο Νέγρο» από την Αβάνα. Ολοι μαζί, χωρίς μάσκες, θα κατευθυνθούν ώς το νεκροταφείο, και χάρη σε έναν αναχρονισμό θα βρεθούν μπροστά στον τάφο του Ρώσου συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι (που πεθαίνει το 1971). Κι έπειτα ο νέγρος με το έμφυτο ταλέντο στα κρουστά θα κατευθυνθεί στο Παρίσι των σίξτις για να γνωρίσει τον κορυφαίο τρομπετίστα Λούις Αρμστρονγκ… Advertisement End of break ads in 17s Ολα είναι πραγματικά και όλα θαυμαστά. Μια διασταύρωση τεχνών και καλλιτεχνών από ποικίλες εποχές, ποικίλες παραδόσεις, ποικίλους ορίζοντες, μέσα σε ένα πνεύμα συμφιλίωσης με το «Αλλο» στο όνομα της αναζήτησης μιας καλλιτεχνικής ανανέωσης, απελευθερωμένης από τις καθιερωμένες συμβάσεις. Ενας δημιουργικός διάλογος αναπτύσσεται μεταξύ διαφορετικών στοιχείων από τα πεδία της κουλτούρας, της πολιτικής ιστορίας ή των κοινωνικών ανισοτήτων, και όλα χωνεύονται σε ένα καινούργιο σαγηνευτικό αμάλγαμα. Είναι το πνεύμα του μπαρόκ με τον οίστρο και την προοπτική του, όπως το καλλιέργησε ο Κουβανός μουσικολόγος και συγγραφέας Αλέχο Καρπεντιέρ (1904-1980) και το απογείωσε το 1974 στη νουβέλα Κοντσέρτο Μπαρόκ. Αυτό το λογοτεχνικό διαμαντάκι, που αντανακλά την ανήσυχη ιδιοσυγκρασία του, επανεκδόθηκε μόλις στα ελληνικά, έπειτα από 20 χρόνια, με φρεσκαρισμένη την ψαγμένη και παιχνιδιάρικη μετάφραση της Μελίνας Παναγιωτίδου (εκδ. Εξάντας). Ο Καρπεντιέρ εξερεύνησε σε βάθος το αφροκουβανικό ιδίωμα στη μουσική καθώς και τη σφραγίδα της Καραϊβικής στην κουβανική πολιτισμική ταυτότητα. Και σε τούτο το ώριμο βιβλίο του αποτυπώνει τους προβληματισμούς του για τον δρώντα θεατή, για την ποιητική ψευδαίσθηση στα καλλιτεχνικά έργα που συνομιλούν με ιστορικά γεγονότα, για την καθήλωση της κατεστημένης τέχνης σε θέματα τετριμμένα, σε ήρωες κλασικούς, σε περιβάλλοντα ευρωπαϊκά. Ο δικός του πρωταγωνιστής, ο συνθέτης Αντόνιο Βιβάλντι, σηματοδότησε με το έργο «Motezuma» (1733) την είσοδο της Λατινικής Αμερικής ως δραματουργικού χώρου στην περιοχή της όπερας. Και αντίστοιχα, ο ίδιος ως συγγραφέας έγινε ένας από τους πρωτοπόρους του λατινοαμερικανικού «μπουμ» στο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό τοπίο του ’60 και του ‘70. Μάλιστα με το μυθιστόρημά του Η επί γης βασιλεία του 1949, που αναφέρεται στην «επανάσταση των δούλων» στην Αϊτή (1804), θεωρείται από κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Φουέντες ως ο εισηγητής του «μαγικού ρεαλισμού» στους λογοτεχνικούς τρόπους των Λατινοαμερικανών. Κι αυτό, παρότι ο ίδιος στον πρόλογο εκείνου του βιβλίου δεν μιλούσε για realismo magico αλλά για real maravilloso, που στη δική του εκδοχή είναι μπολιασμένος με στοιχεία από τον γαλλικό υπερρεαλισμό. Επιπλέον, η Μ. Παναγιωτίδου επισημαίνει στο Κοντσέρτο Μπαρόκ και τη συνομιλία του με τον Δον Κιχότε του Θερβάντες.
«Προτιμώ να είμαι ένας πολίτης παρά ένας συγγραφέας»
Το 1977, στα 73 του, ο Αλέχο Καρπεντιέρ δίνει μία από τις σημαντικότερες συνεντεύξεις του στον Ραμόν Τσάο, τον πατέρα του τραγουδιστή Μανού Τσάο, στο Παρίσι. Μόλις έχει τιμηθεί με το περίφημο λογοτεχνικό Βραβείο Θερβάντες, έχει δωρίσει το χρηματικό έπαθλο στο Κ.Κ. της Κούβας, και λίγο νωρίτερα έχει εκλεγεί βουλευτής στην Κούβα. Η εμπλοκή του με τα κοινά ξεκινά από παλιά: όταν εργαζόταν ως πολιτιστικός συντάκτης στην Αβάνα, είχε φυλακιστεί για την αντιδικτατορική δράση του και τον φιλοκομμουνισμό του (1927) και αργότερα έζησε πολλά χρόνια αυτοεξόριστος στη Γαλλία και στη Βενεζουέλα. Μετά το 1959 και τη νίκη της Επανάστασης, εργάστηκε στον Κρατικό Εκδοτικό Φορέα και αργότερα ανέλαβε μορφωτικός σύμβουλος στην Κουβανική Πρεσβεία στη Γαλλία. Τον ρωτά λοιπόν ο δημοσιογράφος κατά πόσο τα δημόσια καθήκοντά του αντιστρατεύονται τη συγγραφική δουλειά του. Η απάντησή του αφιερώνεται εξαιρετικά σε κάθε Αλέξη Γεωργούλη της πολιτικής σκηνής. «Δεν βλέπω κανένα ασυμβίβαστο ανάμεσα στην ιδιότητα του συγγραφέα και σ’ εκείνη του πολίτη. Το γνωρίζω ότι αυτό ήταν ένα επιχείρημα ορισμένων εστέτ όπως ο Οσκαρ Ουάιλντ ή ο Ντ’ Ανούντσιο, που απεχθάνονταν όλα τα σοσιαλιστικά κινήματα της εποχής τους. Αλλά εγώ ακολουθώ άλλα παραδείγματα, εκείνα των συγγραφέων που ήξεραν πώς να πάρουν θέση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα. Ο Βίκτορ Ουγκό π.χ. ήταν ένας πολίτης με τα όλα του. Στις χειρότερες στιγμές του πρώτου Πολέμου της Ανεξαρτησίας μας (1868-1878), έσπευσε να γράψει θαυμάσιες επιστολές προς τις γυναίκες της Κούβας. Ξεσηκώθηκε ενάντια στην εισβολή του Μαξιμιλιανού στο Μεξικό και έστειλε επιστολή υποστήριξης προς τον Μπενίτο Χουάρες, ο οποίος την αναπαρήγαγε σε αφίσες που γέμισαν τους τοίχους στις πλατείες και στους δρόμους των μεξικανικών πόλεων. Οσο για μένα, μπορώ να πω ότι προτιμώ να είμαι ένας πολίτης παρά ένας συγγραφέας, διότι προσωπικά μου φαίνεται πολύ πιο σημαντικό να συντρέξω εννιά εκατομμύρια ανθρώπινες ψυχές στη μοίρα τους, παρά να γράψω ένα έργο παραπάνω ή παρακάτω. Διότι χάρη σ’ αυτά τα εννιά εκατομμύρια ανθρώπους, τα έργα του Νικολάς Γκιγιέν, τα δικά μου, ή ο Δον Κιχότε και γενικότερα οι κλασικοί μπορούν να εκδοθούν σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Μάλιστα θα πρόσθετα ότι τα καθήκοντά μου ως πολίτη είναι αυτά ακριβώς που μου παρέχουν τις εμπειρίες που θα τροφοδοτήσουν τα μελλοντικά έργα μου…».
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/228917_o-nonos-toy-magikoy-realismoy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου