Τί ἐρημιὰ σκεπάζει τὴ φωνή σου
Καθὼς ἐπάνω στὶς παράξενες χροιὲς
Στοιβάζονται χαμένες ἡλικίες
Ἄκου ποὺ στὶς ραφές της πένθιμα ἠχοῦν
Ἀναιμικὰ χορτάρια
Ποὺ ὅλα μαυρόκλωνα ἑλίσσονται
Κι ὅλο ψηλώνουν κι ἀποκόβουν
Τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ παντοῦ
Καθὼς ἐπάνω στὶς παράξενες χροιὲς
Στοιβάζονται χαμένες ἡλικίες
Ἄκου ποὺ στὶς ραφές της πένθιμα ἠχοῦν
Ἀναιμικὰ χορτάρια
Ποὺ ὅλα μαυρόκλωνα ἑλίσσονται
Κι ὅλο ψηλώνουν κι ἀποκόβουν
Τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ παντοῦ
Μὰ τόσο ἀδούλευτη ξεχάστηκε ἡ φωνή σου
Δὲν ξέρει πῶς νὰ συσταθεῖ
Κι ὅλο κυλάει σὰν νερὸ
Ποὺ χάνεται μόλις ἀφήνει τὴν πηγή του
Γι᾽ αὐτὸ σὲ κλείνουν ἄνυδρα τοπία
Καὶ ἀρχαῖα πουλιὰ ποὺ ἀποδημοῦν
Δὲν ξέρει πῶς νὰ συσταθεῖ
Κι ὅλο κυλάει σὰν νερὸ
Ποὺ χάνεται μόλις ἀφήνει τὴν πηγή του
Γι᾽ αὐτὸ σὲ κλείνουν ἄνυδρα τοπία
Καὶ ἀρχαῖα πουλιὰ ποὺ ἀποδημοῦν
Μὴ μιλᾶς
Ἡ φωνή σου θὰ σπάσει
Καὶ θὰ τὴν πιοῦν μαῦρες ρωγμὲς
Μὴ μιλᾶς
Ἡ φωνή σου θὰ πέσει
Στὶς μοχθηρὲς γλυσίνες τοῦ ἤχου
Κι οἱ ἐπελάσεις τῶν σχημάτων τοῦ βίου
Στὴν ἀρχαία θὰ σὲ τυλίξουν
Ἀτημελησία τους
Ἡ φωνή σου θὰ σπάσει
Καὶ θὰ τὴν πιοῦν μαῦρες ρωγμὲς
Μὴ μιλᾶς
Ἡ φωνή σου θὰ πέσει
Στὶς μοχθηρὲς γλυσίνες τοῦ ἤχου
Κι οἱ ἐπελάσεις τῶν σχημάτων τοῦ βίου
Στὴν ἀρχαία θὰ σὲ τυλίξουν
Ἀτημελησία τους
~.~
ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ
Καθισμένος σταυροπόδι στὸ λιβάδι
Διορθώνω παλιὰ ποιήματα
Διορθώνω παλιὰ ποιήματα
Τριγύρω ἀνθίζουν χαμομήλια
Γάτες παραμονεύουν περιστέρια
Καὶ κάτι φύλλα δέντρων μακρινῶν
Σποραδικὰ πέφτουν μπροστά μου
Καὶ λάμπουν σὰν χαλκὸς
Γάτες παραμονεύουν περιστέρια
Καὶ κάτι φύλλα δέντρων μακρινῶν
Σποραδικὰ πέφτουν μπροστά μου
Καὶ λάμπουν σὰν χαλκὸς
Κοιτάζω καὶ ψάχνω τὸ μαλακὸ χῶμα
Οὔτε μιὰ πέτρα νὰ σπάσω τὰ καρύδια μου
Κοιτάζω καὶ ψάχνω τὸ κουρασμένο μου μυαλὸ
Οὔτε μιὰ λέξη νὰ ταιριάξω
Τὶς ἀστοχίες τοῦ ποιήματος
Οὔτε μιὰ πέτρα νὰ σπάσω τὰ καρύδια μου
Κοιτάζω καὶ ψάχνω τὸ κουρασμένο μου μυαλὸ
Οὔτε μιὰ λέξη νὰ ταιριάξω
Τὶς ἀστοχίες τοῦ ποιήματος
~.~
ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΔΕΝΤΡΟ
Τραγούδα δέντρο
Εἶμαι ὁ μαθητὴς τοῦ ἴσκιου σου
Ὁ μιμητὴς τῆς φωνῆς σου
Ὁ δύτης στὴ θάλασσα τῶν φύλλων σου
Εἶμαι ὁ μαθητὴς τοῦ ἴσκιου σου
Ὁ μιμητὴς τῆς φωνῆς σου
Ὁ δύτης στὴ θάλασσα τῶν φύλλων σου
Τραγούδα ἥσυχα δέντρο
Εἶμαι ὁ ξενοδόχος τῶν πουλιῶν σου
Ὁ περιποιητὴς τῶν ὁδοιπόρων σου
Ὁ ὑποδεχόμενος τὰ τετράποδά σου
Εἶμαι ὁ ξενοδόχος τῶν πουλιῶν σου
Ὁ περιποιητὴς τῶν ὁδοιπόρων σου
Ὁ ὑποδεχόμενος τὰ τετράποδά σου
Τραγούδα ἀμέριμνα δέντρο
Ἐπειδὴ ἂν σιωπήσεις
Θὰ σιωπήσει κι ὁ κόσμος
Καὶ τὸ μικρὸ κορίτσι δὲν θὰ ἔλθει
Νὰ κρεμάσει τὴν κούνια του
Στὰ στιβαρὰ κλαδιά σου
Ἐπειδὴ ἂν σιωπήσεις
Θὰ σιωπήσει κι ὁ κόσμος
Καὶ τὸ μικρὸ κορίτσι δὲν θὰ ἔλθει
Νὰ κρεμάσει τὴν κούνια του
Στὰ στιβαρὰ κλαδιά σου
Τραγούδα λοιπὸν δέντρο
Εἶσαι τὸ κέντρο τοῦ Γαλαξία μας
Εἶσαι τὸ κέντρο τοῦ Γαλαξία μας
~.~
ΔΩΜΑΤΙΟ
Νὰ μὲ προσέχεις ὅταν κλείνομαι
Στὴν βασιλεία σου
Στὴν βασιλεία σου
Καὶ νὰ μοῦ μιλᾶς
Πότε μ᾽ ἕνα θρόισμα τῆς κουρτίνας
Πότε μ᾽ ἕνα σύρσιμο τῆς παντόφλας
Πότε μ᾽ ἕνα ψιθύρισμα στὸ αὐτὶ
Καὶ πότε πότε
Μ᾽ ἕνα ἀνεπαίσθητο γύρισμα τοὺ πόμολου
Πότε μ᾽ ἕνα θρόισμα τῆς κουρτίνας
Πότε μ᾽ ἕνα σύρσιμο τῆς παντόφλας
Πότε μ᾽ ἕνα ψιθύρισμα στὸ αὐτὶ
Καὶ πότε πότε
Μ᾽ ἕνα ἀνεπαίσθητο γύρισμα τοὺ πόμολου
Νὰ μοῦ φυλᾶς τὶς σκιὲς
Καὶ νὰ τὶς ἀνασταίνεις
Καὶ νὰ τὶς ἀνασταίνεις
Κι ἂν κάποια βροχὴ δαχτύλων
Πέσει στὰ πλῆκτρα τῆς γραφομηχανῆς
Τότε νὰ γκρεμιστεῖς μαζί μου μὲσα στὸν πάταγο
Πέσει στὰ πλῆκτρα τῆς γραφομηχανῆς
Τότε νὰ γκρεμιστεῖς μαζί μου μὲσα στὸν πάταγο
Τροφὴ νὰ γίνουμε ἀκριβὴ
Στὰ κοφτερὰ σαγόνια τῶν λέξεων
Στὰ κοφτερὰ σαγόνια τῶν λέξεων
~.~
RAYMOND CARVER (1938-1988)
Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ κάτι θὰ γίνει – ἔλεγες
Τὸ χιόνι θὰ μᾶς ἐπιτεθεῖ
Τὸ ἀπόγευμα θὰ φθάσει μαῦρο κι ἀφύσικο
Κάπου μακριὰ θὰ λάμψουν γαλήνιες οἱ λίμνες
Ἐνῶ γιὰ μᾶς τοὺς ποιητὲς δὲν ὑπάρχει
Παρὰ μόνο τὸ σκοτεινὸ δωμάτιο
Καὶ τὰ πουλιὰ ποὺ πετοῦν ἐλεύθερα
Ἀπὸ κράτος σὲ κράτος
Καὶ τὰ ψάρια ποὺ κολυμποῦν διαρκῶς
Μέσα στὰ ὄνειρα
Κι οἱ δύσκολες νύχτες
Μὲ τὰ βιβλία ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ μαξιλάρι
Τὸ χιόνι θὰ μᾶς ἐπιτεθεῖ
Τὸ ἀπόγευμα θὰ φθάσει μαῦρο κι ἀφύσικο
Κάπου μακριὰ θὰ λάμψουν γαλήνιες οἱ λίμνες
Ἐνῶ γιὰ μᾶς τοὺς ποιητὲς δὲν ὑπάρχει
Παρὰ μόνο τὸ σκοτεινὸ δωμάτιο
Καὶ τὰ πουλιὰ ποὺ πετοῦν ἐλεύθερα
Ἀπὸ κράτος σὲ κράτος
Καὶ τὰ ψάρια ποὺ κολυμποῦν διαρκῶς
Μέσα στὰ ὄνειρα
Κι οἱ δύσκολες νύχτες
Μὲ τὰ βιβλία ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ μαξιλάρι
Ἄκου τὰ βήματα στὸ πεζοδρόμιο
Πῶς κεντοῦν τὶς ἀνησυχίες μας
Ἄκου τὴ βροχὴ ποὺ πέφτει ραγδαία
Καὶ ἠχεῖ στὴν μνήμη σὰν νὰ μὴν ἔπαψε ποτὲ
Πῶς κεντοῦν τὶς ἀνησυχίες μας
Ἄκου τὴ βροχὴ ποὺ πέφτει ραγδαία
Καὶ ἠχεῖ στὴν μνήμη σὰν νὰ μὴν ἔπαψε ποτὲ
Ὁ φόβος θὰ μᾶς γονατίσει – ἔλεγες
Γιατὶ μιὰ μέρα θὰ ξυπνήσει τὸ παρελθὸν
Μιὰ μέρα θὰ δοῦμε ὅτι δὲν ἀγαπήσαμε
Ὅσο καὶ ὅπως ἔπρεπε
Κάποια στιγμὴ θὰ συναντηθοῦμε μὲ τοὺς νεκροὺς
Γιὰ νὰ συζητήσουμε μαζί τους κάποια πράγματα
Ὅλοι μας θὰ ζητήσουμε τότε τὸ δίκιο μας
–Ποιὸ δίκιο; –
Κάποτε θ᾽ ἀγανακτήσουμε ποὺ τόσες φορὲς
Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι φοβόμαστε τὸν θάνατο
Κι ἀμέσως μετὰ τὸ ξαναλέμε
Γιατὶ μιὰ μέρα θὰ ξυπνήσει τὸ παρελθὸν
Μιὰ μέρα θὰ δοῦμε ὅτι δὲν ἀγαπήσαμε
Ὅσο καὶ ὅπως ἔπρεπε
Κάποια στιγμὴ θὰ συναντηθοῦμε μὲ τοὺς νεκροὺς
Γιὰ νὰ συζητήσουμε μαζί τους κάποια πράγματα
Ὅλοι μας θὰ ζητήσουμε τότε τὸ δίκιο μας
–Ποιὸ δίκιο; –
Κάποτε θ᾽ ἀγανακτήσουμε ποὺ τόσες φορὲς
Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι φοβόμαστε τὸν θάνατο
Κι ἀμέσως μετὰ τὸ ξαναλέμε
Καὶ μόνο-μόνο
Ἂς ἔχουμε μιὰ εὐκαιρία ἀκόμα
Ἔστω μισὴ εὐκαιρία μόνο
Νὰ κάνουμε τὰ ἴδια λάθη καὶ πάλι ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ
Τὰ ἴδια τ᾽ ἀσυγχώρητα λάθη
Τὰ λάθη μας – ἔλεγες
Ἂς ἔχουμε μιὰ εὐκαιρία ἀκόμα
Ἔστω μισὴ εὐκαιρία μόνο
Νὰ κάνουμε τὰ ἴδια λάθη καὶ πάλι ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ
Τὰ ἴδια τ᾽ ἀσυγχώρητα λάθη
Τὰ λάθη μας – ἔλεγες
~.~
ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
Κοινὴ γὰρ ἡ τύχη τῶν ἀνθρώπων
Καὶ τῶν δημιουργῶν πρωτίστως
Γιατὶ τὸ μέλλον μας δὲν εἶναι τόσο ἀόρατο
Καθὼς πρεσβεύει ὁ Ἰσοκράτης
Καὶ τῶν δημιουργῶν πρωτίστως
Γιατὶ τὸ μέλλον μας δὲν εἶναι τόσο ἀόρατο
Καθὼς πρεσβεύει ὁ Ἰσοκράτης
Ἐπειδὴ ἐσένα ἔχω κατὰ νοῦ
Θλιμμένε ποιητὴ Ἄρη Δικταῖε
Σοῦ εἶχε φέξει ἡ τύχη σου ὅταν ζοῦσες
Καὶ ὄχι μονάχα αὐτὴ
Τὸ δίκιο νὰ εἰπωθεῖ
Συνέβαλε κι ἡ ἱκανότητά σου
Καὶ ἡ σθεναρὴ δουλειὰ
Καὶ ἡ ποιητικὴ σκευὴ
Ποὺ σοῦ ἔδιναν κάθε στιγμὴ
Τὸ ὕψος σου καὶ τὴν πυγμὴ
Θλιμμένε ποιητὴ Ἄρη Δικταῖε
Σοῦ εἶχε φέξει ἡ τύχη σου ὅταν ζοῦσες
Καὶ ὄχι μονάχα αὐτὴ
Τὸ δίκιο νὰ εἰπωθεῖ
Συνέβαλε κι ἡ ἱκανότητά σου
Καὶ ἡ σθεναρὴ δουλειὰ
Καὶ ἡ ποιητικὴ σκευὴ
Ποὺ σοῦ ἔδιναν κάθε στιγμὴ
Τὸ ὕψος σου καὶ τὴν πυγμὴ
Ἀλλὰ τί μάταια ποὺ φαίνονται ὅλα αὐτὰ
Ἐπειδὴ τώρα μὲ τοὺς λησμονημένους
Καὶ τοὺς ἀδικημένους περιφέρεσαι
Ὁλοσχερῶς χαμένος στὴν ὁμίχλη
Ἐπειδὴ τώρα μὲ τοὺς λησμονημένους
Καὶ τοὺς ἀδικημένους περιφέρεσαι
Ὁλοσχερῶς χαμένος στὴν ὁμίχλη
Σὲ ψάχνω ἀλλὰ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ
Σβήνει ἡ μορφή σου
Ὅλο καὶ πιὸ πολὺ
Μαραίνονται τὰ καλαμπόκια σου
Σβήνει ἡ μορφή σου
Ὅλο καὶ πιὸ πολὺ
Μαραίνονται τὰ καλαμπόκια σου
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη συλλογὴ «Γραφέας τοῦ φυσικοῦ ἔπους»
Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη συλλογὴ «Γραφέας τοῦ φυσικοῦ ἔπους»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου