Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Ευγενία Φακίνου: «Γράμματα στη Χιονάτη», Εκδόσεις Καστανιώτη «Όταν η ικανότητα ν’ αγαπάς έχει χαθεί προ πολλού, γίνεσαι σκληρός…». Η καλή κυρία τής λογοτεχνίας μας Ευγενία Φακίνου είναι η ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα με ‘‘προσωπικό ύφος’’ και αφηγηματική, που ταξιδεύει τον αναγνώστη μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Την διακρίνει η ευγένεια της γραφής, η μεστότητα της σκέψης και η καλή γνώση τής ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Η πορεία της στη λογοτεχνία, από το 1982 που κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα («Αστραδενή»), χαρακτηρίζεται από συνέπεια, σεμνότητα και ήθος. Για τούτο και έχει αποσπάσει τον σεβασμό τών αναγνωστών. Το «Γράμματα
στη Χιονάτη» κινείται στην πραγματικότητα της τρίτης ηλικίας, που ωθείται από αναθεωρήσεις και αναστοχασμούς. Κεντρικός άξονας του βιβλίου μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία καταφεύγει σε χωριό που βρίσκεται στα πρόθυρα της εκκένωσής του από τους κατοίκους του, απειλούμενο από καθιζήσεις. Από καθίζηση, όμως, απειλείται και η δική της ζωή. Το χωριό κινδυνεύει από εγκαταλειμμένα ορυχεία. Ίσως ένα παρόμοιο (εγκαταλειμμένο) ορυχείο να είναι και το δικό της παρελθόν. Η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο περιγράφει μια γυναίκα με μαύρα ρούχα, ξυρισμένα μαλλιά και φρύδια, «μία μόνη», η οποία έχει ξαναβρεθεί στο ίδιο μέρος πριν τριάντα χρόνια για μοναχικές διακοπές. Η περιγραφή της αφορά μια γυναίκα λίγο πάνω από τα σαράντα, που επιθυμεί να έχει τα πάντα τακτοποιημένα, ακόμα και στον ξενώνα που διαμένει, «μην τύχει κι η καμαριέρα την κακοχαρακτηρίσει – πάντα αυτό το σύνδρομο του ‘‘καλού παιδιού’’ την παίδευε…» Ένα παρελθόν με το σύνδρομο του «καλού παιδιού», που την συνοδεύει και στην επιστροφή της, χρόνια μετά. Είναι η γυναίκα συγγραφέας, για την οποία ίσως έχει έρθει η ώρα να μιλήσει για την δική της ζωή και όχι μόνο για τις ζωές των άλλων. Η επιστροφή στον τόπο αυτό και η αναζήτηση ενός σπιτιού για προσωρινή διαμονή έχει την αιτία της στις εσωτερικές αγωνίες της ηλικιωμένης πλέον γυναίκας: «Θα κατόρθωνε να τρομάξει τον τρόμο της; Να τον διώξει; Να απαλλαγεί απ’ αυτόν; Στην ερημιά, στην ησυχία, με ήχους άγνωστους, με άλλος φόβους, πιο διαχειρίσιμους, που δεν ξεκινούσαν από μέσα της αλλά από το περιβάλλον;» Ένα έμφραγμα είναι αυτό που έχει φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή της. Το άγγιγμα του θανάτου, δηλαδή. Η συνειδητοποίηση του κινδύνου που κάνει κραυγαλέα την γνώση τού τέλους. Η συγγραφέας / αφηγητής μιλά εξ ονόματος πολλών, ιδιαίτερα εκείνων που βιώνουν μόνοι αυτήν την επισφαλή περίοδο της ζωής τους, καταφεύγοντας κι εκείνοι σε χάπια «ηρεμίας», με την ίδια ανησυχία, μην ξεχαστούν και δεν το πάρουν στην ώρα του. Η διαφορά τής γυναίκας τής μυθοπλασίας με εκείνους είναι πως αυτή κρύβει μέσα της μιαν ακόμα γυναίκα, τον ίδιο της τον εαυτό με έντονη κριτική διάθεση, έτοιμο να την… ανακαλέσει στην τάξη: «Πες πως είναι εννιά, ώρα για το χάπι της ηρεμίας, δεν πειράζει αν το πάρεις νωρίτερα, σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα, άκουσε να της λέει η Άλλη μέσα της, αυτή με την οποία έπιανε ατελείωτες συζητήσεις και που πολύ συχνά είχαν διαφορετικές απόψεις, η Άλλη πάντα πιο αυστηρή και σχεδόν πάντα υπερίσχυε…» Αυτή η Άλλη, ο δεύτερος εαυτός της, που απαιτεί ν’ αλλάξει την στάση ζωής της, είναι πανταχού παρούσα, για να εμποδίσει πισωγυρίσματα. Αν θέλει να ζήσει, θα πρέπει να βάλει όρια στον συναισθηματικό της κόσμο. Έχει ήδη δώσει αρκετά. Καιρός να σταματήσει, καιρός να σκληρύνει, καιρός να μάθει να αδιαφορεί. Θα το επιτύχει; Στην απομόνωση του εγκαταλελειμμένου χωριού θα δοκιμαστούν οι αποφάσεις της. Πόσο εύκολο, όμως, είναι ν’ αλλάξει κάποιος την ζωή του, ιδιαίτερα όταν αυτή έχει νόημα από την προσφορά του προς τους άλλους; Το πρώτο βήμα για την επιχειρούμενη αλλαγή είχε γίνει με το ξύρισμα των μαλλιών και των φρυδιών. Εξαιρετική η απόδοση του τολμήματος από την συγγραφέα: «Θυμήθηκε που, μερικές μέρες πριν, στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου κι έβλεπε το είδωλό της, βαθιά στεναχωρημένη κι εξοργιστικά θυμωμένη, ανίκανη να βγάλει τη λύπη και την οργή της, κι είχε προβάρει ένα ψεύτικο χαμόγελο – σαν γκριμάτσα ατάλαντου κλόουν ήταν – κάτι που είχε αυξήσει τα αρνητικά της συναισθήματα, κι αρπάζοντας τότε το ψαλίδι είχε αρχίσει να κόβει τα μαλλιά της. Ήταν μια πράξη αυτοκαταστροφής, είχε σκεφτεί, ένα υποκατάστατο αυτοκτονίας, καμιά σχέση με τις κουρές των μοναχών ή τις εξαγνιστικές των αρχαίων. Ένας μηχανισμός συναισθημάτων, όπως θα έγραφε ένα εγχειρίδιο εκλαϊκευμένης ψυχολογίας. Αυτό που είχε δει τότε στον καθρέφτη δεν της άρεσε καθόλου, σαν κακομαδημένο κοτόπουλο ήταν το κεφάλι της, τούφες τούφες ξεπετιόντουσαν τα κομμένα μαλλιά κι ανάμεσά τους, αυλάκια από λευκό δέρμα. Είχε πάρει λοιπόν αποφασιστικά ένα ξυραφάκι Bic, κι είχε αρχίσει να το περνάει απ’ όσα μαλλιά είχαν απομείνει, κι όταν τελείωσε μ’ αυτά, αφάνισε και τα φρύδια της για να ’ναι τελειωτική η απώλεια. Δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός θρησκευτικού τάματος, ενός καθαρμού, αλλά – χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει – μια σχεδόν επαναστατική, ένα ‘‘κόψιμο’’ του παρελθόντος, βίαιο και ριζοσπαστικό· ωστόσο ήταν συγχρόνως και μια υπόσχεση αλλαγής». Αυτή η απόπειρα για το «‘‘κόψιμο’’ του παρελθόντος», είναι το βασικό θέμα τού βιβλίου, που πραγματεύεται την εγκατάσταση της ηλικιωμένης συγγραφέως στον άγνωστο σ’ αυτήν τόπο, εκεί που μέσα σε μια άλλη, περισσότερο μαγική, παρά ρεαλιστική κατάσταση θα βιώσει κάποιες εμπειρίες, οι οποίες δεν θα της επιτρέψουν να γίνει μια άλλη. Ο εαυτός της θα την ακολουθεί, ως καβαφική αλήθεια, ως «η πόλις» τού καθενός μας. Όμως, η γυναίκα που αναζητά έναν άλλον εαυτό, είχε ένα σημαντικό στοιχείο που συχνά διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στην πορεία της: «…ήταν επιρρεπής σ’ ερμηνείες μεταφυσικές, τη γοήτευαν συμπτώσεις άκαιρες, συμπτώσεις που δεν είχαν λόγο να συμβαίνουν». Το στοιχείο τής μεταφυσικής είναι αυτό που σχηματοποιείται σε κεντρικό άξονα του έργου. Οι ημέρες και οι νύχτες της ηλικιωμένης γυναίκας, καθώς αναμετριέται με το παρελθόν της, συναντούν όλο και περισσότερα μεταφυσικά φαινόμενα, τα οποία με την δική τους γλώσσα την οδηγούν στην γενναιοδωρία του παρελθόντος. Δεν μπορεί να φανεί αδιάφορη απέναντι στον κόσμο που την περιβάλει, Δεν μπορεί να μην γεννήσει αγάπη, ή να μην προσφέρει βοήθεια, ή να μην συμπάσχει με την αγωνία και τον πόνο τού άλλου. Και κάπου εδώ θα εισβάλει στην ζωή της η Χιονάτη… Ένα κοριτσάκι χωρίς όνομα, ένα πλάσμα που εκείνη θα ‘‘βαφτίσει’’ Χιονάτη. Μια φράση, που βγαίνει από το στόμα ενός «Ποιητή», τον οποίο συναντά στην καταφυγή της στον μαγικό ρεαλισμό, είναι αυτή που έρχεται ως κλειδί να εξηγήσει τα μελλούμενα της συμπεριφοράς της: «Όταν η ικανότητα ν’ αγαπάς έχει χαθεί προ πολλού, γίνεσαι σκληρός…». Όλα είναι θέμα της ικανότητας ν’ αγαπάς. Και τη Χιονάτη, που θα συναντήσει μετέπειτα, θα την προσεγγίσει μέσα από μια αγάπη, πρωτόγνωρη για την ίδια. Μυθιστόρημα αλληγορικό, αλλά και συγκινητικό, με την Φακίνου να δείχνει τον δρόμο της ουσιαστικής λογοτεχνίας…
Αγιόκαμπος Λάρισας, 17-6-2020
https://www.fractalart.gr/grammata-sti-xionati/
Ευγενία Φακίνου: «Γράμματα στη Χιονάτη», Εκδόσεις Καστανιώτη «Όταν η ικανότητα ν’ αγαπάς έχει χαθεί προ πολλού, γίνεσαι σκληρός…». Η καλή κυρία τής λογοτεχνίας μας Ευγενία Φακίνου είναι η ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα με ‘‘προσωπικό ύφος’’ και αφηγηματική, που ταξιδεύει τον αναγνώστη μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Την διακρίνει η ευγένεια της γραφής, η μεστότητα της σκέψης και η καλή γνώση τής ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Η πορεία της στη λογοτεχνία, από το 1982 που κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα («Αστραδενή»), χαρακτηρίζεται από συνέπεια, σεμνότητα και ήθος. Για τούτο και έχει αποσπάσει τον σεβασμό τών αναγνωστών. Το «Γράμματα
στη Χιονάτη» κινείται στην πραγματικότητα της τρίτης ηλικίας, που ωθείται από αναθεωρήσεις και αναστοχασμούς. Κεντρικός άξονας του βιβλίου μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία καταφεύγει σε χωριό που βρίσκεται στα πρόθυρα της εκκένωσής του από τους κατοίκους του, απειλούμενο από καθιζήσεις. Από καθίζηση, όμως, απειλείται και η δική της ζωή. Το χωριό κινδυνεύει από εγκαταλειμμένα ορυχεία. Ίσως ένα παρόμοιο (εγκαταλειμμένο) ορυχείο να είναι και το δικό της παρελθόν. Η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο περιγράφει μια γυναίκα με μαύρα ρούχα, ξυρισμένα μαλλιά και φρύδια, «μία μόνη», η οποία έχει ξαναβρεθεί στο ίδιο μέρος πριν τριάντα χρόνια για μοναχικές διακοπές. Η περιγραφή της αφορά μια γυναίκα λίγο πάνω από τα σαράντα, που επιθυμεί να έχει τα πάντα τακτοποιημένα, ακόμα και στον ξενώνα που διαμένει, «μην τύχει κι η καμαριέρα την κακοχαρακτηρίσει – πάντα αυτό το σύνδρομο του ‘‘καλού παιδιού’’ την παίδευε…» Ένα παρελθόν με το σύνδρομο του «καλού παιδιού», που την συνοδεύει και στην επιστροφή της, χρόνια μετά. Είναι η γυναίκα συγγραφέας, για την οποία ίσως έχει έρθει η ώρα να μιλήσει για την δική της ζωή και όχι μόνο για τις ζωές των άλλων. Η επιστροφή στον τόπο αυτό και η αναζήτηση ενός σπιτιού για προσωρινή διαμονή έχει την αιτία της στις εσωτερικές αγωνίες της ηλικιωμένης πλέον γυναίκας: «Θα κατόρθωνε να τρομάξει τον τρόμο της; Να τον διώξει; Να απαλλαγεί απ’ αυτόν; Στην ερημιά, στην ησυχία, με ήχους άγνωστους, με άλλος φόβους, πιο διαχειρίσιμους, που δεν ξεκινούσαν από μέσα της αλλά από το περιβάλλον;» Ένα έμφραγμα είναι αυτό που έχει φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή της. Το άγγιγμα του θανάτου, δηλαδή. Η συνειδητοποίηση του κινδύνου που κάνει κραυγαλέα την γνώση τού τέλους. Η συγγραφέας / αφηγητής μιλά εξ ονόματος πολλών, ιδιαίτερα εκείνων που βιώνουν μόνοι αυτήν την επισφαλή περίοδο της ζωής τους, καταφεύγοντας κι εκείνοι σε χάπια «ηρεμίας», με την ίδια ανησυχία, μην ξεχαστούν και δεν το πάρουν στην ώρα του. Η διαφορά τής γυναίκας τής μυθοπλασίας με εκείνους είναι πως αυτή κρύβει μέσα της μιαν ακόμα γυναίκα, τον ίδιο της τον εαυτό με έντονη κριτική διάθεση, έτοιμο να την… ανακαλέσει στην τάξη: «Πες πως είναι εννιά, ώρα για το χάπι της ηρεμίας, δεν πειράζει αν το πάρεις νωρίτερα, σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα, άκουσε να της λέει η Άλλη μέσα της, αυτή με την οποία έπιανε ατελείωτες συζητήσεις και που πολύ συχνά είχαν διαφορετικές απόψεις, η Άλλη πάντα πιο αυστηρή και σχεδόν πάντα υπερίσχυε…» Αυτή η Άλλη, ο δεύτερος εαυτός της, που απαιτεί ν’ αλλάξει την στάση ζωής της, είναι πανταχού παρούσα, για να εμποδίσει πισωγυρίσματα. Αν θέλει να ζήσει, θα πρέπει να βάλει όρια στον συναισθηματικό της κόσμο. Έχει ήδη δώσει αρκετά. Καιρός να σταματήσει, καιρός να σκληρύνει, καιρός να μάθει να αδιαφορεί. Θα το επιτύχει; Στην απομόνωση του εγκαταλελειμμένου χωριού θα δοκιμαστούν οι αποφάσεις της. Πόσο εύκολο, όμως, είναι ν’ αλλάξει κάποιος την ζωή του, ιδιαίτερα όταν αυτή έχει νόημα από την προσφορά του προς τους άλλους; Το πρώτο βήμα για την επιχειρούμενη αλλαγή είχε γίνει με το ξύρισμα των μαλλιών και των φρυδιών. Εξαιρετική η απόδοση του τολμήματος από την συγγραφέα: «Θυμήθηκε που, μερικές μέρες πριν, στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου κι έβλεπε το είδωλό της, βαθιά στεναχωρημένη κι εξοργιστικά θυμωμένη, ανίκανη να βγάλει τη λύπη και την οργή της, κι είχε προβάρει ένα ψεύτικο χαμόγελο – σαν γκριμάτσα ατάλαντου κλόουν ήταν – κάτι που είχε αυξήσει τα αρνητικά της συναισθήματα, κι αρπάζοντας τότε το ψαλίδι είχε αρχίσει να κόβει τα μαλλιά της. Ήταν μια πράξη αυτοκαταστροφής, είχε σκεφτεί, ένα υποκατάστατο αυτοκτονίας, καμιά σχέση με τις κουρές των μοναχών ή τις εξαγνιστικές των αρχαίων. Ένας μηχανισμός συναισθημάτων, όπως θα έγραφε ένα εγχειρίδιο εκλαϊκευμένης ψυχολογίας. Αυτό που είχε δει τότε στον καθρέφτη δεν της άρεσε καθόλου, σαν κακομαδημένο κοτόπουλο ήταν το κεφάλι της, τούφες τούφες ξεπετιόντουσαν τα κομμένα μαλλιά κι ανάμεσά τους, αυλάκια από λευκό δέρμα. Είχε πάρει λοιπόν αποφασιστικά ένα ξυραφάκι Bic, κι είχε αρχίσει να το περνάει απ’ όσα μαλλιά είχαν απομείνει, κι όταν τελείωσε μ’ αυτά, αφάνισε και τα φρύδια της για να ’ναι τελειωτική η απώλεια. Δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός θρησκευτικού τάματος, ενός καθαρμού, αλλά – χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει – μια σχεδόν επαναστατική, ένα ‘‘κόψιμο’’ του παρελθόντος, βίαιο και ριζοσπαστικό· ωστόσο ήταν συγχρόνως και μια υπόσχεση αλλαγής». Αυτή η απόπειρα για το «‘‘κόψιμο’’ του παρελθόντος», είναι το βασικό θέμα τού βιβλίου, που πραγματεύεται την εγκατάσταση της ηλικιωμένης συγγραφέως στον άγνωστο σ’ αυτήν τόπο, εκεί που μέσα σε μια άλλη, περισσότερο μαγική, παρά ρεαλιστική κατάσταση θα βιώσει κάποιες εμπειρίες, οι οποίες δεν θα της επιτρέψουν να γίνει μια άλλη. Ο εαυτός της θα την ακολουθεί, ως καβαφική αλήθεια, ως «η πόλις» τού καθενός μας. Όμως, η γυναίκα που αναζητά έναν άλλον εαυτό, είχε ένα σημαντικό στοιχείο που συχνά διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στην πορεία της: «…ήταν επιρρεπής σ’ ερμηνείες μεταφυσικές, τη γοήτευαν συμπτώσεις άκαιρες, συμπτώσεις που δεν είχαν λόγο να συμβαίνουν». Το στοιχείο τής μεταφυσικής είναι αυτό που σχηματοποιείται σε κεντρικό άξονα του έργου. Οι ημέρες και οι νύχτες της ηλικιωμένης γυναίκας, καθώς αναμετριέται με το παρελθόν της, συναντούν όλο και περισσότερα μεταφυσικά φαινόμενα, τα οποία με την δική τους γλώσσα την οδηγούν στην γενναιοδωρία του παρελθόντος. Δεν μπορεί να φανεί αδιάφορη απέναντι στον κόσμο που την περιβάλει, Δεν μπορεί να μην γεννήσει αγάπη, ή να μην προσφέρει βοήθεια, ή να μην συμπάσχει με την αγωνία και τον πόνο τού άλλου. Και κάπου εδώ θα εισβάλει στην ζωή της η Χιονάτη… Ένα κοριτσάκι χωρίς όνομα, ένα πλάσμα που εκείνη θα ‘‘βαφτίσει’’ Χιονάτη. Μια φράση, που βγαίνει από το στόμα ενός «Ποιητή», τον οποίο συναντά στην καταφυγή της στον μαγικό ρεαλισμό, είναι αυτή που έρχεται ως κλειδί να εξηγήσει τα μελλούμενα της συμπεριφοράς της: «Όταν η ικανότητα ν’ αγαπάς έχει χαθεί προ πολλού, γίνεσαι σκληρός…». Όλα είναι θέμα της ικανότητας ν’ αγαπάς. Και τη Χιονάτη, που θα συναντήσει μετέπειτα, θα την προσεγγίσει μέσα από μια αγάπη, πρωτόγνωρη για την ίδια. Μυθιστόρημα αλληγορικό, αλλά και συγκινητικό, με την Φακίνου να δείχνει τον δρόμο της ουσιαστικής λογοτεχνίας…
Αγιόκαμπος Λάρισας, 17-6-2020
https://www.fractalart.gr/grammata-sti-xionati/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου