Στην ποίηση του Κ. Λάνταβου παρατηρείται και το φαινόμενο των αυθύπαρκτων ή αποφθεγματικων στίχων. Είναι δηλαδη κάποιοι στίχοι που λειτουργουν εξίσου καλα, τόσο εντος του ποιήματος που ανήκουν, σε διαλεκτικη επικοινωνία με τους άλλους στίχους του, όσο και εκτος του ποιήματος, όταν αποσπαστουν ή απομονωθουν για ν’ ακολουθήσουν δικη τους, μοναχικη πορεία. Σπάνιο φαινόμενο που το συναντάμε στην ποίηση ελάχιστων σύγχρονων Ελλήνων ποιητων όπως π.χ. της Κατερίνας Γώγου, αν είναι απαραίτητον’ αναφέρω εδω ένα όνομα.Το φαινόμενο των αποφθεγματικων στίχων εμφανίζεται σχεδον σε όλο το ποιητικο έργο του Κ. Λάνταβου όμως, στη συλλογη που τιτλοφορείται Εγκώμιο είναι πιο πυκνο και διακριτο. Μέσα στο μικρο, αλλα στιβαρο,σώμα αυτων των στίχων εγκλείεται τέτοια ποιητικη ουσία και ενέργεια, που απο μόνοιτους είναι ένα ολοκληρωμένο ποίημα! Αποσπω και δίνω στη συνέχεια τέτοιους αυθύπαρκτους στίχους απο την εν λόγω συλλογη:
«Η ζωη μέσα στο σώμα είναι διακαης πόνος»
***
«Όσο κι αν κλαίω, η θάλασσα μέσα μου δεν γαληνεύει»
***
«Ακόμη και στα όνειρα ζούμε τις ζωες των άλλων»
***
«Τα όνειρα έχουν κρησφύγετο τον ύπνο»
***
«Τα παιδια είναι η σύνοψη των ύμνων προς το σύμπαν»
***
«Κανένα εγκώμιο νεκρους δεν ανασταίνει»
***
«Συνήθως τα λίγα είν’ αρκετα»
***
«με τον ίδιο ζήλο μας διεκδικει ο θάνατος»
- Ο ποιητης ξεκίνησε την ποιητικη πορεία του μ’ ένα ασήκωτο βάρος. Μιλω για το βάρος απο τις μυλόπετρες του Εμφύλιου Πολέμου που πλάκωσαν την Ελλάδα και επέφεραν μεγάλα δεινα στον ελληνικο λαο. Με δύο λόγια, τον βαραίνει το ιστορικο παρελθον του, που το νιώθει σαν τραύμα ανεπούλωτο, παρόλο που ο ποιητης δεν το βίωσε, εφόσον έχει γεννηθει το 1949, τη στιγμη δηλαδη που έληγε ο εμφύλιος. Αυτο το αποτρόπαιο ιστορικο γεγονος όμως, ήταν αρκετο για να καθορίσει την υπόλοιπη ζωη και ποίησή του. Το τραύμα αυτο, δυστυχως, μετέφερε και συσσώρευσε μεγάλο βάρος στην ψυχη του, όπου τώρα διαχέεται και μέσα στις σελίδες της ποίησής του, κυρίως στις πρώτες συλλογες του, την Πορεία και την Χαμολαίοντες και σαλτιπάγκοι. Άρα, η Ιστορία, έστω και φαρμακωμένη, υπήρξε μία τροφος για τον Κ. Λάνταβο και την ποίησή-του. Γράφει στο ποίημα «Ο άλλος πόλεμος», απο τη συλλογη Πορεία:
«Εμεις δεν ξέρουμε απο πολέμους.
Γνωρίζουμε μόνον την απειλή τους∙
που φαρμακώνει νύχτα μέρα τη ζωη μας.
Εμεις, που γεννηθήκαμε μες στους καπνους
της τελειωμένης μάχης
τρέφουμε μνήμες ασύνειδες μες στο κορμί μας»
Σελ. 20
Επιποθει και ευελπιστει όμως, όπως σημειώνει στο ποίημα «Επωδος», σελ. 75, απο τη συλλογη Χαμολαίοντες και σαλτιπάγκοι, πως:
«…σα βγει κι αυτος ο μήνας
θ’ απομακρύνω τα τελευταία απομεινάρια
– σημεία θλιβερα –
μιας άλλης εποχης, που δεν ήταν η δικης μας».
- Η ποίησή του, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποπνέει θλίψη, πόνο και νοσταλγία. Η ψυχοφθόρος θλίψη, προπάντων, διαπερνάει σαν αμφίστομη μάχαιρα σχεδον όλα τα ποιήματά του. Θλίψη, πόνο και νοσταλγία, λοιπον, για ό,τι περνα και χάνεται και δεν ξαναγυρίζει, για ό,τι ωραίο έζησε αλλα τώρα δεν μπορει να το ξαναζήσει. Θλίψη, πόνο και νοσταλγία για τα πρώτα χρόνια του, την πρώτη ζωή του, που ήταν γεμάτη ενέργεια, δράση, ξεγνοιασια και έρωτες, που όλα αυτα τώρα μετεωρίζονται, βασανιστικα μάλιστα, στην σφαίρα της μνήμης και της φαντασίας του. Στη συλλογη Felixculpa, στο 6ο άτιτλο ποίημα, σελ. 292, είναι αρκετα αποκαλυπτικος:
«Θρονιάστηκε εντος μου η θλίψη
κι εσυ την απομάκρυνες με σύνεργα
τα άδολά σου αισθήματα, που δεν εγείρουν πάθη,
μα περιχύνουν το εξαγνιστικο βάλσαμο της φιλίας.
Η νοσταλγία όμως, στην ποίηση του Κ. Λάνταβου, άλλοτε παρουσιάζεται σαν ευεργετικο λίπασμα, όσο παράξενο και αν ακούγεται αυτο, και άλλοτε σαν πικρο φαρμάκι. Γράφει στο ποίημα δ’, σελ. 300, απο τη συλλογη Μάθημα πρώτο:
Ζωσμένος φλόγα και σκοτάδι/ τα προηγούμενα βήματα ακυρώνω/ βαδίζω επισκέπτης σ’ έναν κόσμο/ που νικάται απ΄ το χρόνο/
Μόνο φορτίο οι συμβουλες της μάνας/ που ηχουν ως νοσταλγία/ κι επιθυμουν ν’ αλώσουν/ τη μέσα μου ακηδία/
Η μάνα-μου νεκρη/ εδω και τόσα χρόνια/ μα ο Λόγος της βγαίνει περίπατο/ όταν με σφίγγει η καταφρόνια/
Η μάνα μου νεκρη/ Και οι νεκροι/
Διδάσκουν.
- Η πόλη της Λάρισας, δηλαδη η γενέτειρα πόλη του ποιητη, και ό,τι άλλο συγκροτει αυτην την ιστορικη πόλη, κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην ποίησή-του. Απο τους κατοίκουςς, τους δρόμους, τα κτήρια, τους αρχαιολογικους χώρους, τα φρούρια και τις εκκλησιες-της μέχρι τ’ άλογα, τα βουνα που την περιζώνουν και το ποτάμι της, δηλαδη τον Πηνειο, «ο αργυροδίνης του Ομήρου ποταμος»,αλλα και ο πλατυς κάμπος της, που «το μάτι δεν το πιάνει», όπως γράφει χαρακτηριστικα! Είναι, νομίζω, όλα αυτα,άλλος ένας κυρίαρχος παραγωγικος άξονας, που δίνει πρώτιστα ρυθμο και νόημαστη ζωή του και ακολούθως σπινθηρίζει και δίνει λειτουργία στη έμπνευσή του. Δίκαια, λοιπον, αφιερώνει στη Λάρισσα και στον κάμπο της μία απο τις καλύτερες συλλογες-του, αυτη που τιτλοφορείται Η δωρεα του κάμπου. Και όπως μας πληροφορει ο ποιητης, στο ομώνυμο ποίημα της συλλογης, σελ. 334, αυτος ο «αργυροδίνης ποταμο»ς, στις καλες χρονιες ήθελενα εισπράττει και το δικο-του…αντίτιμο:
«Τα καλοκαίρια,
τα χρόνια που κατέβαζε νερο,
συνήθιζε να πνίγει
δύο τρία παλικάρια,
αντίτιμο για τη σοδεια
που χάριζε στον κάμπο».
Αλλα και για τον απέραντο κάμπο της Λάρισας ο ποιητης θα εμπνευστει και θα γράψει, σελ. 363 , αυτους τους ωραίους στίχους:
«Ατάραχος κάτω απ’ τον ήλιο ο κάμπος
διατηρει ακόμα το μεγαλείο-του
στα χωράφια περιφέρει
τις νύχτες τη γύμνια-του
σαν καλος εραστης
ξαπλώνει στο στήθος της Άνοιξης
κι ακούει την ανάσα της γης
την άγια ώρα της σύλληψης»
Ποιήματα, λοιπον, που μαρτυρουν μεγάλη λατρεία για όλα αυτα που συνθέτουν, αναχλωραίνουν και ανασταίνουν τον ευλογημένο τόπο του και που, όπως αφοπλιστικα εξομολογείται, στο ποίημα με αριθμο 15, σελ. 178, που ανήκει στη συλλογη Εκ Θεου αντιμισθία, «τον κόσμο μπορει να τον ξεχάσω/ μα τον τόπο μου δεν θα μπορέσω».
- Ο ποιητης, κατα το πλείστον, αποτυπώνει στο χαρτι την οδύνη του καιρου του. Ωστόσο, ανατρέχοντας μέσα στο εκδομένο σώμα της ποίησής-του, θα διαπιστώσουμε πως, πέραν απο τα ποιήματα με τα σύγχρονα θέματα, υπάρχουν και αρχαιόθεμα ποιήματα, έστω και σε περιορισμένη έκταση. Εννοω πως συγκινείται και καταπιάνεται με θέματα απο την Αρχαία Ελληνικη Γραμματεία. Για παράδειγμα, η συλλογη Αντίνοος εν Κασσιώπη, είναι βασισμένη και αποτελείται εξολοκλήρου με αρχαιόθεμα ποιήματα. Συγκεκριμένα, στη συλλογη αυτη, που προσωπικα την θεωρω μία απο τις καλύτερές-του, ο Κ. Λάνταβος συγκινείται απο τον μύθο του Αντίνοου, όπου τον αναπλάθει ποιητικα και μας δίνει μία σειρα απο υπέροχα καβαφικότροπα ποιήματα. Εννοω πως είναι ποιήματα, τα οποία κατασκευάστηκαν με πρότυπό-τους την φόρμα της καβαφικης τεχνοτροπίας.Μέσα απο τη συλλογη αυτη όμως, συνειδητα ή όχι, αποκαλύπτεται και η ιδιαίτερη αγάπη που τρέφει ο Κ. Λάνταβος προς τον ποιητη της Αλεξάνδρειας. Στον Αντίνοο όμως, ο ποιητης αφιερώνει και όλη τη συλλογη-του Εγκώμιο.
Ο Αντίνοος (27 Νοεμβρίου 111- πριν τις 30 Οκτωβρίου 130), όπως είναι γνωστο, ήταν Έλληνας νέος, εξαιρετικης ομορφιας, ευνοούμενος και εραστης του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ανδριανου. Καταγόταν απο το Βιθύνιο (Κλαυδιούπολη) της Βυθινίας. Πνίγηκε στα νερα του Νείλου με την πεποίθηση ότι η θυσία του αυτη θα βοηθούσε στο να παραταθει η ζωη του προστάτη του. Συντετριμμένος απο το θάνατο του Αντίνοου, ο Αδριανος που τύγχανε να είναι νοσταλγος και ένθερμος οπαδος της κλασικης ελληνικης αρχαιότητας αλλα και ευεργέτης του μαντείου των Δελφων, διέταξε να στηθουν αγάλματα του όμορφου νέου σε όλα τα ιερα και τις πόλεις, σε κάθε γωνια της αυτοκρατορίας -του. Διέταξε ακόμη τη θέσπιση και την καθιέρωση διεξαγωγης αγώνων προς τιμην του Αντίνοου, που απο τότε δοξάστηκε και λατρεύτηκε σαν Θεος. Η μορφήτου απαθανατίστηκε στην τέχνη απο την αρχαιότητα, διαμέσου της αναγέννησης μέχρι τη σύγχρονη εποχη.
Κατα βάθος, στη συλλογη αυτη, ο ποιητης, με αφορμη το μύθο του Αντίνοου, συνθέτει ένα υπέροχο ύμνο στην ομορφια και τη μεγάλη σημασία που έχει αυτη για την τέχνη. Απο τη εν λόγω συλλογη παραθέτω το ποίημα «Ο Ανδριανος εξομολογείται»:
Πρώτη φορα στο μπαρ τον συνάντησα/ του τρένου. Έπινε νες-καφε/ και κάπνιζε το’ να τσιγάρο πίσω/ απ’ τ’ άλλο. Το βλέμμα του,/ σα να τρυπούσε το Κενο./ Αξύριστος τουλάχιστον δύο ημερων/ κι αυτο προσέθετε στην ομορφια-του./ Ήταν λεπτος, καλοφτιαγμένος,/ τα πάντα επάνω του συνέθεταν/ ένα υπερκόσμιο Κάλλος/ Ακόμα και το κομμένο χέρι του/ στο ύψος του καρπου,/ φάνταζε μια εξαίσια παραφωνία/
Σαν οι θεοι να ζήλεψαν/ και θέλησαν ν’ ακρωτηριάσουν/ το θαυμαστο-τους έργο….
Σελ. 251
Η σκηνη στην οποία ο ποιητης τοποθετει τον ήρωά του, (μέσα στο τρένο, την ώρα που πίνει νες-καφε) είναι μία έξυπνη επινόηση, που δίνει διαχρονικότητα στο μύθο του Αντίνοου αλλα, παράλληλα, φανερώνει και την αποτελεσματικη πρόσληψη και ανάπλασή-του μέσα στη σύγχρονη ποίηση!
- Η ποίηση του Κ. Λάνταβου, που φανερώνει άνθρωπο – δημιουργο βαθια θρησκευόμενο, είναι στο σύνολό της ανθρωποκεντρικη. Εννοω πως στον κεντρικο πυρήνα της έχει τον άνθρωπο και τις διαχρονικες αξίες του. Γιατι, για τον ποιητη, όπως αφήνει ν’ αντιληφθούμε, η ζωη είναι υπέρτατο αγαθο∙ είναι το τρισμέγιστο και ανεκτίμητο δώρο του Θεου προς τον άνθρωπο!
Ο Κ. Λάνταβος παρουσιάζεται μέσα απο την ποίησή του παράφορα ερωτευμένος με τη ζωη, που προτρέπει και όλο τον κόσμο να το πράξει. Να αγαπήσουν τη ζωη και ν’ απολαύσουν τις χάρες της, άσχετα αν για τους περισσότερους ανθρώπους η ζωη τους συνοδεύεται απο αντιξοότητες και αποτυχίες, υπενθυμίζοντάς τους πως «τα πάντα εντέλει γίνονται ζωη», σελ. 487. Και πιο κάτω, σελ. 491, θα συμπληρώσει:
«όμως άνθρωπε
όσο κακο κι αν φέρει η ζωη
πρέπει να ξεκινάμε πάλι απ’ την αρχη
μακάρι να ζούσαμε ένα ατέλειωτο καλοκαίρι
αλλα η ζωη είναι ένα θαύμα που κάποτε ολοκληρώνεται»
Έτσι, η ποίησή του, αρχίζει με τον έρωτα του ανθρώπου προς τη ζωη και καταλήγει με τον θάνατό του, που κατα τον Σωτήρη Γουνελα «οι περιοχες του έρωτα και του θανάτου καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωτικης ενέργειας του ανθρώπου».
Με δύο λόγια, ολόκληρος ο τόμος, είναι μία ανοιχτη, ατελείωτη σπουδη πάνω στο θαύμα της ζωης και το απεχθες μυστήριο του θανάτου. Σε αυτα τα δύο θέματα εμβαθύνει τη σκέψη και τον στοχασμο-του και εξάγει ενδιαφέροντα συμπεράσματα, τα οποία κωδικοποιει σε θαυμάσιους στίχους. Γράφει στο ποίημα «Διαδρομη», σελ. 22, απο τη συλλογη Πορεία:
«Μόνον ο θάνατος/ – δίχως καμια έπαρση/ δίχως σπυρι συμπόνια –/ ακολοθει δικη του διαδρομη/ την ίδια αναλλοίωτη/ πανάρχαια διαδρομη…».
Για τον θάνατο, που τον κλώθει φαίνεται συνεχως, και που είναι το δεύτερο σκέλος του έγχρονου βίου του ανθρώπου αλλα και το τέρμα του, θα μας δώσει και αυτους τους παραινετικους και παρηγορητικους στίχους, που υπάρχουν στη συλλογη Τα μάτια του μικρου Θεου, σελ. 459:
«Ας αρχίσουμε απ’ αυτο/ τα γαλήνια νερα έρχονται/ όταν βρεις κάτι ν’ αγαπας/ και η αγάπη απομακρύνει/ τον φόβο του θανάτου/ φοβάμαι τον θάνατο/ αλλα ας αγωνιστούμε μαζι/ εγω κι εσυ εν εσμεν/ ώστε ο φόβος να γίνει θάρρος/ σάρκα παλλόμενη/ έτοιμη για το θαύμα…»,
ενω στο 10ον ποίημα, της συλλογης Η τρυφερότητα του φόβου, σελ. 226, προσπαθει να καθησυχάσει τους συνανθρώπους του με αυτους τους στίχους:
«Με κάθε θάνατο ανασταίνεται
η εύνοια του Θεου
Παρηγορητικη».
- Ο σαρκικος έρωτας που βάζει φωτιες στα σώματα και αυξάνει τα βέβηλα πάθη αλλα ταυτόχρονα κατευνάζει και τις ορμες και γαληνεύει τους ανθρώπους, όπως διαπιστώνω, έχει ελάχιστον μερτικο στην ποίηση του Κ. Λάνταβου, με αναφορες αχνες, όποτε αυτο συμβαίνει. Καθαρα ερωτικο ποίημα υπάρχει μόνο ένα στο σώμα των ποιημάτων-του, τιτλοφορείται «Ερωτικο», σελ. 128, και περιλαμβάνεται στη συλλογη Νυκτόβιος συλλέκτης. Για τον ποιητη, όπως γράφει στο ποίημα με αριθμο 20, σελ. 236, απο τη συλλογη Η τρυφερότητα του φόβου, «Ο Έρωτας δεν σ(τ)ου δόθηκε./ Αλλα επανέρχεται με τη/ μορφη νυκτόβιου αγαθοποιου».
Ο έρωτας εκφράζεται κατα το πλείστον στην ποίησή του ως αγνη, άδολη και ιερη αγάπη, που είναι «εφάμιλλη του θανάτου», όπως έλεγε ο αξέχαστος Νίκος Καρούζος. Αγάπη για τον κόσμο, τη ζωη, τον τόπο, τη γλώσσα κ.α.. Αυτο το στοιχείο διαφαίνεται περισσότερο μέσα απο τα ποιήματα της συλλογης Felixculpa.
Μια τέτοιας μορφης αγάπη εκδηλώνεται και μέσα απο τα ποιήματα των συλλογων Τα ευτελη και τα σπουδαία και Τα μάτια του μικρου Θεου, με τη διαφορα πως εδω, όπως το λέει και ο τίτλος της συλλογης του, η αγάπη του καλύπτει και τα πιο ασήμαντα και ευτελη πράγματα, που υπάρχουν και τα συναντας στο πλανήτη μας, όπου φωλιάζει αυτος «ο κόσμος ο μικρος ο Μέγας», έτσι όπως τον τραγούδησε ο Οδυσσέας Ελύτης.
Εδω, σε αυτες τις δύο συλλογες, ο ποιητης παρουσιάζεται με διάθεση άλλοτε στοχαστικη και φιλοσοφικη και άλλοτε θρησκευτικη και ιεραποστολικη, με αποτέλεσμα η ποίησή του να καταλήγει παραινετικη και άκρως συμβουλευτικη προς τους συνανθρώπους του. Στην ουσία, εδω ο ποιητης αναπέμπει ύμνους προς τον Ύψιστο για την προκοπη και τη σωτηρία των ψυχων του κόσμου. Ο ποιητης, σε αυτο ειδικα το μέρος της ποίησής του, μοιάζει ή θυμίζει σπουδαίους υμνογράφους της Ορθόδοξης Χριστιανικης Θρησκείας που κατοικοεδρεύουν στις σκήτες των Μονων του Αγίου Όρους όπου εκει, νυχθημερον, προσεύχονται για την σωτηρία του σύμπαντος κόσμου και γράφουν τους θεόπνευστους ύμνους-τους που καταπραΰνουν και ανακουφίζουν τις ψυχες των ορθόδοξων χριστιανων.
- Η μνήμη ανοίγει στο μυαλο του ποιητη όπωςανοίγει το παράθυρο διάπλατα στον ορίζοντα, και εισέρχεται μέσα του, άλλοτε το άπλετο φως και άλλοτε το μαύρο σκοτάδι. Οι ευσεβεις και θρησκόληπτοι άνθρωποι λένε πως ο κύκλος της ζωης αρχίζει και τελειώνει με τον Θεο. Ο κύκλος της ποίησης του Κ. Λάνταβου όμως, αρχίζει με τη μνήμη και τελειώνει και πάλι με τη μνήμη, που πονάει, όπως έλεγε ο Γ. Σεφέρης, όπου και νατην αγγίξεις. Ακριβως, έτσι τη βλέπω, όπως ωραίαμάλιστα αποτύπωσε ο Κ. Λάνταβος αυτη τη βιωμένη διαδικασία στο πρώτο εκδομένο ποιημα του που τιτλοφορείται «Διαδικασία», σελ. 9, ενταγμένο και αυτο στην πρώτη συλλογη του, την Πορεία:
Οι μέρες που γίνονται μνήμες
οι μνήμες που γίνονται λέξεις
οι λέξεις που γίνονται ποιήματα
τα ποιήματα που γίνονται τραγούδια
στα χείλη των ανθρώπων.
Και λίγο πιο κάτω, στο μικρο ποίημα με τον χαρακτηρισμο XIV, σελ. 46, θα χαράξει και αυτους τους στίχους:
Γράφω
θα πει:
ματώνω
καθως φυλλομετρω τις μνήμες-μου.
Ολοκληρώνοντας, και σε σχέση πάντοτε με όσα (και ό,τι) ανάφερα πιο πάνω, έχω καταλήξει στο γενικο συμπέρασμα πως η ποίηση του Κώστα Λάνταβου έχει μπει προ καιρου στην τροχια του αέναου ταξιδιου που έχει σαν τέρμα του τις υψηλες πύλες που οδηγούνε στο παλάτι της ψηλομύτας και ακατάδεχτης διαχρονικότητας. Ευγενης στόχος που σίγουρα μπορει να κατακτηθει, γιατι η ποίησή-του εκφράζει αρχες και αρετες που καταξιώνουν τόσο την ίδια την ποίηση όσο και τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο.
Και αν ο ταπεινος λόγος μου γι’ αυτη τη βαθυστόχαστη ποίηση ειπώθηκε μεαυτο τον σπονδυλωτο, τον κάπως ανορθόδοξοτρόπο, το έπραξα εν πλήρει συνειδήσειγια ν’ αποδείξω τμηματικα και πιο πειστικα, όχι την αξία, αλλα την υπεραξία αυτης της ποίησης! Γιατι, στον συγκεντρωτικο αυτο τόμο, εμπεριέχονται σίγουρα όλα τα συστατικα της καλης ποίησης, που δεν χωράνε να περιγραφουν αναλυτικα στις λίγες γραμμες του μικρου δοκιμίου μου.
Είναι καιρος όμως, τέτοια ολοκληρωμένα και βαρυσήμαντα έργα, να πάρουν τη θέση που τους αξίζει στα ελληνικα Πανεπιστήμια, για ν’ αξιολογούνται και ν’ αποτιμούνται επιστημονικα, μέσα απο πτυχιακες και μεταπτυχιακες εργασίες αλλα και διατριβες που θα εκπονούνται απο τους φοιτητες των Σχολων που διδάσκουν και προάγουν τα Νεοελληνικα Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου