Γράφει η Ελένη Γκίκα
Junichiro Tanizaki «Το πόδι της Φουμίκο», Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδ. Άγρα, 2020, σελ. 96
«Αν με είχε ρωτήσει κανείς τι ήταν για μένα πολυτιμότερο στον κόσμο, η ζωή μου ή η γάμπα της Ο’Φούμι, θα είχα απαντήσει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό ότι ήταν αυτό το εκθαμβωτικό κομμάτι του κορμιού της. Θα πέθαινα ευχαρίστως για εκείνη τη γάμπα» Με την μορφή μιας επιστολής στο δάσκαλό του, ο Ουνοκίτσι, φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, αφηγείται τη συνάντησή του με τον συνταξιούχο Τσουκακόσι και τη μαιτρέσσα του Φουμίκο. Ο γέρος έμπορος, παθιασμένος με την ομορφιά του ποδιού της ερωμένης του, αναθέτει στον νεαρό ζωγράφο να αποδώσει δυτικότροπα τη Φουμίκο, κατά τον
τρόπο όμως μιας παλιάς γιαπωνέζικης γκραβούρας, σε μια στάση που αναδεικνύει τη μοναδική αισθησιακότητα της γυναίκας που αναπαρίσταται. Η εμμονή του για ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματός της, τα πόδια της, θα αποκτήσει τέτοια ένταση που θα τον οδηγήσει στα όρια της τρέλας. Όσο για τον Ουνοκίτσι, στην απόλυτη παραδοχή: μοιράζεται απολύτως με τον συνταξιούχο Τσουκακόσι την ίδια ερωτική εμμονή, για τα πόδια της Φουμίκο, την ίδια απολύτως «διαστροφή» για την τότε εποχή, που διακατείχε και ολόκληρο το αριστουργηματικό έργο του Τανιζάκι. Ας μη ξεχνάμε ότι ο ιάπωνας συγγραφέας πρωτοδημοσίευσε «το Πόδι της Φουμίκο» στο περιοδικό Γιούμπεν το 1919, οκτώ χρόνια προτού ο Φρόυντ γράψει το βασικό κείμενο που είναι αφιερωμένο στην ποδολαγνεία, το 1927, το «Φετιχισμός». «Τα ιδεογράμματα ΦΟΥ και ΜΙ του ονόματος της ηρωίδας στη νουβέλα του Τανιζάκι “Το Πόδι της Φουμίκο” σημαίνουν το μεν πρώτο πλούτο, αφθονία και το δεύτερο ομορφιά», σημειώνει ο μεταφραστής Παναγιώτης Ευαγγελίδης στο κατατοπιστικό του επίμετρο. «Παίζεται όμως εδώ και ένα λεκτικό παιχνίδι διότι φούμου, με διαφορετικό ιδεόγραμμα αυτό αλλά ίδια προφορά, είναι το ρήμα πατάω, πατάω επάνω σε κάτι, ποδοπατάω, και το όνομα Φουμίκο με αυτή την ανάγνωση σημαίνει αυτή που πατάει επάνω, αυτή που τσαλαπατάει». Γεννημένος στις 24 Ιουλίου 1886, o Τζουνιτσίρο Τανιζάκι μεγαλώνει σε μια εύπορη οικογένεια εμπόρων. Σπουδάζει στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο, αλλά το 1910 διακόπτει τις σπουδές του λόγω της οικονομικής καταστροφής του πατέρα του. Την ίδια χρονιά αρχίζει και το συγγραφικό έργο του: «Το τατουάζ» που εντάσσεται το 1913 στη συλλογή «Ο διάβολος», το πρώτο του μυθιστόρημα «Ένας ανόητος έρωτας», «Μερικοί προτιμούν τσουκνίδες», το 1933 το δοκίμιο «Το Εγκώμιο της σκιάς» και επιστρέφοντας στο δεύτερο μισό της ζωής του στην ιαπωνική παράδοση, δημοσιεύει «Το απαλό χιόνι», καθώς και τα τολμηρά του μυθιστορήματα, με θέμα τον έρωτα και το γήρας. «Το Κλειδί» και «Το ημερολόγιο ενός τρελού γέρου». Θεωρείται απ’ τις σημαντικότερες μορφές της ιαπωνικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, καθώς τα έργα του καλύπτουν τεράστια θεματική και στυλιστική γκάμα, συνιστώντας το καθένα μια αναφορά σε κάποιο διαφορετικό λογοτεχνικό είδος. Το 1964 εκλέχτηκε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στις 30 Ιουλίου 1965 από νεφρική και καρδιακή ανεπάρκεια στο σπίτι του στη Γιουγκαουάρα. Μικρό απόσπασμα από το αριστουργηματικό «Το πόδι της Φουμίκο» για το τέλος: «Μπορεί να φανεί παράξενο ότι μιλάμε για έκφραση αναφερόμενοι σε ένα πόδι, αλλά, αν θέλετε τη γνώμη μου, πιστεύω πως ένα πόδι δεν είναι λιγότερο εκφραστικό από ένα πρόσωπο. Έχω την αίσθηση ότι μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μια γυναίκα παθιασμένη ή ένα ψυχρό και σκληρό άτομο από την εντύπωση που δημιουργεί το πόδι τους». «Το πόδι της Φουμίκο» είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ιδιαίτερης σχέσης που έχουν οι Ιάπωνες με τον έρωτα και τον θάνατο, με την ηδονή και την οδύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου