28.9.20

Μια ωμή αφήγηση πένθους


Σταυρινή Ιωαννίδου 
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
 Πρόγευση από το φετινό βραβείο Booker International. Tι συμβαίνει στην οικογένεια όταν πεθαίνει ένα παιδί; Πώς διαχειρίζονται την απώλεια και τη θλίψη τα μέλη μιας υπερσυντηρητικής χριστιανικής οικογένειας; Το ενδοοικογενειακό ρήγμα που φέρνει στο φως ένας άωρος θάνατος αποτελεί την αφηγηματική συνθήκη στο ολλανδικό μυθιστόρημα The Discomfort of Evening του/της Marieke Lucas Rijneveld, το οποίο τιμήθηκε με το φετινό βραβείο Booker International.
* Βρισκόμαστε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα στη φάρμα μιας προτεσταντικής οικογένειας και η Τζας φοβάται ότι ο πατέρας της θα σφαγιάσει το αγαπημένο της κουνέλι. Με την αφέλεια των δέκα χρόνων της κάνει μια παράτολμη προσευχή: να πάρει ο μεγάλος αδελφός της Ματιές τη θέση του κουνελιού. To αγόρι όντως πεθαίνει σ’ ένα ατύχημα στην παγωμένη λίμνη την παραμονή των Χριστουγέννων και τα εύθραυστα νήματα που συνδέουν την οικογένεια του κοριτσιού ξεχαρβαλώνονται. H ασυγκράτητη φαντασία τής Τζας μεταμορφώνει εκείνη και τα εναπομείναντα αδέλφια της, τον Ομπε και τη Χάνα, σε τρεις βασιλιάδες που αναζητούν τον χαμένο αδελφό τους όπως οι τρεις μάγοι τον νεογέννητο Χριστό. Παράλληλα ξεκινά για τα τρία αδέλφια το ταξίδι της εφηβείας και της εξερεύνησης της σεξουαλικότητάς τους μέσα σ’ ένα πουριτανικό περιβάλλον, που οριοθετείται ασφυκτικά ανάμεσα στην εκκλησία, το σχολείο του χωριού και το δυσλειτουργικό σπιτικό τους. Στα μάτια της μικρής πρωταγωνίστριας το οικογενειακό σύνολο ολοένα συρρικνώνεται: η μητέρα σταματά να τρώει και δεν είναι σε θέση να φροντίσει ουσιαστικά τα παιδιά της και ο πατέρας αποτραβιέται συνεχώς στον στάβλο. Στο οικογενειακό τραπέζι επικρατούν η σιωπή και οι μουδιασμένες κινήσεις, ενώ η καρέκλα του Ματιές παραμένει άδεια. Η Τζας βλέποντας τους γονείς της να βουλιάζουν στη θλίψη κατατρύχεται από τη φοβία ότι σύντομα θα τους χάσει κι αυτούς. Οι αφόρητες τύψεις της για τον ρόλο που η ίδια ασύνειδα διαδραμάτισε στη φθορά του κλειστοφοβικού της μικρόκοσμου την οδηγούν στην εμμονή με την ιδέα της τιμωρίας. Οταν πληροφορείται ότι μοιράζεται την ίδια μέρα γενεθλίων με τον Χίτλερ, πείθεται ότι είναι «φύσει κακιά» και γίνεται αποδέκτης λεκτικών προσβολών και σωματικών τιμωριών. Η απόλυτη μοναξιά της συμπυκνώνεται στις εξής γραμμές: «Κανείς δεν γνωρίζει την καρδιά μου. Κρύβεται βαθιά στις τσέπες του παλτού μου, στις εσοχές του δέρματός μου, στα πλευρά μου. Η καρδιά μου ήταν σημαντική εκείνους τους εννιά μήνες μέσα στην κοιλιά της μάνας μου, μα με το που βγήκα απ’ την κοιλιά όλοι έπαψαν να ενδιαφέρονται για το αν χτυπά αρκετές φορές την ώρα. Κανείς δεν νοιάζεται για το χτυποκάρδι μου ή για το αν θα συνεχίσει να χτυπά, πράγμα που σημαίνει πως κάτι πάει λάθος». Στο μυθιστόρημα συναντάμε συχνά εδάφια με περιγραφές βίας σε βάρος ζώων και παιδιών. Η ποιητική γλώσσα του/της συγγραφέα δεν εξωραΐζει την ωμότητα των επεισοδίων αυτοτραυματισμού, σεξουαλικής κακοποίησης και αιμομικτικών περιστατικών. Η ζωή της οικογένειας της Τζας είναι γεμάτη αναπάντεχες συμφορές: τον θάνατο του παιδιού τους διαδέχεται η ολοκληρωτική καταστροφή του κοπαδιού εξαιτίας της εμφάνισης μιας ύπουλης αρρώστιας που προσβάλλει τα βοοειδή. Οι γονείς αποξενώνονται οριστικά και επικοινωνούν μόνο για να καβγαδίσουν άγρια, αποδίδοντας ο ένας στον άλλο ακέραια την ευθύνη για τη σημερινή τους τραγωδία αφήνοντας υπονοούμενα περί θείας τιμωρίας μιας παλιάς αμαρτίας. Τα παιδιά αφήνονται να διαχειριστούν την οδύνη χωρίς καμία ψυχολογική υποστήριξη και το οικογενειακό δράμα κορυφώνεται συγκλονιστικά στις τελευταίες σελίδες. Με την εκπληκτική ωριμότητα που διακρίνει τα χαρισματικά και ευαίσθητα παιδιά, η αφηγήτρια καταγράφει τη σκοτεινή πορεία της πλήρους παράδοσης των ηρώων του μυθιστορήματος στις δυνάμεις του πένθους και της φθοράς. Νομοτελειακά, υπό το βάρος τέτοιων ακραίων καταστάσεων, οι οικογένειες είτε δένονται ή αποσυντίθενται. Η Τζας αναρωτιέται πού είναι ο Θεός μέσα στην τραγωδία και καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Ανακάλυψα πως υπάρχουν δυο τρόποι για να χάσεις την πίστη σου – άλλοι χάνουν τον Θεό έχοντας ανακαλύψει τον εαυτό τους κι άλλοι πάλι τον χάνουν όταν χάσουν τον ίδιο τους τον εαυτό». Κλείνοντας θα ήθελα να αναφερθώ και στον/στην Marieke Lucas Rijneveld που θεωρείται το ανερχόμενο λογοτεχνικό αστέρι της Ολλανδίας. Ο/η Marieke έχει δύο ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του/της και το βραβευθέν κείμενο είναι η εντυπωσιακή είσοδός του/της στον χώρο της πεζογραφίας. Το The Discomfort of Evening έχει αυτοβιογραφική βάση μια και ο/η συγγραφέας βίωσε στην τρυφερή ηλικία των τριών ετών τον θάνατο του δωδεκάχρονου αδελφού του/της. Η οικογένεια του/της αντέδρασε αρνητικά στην έκδοση του μυθιστορήματος, καθώς σύμφωνα με τον/τη συγγραφέα δεν αντιλαμβάνονται τη δημιουργική ελευθερία της λογοτεχνίας και θεωρούν ότι τα τεκταινόμενα εντός της αφήγησης είναι πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας. Η ελληνική έκδοση του κειμένου αναμένεται την άνοιξη του 2021 από τις εκδόσεις Ικαρος σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. 
 *Ο/η συγγραφέας δεν επιθυμεί να προσδιορίζεται με βάση τη δυαδικότητα των φύλων και χρησιμοποιεί τις αντωνυμίες they/them.

Δεν υπάρχουν σχόλια: