Γράφει ο Δημήτρης Φύσσας
Εύη Τζάκη, «Στις κόχες φως», «Σμίλη», Αθήνα 2020
Από την εποχή που είχα μόνιμη εκπομπή στον «Αθήνα 9,84» και σταθερή στήλη στην «Athens Voice», είχα θέσει στον εαυτό μου σαν «καθήκον», αν μπορώ να το πω έτσι, να παρουσιάζω –ανάμεσα στ΄ άλλα– και βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων. Είχα έτσι παρουσιάσει αρκετές δεκάδες νέους/νέες, των οποίων τα πρώτα βιβλία, πεζογραφικά (συνήθως διηγήματα) ή ποιητικά, συγκέντρωναν, κατά τη γνώμη μου, ένα μίνιμουμ ποιότητας. Και είχα τη χαρά να παρακολουθώ, από τότε και μετά, την εξέλιξη αρκετών απ’ αυτούς/ές στο δύσκολο στίβο της τέχνης μας.
Το «κουσούρι» μου ’μεινε. Κι έτσι το συνεχίζω, επιλέγοντας απ’ όσα βιβλία -χάρη στη γενναιόδωρη προσφορά των εκδοτών και/ή των ίδιων των συγγραφέων- φτάνουν στα χέρια μου
Ένα εξαιρετικό ντεμπούτο κάνει τώρα η Εύη Τζάκη, το βιβλίο της οποίας με τον τίτλο «Στις κόχες φως» κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μια αξιοπρεπέστατη έκδοση η ποιοτική «Σμίλη», της οικογένειας Κουτσιαύτη.
Το βιβλίο συναπαρτίζεται από μια τριπλή αφιέρωση (στην πεθαμένη μάνα, τον «τόπο μου» και σ΄ αυτόν «που μου έδωσε την έμπνευση»), 39 ποιήματα, μια υπέροχη φωτογραφία εντός κειμένου, που συνοδεύει το πρώτο ποίημα (άλλη μια φωτογραφία υπάρχει στο εξώφυλλο. Ίσως θα μπορούσε η σειρά να είναι αντεστραμμένη, γιατί η δεύτερη νομίζω πως είναι και καλύτερη και πιο σχετική με το περιεχόμενο του βιβλίου) και δυο όλες κι όλες υποσημειώσεις, αυστηρά πραγματολογικές. Επισημειώσεις δεν υπάρχουν, κι ούτε θα χρειάζονταν, γιατί η ποίηση της Τζάκη δεν έχει ανάγκη συνεχείς πραγματολογικές εξηγήσεις.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης αυτής εμφανίζονται κιόλας στο σύντομο πρώτο ποίημα και ξεδιπλώνονται στη συνέχεια- κι είναι αυτά που λέω στον τίτλο: ερωτισμός, αστικότητα, ντομπροσύνη. Ας δούμε το ποίημα:
Θέλω να είναι αστικός ο ουρανός της ηδονής μου
Θέλω να είναι αστικός ο ουρανός της ηδονής μου,
Όχι των βόρειων προαστίων με το σκληρό πράσινο
Και τις απολήξεις των πύργων,
Ούτε των νότιων προαστίων με την αχλή της θάλασσας
Να κάνει να γλυκίζει ο ουρανός.
*
Θέλω να είναι αστικός ο ουρανός της ηδονής μου
Με ταράτσες, βεράντες, καλώδια και δορυφορικούς δίσκους.
Ανάσκελα θα είμαι ξαπλωμένη στην ηδονή μου,
Το κορμί μου θα κλονίζεται από την ορμή σου
Μα εγώ θα κοιτώ τον ουρανό μου και η ορμή θα τρυπά μέσα μου,
Θα θεριεύει
Και ο ουρανός μου αυτός θα με οδηγεί στον απώτατο σπασμό,
Στην κορυφή, στη λύτρωσή μου.
Τι έχουμε εδώ; Μια ντόμπρα ποιήτρια της πόλης, μια γυναίκα που δε διστάζει να εκτεθεί, ξεκινώντας προγραμματικά με τη λέξη που θ κυριαρχήσει στη συνέχεια του βιβλίου: «Ηδονή» (και με παραλλαγές: «λαγνεία», «πόθος», «εκκρίσεις της ηδονής» κλπ. Έχουν επισημάνει πολλοί ότι πολλές νεότερες ποιήτριες δεν έχουνε καμιά σεμνοτυφία). Και τι στίχος / τίτλος ο «Θέλω να είναι αστικός ο ουρανός της ηδονής μου»: τον διαβάζεις άπαξ, τον θυμάσαι πάντα. Θα μπορούσε να είναι αυτός ο τίτλος όλου του βιβλίου. Πρωτότυπη σύλληψη: η οργασμική κορύφωση με τη συμβολή όχι μονάχα του εραστή, μα και της πόλης, με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και ευτελή υλικά που πέφτουν αναγκαστικά στο οπτικό πεδίο, όταν το βλέμμα στρέφεται στον ουρανό: «Με ταράτσες, βεράντες, καλώδια και δορυφορικούς δίσκους». Και όλα αυτά βέβαια, στο Κέντρο: ούτε στα Βόρεια («με το σκληρό πράσινο // και τις απολήξεις των πύργων»), ούτε στα Νότια («με την αχλή της θάλασσας // Να κάνει να γλυκίζει ο ουρανός»): με λεπτή ειρωνεία, η Τζάκη «τη λέει» στις γειτονιές των πλουσίων. Η εντύπωση ολοκληρώνεται με την προαναφερθείσα φωτογραφία: στενός δρόμος, επάλληλα ρετιρέ πολυκατοικιών, συννεφιασμένος ουρανός, σκιές (και άρα, «στις κόχες φως»). Σπάνια κάποιο βιβλίο, και μάλιστα ποιητικό, δηλώνει τόσο πολλά εξαρχής, σπάνια τίτλοι (του βιβλίου και του ποιήματος) «δένουν» τόσο γερά με το εξώφυλλο, την πρώτη ποιητική σελίδα και το εικαστικό μέρος. Με δυο λέξεις, εντυπωσιακή εισαγωγή.
Να τώρα ένα δεύτερο ποίημα, δομημένο –με εξαίρεση δυο στίχους–βασικά στο πολύ αγαπητό δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο της οικειότητας, αλλά και (εδώ) της συγκατάβασης απέναντι σε μας, τους αναγνώστες, μ’ ένα απρόσμενο κλείσιμο, που ίσως να εμπεριέχει επίσης και λίγη ειρωνεία:
Στη βεράντα ηλιοβασίλεμα
Θροΐζουν οι κουρτίνες στη βεράντα,
λεπτές, σχεδόν διάφανες, ανεμίζουν.
Μαζί στροβιλίζεστε κι εσείς,
μια πνιχτή, σκληρή τζαζ σάς συνεπαίρνει
απόβραδο, το ηλιοβασίλεμα πέφτει,
φυσάει όμορφα, λυτρωτικά
πηγαινοέρχεστε,
τα παράθυρα όλα ανοιχτά
πότε εδώ και πότε εκεί
μπαίνετε, βγαίνετε ευτυχισμένοι
μια πολύτιμη δροσιά
το μπάνιο με το αγαπημένο άρωμα μετά τη θάλασσα
-το φορώ κάθε μέρα για εσένα καλέ μου,
όσο ακριβό κι αν είναι στο χαρίζω –
μπαίνετε, βγαίνετε αέναα στο ηλιοβασίλεμα, στη βεράντα
η τζαζ ακόμη σάς μεθάει
σε μια στιγμή θα συναντηθείτε
το ηλιοβασίλεμα τότε μια λεπτή γραμμή
τα ρούχα δροσάτα αχνοφέγγουν
θα πάτε στο κρεβάτι σας
και τότε θα ταυτιστείτε.
Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι ποιητικοί θησαυροί που λανθάνουν εδώ, περιμένοντας το υπομονετικό αναγνωστικό μάτι. Ας πούμε, φαντάζομαι πως όλες/οι θυμόμαστε την τρομερή καταπίεση τού να είμαστε μικροί, να είναι μεσημέρι, κατακαλόκαιρο, και να πρέπει να κάνουμε ησυχία, γιατί οι γονείς κοιμούνται, ενώ το εφηβικό μυαλό ταξιδεύει, οργίζεται, ονειρεύεται, ελπίζει. Δέστε τι όμορφα το δίνει αυτό η ποιήτρια, δίχως να μασάει τα λόγια της (η άγουρη ηδονή της ήβης δίνει μια κάποια διέξοδο), κι εναλλάσσοντας υπέροχα πρώτο με δεύτερο («εις εαυτήν») ενικό:
Στο εφηβικό κρεβάτι
Στο εφηβικό, μονό κρεβάτι των καλοκαιριών σου
το κεφάλι εκτός, έγερνε προς το πλάι
όνειρα αδιάκοπα, σκέψεις, μελαγχολία
το σώμα σφάδαζε, σχεδόν παλλόταν
στάλαζε η ηδονή.
Ζέστη υγρή τα μεσημέρια σε τυραννούσε
παντζούρια γερτά, ησυχία, πρέπει να κοιμηθούμε
μα επαναστατούσες όλη εσύ.
Ναι, ξαπλωμένη, τυλίγεται το σώμα
η ώρα είναι για ραστώνη
μα οι αισθήσεις μεθούν
όνειρα, ιδέες, προσδοκίες, σχέδια για το μέλλον
μεγάλα, ισχυρά, ναι, εγώ θα νικήσω
θα γίνω πιο δυνατή
εγώ θα σπουδάσω, θα ταξιδέψω, εμπειρίες πολλές.
*
Έξω η άσφαλτος δονείται,
μηχανάκια, παρέες διασκεδάζουν φωναχτά
πηγαίνουν αργά για μπάνιο
εσύ έχεις πλέον ήδη γυρίσει, έχεις φάει και έχεις πλυθεί.
Αυτοί έως αργά διασκεδάζουν
δεν προλαβαίνουν να χορτάσουν τη ζωή.
Κι εσύ θα την χορτάσεις, σίγουρα
όταν μεγαλώσεις, σαν εκείνους θα ζήσεις κι εσύ.
Κι ώς τότε, στο εφηβικό κρεβάτι
το κεφάλι γέρνει προς τα κάτω
τυλίγεται το σώμα, το διαπερνά μόνο η ηδονή.
Δεν ξέρω αν έχετε ξαναδιαβάσει κάτι τέτοιο, εγώ πάντως όχι.
Θα μπορούσα να παραθέσω πολλά άλλα καλά ποιήματα ή να συγκεντρώσω θεματικά αποσπάσματά τους, με άλλες θεματικές (εξαιρετικοί διάλογοι, κατονομαζόμενοι τόποι της Αθήνας, μνήμη της μάνας, ο χρόνος που περνάει, η τεράστια σημασία του ραδιοφώνου: «Με διαμόρφωνε ο Βακαλόπουλος από το Πρώτο Πρόγραμμα» κλπ, οι αναφορές σε άλλους δημιουργούς: Μπετόβεν, Βασιλικός, Καμί, Rolling Stones, Pink Floyd, Ντάκου, ο συνεχείς μνείες σε σκιές/ ήλιο / κόχες, η αρετή του συγκεκριμένου χώρου και χρόνου κλπ κλπ), όμως μια διαδικτυακή παρουσίαση έχει εκ σχεδίου περιορισμένη στόχευση. Θα κλείσω λοιπόν με δυο τελευταία ποιήματα, που αναφέρονται σε μια παράλληλη μικρότερη αστικότητα, με επίκεντρο μια νησιώτικη πολιτεία, χώρο –προφανώς– διακοπών:
Απόγευμα στο παράθυρο, καλοκαιριού
Το καλοκαιρινό απόγευμα
το δέρμα σφριγηλό, φρέσκο, δροσάτο
το σώμα πάλλεται, σκιρτάει, αποζητά
στο παράθυρο του κήπου σωρεύεται η ηδονή
με τη μελαγχολία να παραφυλάει.
Οι ηδονές στριφογυρίζουν, τυλίγουν το νου
το κορμί ανθίζει ηλιοκαμένο μέσα στο αεράτο φόρεμα.
*
Το κεφάλι ψηλά, τα φώτα ανάβουν
το βάδισμα μέχρι τον δημοτικό κήπο ανυπόφορο
από τις προσμονές που βαραίνουν
μα θα αρκεστείς, σε μια γλυκιά συντροφιά,
στους λυρικούς καλλιτέχνες,
στα μαγικά τραγούδια,
πρωτοπορία στην μικρή κωμόπολη
των καλλιεργημένων κατοίκων
και η παράσταση τελειώνει
το φόρεμα στενεύει
οι ηδονές στροβιλίζονται
τις νιώθεις, τις αποζητάς
μυρίζουν και θεριεύουν
νύχτα Αυγούστου στο νησί.
*
-Πάμε στην πλατεία, μαμά, για ένα γλυκό.
Τι κλείσιμο όμορφο κι απρόσμενο. Και τελευταίο:
Βράδυ στην επαρχία
Βραδιάζει στην επαρχιακή νησιωτική πόλη
Πέφτει το φως,
Βραδιάζει αργά, ηδονικά,
Οι πόθοι φουντώνουν
Πρέπει να βγούμε έξω.
– Θα βγεις;
– Ναι, θα βγω.
*
Αυτό περίμενα όλη τη μέρα
Βραδιάζει αργά, οι πόθοι με καίνε
Αργά, ηδονικά θα ετοιμαστώ
Πρέπει να είμαι όμορφη απόψε
Θα φορέσω το καλό φόρεμά μου
Το φως στο μπάνιο ανάβει,
Να πλυθώ και να βαφτώ.
Δεν μπορώ να μείνω μέσα απόψε
Οι πόθοι βαραίνουν
Μα πρέπει να νικήσω τους πόθους
Πρέπει να κάνω βόλτα,
Πρέπει να με δουν και να τους δω.
*
Όλη η πόλη θα ετοιμάζεται απόψε
Οι πόθοι δεν σιγούν
Τα κορμιά μαυρισμένα,
Λαχταράνε κι απόψε.
Κεντρίζουν οι πόθοι, πυροδοτούνε, ζαλίζουν, νικούν
*
Έγινα όμορφη,
Μια λεπτή γραμμή ιδρώτα μα την παραβλέπω
Ο πόθος πονάει, με τυραννά
Πολλά βλέμματα στην πλατεία απόψε
Βλέμματα όλο γύρω
*
Γυρίζω νικήτρια
Μα οι πόθοι σοβούν.
Αυτά για την πρωτοεμφανιζόμενη Εύη Τζάκη, που ταράζει τα νερά και της αξίζει. Ο λόγος σε σας, αναγνώστες/ώστριες, ομότεχνοι/ες, κριτικοί.
[Οι * παρεμβάλλονται, δηλώνοντας τις στροφές. ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου