10.9.20

Ο Γιώργος Ανδρέου και οι προσεγγίσεις του στη μελοποιημένη ποίηση

Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα αν ετίθετο το ερώτημα «μελοποιείται η ποίηση;», θα μπορούσε κανείς να ξεκινήσει μια θεωρητική συζήτηση με υποθέσεις εργασίας και εκτιμήσεις έρευνας ακολουθώντας και την εις άτοπον απαγωγή. Στην Ελλάδα ένα τέτοιο ερώτημα είναι εδώ και τουλάχιστον εξήντα χρόνια λυμένο εκ του αποτελέσματος• και μάλιστα με ένα διπλό πειστικό επιχείρημα: την αποδεδειγμένη αξία δεκάδων διαφορετικής τεχνοτροπίας μελοποιημένων κειμένων -που συνεχίζουν να εμφανίζονται με πεισμωμένη δισκογραφική παρουσία- και την αταξική ενσωμάτωσή τους στο DNA της ελληνικής κοινωνίας. Το γεγονός, επίσης, ότι η ποίηση μέσω της μελοποίησης απέκτησε ξανά την αφετηριακή
της ομηρική κατεύθυνση, εκείνη της προφορικής τέχνης η οποία εκτός του συναισθήματος ενδυναμώνει και το μνημονικό του ακροατή (ο οποίος πρέπει να συγκρατεί άμεσα τα όσα ακούει και να ευαισθητοποιείται από μιαν άυλη συγκίνηση όπως είναι η απαγγελία ή η μουσική) ενισχύει την αξία του εγχειρήματος. Από εκεί και πέρα, σε τεχνικό, ας πούμε, επίπεδο, το μελοποιημένο ποίημα είναι ένας «γάμος από συνοικέσιο», αφού το ποίημα προηγείται της σύνθεσης, αποτελεί ένα ήδη αυτοτελές έργο με δική του μουσικότητα και πολλαπλή αναγνωστική ανταπόκριση νυμφευόμενο τη μουσική χωρίς το ίδιο να την επιτάσσει. Αν ο γάμος καταλήξει σε ευτυχισμένο βίο ή σε «διαζύγιο» εξαρτάται πρωτίστως από το πόσο ο συνθέτης αποκρυπτογράφησε το ποίημα, αλλά και τι νέα μουσική ανάγνωση του προσέθεσε βασισμένος στην προσωπική του πια αίσθηση και αισθητική κατά πόσο, δηλαδή, συνταίριαξαν οι δυο αυτόνομοι αυτοί συμβολικοί κώδικες. Το σίγουρο πάντως είναι πως ο χώρος που λέγεται «μελοποιημένη ποίηση» συνεχίζει αδιαλείπτως να μας προσφέρει από αριστουργήματα μέχρι τερατουργήματα τα οποία δεύτερα εξέθεσαν πρωτίστως το συνθέτη και δευτερευόντως αποπροσανατόλισαν τον ακροατή απομακρύνοντάς τον –ενίοτε- και από τη θέση του αναγνώστη της ποίησης. Στην περίπτωση του Γιώργου Ανδρέου η τέχνη της μελοποίησης ποιημάτων με βάση αυτά που έχουν δισκογραφηθεί, αλλά και με όσα ετοιμάζονται για το προσεχές μέλλον, μέρος των οποίων έχει δοκιμαστεί ήδη ζωντανά σε φεστιβάλ και παραστάσεις βρίσκει ορισμένα σοβαρά στηρίγματα. Το πρώτο είναι η συνθετική του παιδεία σε συνδυασμό με το μουσικό του ένστικτο. Προικισμένος με σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με μπολιασμένη μέσα του την παράδοση με τον πιο αβίαστο τρόπο, αυτόν της βιωμένης εμπειρίας και με ανθοφορούσα τη σύζευξη της ανατολής με τη δύση μέσα από την πολυπρισματική του επαφή με τη μουσική κατά τη σολωμική ρήση «είδος μικτόν, αλλά νόμιμον». Είναι όλες του οι επιρροές τις οποίες βγάζει από το θηκάρι του και τις προσαρμόζει με βάση τις ανάγκες του κάθε κειμένου προσδίνοντας όμως και τη δική του συνθετική ταυτότητα. Πώς όμως εισέρχεται στα κείμενα; Όχι μόνο με τη μόρφωση ή τις εμπειρίες του, αλλά κυνηγώντας το επιτακτικό αίτημα, όπως και ο ίδιος έχει αναφέρει, της ρυθμικής ακολουθίας γλώσσας και μουσικής. Ο Edgar Allan Poe γράφει πως η μουσική μοιάζει με την ποιητική ιδέα, επισημαίνοντας ότι η αοριστία της αίσθησης είναι ακριβώς εκείνο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε στην ποίηση. Ο δε Έλιοτ, είναι γνωστό ότι την εποχή που έγραφε την «Έρημη χώρα», μαγεύτηκε από την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» του Στραβίνσκυ, αλλά και γνωστό είναι πόσο τον ενδιέφερε η ρυθμολογία της τζαζ την οποία εισχώρησε στη γραφή του. Ο Ανδρέου ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία ως συνθέτης, γνωρίζει καλά τον ήχο των οργάνων και τη λειτουργία της παρτιτούρας ως μια προέκταση του ήχου των λέξεων. Σε αυτό συντελεί και το γεγονός ότι είναι και ίδιος γραφιάς, ποιητής, στιχουργός, συγγραφέας, με εξαιρετικό χειρισμό της ελληνικής γλώσσας, αλλά και επαρκέστατος αναγνώστης. Αυτή μάλιστα η διευρυμένη σε διαφορετικής εποχής και τεχνοτροπίας αναγνωστική του σχέση του συνδυάζεται με μια θα έλεγα ερμηνευτική- φιλολογική και συνάμα αισθητική πρόσληψη από μέρους του. Για αυτό και η μουσική του και ενορχηστρωτική του πρόθεση, για παράδειγμα στα μεγάλα αφηγηματικά κείμενα όπως στο Ημερολόγιο Καταστρώματος του Σεφέρη, ή στον Νοητό Λύκο του Ελευθερίου, συνδιαλέγεται μουσικά με το κείμενο, με τις παύσεις, τις στίξεις, τον χαρακτήρα των πρωταγωνιστών, τη θεατρικότητα, τα έμμεσα νοήματα σε ένα τεχνικό συνθετικό επίπεδο χωρίς όμως να ξεχνά και το στόχο του όταν πρόκειται για το μέρος του τραγουδιού, το τραγουδίσιμό του, δηλαδή τη κινητοποίηση του ψυχολογικού μηχανισμού του ακροατή και τη συμμετοχή του. Ακολουθεί δηλαδή αυτό που σημειώνει ο Μιχάλης Γρηγορίου: «Όταν ο σύνθετης μελοποιεί ποίηση δεν πρέπει να λειτουργεί απλώς ως μουσικός που γράφει νότες, αλλά κι ως σκηνοθέτης, ως σκηνογράφος κι ως φωτιστής των νοημάτων. Πρέπει λοιπόν να μπορεί να ελέγχει τα στυλιστικά του μέσα και τούτο προϋποθετει εκ μέρους του μια στυλιστική πολυγλωσσία που θα του επιτρέπει να συνεργαστεί με την αντίστοιχη στυλιστική ποικιλία που εμφανίζει ο χώρος της ποίησης». Μια τέτοιου είδους προσέγγιση γίνεται ορατή και στη μελοποίηση χορικών από τον Ανδρέου, ένα έδαφος το οποίο εδώ και χρόνια καλλιεργεί με επιτυχία. Το ακούσαμε πρόσφατα στους Αχαρνής του Αριστοφάνη όπου πάντρεψε εκτός των άλλων με έξοχο τρόπο τη θρακιώτικη μουσική παράδοση με το διονυσιακό τέμπο και τους λαικότροπους και δημώδεις ρυθμούς υπηρετώντας τις ανάγκες του κειμένου και του σκηνοθέτη. Όπως πάντρεψε την ποίηση και ποιητική στιχουργική του Παλαμά, του Ρίτσου, του Καρατζά, του Γκανά, της Δημουλά του Χρονά, του Γκόνη, του Καρασούλου με ένα λόγιο και συνάμα λαϊκό και έντεχνο τρόπο μουσικά και ενορχηστρωτικά «σφάζοντας τη μια ομορφιά για να πιει το αίμα η άλλη», όπως έλεγε και ο Νίκος Καρούζος χωρίς την επιτήδευση του ακαδημαϊκού ύφους, χωρίς την πρωτογενή ορμητικότητα του πάθους, αλλά συνδυάζοντάς τα. Το έργο του Ανδρέου, λοιπόν, στο χώρο της μελοποίησης ποιημάτων είναι ένα έργο εν προόδω το οποίο συνδυάζει την εγκεφαλικότητα με το συναίσθημα, την εκλογίκευση με τη συγκίνηση, στοιχεία που νομίζω μάχονται έτσι κι αλλιώς εντός του Ανδρέου ως ψυχοσύνθεση και ας μην τον γνωρίζω τόσο καλά σε προσωπικό επίπεδο. Η θεωρητική του, δηλαδή, υπόσταση, η αναλυτική του σκέψη σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική ευαισθησία και τη τεχνοτροπική του γκάμα, δημιουργούν έναν ιδιότυπο εκφραστικό μουσικό χαρακτήρα, όπου δημιουργείται μια μουσική ποιητική, η οποία στα λυρικά της μέρη έχει ως χαρακτηριστικό τις κοφτές μουσικές φράσεις, σαν να ακούει κανείς μια συλλαβιστή μελωδική ανάγνωση, με αντιστικτικές πολλές φορές μελωδίες οι οποίες οργανώνουν μια ρυθμική ακολουθία χωρίς να εκμαιεύει τον γρήγορο συναισθηματισμό. Σαν να είναι δεσμευμένος μέσα στην ελευθερία του και το αντίστροφο. Μοιάζει, δηλαδή, να εφαρμόζει αυτό που γράφει ο Στραβίνσκι: «όλοι μας έχουμε ακούσει να μιλάνε για την τέχνη σαν ένα πεδίο ελευθερίας. Μια τέτοια αυθαιρεσία είναι πολύ διαδεδομένη, γιατί ο κόσμος πιστεύει πως η τέχνη ξεφεύγει από τα όρια μιας συνηθισμένης δραστηριότητας. Ε, λοιπόν στην τέχνη, όπως και σ’ οτιδήποτε άλλο, μπορούμε να δομούμε μόνο πάνω σε σταθερές βάσεις. Καθετί που υποχωρεί μπροστά στην πίεση, είναι καταδικασμένο να μην μπορεί να προχωρήσει. Η ελευθερία μου λοιπόν έγκειται στο ότι κινούμαι μέσα στα στενά πλαίσια που έχω καθορίσει εγώ ο ίδιος για κάθε μου ενέργεια. Όσο περισσότερο περιορίζω το πεδίο δραστηριότητάς μου κι όσο περισσότερο εμπόδια συσσωρεύω γύρω μου, τόσο μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη γίνεται η ελευθερία μου». Αυτά τα εμπόδια που συσσωρεύει γύρω του ο Ανδρέου, η γνώση, δηλαδή και η επίγνωση αυτών που δημιουργεί, η ολιστική του αντιμετώπιση στα πράγματα, οι αντιθετικοί κόσμοι που συνδιαλέγονται μέσα του, ο σεβασμός στη γλώσσα, η βαθύτατή εκτίμησή του για το είδος που ονομάζεται «τραγούδι» το οποίο και ποτέ δεν υποτίμησε ως μια απλούστερη τέχνη, η οργανωμένη πολυπραγμοσύνη του και ο ελληνοκεντρισμός του ως αποτέλεσμα όμως μιας κοσμοπολιτικής εμπειρίας, όλα αυτά είναι και ταυτόχρονα η ελευθερία του, είναι η δική του δημιουργία, είναι το δικό του συνθετικό σύμπαν το οποίο μας εξωτερικεύει για να συναντήσει τα δικά μας εσώτερα τοπία. Και μέσα σε μια καθόλα δεσμευμένη σημερινή εποχή ο ίδιος βρίσκει την ελευθερία να δημιουργήσει ανακαλύπτοντας νέες διεξόδους εντός του. Πηγή: www.musicpaper.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: