Σταύρου Ζαφειρίου, Τα φυσικά πράγματα, Νεφέλη, Αθήνα 2019.
–αχ, αστραποκαμένε μου και βροντοχτυπημένε μου,
να σε συνδέσει η πυρκαγιά ο τρυγητός να τρέξει.
να σε συνδέσει η πυρκαγιά ο τρυγητός να τρέξει.
Η ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου, μιας από τις σημαντικότερες παρουσίες της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και της λεγόμενης γενιάς του ’80 ή του ιδιωτικού οράματος, έχει επεκτείνει, κυρίως από τις ενιαίες συνθέσεις της και μετά, την κίνησή της προς ένα ευρύτερο πεδίο ποιητικού, φιλοσοφικού, ιστορικού πλάτους και βάθους. Και αποδεικνύει, όπως συμβαίνει συχνά σε παρόμοιες περιστάσεις,
ότι πολλοί φιλολογικοί όροι εν τέλει πάσχουν ή περιπίπτουν σε πάσχουσα κατάσταση, καθώς όπως αναφέρει και ο ίδιος ο ποιητής, «το ιδιωτικό στην ποίηση είναι μια έννοια παραπλανητική»: «ο ποιητής, ακόμη κι αν αναφέρεται στο ιδιωτικό και το περίκλειστο, δεν σταματά να διερευνά τη σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο» [1] . Έτσι, ο Σταύρος Ζαφειρίου συνεχίζει και στα Φυσικά πράγματα να διερευνά τη σχέση μας με τον κόσμο, εξερευνώντας τις δυνατότητες –ή τις δυνάμεις– της ιστορίας.
Στα Φυσικά πράγματα (Αθήνα, Νεφέλη, 2019) η μορφή της εκτενούς ποιητικής σύνθεσης –και όχι μιας ποιητικής συλλογής– αντανακλά τον συγγραφικό προγραμματικό στόχο, δηλαδή την πνευματική πράξη της ποιητικής γραφής, όπου, σύμφωνα με τον ποιητή, «η γλώσσα πρέπει να οργανωθεί με […] τέτοιο τρόπο ώστε να υπηρετήσει την πρόθεση [του περιεχομένου]» [2]. Σε αυτή τη διαδικασία «επιστράτευσης» [3], όπως την αποκαλεί ο Ζαφειρίου, (ανα)καλούνται όσα ορίζουν το σύμπαν, κοσμικό και ποιητικό∙ συλλειτουργούν και συγκρούονται προς ένα αναπόφευκτο, συστημικό εντούτοις, χάος: οι αρχέτυπες μνήμες, η ανεξάντλητη γνώση, οι αλλεπάλληλες αντιθέσεις, οι γλωσσικοί –λογοτεχνικοί– κώδικες που διακυβεύονται· από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τις γραφές, τον Όμηρο και τους μεγάλους τραγικούς, μέχρι τον Σαίξπηρ, τον Κάφκα, τον Σολωμό, και άλλους σταθερούς συνομιλητές του Ζαφειρίου.
Στα Φυσικά πράγματα το περιεχόμενο που καλείται σχηματίσει η γλώσσα είναι γνωστό από την πρώτη ενότητα: «Πώς ο άνθρωπος, χωρίς πια τα δεσμά των ψευδαισθήσεών του, αφήνεται στον αληθινό κόσμο» [4], δηλαδή τον φυσικό κόσμο, πώς τον συνθέτει και πώς συν-τίθεται από αυτόν:
Ζεστό πρωί κι ακούγοντας Coltrane
οξύφωνη ρητορική ενώ η ανάσα
δένεται στον κρότο της σπηλιάς που καταρρέει
-«εδώ είναι», είπε, «η κατάσταση των φυσικών πραγμάτων [5]
οξύφωνη ρητορική ενώ η ανάσα
δένεται στον κρότο της σπηλιάς που καταρρέει
-«εδώ είναι», είπε, «η κατάσταση των φυσικών πραγμάτων [5]
Σε αυτό το σκηνικό μιας νέας γενέσεως, ο άνθρωπος βρίσκεται «εξορισμένος στην ελευθερία» [6] από μια πλατωνική αρχέτυπη Εδέμ-φυλακή, στην ελεύθερη φυλακή του αληθινού κόσμου, όπου ιδεατό δεν υπάρχει: ό,τι υπάρχει είναι φυσικό, απτό, πραγματικό. Εξάλλου, «είναι απλή σοφιστική να προσπαθείς να υπάρχεις πατώντας μια στο άπειρο, μια στο πεπερασμένο» [7]. Το θεμελιώδες ερώτημα, που τίθεται στην πρώτη από επτά ενότητες/κεφάλαια «Εν αρχή», είναι διαχρονικά υπαρξιακό και οντολογικό:
«Τι είναι λόγος; Τι μη λόγος;
Ποιος η αρχή και τι ανάμεσά τους;»
(Παλιά απορία, που χτίστηκαν επάνω της καριέρες,
που έχτισε την καριέρα της στα πάθη του ερωτηματικού). [8]
Ποιος η αρχή και τι ανάμεσά τους;»
(Παλιά απορία, που χτίστηκαν επάνω της καριέρες,
που έχτισε την καριέρα της στα πάθη του ερωτηματικού). [8]
Το βιβλίο, παρότι δεδηλωμένα αρχίζει κάτι, ουσιαστικά συνεχίζει το νήμα μιας αφήγησης για το χτίσιμο και το γκρέμισμα ενός κόσμου. Διότι, τελικά, όπως μας πληροφορεί το ποιητικό υποκείμενο, «ήρθε θάνατος», «ήρθε αρρώστια» και «θάμα κι αντίθαμα γινήκανε στον κόσμο» [9]. Και σε αυτό τον κόσμο, όπως σε κάθε πραγματικό κόσμο της ιστορίας –αρχαίο, μεσαιωνικό, νεότερο– αλλά και σε κάθε μυθοπλαστικό κόσμο κάποιος (πλάστης, ποιητής) δι’ ελέου και φόβου [10] θα ενώσει το ιδεατό της λογοτεχνίας με το αληθινό της πλάσης. Στα Φυσικά πράγματα διαβάζουμε την (ανα)δημιουργία του κόσμου ή μια δραματική και δραματοποιημένη αναπαράσταση της (επαναλαμβανόμενης) καταστροφής και της δημιουργίας του υφιστάμενου κόσμου από μια «τέχνη κενόδοξη» [11]; Η γένεση της ποίησης και η γένεση του κόσμου, το δράμα της ποίησης και το δράμα του κόσμου¬ θα συνεκφραστούν σε έναν θρηνητικό κομμό για ό,τι τελειώνει ή σε μια προειδοποιητική παράβαση για ό,τι αενάως αρχίζει: «Κι ενώ βολεύεις τον τροχό / μες στην αλληγορία κάποιου ήλιου, / κι ενώ φαντάζεσαι επωδές / αμάθητος στην εξημέρωσή τους […] Πάντες οι χείμαρροι πορεύονται εις την θάλασσαν! / Κατηφοριά η γη·/ και φυσικά, καμιά στιχουργική δεν είναι ικανή / να αντιστρέψει προς τη μάνα του το ρεύμα» [12]. Ο νέος κόσμος όμως, όπως κάθε κόσμος που ανήκει πια στην ιστορία, όχι ως παρελθόν αλλά ως συντελεσμένο παρόν μιας συνέχειας, συντελείται και συντελεί την ιστορία, δεν είναι ανοιχτός ή φιλόξενος προς όλους, διότι η ιστορία «παραμονεύει […] με τη δική της φυσική πραγματικότητα» [13]. Η ποίηση επικαιροποιεί και φυσικοποιεί την ιστορικότητα των όσων εκφράζει, αλλά και επικαιροποιείται η ίδια από την ιστορικότητα των όσων φυσικών με τη γλώσσα της διαλέγεται και αφηγείται:
Ξένε που έφτασες μπροστά στα ξένα τείχη
χαράζοντας στο μπράτσο σου τις άγονες γραμμές,
σπονδίζοντας εκείνους που δεν πρόφτασαν
να δουν τους νέους ξένους,
τώρα ονειρέψου κάτω απ’ τα κληματόφυλλα
τον γαιοσκώληκα που σείεται στο τρέμισμα της σάρκας,
τις χίλιες και μια αγρύπνιες που δεν τέλειωσαν,
τα πρωινά που ξέμειναν στη μέση τ’ ουρανού.
χαράζοντας στο μπράτσο σου τις άγονες γραμμές,
σπονδίζοντας εκείνους που δεν πρόφτασαν
να δουν τους νέους ξένους,
τώρα ονειρέψου κάτω απ’ τα κληματόφυλλα
τον γαιοσκώληκα που σείεται στο τρέμισμα της σάρκας,
τις χίλιες και μια αγρύπνιες που δεν τέλειωσαν,
τα πρωινά που ξέμειναν στη μέση τ’ ουρανού.
Πάνω στους πύργους στήνονται τα λάβαρα
και τα κοντάρια των τροπαιοφόρων.
και τα κοντάρια των τροπαιοφόρων.
Άξιον εστί! […] [14]
Ο εξόριστος –και έκπτωτος– στην ελευθερία άνθρωπος είναι ένας πολυπρόσωπος πρωτόπλαστος∙ είναι ο Αδάμ, ο Μωυσής, ο Πλάτωνας, είναι ο Οιδίποδας «πλάνης και μικροπωλητής […] το ίδιο εμπόρευμα πουλώντας κι αγοράζοντας ξανά» [15]. Και τι να είναι άλλωστε η ανθρωπότητα εξόν από μια αιμομικτική ιστορία, αμαρτωλή, αλλά και τόσο ιερή, που κάθε της ξεστράτισμα πληγώνει; Πρωτόπλαστος είναι και Οδυσσέας, ανάμεσα σε σιωπή και ολέθριο τραγούδι, ανάμεσα σε ειρήνη και πόλεμο, σε θάρρος ή αλήθεια, ανάμεσα σε μέλλον και ενεστώτα, που είναι όμως ο μόνος χρόνος:
Σε γη που απόμεινε σαν τρόπος της κλεψύδρας,
κενώνοντας τη μια μεριά στην εποχή της άλλης.
Όμως, στην αμετάβατη στιγμή
είναι που εντέλει θα κριθεί το νόημά της. [16]
κενώνοντας τη μια μεριά στην εποχή της άλλης.
Όμως, στην αμετάβατη στιγμή
είναι που εντέλει θα κριθεί το νόημά της. [16]
Ο άνθρωπος βρίσκεται παγιδευμένος σε μια φάρσα, μεριμνώντας για τον παράδεισο αντί «μην ξαστοχήσει και βρεθεί σε λάθος κόλαση» [17]. Ο ατελής αιώνιος πρωτόπλαστος χάνεται «στους μαιάνδρους άυλων φύσεων» [18] πελαγοδρομώντας ανάμεσα σε ό,τι συλλαμβάνουν οι αισθήσεις του και σε ό,τι λένε πως υπάρχει μετά απ’ αυτές:
Ο δρόμος κόβεται στη διακοπή της κτίσης∙
μένουν το τέλος κι η αρχή, μα ούτε που ξέρεις
ποια είναι τούτη η αρχή κι αν φτάνει σ’ ένα τέλος,
ποιο τέλος ξεκινά απ’ την αρχή,
ποιοι μεθυσμένοι οδηγοί μπαίνουν στο άλλο ρεύμα.
μένουν το τέλος κι η αρχή, μα ούτε που ξέρεις
ποια είναι τούτη η αρχή κι αν φτάνει σ’ ένα τέλος,
ποιο τέλος ξεκινά απ’ την αρχή,
ποιοι μεθυσμένοι οδηγοί μπαίνουν στο άλλο ρεύμα.
Κι ούτε που ξέρεις
αν ό,τι λείπει απ’ το μηδέν είναι η μονάδα
ή απ’ τη μονάδα σου αν λείπει το μηδέν. [19]
αν ό,τι λείπει απ’ το μηδέν είναι η μονάδα
ή απ’ τη μονάδα σου αν λείπει το μηδέν. [19]
Ο άνθρωπος «πελαγοδρομεί, μπλέκεται σε καινούριες μεταφυσικές απορίες» [20], σε διλήμματα, οικουμενικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. «Γυρίζει η γη, μα στέκει ακίνητο το επιστέγασμά της∙ / κίνηση και μη κίνηση γύρω απ’ το ίδιο κέντρο, / αλήθεια, μη αλήθεια διεκδικώντας / το ίδιο σημείο στο ίδιο εκκρεμές» [21]. Η ανάγκη της συνέχειας του κόσμου ενεργοποιεί την ίδια τη συνέχεια με κάθε αναπαραστατικό μέσο: «[…] το εδώ δεν είναι παρά ο μπερντές / που παίζει σ’ επανάληψη την ίδια παντομίμα, // παρά η έγνοια να μετέχεις στην παράσταση / σκηνοθετώντας την τελευταία πράξη / σε γη σκαπτή, // μέσα σε φλέβα που άνοιξε η σκαπάνη να περάσεις» [22]. Η τραγωδία «παραμένει τραγωδία και η ανάγκη καθορίζει την πλοκή» [23] και τα «χρειαζούμενα, για να συντελεστεί η τραγωδία: / αίμα και βλέννα, μακιγιάροντας τα πρόσωπα, / αίμα και αίμα» [24]. Όλα όμως φαίνονται μάταια, καθώς:
Με τους δικούς του αγγέλους εκδικείται το παρόν∙
κι ούτε προσπέφτει στην ποδιά της απεραντοσύνης,
κι ούτε που θέλει πια να δεξιώνεται τα λείψανα
και τις ομομβροντίες των θαυμάτων. [25]
κι ούτε προσπέφτει στην ποδιά της απεραντοσύνης,
κι ούτε που θέλει πια να δεξιώνεται τα λείψανα
και τις ομομβροντίες των θαυμάτων. [25]
Αλήθεια του όντος είναι το παρόν των Λαιστρυγόνων, των ραψωδών, του αηδονιού και της λύκαινας. Δεν υπάρχει τίποτε υπερβατικό σε ό,τι ζούμε ή σε ό,τι έχουμε ζήσει:
Κανείς νεκρός δεν ζει μέσα στο φάσμα του
ή με το επέκεινα χτενάκι στα μαλλιά του∙
μόνο τ’ αδέσποτα πορεύονται στον ίσκιο τους,
νομίζοντας πως η σκιά είναι το άλλο,
σύμψυχό τους ζώο. [26]
ή με το επέκεινα χτενάκι στα μαλλιά του∙
μόνο τ’ αδέσποτα πορεύονται στον ίσκιο τους,
νομίζοντας πως η σκιά είναι το άλλο,
σύμψυχό τους ζώο. [26]
Να η μεγάλη αλήθεια λοιπόν, ο μεγάλος φόβος: Δεν υπάρχει τίποτε άλλο από το παρόν, την ιστορία που ζούμε και γράφουμε όχι μόνο σε βιβλίο, αλλά πάνω και μέσα στον χρόνο, καθώς διερωτόμαστε και πράττουμε, φωτίζοντας και δρομολογώντας την ίδια την ιστορία ως διαδικασία, δυνατότητα και συνέχεια. Και είμαστε οι άνθρωποι αναπόσπαστο κομμάτι της: η καταστροφή, η (ανα)γέννηση, η εξέλιξη γίνεται πριν και μετά από εμάς, γύρω από εμάς, και άρα –ω του θαύματος!– και χωρίς εμάς. Και αυτή είναι ίσως η μόνη βιώσιμη και ταυτόχρονα ιδεατή θεώρηση της ιστορίας:
«[…] κάθε που ακούς να τρίζει το στερέωμα
είναι οι μυλόπετρες που αλέθουν τη σοδειά του
κι όταν κοπάζει η ταραχή
είναι ο καινούριος θερισμός
που αθόρυβα έχει αρχίσει». [27]
είναι οι μυλόπετρες που αλέθουν τη σοδειά του
κι όταν κοπάζει η ταραχή
είναι ο καινούριος θερισμός
που αθόρυβα έχει αρχίσει». [27]
«Να τραγουδάς τη συντριβή» [28], θα απαντήσει ο αντίλαλος, γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο από τα φυσικά πράγματα, τα ιστορικά δεδομένα, απέναντι στη μεταφυσική του πλατωνικού σπηλαίου. Ο άνθρωπος σύντομα φτάνει εκεί από όπου ξεκίνησε, εκεί όπου φωλιάζει ο φυσικός φόβος του τέλους, «η μόνη μυρωδιά που <τ>ου ταιριάζει» [29]: «Ταφές θνητών∙ κι έφτασες κιόλας μέχρι εδώ / χωρίς τον χάρτη που σου πούλησαν στην αγορά του χάους, / μέχρι εδώ, στο υπόλοιπο του κόσμου που αντιγράφεις» [30].
Σημαίνουν όμως κάτι όλα αυτά τα συμπεράσματα «ή αυτοσχεδιάζουν πάλι οι θεατρίνοι;» στην παράσταση που παρακολουθούμε αλλά και παίζουμε [31]; Το ποιητικό υποκείμενο ενδύεται και αλλάζει ρόλους μέχρι τέλους. Είτε «παλιάτσος» είτε «κοσμικός διασκεδαστής των σοφιστών» [32] φέρει ως βάρος και εκφέρει ως λόγο το αιώνιο υπαρξιακό ερώτημα: του Άμλετ και της γάτας του Σρέντινγκερ, του Καρυωτάκη, του Λεοντάρη, του Ζαφειρίου:
«Να είσαι – να μην είσαι!
Βγάζοντας το διαζευκτικό,
πάει και η σκλαβιά της απορίας.
[…]
Ένα εκφώνημα, εντέλει, και να τρέμει
μπροστά στη μεταφυσική διατύπωσή του.
Υπάρχεις – δεν υπάρχεις!
Ή δεν ριζώνεις μες στην ύπαρξή σου,
όπως δεν πιάνει ρίζα το νερό,
ακόμη κι αν το φράξεις μες στη στέρνα.
Να είσαι· μα αν δεν μπορείς να είσαι η ζωή,
τι θα σου χρειαστεί το νόημά της;
Κι όταν δεν είσαι,
ποιος θα σου πει τι νόημα έχει να μην είσαι; [33]
Βγάζοντας το διαζευκτικό,
πάει και η σκλαβιά της απορίας.
[…]
Ένα εκφώνημα, εντέλει, και να τρέμει
μπροστά στη μεταφυσική διατύπωσή του.
Υπάρχεις – δεν υπάρχεις!
Ή δεν ριζώνεις μες στην ύπαρξή σου,
όπως δεν πιάνει ρίζα το νερό,
ακόμη κι αν το φράξεις μες στη στέρνα.
Να είσαι· μα αν δεν μπορείς να είσαι η ζωή,
τι θα σου χρειαστεί το νόημά της;
Κι όταν δεν είσαι,
ποιος θα σου πει τι νόημα έχει να μην είσαι; [33]
Το σήμα της λήξης του δράματος είναι το ίδιο με την αρχή στο λυκόφως: Το «Blue Train» του John Coltrane, μια διαδρομή χωρίς σταθμούς. Η τζαζ ηχεί σαν σύνθημα, η σπηλιά καταρρέει αιώνια, ενώ ο άνθρωπος πορεύεται ανάμεσα σε πλάνη και αλήθεια, ανάμεσα σε σκότος και φως, σε ένα «κιαροσκούρο του μπαρόκ / στον εμπαιγμό του ύφους» [34]. Στον πρωτόπλαστο άνθρωπο θα δοθεί η μέθοδος, όπως και στον Προμηθέα, αλλά οι δεξιότητές του θα πάσχουν, καθώς το «διότι» δεν αρκεί να είναι η γνώση του «γιατί» [35] αλλά και γιατί το παράγγελμα –σε στρατιώτες και ηθοποιούς– το δίνει πάντα η φωτιά, η φυσική παντοδύναμη κατάσταση: «Χορέψτε!» [36]. Έτσι φωτίζεται το –ιστορικό– γεγονός και ο δραματουργός, που φέρει τον μεσσιανικό λόγο της γέννησης και του θανάτου: «Εγώ ειμί το αίτιο και το αποτέλεσμά μου» [37]. «Μα δεν σε βλέπω/ Μα δεν το βλέπω» (ό.π.) θα απαντήσει ο ποιητής, ο στρατιώτης, ο ηθοποιός «έκπληκτος και αμήχανος σαν νους / που ανακαλύπτει ξαφνικά μέσα στο φρούτο / το σκουλήκι των θαυμάτων» (ό.π.). Ο άνθρωπος στρέφεται προς τα πάνω, αλλά τίποτε πιο θείο από το τέλεια ατελές, το φυσικό που συμβαίνει εδώ κάτω:
Στο αδράχτι γνέθεις το ιερό για να το κάνεις πίστη,
μα με σφοντύλι από φελό
το νήμα που τυλίγεται σαν σέλας στον σταυρό
το ξετυλίγει η ανεμική και το ξαναξεφτίζει. [38]
μα με σφοντύλι από φελό
το νήμα που τυλίγεται σαν σέλας στον σταυρό
το ξετυλίγει η ανεμική και το ξαναξεφτίζει. [38]
Ακόμα και να αντιληφθεί ο άνθρωπος τη θνητή και άρα άνιση σχέση του με την ιστορία, ακόμα κι αν χορέψει πάνω στη φωτιά της ιστορικότητας, δεν προλαβαίνει να «αντιγρά<ψει> από την τέχνη των καρφιών / πριν μπει σε τάξη ο Γολγοθάς / κι εφαρμοστεί η τέχνη του θανάτου» [39]. Αυτή είναι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη γνώση που θα αποκτήσει σε αυτή τη θεατρική και χορευτική παράσταση, ότι η πορεία είναι αναπόφευκτη. Φωτίζοντας ένα γνωστό διακείμενο του Ελύτη ωριμάζουν τα Φυσικά πράγματα: στην καλύτερη περίπτωση, μόλις που προλαβαίνει να δει ο άνθρωπος: το τέλος, την αρχή ενός άλλου ανθρώπου, ενός άλλου κόσμου: «Κι όλο το φως μια λάμψη για να δεις / πως της δημιουργίας η φωνή / καίγεται στον πυρρίχιο των φυσικών πραγμάτων» [40]. Αλλά και την αρχή ενός (άλλου) βιβλίου στο τέλος ενός (άλλου) βιβλίου, το οποίο (ξανα)διαβάζεται, με την επανάληψη των προμετωπίδων όλων των ενοτήτων στο τέλος της ανά χείρας έκδοσης, σαν μια καινούρια γένεση ή ένα καινούριο ευαγγέλιο, μια καινούρια, καινή ποιητική διαθήκη.
Σημειώσεις
1. Σ. Ζαφειρίου, «Ποίηση, γλώσσα και ιστορία» (συνέντευξη στην Εύη Καρκίτη),
2. Ό.π.
3. Ό.π.
4. Σ. Ζαφειρίου, Τα φυσικά πράγματα, Αθήνα, Νεφέλη, 2019, 11.
5. Ό.π., 13.
6. Ό.π., 15.
7. Ό.π., 24.
8. Ό.π., 13.
9. Ό.π., 28.
10. Πρβλ. ό.π., 21.
11. Ό.π., 14.
12. Ό.π., 21-22.
13. Ό.π., 25.
14. Ό.π., 22
15. Ό.π., 29.
16. Ό.π., 48
17. Ό.π., 18-19.
18. Ό.π., 43.
19. Ό.π., 46.
20. Ό.π., 51.
21. Ό.π., 54.
22. Ό.π., 48.
23. Ό.π., 51.
24. Ό.π., 53.
25. Ό.π., 54.
26. Ό.π., 54-55.
27. Ό.π., 49.
28. Ό.π., 49.
29. Ό.π., 58.
30. Ό.π., 56.
31. Ό.π., 56.
32. Ό.π., 58.
33. Ό.π., 57-58.
34. Ό.π., 63.
35. Ό.π., 68.
36. Ό.π., 39, 40, 46-47, 66.
37. Ό.π., 67.
38. Ό.π., 68.
39. Ό.π., 68.
40. Ό.π., 68.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Kazimir Malevich (1879-1935). Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου