28.9.20

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ, "ΓΥΜΝΟΣ"


Τον γνωρίσαμε το 2016 με τον «Αναποδογεννημένο», 76 μικροϊστορίες της μιας «ανάσας» που όλες μαζί συνθέτουν μια αρθρωτή αφήγηση. Κείμενα ξεχωριστά, ιδιαίτερα, καλογραμμένα, που προϋποθέτουν πολλών ετών επίπονη άσκηση με τη γλώσσα. Βιβλίο που επαινέθηκε από την κριτική –και πολύ σωστά. Φέτος το καλοκαίρι κυκλοφόρησε η νουβέλα με τίτλο «Γυμνός» -και πάλι από τις εκδόσεις Εντευκτηρίου. Η αλήθεια είναι ότι τον Ιούλιο δυσκολεύτηκα να βρω το βιβλίο στα συνοικιακά βιβλιοπωλεία όπου το αναζήτησα. Τελικά πριν από λίγες μέρες οι προσπάθειες ευοδώθηκαν και το βιβλίο έφθασε στα χέρια μου. Δεν νομίζω ότι η αναγνωστική εμπειρία μπορεί να συνοψιστεί στα γνωστά (ανούσια) επίθετα που χρησιμοποιούμε σε ανάλογες περιπτώσεις («συναρπαστικό», «έξοχο», εξαιρετικό», «αριστούργημα», «υπέροχο» κ.ά.). Γιατί περισσότερη σημασία έχει –σύμφωνα με την ηθική της ανάγνωσης- ποια γεύση αφήνει στον αναγνώστη ο «Γυμνός» κι αν μετατοπίζει θεαματικά τον ορίζοντα των αναγνωστικών προσδοκιών του. Ούτε έχει τόσο μεγάλη σημασία να ψάξουμε εδώ τα διακείμενα με τα οποία διαλέγεται ο συγγραφέας –που επιδέξια τα κρύβει κάτω από τη σοφά αρχιτεκτονημένη δομή. Να ειπωθεί λοιπόν εξαρχής το εξής και μόνο: ο «Γυμνός» απαιτεί πολύ προσεκτική ανάγνωση, από τη στιγμή που ο συγγραφέας διαρκώς μάς υποχρεώνει να κινούμαστε σε ένα εκκρεμές: μια εξωτερική αλληγορική-παράλογη πραγματικότητα (που τόσο μοιάζει με αυτό που ζούμε τον τελευταίο καιρό) και ένα εσωτερικό τραυματικό τοπίο (μια τσακισμένη ενδοχώρα) που κάποια στιγμή αυτά τα δύο συμφύρονται όπως άλλωστε και τα δύο βασικά πρόσωπα της ιστορίας, κάτω από την κίτρινη ομίχλη που όλα τα καταπίνει -κτήρια, δρόμους και ανθρώπους. Δεν θέλω να πω περισσότερα ούτε να αποκαλύψω το τι, το πώς και το γιατί της νουβέλας. Αν ο Χρηστίδης ζούσε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, σίγουρα θα είχε ήδη υπογράψει ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο με μεγάλο εκδοτικό οίκο και θα παραχωρούσε συνεντεύξεις. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ας ελπίσουμε να διαβαστεί, να συζητηθεί και να αγαπηθεί ο «Γυμνός» όπως του αξίζει -και γιατί όχι να λάβει -δικαιωματικά άλλωστε- και κάποιο βραβείο. Απόσπασμα Μετά όμως έπεφτε η νύχτα και, όταν πλησίαζα το παράθυρο, έφταναν στ' αυτιά μου οι ήχοι που παγιδεύει μέσα του το χώμα. Αυτούς που δεν μεταφέρει ο αέρας· μουρμουρητά εγκλωβισμένα στη γη, φωνές που προσπαθούσα μια ζωή να ξεχάσω (σ. 140).

Δεν υπάρχουν σχόλια: