Η σχέση του Μανόλη Αναγνωστάκη με τη μουσική πέραν της προφανούς διαλεκτικής της, όπως την καθόρισαν οι μελοποιήσεις των ποιημάτων του από συνθέτες, έχει ορισμένα σημεία βιο-εργογραφικής και συνάμα ανεκδοτολογικής φύσεως που συνυφαίνουν τον ιστό της. Το πρώτο είναι η προσωπική του ενασχόληση με το τραγούδι ως ακροατής, αλλά και ερασιτέχνης μουσικός. Γράφει ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου σχετικά (1) «1996, όταν ετοίμαζα το βιβλίο μου Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, επισκέφτηκα τον Μανόλη Αναγνωστάκη στο σπίτι του, στην Πεύκη, στην οδό Κρήτης 9. Ήταν παρούσα η σύζυγός του, η Νόρα Αναγνωστάκη, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, κι ο γιος του ο Ανέστης. Ο ποιητής, πρόθυμος να απαντήσει σε κάθε μου ερώτηση, μου έδωσε αρκετές
πληροφορίες για τον εαυτό του και για τον Καββαδία. Μολονότι σπούδασε Ιατρική, μου είπε, από μικρός αγαπούσε τη μουσική και έπαιζε βιολί και κιθάρα, επομένως ήταν φυσικό να συνθέτει τραγούδια. Ένα βράδυ, χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση, κάλεσε τον Καββαδία και τους φίλους του σ’ ένα στέκι. Μαζεύτηκαν τέσσερις-πέντε άνθρωποι, ήπιανε, μιλήσανε, τραγουδήσανε, είπανε ανέκδοτα, και ο Αναγνωστάκης με την κιθάρα τραγούδησε τα ποιήματα του πρώτου «Σταυρός του Νότου» και «Cambay’s Water» από τη συλλογή "Πούσι". Θυμίζω τους πρώτους στίχους από το πρώτο: «Έβραζε το κύμα του γαρμπή/ ήμαστε κι οι δυο σκυφτοί στο χάρτη/ γύρισες και μου ’πες πως το Μάρτη/ σ’ άλλους παραλλήλους θα ’χεις μπει». Θυμίζω επίσης τους πρώτους στίχους από το δεύτερο: «Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι/ είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο/ “κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω”/ ωστόσο οι κάβοι σού σκληρύναν την παλάμη». Ο Αναγνωστάκης τραγούδησε πάνω σε ρεμπέτικους σκοπούς, συγκεκριμένα πάνω σ’ ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη. Η παρέα το χάρηκε πολύ, αλλά ο Καββαδίας μάλλον στενοχωρήθηκε, ακούγοντας τον φίλο του να τραγουδάει. Τον παρατηρούσε με συγκαλυμμένη πίκρα. Ψέλλισε μερικές λέξεις διαμαρτυρίας και σχεδόν έψεξε τον Αναγνωστάκη γι’ αυτό που έκανε: ήταν νεότερός του. Ως λάτρης της κλασικής μουσικής και της όπερας, δυσανασχέτησε για το τόλμημά του, το θεώρησε προσβολή, εμπαιγμό στην ποιητική τέχνη του. Στο τέλος, είπε στον «βέβηλο τραγουδιστή» Αναγνωστάκη μια φράση εν είδει παραπόνου: «Η ειρωνεία είναι το όπλο των αδυνάτων». Νόμιζε πως ο νεαρός γιατρός τον κορόιδευε, πως ειρωνευόταν τους στίχους του, πράγμα που δεν ήταν αλήθεια (ο Αναγνωστάκης είχε βέβαια πολύ χιούμορ, κάτι που φάνηκε αργότερα στα σατιρικά του ποιήματα)» Το δεύτερο σημείο είναι η παρουσία του «τραγουδιού» στους στίχους του η οποία διαφαίνεται από την πρώτη κιόλας επίσημή του εμφάνιση στο λογοτεχνικό χώρο, όταν το 1942, χρονιά της αποφοίτησής του από το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης (πρώτη δημοσίευση ήταν στην εφημερίδα Νέος Κόσμος στις 16/1/1941, με το ποίημα «Μολών λαβέ» και υπογράφοντας ως «μαθητής») δημοσιεύεται το παραδοσιακής τεχνοτροπίας ποίημα «1870-1942», στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Πειραϊκά Γράμματα (2). Εκεί σε ένα κλίμα νεορομαντικής γραφής αναφέρεται στο απαλό χάδι της κιθάρας: Απόψε, όπως καθόμαστε, μια διάθεση ρομαντική, δεν ξέρω πώς, στην ίδια όλους μάς συνεπήρε δίνη. «Πανσέληνος», το ημερολόγιο έγραφε: λέξη μαγική! και ξαπλωμένοι, ο ένας κοντά στον άλλο, είχαμε μείνει και το ρολόι στο χέρι μας πρόσμενε τη σελήνη. Κι εκείνη εφάνη κάποτε, πίσω από τα σκιερά βουνά και της κιθάρας το απαλό την υποδέχτη χάδι. Ένας εστέναξε βαθιά, κάποιος άλλος ζητούσε να δακρύσει, όπως εταίριαζε στο διάφανο σκοτάδι, και τρίτος εψιθύριζε στίχους του Βασιλειάδη… Επιπλέον, η λέξη «τραγούδια» ενυπάρχει ως συνώνυμο των ποιημάτων κατά την παλαμική, θα λέγαμε, επιλογή να αναφέρει τα ποιήματά του ως «τραγούδια». Έτσι, ενδεικτικά, στο ποίημά του «Επίλογος» γράφει: «Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια / Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι / Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά». Στο βιβλίο του «Το Περιθώριο ’68-’69» (Θεσσαλονίκη, 1969 -σε δαχτυλογραφημένη μορφή-• Αθήνα, Πλειάς, 1979• Αθήνα, Στιγμή, 1985• Αθήνα, Νεφέλη, 2000) σημειώνει σπαρακτικά: «Τώρα πια που δε γράφω και η απόσταση του χρόνου με βοηθάει, βλέπω καθαρότερα πόσες φορές, πραγματικά, έπνιξα στο λαρύγγι μου τα ίδια μου τα τραγούδια». Ή όπως αναφέρει στο «Υ.Γ.» του (Αθήνα, 1983 -εκτός εμπορίου-• Αθήνα, Νεφέλη, 1992), «Τι ωραία βιβλία που γράφουμε, τι ωραία τραγούδια / που ψάλλουμε, τι ωραία μνημόσυνα που κλαίμε». Το «τραγούδι» όμως υπάρχει και μέσω μιας παιγνιώδους διάθεσης του Αναγνωστάκη να αναφέρει ονόματα καλλιτεχνών με σαφής κατά περίπτωση στόχευση. Έτσι το 1978, όπως σημειώνει ο στενός του φίλος και συνεργάτης, Γιώργος Ζεβελάκης, «αρχίζει να συνεργάζεται με το περιοδικό Θούριος της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος, διατηρώντας την τακτική στήλη: «η αλληλογραφία μας (μας ρωτάτε… σας απαντούμε…». Χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «ο θείος Λένον», ως απόηχο της ραδιοφωνικής θείας Λένας και παίζοντας με το όνομα του Τζων Λένον» (3) αλλά και του Λένιν στο πλαίσιο αυτής της παιγνιώδους διάθεσης η οποία τον χαρακτηρίζει ως η άλλη πλευρά της μελαγχολίας του. Μέσα στο έργο του βρίσκουμε και άλλες τέτοιες σαρκαστικές αναφορές σε καλλιτεχνικά πρόσωπα όπως στην μπαλάντα του, «Ο Κατήφορος» (βιβλίο εκτός εμπορίου, από τις ανύπαρκτες εκδόσεις AIDS, 1986) υπογεγραμμένη από το αλλώνυμό του, Μανούσο Φάσση, «η αντίθετη εκδοχή του συμβατικού πολιτικού ποιήματος» όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει αυτό το alter ego του (4), από όπου και σταχυολογούμε χαρακτηριστικά τετράστιχα: Τη λέγαν Φωτεινίτσα κι όχι Κάρμεν μα καθόταν με τέτοια χάρη στο σκαμπώ – ολόιδια η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ- και της χαμογελούσαν όλοι οι μπάρμεν. Είχε τα μέσα λέγαν με τον Πάριο και θα ‘βγαινε μια μέρα στο πλατώ με το κόκκινο φούξια ξώπλατο έχοντας βρει κι έναν καλό ιμπρέσάριο. […] Της δόσαν κάποια μέρα ένα ρολάκι σε κάποιο μικροσόου στην TV να σιέται και δήθεν να τιτιβί- ζει ένα σεκόντο σε πλαίη μπακ του Δάκη […] Της άπλωσε το χέρι κι είπε «έλα» μ ΄αυτή είχε τελείως βουβαθεί (Μακριά σ΄ένα τζουμποξ, ένα βαθύ πονετικό τραγούδι έλεε η Μαρινέλα) Ως Μανούσος Φάσσης έχει ήδη υπογράψει το 1980 το βιβλίο του «Παιδική Μούσα» με υπότιτλο «τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία» κυκλοφορώντας το από τις εκδόσεις Αμοργός σε επιμέλεια έκδοσης του Μάνου Ταξίδη, επίσης ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε τις επιμέλειες του ο ποιητής και εγκάρδιός φίλος του, Μάνος Ελευθερίου. Μια σειρά ελευθερόστομων στιχουργημάτων για τα οποία η Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου σημείωνε εκείνη την εποχή (5): «Ναι, σίγουρα η Παιδική Μούσα βγάζει πλούσιο γέλιο, όταν όμως φτάνεις στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, νιώθεις σαν να έχει πλεχτεί γύρω σου το αόρατο δίχτυ ενός εφιάλτη. Αισθάνεσαι πως όλα τα καλά και φρόνιμα ή άτακτα παιδάκια της συλλογής, όλα αυτά τα αγγελούδια με τις καπελίνες, τους φιόγκους και τα ναυτικά, που τόσο ωραία απεικονίζονται στις γκραβούρες του βιβλίου, είναι τα πρώτα θύματα στο «έτος του παιδιού», και πως ο κακός δράκος τραγανίζει απολαυστικά τις σάρκες τους και την ψυχή τους –την ψυχή μας. (…) Φτάνει μια δεύτερη και τρίτη ανάγνωση των τραγουδιών για να ιδεί κανείς πως μέσα στις σελίδες διαγράφονται όλα τα στάδια της ζωής του νεοέλληνα, και η αθλιότητα της ζωής αυτής σε όλο το φάσμα της (…)». Το 1987 στο βιβλίο του «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης: Η ζωή και το έργο του- Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης» (εκδ. Στιγμή) γίνεται ένας στιχοπλόκος αιρετικού χιούμορ και σατιρικής διάθεσης γράφοντας μπαλάντες όπως η «Μπαλάντα της Ασπασίας»: «Αντίκρισα μια Ρήγισσα/ κι από τον πόθο ρίγησα/ Απάνω σε μια σκαλωσιά/ την είδα και κοκάλωσα / Έγραφε συνθήματα/ το "Επέσατε θύματα" / κι άλλα αντιφασιστικά/ Και τότε προφασίστηκα», ή όπως η «Μπαλάντα της Τούλας»: «Για μιαν αρχιτεκτόνισσα / ένα τραγούδι ετόνισα / (να μη σ’ το πω να μη σ’ το πει / ανήκει στην ΠΙ Πι Σι Πί). / Γι’ άλλην εγώ δεν είχα νου. / Ήταν κόρη βιομηχάνου / και τα `χεν όλα μπόλικα / για προίκα δυο πολυκατοικίες κι αυτοκίνητα»/. Ανάμεσα σε αυτά και η «Επίκληση» όπου γράφει: «Σινόπουλε, Σινόπουλε / πάμε στην Τρίπολη όπου λε- / λέκια τραγουδούνε στα άγια χώματα / με τον Σαββόπουλο και με την Χωματά / Να φύγω που; Να πάω που; -Γαμώτο!». Αυτές οι έμμετρες φαντασιακές προβολές ενός προσωπείου του ποιητή πέραν του ειδικού στόχου της «άλλης» ανάγνωσης μιας κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας, αλλά και σχολιασμού προσώπων της τέχνης –ιδίως ποιητών και κριτικών λογοτεχνίας- στέκονται και ως έμμετρα ευθυμογραφήματα- χρονογραφήματα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν κάλλιστα γραφτεί και από αντίστοιχους μετρ του είδους για επιθεωρήσεις και μουσικοθεατρικά σατιρικά έργα. Αλλά και από σύγχρονους πολιτικούς στιχουργούς, όταν γράφει το «Fair play», το οποίο και παρατίθεται ολόκληρο: Πόσες χιλάδες ώρες πέρασαν με συνεδρίαση, σ’ αχτίδες, κόβες και κομματικούς πυρήνες, στο τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση κι ο πονοκέφαλος ούτε περνούσε μ’ ασπιρίνες. Μάθαμε απ’ όξω –βασικά– όλα τα προβλήματα και την αναγκαιότητα της πάλης και γίναμε τα δακτυλοδειχτούμενα τα βλήματα κρατώντας τον Μάρξ – Έγκελς υπό μάλης. Μέρα τη μέρα θα ‘ρχονταν η Επανάσταση και περιμένοντας πέρασαν τα χρόνια κι όμως σ’ το λέγαν οι γονείς σου «ας τα συ πάντα θα βρίσκονται στον κόσμο άλλα κωθώνια». Πάντοτε ο καπιταλισμός βρίσκει περάσματα και ξεπερνά τις δύσκολες τις κρίσεις. Κι ένα πρωί: «Απαγορεύονται τα άσματα και κοπιάστε στο τμήμα για ανακρίσεις». Τώρα να σπάσεις δεν μπορείς πια, σε χρωμάτισαν και σ’ έχουν σαν τον ποντικό μέσα στη φάκα και δεν ξεφεύγεις από του χαφιέ το μάτι σαν συναναστρέφεσαι τον καθ’ ένα μαλάκα. Δεν άκουσες ποτέ τη μάνα σου την άγια σ’ ενοχλούσε και σένα το κατεστημένο, δεν είδες γύρω σου χιλιάδες τα ναυάγια δεν το χαμπάρισες πως το παιχνίδι ήταν στημένο. Η σχέση του Αναγνωστάκη με το τραγούδι έχει και μιαν ακόμα πλευρά, έμμεση αυτή τη φορά. Είναι αυτή του ακαριαίου συναισθήματος και της άμεσης εντύπωσης και απομνημόνευσης που προκαλεί ένας μελοποιημένος στίχος στον ακροατή και που τον συνοδεύει και όταν το τραγούδι δεν ηχεί πια στα αυτιά του. Αυτή την αμεσότητα μέσω μιας γνωμικής δεξιοτεχνίας, έχουν και οι στίχοι του Αναγνωστάκη, πολλοί από τους οποίους –σε αξιοσημείωτη δυσαναλογία με την ολιγογραφία του- έρχονται στα χείλη των ανθρώπων όπως ο στίχος από ένα τραγούδι. Σε αυτό το γεγονός συνετέλεσε βέβαια και πάλι ο παράγοντας «μελοποίηση», στην περίπτωση όμως του Αναγνωστάκη είναι περισσότεροι οι στίχοι που αυτοδυνάμως κατέκτησαν μια θέση στην καθημερινή μνήμη του λαού συντροφεύοντάς τον, όπως τα τραγούδια, στις στιγμές του που χρειάστηκε την ανάκληση της γραφής του ποιητή. Στίχοι όπως: «Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους», «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ξερα τι κάθαρμα ήσουν», «Είστε υπέρ ή κατά; / Έστω απαντήστε μ΄ ένα ναι ή μ΄ένα όχι», «Σαν π ρ ο κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», «Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς», «Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα» κ.ά. έχουν ήδη βρει τη θέση τους στο συλλογικό ασυνείδητο, όπως και τα διαχρονικά τραγούδια. ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 1. Φιλίππου, Φ. «Μανόλης Αναγνωστάκης – Νίκος Καββαδίας: μια δυνατή φιλία», 12/10/15, www.diastixo.gr. 2. Από το αφιέρωμα του περιοδικού Εντευκτήριο, τχ. 71, 2005. 3. Από το αφιέρωμα του περιοδικού the book’ journal, τχ. 59, 2015. 4. Φάις, Μ. (2001). Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά. Μονόλογος του Μανόλη Αναγνωστάκη, εκδ. Πατάκη. 5. Στο περιοδικό Θούριος, τχ. 23, 28.5.1981. Από το αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού Μετρονόμος στον Μανόλη Αναγνωστάκη Πηγή: www.musicpaper.gr
πληροφορίες για τον εαυτό του και για τον Καββαδία. Μολονότι σπούδασε Ιατρική, μου είπε, από μικρός αγαπούσε τη μουσική και έπαιζε βιολί και κιθάρα, επομένως ήταν φυσικό να συνθέτει τραγούδια. Ένα βράδυ, χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση, κάλεσε τον Καββαδία και τους φίλους του σ’ ένα στέκι. Μαζεύτηκαν τέσσερις-πέντε άνθρωποι, ήπιανε, μιλήσανε, τραγουδήσανε, είπανε ανέκδοτα, και ο Αναγνωστάκης με την κιθάρα τραγούδησε τα ποιήματα του πρώτου «Σταυρός του Νότου» και «Cambay’s Water» από τη συλλογή "Πούσι". Θυμίζω τους πρώτους στίχους από το πρώτο: «Έβραζε το κύμα του γαρμπή/ ήμαστε κι οι δυο σκυφτοί στο χάρτη/ γύρισες και μου ’πες πως το Μάρτη/ σ’ άλλους παραλλήλους θα ’χεις μπει». Θυμίζω επίσης τους πρώτους στίχους από το δεύτερο: «Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι/ είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο/ “κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω”/ ωστόσο οι κάβοι σού σκληρύναν την παλάμη». Ο Αναγνωστάκης τραγούδησε πάνω σε ρεμπέτικους σκοπούς, συγκεκριμένα πάνω σ’ ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη. Η παρέα το χάρηκε πολύ, αλλά ο Καββαδίας μάλλον στενοχωρήθηκε, ακούγοντας τον φίλο του να τραγουδάει. Τον παρατηρούσε με συγκαλυμμένη πίκρα. Ψέλλισε μερικές λέξεις διαμαρτυρίας και σχεδόν έψεξε τον Αναγνωστάκη γι’ αυτό που έκανε: ήταν νεότερός του. Ως λάτρης της κλασικής μουσικής και της όπερας, δυσανασχέτησε για το τόλμημά του, το θεώρησε προσβολή, εμπαιγμό στην ποιητική τέχνη του. Στο τέλος, είπε στον «βέβηλο τραγουδιστή» Αναγνωστάκη μια φράση εν είδει παραπόνου: «Η ειρωνεία είναι το όπλο των αδυνάτων». Νόμιζε πως ο νεαρός γιατρός τον κορόιδευε, πως ειρωνευόταν τους στίχους του, πράγμα που δεν ήταν αλήθεια (ο Αναγνωστάκης είχε βέβαια πολύ χιούμορ, κάτι που φάνηκε αργότερα στα σατιρικά του ποιήματα)» Το δεύτερο σημείο είναι η παρουσία του «τραγουδιού» στους στίχους του η οποία διαφαίνεται από την πρώτη κιόλας επίσημή του εμφάνιση στο λογοτεχνικό χώρο, όταν το 1942, χρονιά της αποφοίτησής του από το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης (πρώτη δημοσίευση ήταν στην εφημερίδα Νέος Κόσμος στις 16/1/1941, με το ποίημα «Μολών λαβέ» και υπογράφοντας ως «μαθητής») δημοσιεύεται το παραδοσιακής τεχνοτροπίας ποίημα «1870-1942», στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Πειραϊκά Γράμματα (2). Εκεί σε ένα κλίμα νεορομαντικής γραφής αναφέρεται στο απαλό χάδι της κιθάρας: Απόψε, όπως καθόμαστε, μια διάθεση ρομαντική, δεν ξέρω πώς, στην ίδια όλους μάς συνεπήρε δίνη. «Πανσέληνος», το ημερολόγιο έγραφε: λέξη μαγική! και ξαπλωμένοι, ο ένας κοντά στον άλλο, είχαμε μείνει και το ρολόι στο χέρι μας πρόσμενε τη σελήνη. Κι εκείνη εφάνη κάποτε, πίσω από τα σκιερά βουνά και της κιθάρας το απαλό την υποδέχτη χάδι. Ένας εστέναξε βαθιά, κάποιος άλλος ζητούσε να δακρύσει, όπως εταίριαζε στο διάφανο σκοτάδι, και τρίτος εψιθύριζε στίχους του Βασιλειάδη… Επιπλέον, η λέξη «τραγούδια» ενυπάρχει ως συνώνυμο των ποιημάτων κατά την παλαμική, θα λέγαμε, επιλογή να αναφέρει τα ποιήματά του ως «τραγούδια». Έτσι, ενδεικτικά, στο ποίημά του «Επίλογος» γράφει: «Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια / Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι / Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά». Στο βιβλίο του «Το Περιθώριο ’68-’69» (Θεσσαλονίκη, 1969 -σε δαχτυλογραφημένη μορφή-• Αθήνα, Πλειάς, 1979• Αθήνα, Στιγμή, 1985• Αθήνα, Νεφέλη, 2000) σημειώνει σπαρακτικά: «Τώρα πια που δε γράφω και η απόσταση του χρόνου με βοηθάει, βλέπω καθαρότερα πόσες φορές, πραγματικά, έπνιξα στο λαρύγγι μου τα ίδια μου τα τραγούδια». Ή όπως αναφέρει στο «Υ.Γ.» του (Αθήνα, 1983 -εκτός εμπορίου-• Αθήνα, Νεφέλη, 1992), «Τι ωραία βιβλία που γράφουμε, τι ωραία τραγούδια / που ψάλλουμε, τι ωραία μνημόσυνα που κλαίμε». Το «τραγούδι» όμως υπάρχει και μέσω μιας παιγνιώδους διάθεσης του Αναγνωστάκη να αναφέρει ονόματα καλλιτεχνών με σαφής κατά περίπτωση στόχευση. Έτσι το 1978, όπως σημειώνει ο στενός του φίλος και συνεργάτης, Γιώργος Ζεβελάκης, «αρχίζει να συνεργάζεται με το περιοδικό Θούριος της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος, διατηρώντας την τακτική στήλη: «η αλληλογραφία μας (μας ρωτάτε… σας απαντούμε…». Χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «ο θείος Λένον», ως απόηχο της ραδιοφωνικής θείας Λένας και παίζοντας με το όνομα του Τζων Λένον» (3) αλλά και του Λένιν στο πλαίσιο αυτής της παιγνιώδους διάθεσης η οποία τον χαρακτηρίζει ως η άλλη πλευρά της μελαγχολίας του. Μέσα στο έργο του βρίσκουμε και άλλες τέτοιες σαρκαστικές αναφορές σε καλλιτεχνικά πρόσωπα όπως στην μπαλάντα του, «Ο Κατήφορος» (βιβλίο εκτός εμπορίου, από τις ανύπαρκτες εκδόσεις AIDS, 1986) υπογεγραμμένη από το αλλώνυμό του, Μανούσο Φάσση, «η αντίθετη εκδοχή του συμβατικού πολιτικού ποιήματος» όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει αυτό το alter ego του (4), από όπου και σταχυολογούμε χαρακτηριστικά τετράστιχα: Τη λέγαν Φωτεινίτσα κι όχι Κάρμεν μα καθόταν με τέτοια χάρη στο σκαμπώ – ολόιδια η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ- και της χαμογελούσαν όλοι οι μπάρμεν. Είχε τα μέσα λέγαν με τον Πάριο και θα ‘βγαινε μια μέρα στο πλατώ με το κόκκινο φούξια ξώπλατο έχοντας βρει κι έναν καλό ιμπρέσάριο. […] Της δόσαν κάποια μέρα ένα ρολάκι σε κάποιο μικροσόου στην TV να σιέται και δήθεν να τιτιβί- ζει ένα σεκόντο σε πλαίη μπακ του Δάκη […] Της άπλωσε το χέρι κι είπε «έλα» μ ΄αυτή είχε τελείως βουβαθεί (Μακριά σ΄ένα τζουμποξ, ένα βαθύ πονετικό τραγούδι έλεε η Μαρινέλα) Ως Μανούσος Φάσσης έχει ήδη υπογράψει το 1980 το βιβλίο του «Παιδική Μούσα» με υπότιτλο «τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία» κυκλοφορώντας το από τις εκδόσεις Αμοργός σε επιμέλεια έκδοσης του Μάνου Ταξίδη, επίσης ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε τις επιμέλειες του ο ποιητής και εγκάρδιός φίλος του, Μάνος Ελευθερίου. Μια σειρά ελευθερόστομων στιχουργημάτων για τα οποία η Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου σημείωνε εκείνη την εποχή (5): «Ναι, σίγουρα η Παιδική Μούσα βγάζει πλούσιο γέλιο, όταν όμως φτάνεις στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, νιώθεις σαν να έχει πλεχτεί γύρω σου το αόρατο δίχτυ ενός εφιάλτη. Αισθάνεσαι πως όλα τα καλά και φρόνιμα ή άτακτα παιδάκια της συλλογής, όλα αυτά τα αγγελούδια με τις καπελίνες, τους φιόγκους και τα ναυτικά, που τόσο ωραία απεικονίζονται στις γκραβούρες του βιβλίου, είναι τα πρώτα θύματα στο «έτος του παιδιού», και πως ο κακός δράκος τραγανίζει απολαυστικά τις σάρκες τους και την ψυχή τους –την ψυχή μας. (…) Φτάνει μια δεύτερη και τρίτη ανάγνωση των τραγουδιών για να ιδεί κανείς πως μέσα στις σελίδες διαγράφονται όλα τα στάδια της ζωής του νεοέλληνα, και η αθλιότητα της ζωής αυτής σε όλο το φάσμα της (…)». Το 1987 στο βιβλίο του «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης: Η ζωή και το έργο του- Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης» (εκδ. Στιγμή) γίνεται ένας στιχοπλόκος αιρετικού χιούμορ και σατιρικής διάθεσης γράφοντας μπαλάντες όπως η «Μπαλάντα της Ασπασίας»: «Αντίκρισα μια Ρήγισσα/ κι από τον πόθο ρίγησα/ Απάνω σε μια σκαλωσιά/ την είδα και κοκάλωσα / Έγραφε συνθήματα/ το "Επέσατε θύματα" / κι άλλα αντιφασιστικά/ Και τότε προφασίστηκα», ή όπως η «Μπαλάντα της Τούλας»: «Για μιαν αρχιτεκτόνισσα / ένα τραγούδι ετόνισα / (να μη σ’ το πω να μη σ’ το πει / ανήκει στην ΠΙ Πι Σι Πί). / Γι’ άλλην εγώ δεν είχα νου. / Ήταν κόρη βιομηχάνου / και τα `χεν όλα μπόλικα / για προίκα δυο πολυκατοικίες κι αυτοκίνητα»/. Ανάμεσα σε αυτά και η «Επίκληση» όπου γράφει: «Σινόπουλε, Σινόπουλε / πάμε στην Τρίπολη όπου λε- / λέκια τραγουδούνε στα άγια χώματα / με τον Σαββόπουλο και με την Χωματά / Να φύγω που; Να πάω που; -Γαμώτο!». Αυτές οι έμμετρες φαντασιακές προβολές ενός προσωπείου του ποιητή πέραν του ειδικού στόχου της «άλλης» ανάγνωσης μιας κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας, αλλά και σχολιασμού προσώπων της τέχνης –ιδίως ποιητών και κριτικών λογοτεχνίας- στέκονται και ως έμμετρα ευθυμογραφήματα- χρονογραφήματα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν κάλλιστα γραφτεί και από αντίστοιχους μετρ του είδους για επιθεωρήσεις και μουσικοθεατρικά σατιρικά έργα. Αλλά και από σύγχρονους πολιτικούς στιχουργούς, όταν γράφει το «Fair play», το οποίο και παρατίθεται ολόκληρο: Πόσες χιλάδες ώρες πέρασαν με συνεδρίαση, σ’ αχτίδες, κόβες και κομματικούς πυρήνες, στο τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση κι ο πονοκέφαλος ούτε περνούσε μ’ ασπιρίνες. Μάθαμε απ’ όξω –βασικά– όλα τα προβλήματα και την αναγκαιότητα της πάλης και γίναμε τα δακτυλοδειχτούμενα τα βλήματα κρατώντας τον Μάρξ – Έγκελς υπό μάλης. Μέρα τη μέρα θα ‘ρχονταν η Επανάσταση και περιμένοντας πέρασαν τα χρόνια κι όμως σ’ το λέγαν οι γονείς σου «ας τα συ πάντα θα βρίσκονται στον κόσμο άλλα κωθώνια». Πάντοτε ο καπιταλισμός βρίσκει περάσματα και ξεπερνά τις δύσκολες τις κρίσεις. Κι ένα πρωί: «Απαγορεύονται τα άσματα και κοπιάστε στο τμήμα για ανακρίσεις». Τώρα να σπάσεις δεν μπορείς πια, σε χρωμάτισαν και σ’ έχουν σαν τον ποντικό μέσα στη φάκα και δεν ξεφεύγεις από του χαφιέ το μάτι σαν συναναστρέφεσαι τον καθ’ ένα μαλάκα. Δεν άκουσες ποτέ τη μάνα σου την άγια σ’ ενοχλούσε και σένα το κατεστημένο, δεν είδες γύρω σου χιλιάδες τα ναυάγια δεν το χαμπάρισες πως το παιχνίδι ήταν στημένο. Η σχέση του Αναγνωστάκη με το τραγούδι έχει και μιαν ακόμα πλευρά, έμμεση αυτή τη φορά. Είναι αυτή του ακαριαίου συναισθήματος και της άμεσης εντύπωσης και απομνημόνευσης που προκαλεί ένας μελοποιημένος στίχος στον ακροατή και που τον συνοδεύει και όταν το τραγούδι δεν ηχεί πια στα αυτιά του. Αυτή την αμεσότητα μέσω μιας γνωμικής δεξιοτεχνίας, έχουν και οι στίχοι του Αναγνωστάκη, πολλοί από τους οποίους –σε αξιοσημείωτη δυσαναλογία με την ολιγογραφία του- έρχονται στα χείλη των ανθρώπων όπως ο στίχος από ένα τραγούδι. Σε αυτό το γεγονός συνετέλεσε βέβαια και πάλι ο παράγοντας «μελοποίηση», στην περίπτωση όμως του Αναγνωστάκη είναι περισσότεροι οι στίχοι που αυτοδυνάμως κατέκτησαν μια θέση στην καθημερινή μνήμη του λαού συντροφεύοντάς τον, όπως τα τραγούδια, στις στιγμές του που χρειάστηκε την ανάκληση της γραφής του ποιητή. Στίχοι όπως: «Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους», «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ξερα τι κάθαρμα ήσουν», «Είστε υπέρ ή κατά; / Έστω απαντήστε μ΄ ένα ναι ή μ΄ένα όχι», «Σαν π ρ ο κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», «Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς», «Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα» κ.ά. έχουν ήδη βρει τη θέση τους στο συλλογικό ασυνείδητο, όπως και τα διαχρονικά τραγούδια. ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 1. Φιλίππου, Φ. «Μανόλης Αναγνωστάκης – Νίκος Καββαδίας: μια δυνατή φιλία», 12/10/15, www.diastixo.gr. 2. Από το αφιέρωμα του περιοδικού Εντευκτήριο, τχ. 71, 2005. 3. Από το αφιέρωμα του περιοδικού the book’ journal, τχ. 59, 2015. 4. Φάις, Μ. (2001). Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά. Μονόλογος του Μανόλη Αναγνωστάκη, εκδ. Πατάκη. 5. Στο περιοδικό Θούριος, τχ. 23, 28.5.1981. Από το αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού Μετρονόμος στον Μανόλη Αναγνωστάκη Πηγή: www.musicpaper.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου