15.9.20

Μικροί Ροβινσόνες στη ζούγκλα (της Ελένης Σβορώνου)

Για τον κόσμο της Οικολογίας η λέξη «ζούγκλα» δεν είναι πολιτικά ορθή. Έχει μία χροιά περιφρόνησης, έναν απόηχο αποικιοκρατικού βλέμματος, έναν τόνο ανωτερότητας του πολιτισμένου κόσμου έναντι των ιθαγενών και είναι επιστημονικά ανακριβής. Δάση βροχής, τροπικά δάση και άλλοι όροι περιγράφουν ακριβέστερα τους μεγάλους πνεύμονες του πλανήτη και τις κιβωτούς αυτές βιοποικιλότητας που εκτείνονται εκατέρωθεν του Ισημερινού.

Η Κάθριν Ράντελ, όμως, η συγγραφέας του Εξερευνητή, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την πολιτική ορθότητα του λεξιλογίου της. Στήνει μία περιπέτεια μετά από την οποία οι ήρωες θα φέρουν το δάσος του Αμαζονίου εντός τους ως βίωμα, ως ένα καλά κρυμμένο μυστικό, ιερό και πολύτιμο. Ως τόπο στον οποίο θα επιστρέφουν πάντα για να αναβαπτίσουν το βλέμμα τους στο κόσμο. Να έρθουν σε επαφή με το μυστήριο της ζωής και να νιώσουν τον εξερευνητή να ξυπνάει μέσα τους. Στα δικά τους χείλη η λέξη ζούγκλα θα αποκτήσει την αίγλη ενός ανεξερεύνητου βασιλείου και τη μυθική διάσταση μιας ουτοπίας, μια Ατλαντίδας που όποιος τη βρει είναι καταδικασμένος σε μια παράξενη ευτυχία, μοναχική, χωρίς επιστροφή. «You can check out any time you like. But you can never leave!”».
Ένα μικρό αεροπλάνο πετάει πάνω από τον Αμαζόνιο. Μεταφέρει τέσσερα ασυνόδευτα παιδιά. Ο Φρεντ, γύρω στα 13, φοράει τη στολή του σχολείου, το πουλόβερ του κρίκετ και το καλοσιδερωμένο παντελόνι. Η Κον, με το χλωμό πρόσωπο, αποφεύγει να κοιτάξει έξω από το παράθυρο και στρώνει διαρκώς μια μπλούζα με πολλά βολάν. Η Λίλα κάθεται δίπλα στον μικρό της αδελφό, τον πεντάχρονο Μαξ. Έχουν κι οι δυο σκούρο δέρμα, τοξωτά φρύδια και μεγάλες βλεφαρίδες.
Προορισμός το Μανάους της Βραζιλίας. Ο Φρεντ επισκέπτεται κάποιον μακρινό ξάδελφο. Ο πατέρας του κρίνει πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να αναρρώσει από την πνευμονία που πέρασε πρόσφατα. Η Κον «βελτιώνει τον χαρακτήρα της». Η γηραιά θεία με την οποία μεγαλώνει κρίνει πως τα ταξίδια θα ωφελήσουν τη δύστροπη έως και αγενή ανεψιά. Ο Φρεντ είναι ορφανός από μητέρα, η Κον ορφανή και από τους δυο γονείς. Είναι Βρετανοί, από οικογένειες που κρατάνε τους τύπους, τους καλούς τρόπους και τις αξίες μιας πάλαι ποτέ αριστοκρατικής τάξης.
Η Λίλα κι ο Μαξ είναι οι μόνοι που έχουν κανονική οικογένεια. Η μητέρα τους κατάγεται από τον Άνω Αμαζόνιο. Είναι Βοτανολόγος και ο Άγγλος πατέρας της επίσης επιστήμονας. Στέλνουν τα παιδιά τους στην Αγγλία να δούνε τη γιαγιά τους.
Στην καμπίνα του αεροσκάφους λοιπόν συναντιούνται δυο κόσμοι. Μια Βρετανία που αναρρώνει από ασθένεια, διασκεδάζει την ανία της και χτίζει χαρακτήρα εκ του ασφαλούς. Και μια Βραζιλία με γερές ρίζες στις αυτόχθονες φυλές του Αμαζονίου αλλά μορφωμένη και εκπαιδευμένη στα βρετανικά πανεπιστήμια.
Ο Αμαζόνιος φιδοσέρνεται μεγαλοπρεπής έξω από το παράθυρο της καμπίνας όταν αρχίζει και πλησιάζει επικίνδυνα. Το αεροπλάνο καρφώνεται σ’ ένα δέντρο και παίρνει φωτιά. Ο πιλότος σκοτώνεται, τα παιδιά σώζονται. Κι η περιπέτεια επιβίωσης στη ζούγκλα αρχίζει.
Σε αυτό το άψογα δομημένο και καλογραμμένο μυθιστόρημα περιπέτειας και ενηλικίωσης η Κάθριν Ράντελ αξιοποιεί παλιά καλά κλασικά μοτίβα της αντίστοιχης βρετανικής λογοτεχνίας με μικρούς και ενήλικες Ροβινσόνες και τα φωτίζει με τον εντελώς δικό της τρόπο. Ο Φρεντ με το πουλόβερ κρίκετ λασπωμένος, μπαρουτοκαπνισμένος, στο έλεος του πυκνού και άγριου δάσους θυμίζει τον Ραλφ στον Άρχοντα των μυγών, του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, που διασώζεται από ένα αντίστοιχο αεροπορικό ατύχημα σε ένα τροπικό νησί. Θυμίζει τον ίδιο τον Ροβινσόνα Κρούσο του Ντάνιελ Ντεφόου και όλους τους απογόνους του στη λογοτεχνία. Κι αν στον Άρχοντα των μυγών ακούμε τον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τα παιδιά να υποκύπτουν στα άγρια ένστικτά τους, στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, κι αν ο Ροβινσόνας γιορτάζει τον θρίαμβο του πολιτισμένου ανθρώπου, της τεχνολογίας και του καπιταλισμού έναντι της άγριας φύσης, ο Φρεντ και οι σύντροφοί του έχουν μια άλλη διαδρομή να ακολουθήσουν. Αυτή που επιτάσσει η εποχή μας. Θα ανακαλύψουν την αξία της άγριας ζωής ως φορέα ενός άλλου ήθους, μιας άλλης ηθικής στάσης απέναντι στον κόσμο.
Στο πρώτο μέρος της περιπέτειας τα παιδιά αναβιώνουν τις απαρχές της ιστορίας του ανθρώπινου είδους επί γης. Φτιάχνουν έναν καταφύγιο, γίνονται τροφοσυλλέκτες, ανάβουν φωτιά, και φτιάχνουν μια σχεδία για να πλεύσουν τον Αμαζόνιο ελπίζοντας πως θα τους οδηγήσει στο Μανάους. Κάθε βήμα αντιστοιχεί και σε μία εσωτερική μεταμόρφωση. Ο Φρεντ στη ζωή του αγωνίζεται να αποσπάσει την προσοχή και την επιβράβευση ενός απόμακρου και σκληρού πατέρα («Ποτέ δεν είχε δει τον πατέρα του να φοράει κάτι άλλο πέρα από το κοστούμι, και με τον καιρό τα κοστούμια ήταν σα να είχαν γίνει ένα με το δέρμα του. Η φωνή του, ουσιαστικά, φορούσε γραβάτα»).
Στην οθόνη του μυαλού του Φρεντ προβάλλει διαρκώς η πατρική φιγούρα που κρίνει και συνήθως επικρίνει. Ο πατέρας αυτός δεν έχει ποτέ αγοράσει ο ίδιος ένα δώρο για τον γιο του. Στέλνει πάντα την γραμματέα του στο Harrods γι’ αυτή τη δουλειά. Μία και μοναδική φορά ασχολήθηκε ο ίδιος κι αγόρασε για τον γιο ένα ρολόι στην πίσω όψη του οποίου χάραξε τα αρχικά του. Αυτό έφερε στον καρπό του ο Φρεντ ως ύψιστο δείγμα αποδοχής κι αγάπης. Κι αυτό είναι που θα αναγκαστεί να θυσιάσει για να ανάψουν φωτιά. Χρειάζονται ατσάλι. Η τσακμακόπετρα δεν αρκεί. Κι έτσι ο Φρεντ θα δει την Κον να κοπανάει με δύναμη το ρολόι, ξανά και ξανά, ώσπου να βγει η πρώτη σπίθα. Σε αυτή τη σκηνή η ομάδα συμβολικά «σκοτώνει τον πατέρα», σύμφωνα με το φροϋδικό ερμηνευτικό σχήμα είναι μια διαδικασία απαραίτητη για την χειραφέτηση της φυλής και τη σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου.
Για την Κον ο πατέρας έχει τη μορφή της γηραιάς θείας που επιβάλει τον στείρο καθωσπρεπισμό και τρέφει, αντί να θεραπεύει, τον τραχύ χαρακτήρα της Κον.

«…δεν έχω ανάψει ποτέ φωτιά», είπε εκείνη [σημ: η Κον]. «Ούτε καν στα τζάκια στο σπίτι μου».
«Ούτε καν τη Νύχτα του Γκάι Φοκς;» τη ρώτησε ο Φρεντ.
«Δε μου το επέτρεπαν». Υπήρχε μια λαχτάρα και μια πείνα στα μάτια της.
Κι έπειτα από αλλεπάλληλες κρούσεις της τσακμακόπετρας και του ρολογιού του Φρεντ, με τη βοήθεια και της Λίλας που φέρνει διαρκώς προσάναμμα:
Ξαφνικά η τσακμακόπετρα και το ατσάλι πέταξαν μια μικρή σπίθα. Η Κον ήταν τόσο συγκλονισμένη που της έπεσε η τσακμακόπετρα.
[…]
Η φωτιά έβγαλε έναν ήχο σαν ιδέα που γεννιέται, ένα κροτάλισμα που έμοιαζε με ελπίδα, κι έστειλε ψηλά μια στήλη από φλόγες.
Όλοι τους έκαναν ένα βήμα πίσω, χαμογελώντας ο ένας στον άλλο.
[…]
«Είναι η πιο όμορφη φωτιά που έχω δει ποτέ», είπε η Λίλα.
«Ναι», συμφώνησε η Κον. «Με διαφορά».
Οι μονάδες που ήταν πριν τα παιδιά συγκρότησαν ομάδα. Η εμπιστοσύνη χτίζεται σιγά σιγά μέσα από τον αγώνα επιβίωσης κι ο καθένας συμβάλλει με τα ταλέντα και τις γνώσεις του κι αναλαμβάνει ρόλους. Ο Φρεντ, που έχει διαβάσει τα πάντα για τους εξερευνητές,  ιδίως για τον  Πέρσι Φόσετ τα ίχνη του οποίου χάθηκαν στις ζούγκλες της Βραζιλίας ενώ έψαχνε μια χαμένη πόλη, ξέρει μυστικά επιβίωσης από τα βιβλία. Η Λίλα, παιδί βοτανολόγου, ξέρει πολλά για τα φυτά αλλά και για τα ζώα. (Τόση είναι η αδυναμία της, μάλιστα, στα τελευταία, που όταν βρίσκει ένα μωρό βραδύποδα απροστάτευτο, έτοιμο να πέσει θύμα ενός αρπακτικού, τον «υιοθετεί» και τον φροντίζει σαν ισότιμο μέλος της ομάδας.) Η Κον πάλι έχει φωτογραφική μνήμη και εντυπωσιακή ικανότητα προσανατολισμού. Ακόμη κι ο πεντάχρονος Μαξ βάζει τα δυνατά του να ξεπεράσει το φόβο και ν’ αντέξει στις κακουχίες.
Η πρώτη γουλιά νερού, η πρώτη γεύση (τηγανισμένος χυλός από κάμπιες), ο πρώτος νόστιμος καρπός, ένας ανανάς και μια στάλα μέλι κερδισμένη με πολύ κόπο, μετά από σκαρφάλωμα στα τριάντα μέτρα, η πρώτη πλεύση με την αυτοσχέδια σχεδία, αλλά και ο φόβος, οι εφιάλτες, η απώλεια των δυνάμεων, όλα αποδεικνύονται μαθήματα ζωής και διαδοχικές τελετές ενηλικίωσης. Ο μαγνήτης του νέου, της περιπέτειας, κυριαρχεί: «Ο αέρας είχε τη γεύση του καινούργιου».
Βραδύποδες, καϊμάν (ένα είδος αλιγάτορα), πιράνχα, ηλεκτροφόρα χέλια, δηλητηριώδη μυρμήγκια, ταραντούλες, καταιγίδες, η φωτιά που έβαλαν, άθελά τους τα ίδια τα παιδιά, ως άλλοι Προμηθείς, πολλοί οι κίνδυνοι που παραμονεύουν. Η ζούγκλα δεν αστειεύεται. Πρέπει να την ξέρεις καλά. Και τα παιδιά αυτά, που ζούνε σε σπίτια με ασημένια κηροπήγια, όπως λέει η Λίλα, την ξέρουν μόνο από τα βιβλία.
Υπάρχουν όμως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας. Ένα κονσερβοκούτι, μια σακούλα καπνού, κορμοί και κλαδιά λειασμένα και τοποθετημένα με μια τάξη, και τελικά το πιο απαραίτητο στοιχείο μιας περιπέτειας: ένας χάρτης. Ένας χάρτης που αποτυπώνει το ποτάμι κι ένα σημείο Χ. Τα παιδιά αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν ρισκάροντας να οδεύσουν προς το άγνωστο, ίσως και τον θάνατό τους. Ίσως και στην ελπίδα. Ένας άνθρωπος που θα τους βοηθούσε να επιστρέψουν στα σπίτια τους;
Το Χ αποδεικνύεται μια ερειπωμένη αρχαία πολιτεία. Μοναδικός της κάτοικος ένας άνδρας σε κατάσταση μεταξύ ζώου και ανθρώπου. Ντυμένος με τομάρια ζώων, με νύχια και ουρές να κρέμονται από πάνω του, ο άνδρας αυτός θυμίζει κανίβαλο,
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι μια συναρπαστική μαθητεία των παιδιών στα μυστικά της ζούγκλας και της ζωής. Ο άνδρας δεν αποκαλύπτει ποτέ το όνομά του. Είναι ένας εξερευνητής, υποθέτουν τα παιδιά, κι έτσι τον αποκαλούν. Ο Εξερευνητής κρατά επτασφράγιστα μυστικά. Ορίζει απαγορευμένες ζώνες, απειλεί, και φοβερίζει διαρκώς ότι θα κόψει τα δάχτυλα των παιδιών να τα δώσει μεζεδάκι στο όρνιο που έχει για παρέα.
Τελικά δέχεται να βοηθήσει τα παιδιά να φτάσουν, πεζή, στο Μανάους διδάσκοντάς τους τρόπους επιβίωσης στο ταξίδι. Υπό τον όρο τα παιδιά να μην αποκαλύψουν ποτέ την ύπαρξη αυτής της πολιτείας και του ανδρός. Ποτέ και σε κανέναν. Ο Φρεντ εξανίσταται. Είναι αδύνατο να υποσχεθεί κάτι τέτοιο. Ήδη ονειρεύεται τη διασημότητα που θα του χαρίσει αυτή η ανακάλυψη. Ο Εξερευνητής ειρωνεύεται την εξάρτηση του Φρεντ από την αποδοχή των άλλων. Η αριστοτεχνικά στημένη αυτή αντιπαράθεση γκρεμίζει σα τραπουλόχαρτο τον κόσμο του selfie και της διασημότητας και τοποθετεί στη θέση του τη σημασία του να είσαι δίχως να φαίνεσαι. Αν πρόκειται να διατηρηθεί κάτι όρθιο σε αυτόν τον πλανήτη, μόνο με μια τέτοια ηθική στάση ατομικής ευθύνης και υπέρβασης του ναρκισσισμού μπορεί να το πετύχει. Ο Φρεντ καλείται να υπερβεί τον εαυτό του. Θα πρέπει να ζήσει χωρίς το μετάλλιο του πατέρα και της κοινωνίας. 
Καθώς αρχίζουν τα μαθήματα στησίματος παγίδας, κυνηγιού, ψαρέματος, και αποφυγής κινδύνων, θα χτιστεί μιας σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στα παιδιά και τον Εξερευνητή. Ο τελευταίος θα αποκαλύψει την προσωπική του ιστορία και θα γίνει ο ιδανικός πατέρας. Ο Μαξ διατείνεται πως «είναι δικός μου ο Εξερευνητής». Αλλά και εκείνος θα επουλώσει κάπως την πληγή που άφησε ο θάνατος του γιου και της συζύγου του.
Λίγο πριν τον αποχαιρετισμό, θανατηφόρα μυρμήγκια-σφαίρες τσιμπούν τον Μαξ. Πρέπει επειγόντως να μεταφερθεί σε νοσοκομείο. Και τότε ο Εξερευνητής θα επιτρέψει στα παιδιά να μπούνε στην απαγορευμένη ζώνη του καταφυγίου του.
Αυτό που θα δούνε είναι η αρχή της λύσης και της τελευταίας και πιο δύσκολης δοκιμασίας για τον Φρεντ.
Δικαίως το βιβλίο απέσπασε το Costa Children’s Book Award, το 2017 και εγκωμιαστικά σχόλια στον Τύπο. Η Κάθριν Ράντελ γεννήθηκε το 1987, μεγάλωσε στην Αφρική και στην Ευρώπη, ταξίδεψε στον Αμαζόνιο και ξέρει καλά για τι ακριβώς γράφει. Και γράφει πολύ ωραία. Η ιστορία που ξετυλίγεται σε 396 σελίδες είναι άρτια δομημένη, με βαθιά αγάπη για την εξερεύνηση, τον πλανήτη, τον άνθρωπο και το παιδί. Δε λείπει το λεπτό χιούμορ και που μεταφέρθηκε αβίαστα στα ελληνικά από την Αργυρώ Πιπίνη.
Αν έχει κανείς διάθεση να συνεχίσει με περιπέτειες στη ζούγκλα, το πρόσφατο βιβλίο του Κώστα Χαραλά, Πιο όμορφος κι από σένα, μας μεταφέρει επίσης στον Αμαζόνιο, την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα άλλο θέατρο πολέμου στήνεται στη δική του ζούγκλα όπου συναντιούνται παπαγαλοκυνηγοί και κυνηγοί καουτσούκ, (το καουτσούκ ήταν σημαντική πρώτη ύλη για τη διεξαγωγή του πολέμου), για να νικήσει τελικά μια άλλη ηθική ματιά στον κόσμο, μια άλλη αντίληψη για την ομορφιά.
Info:
Κάθριν Ράντελ, μτφ. Α. Πιπίνη, Ο Εξερευνητής, Ψυχογιός, 2019.
Κώστα Χαραλάς, Πιο όμορφος κι από σένα, Καλέντης, 2019.
Αναφέρθηκαν επίσης τα κλασικά:
Ντάνιελ Ντεφόου, μτφ. Γ.Σπανδώνης, Ροβινσόνας Κρούσος, Πατάκης, 2017.
Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, μτφ. Ρ.Χατχούτ, Ο άρχοντας των μυγών, Καστανιώτης, 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια: