Της ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ
Ενάμισι δευτερόλεπτο φως εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 120
Ο Γιάννης Μακριδάκης έχει πλάσει ένα σύμπαν, μια μικροσκοπική νησιωτική κοινότητα ανθρώπων του μόχθου της θάλασσας και της γης. Και από εκεί κατοπτεύει τον κόσμο, οι αντίκτυποι του οποίου φθάνουν έως τον παράδεισό του. Χωρίς καταγγελίες ή αναλύσεις, φιλοτεχνεί έτσι μια δική του οπτική γωνία, μέσα απ’ την οποία, συνήθως εμμέσως, ασκεί κριτική στα αδιέξοδα της αστικής ζωής, στις περιπέτειες της σύγχρονης Ελλάδας – στους χειρισμούς της επίσημης Εκκλησίας (Η δεξιά τσέπη του ράσου, 2009), στην υπαγωγή της χώρας σε διεθνή επιτήρηση (Λαγού μαλλί, 2010), στους
δυσβάστακτους όρους του ελληνικού μνημονίου (Το ζουμί του πετεινού, 2012). Ούτε η δική του ωστόσο γωνιά αποτελεί μια ουτοπική Αρκαδία απαλλαγμένη από προβλήματα, μικρές και μεγάλες φουρτούνες, από κάθε λογής δυστυχίες. Στο «Ενάμισι δευτερόλεπτο φως» μάλιστα, το κακό ενδημεί, κατοικεί στην καρδιά της κοινότητας, συνιστώντας μια από τις περιπτώσεις κλειστών κοινωνιών όπου συμβαίνουν αίσχη αλλά όλοι σιωπούν. Ο μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος επιστρέφει στη γενέτειρά του ύστερα από 32 χρόνια απουσίας και επισκέπτεται τους χώρους όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια μέχρι να εκδιωχθεί μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια από τον άγριο φαροφύλακα πατέρα του. Η επίσκεψη θα τον φέρει αντιμέτωπο με το αποτρόπαιο παρελθόν καθώς θα πληροφορηθεί τους πραγματικούς λόγους της απομάκρυνσης – και την τραγική τους κατάληξη. Αυτό που ο Μακριδάκης πετυχαίνει είναι να στηρίζει την κάθε ιστορία του πάνω στο στέρεο έδαφος της γης – που σε αυτή την περίπτωση το αποτελεί ο Φάρος. Πρόκειται για αυτό το θαυμαστό σύστημα γνώσης το οποίο επινόησε ο άνθρωπος προκειμένου να προφυλάσσει απ’ τις κακοτοπιές τους ταξιδιώτες στη δύσκολη πορεία τους σε άγνωστα νερά. Είναι το οκταγωνικό οπτικό με τα χοντρά κρύσταλλα Βοημίας πάνω στο πυργοφάναρο, το εκκρεμές με το μεγάλο βαρίδι, η χειροκίνητη αντλία, τρόμπα και μανιβέλα που τροφοδοτούν με πετρέλαιο και αέρα την αναμμένη λυχνία, είναι ο σαλίγκαρος που ζώνει το φαρομονάστηρο με τα πέτρινα και σιδερένια σκαλοπάτια της κλίμακάς του. Από κτίσμα ωστόσο προστασίας και φροντίδας, ο Φάρος της ιστορίας κάποτε μετατράπηκε σε μνήμα βίας και θανάτου. Οταν ο ήρωας επιστρέφει, όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν – όπως και η παραδοσιακή τεχνολογία του. Τώρα ο Φάρος λειτουργεί αυτόματα με ρεύμα και πολύ λίγη προσπάθεια εκ μέρους των ανθρώπων. Τα παλαιά κομμάτια φυλάσσονται σε αυτοσχέδιο μουσείο. Και ομοίως, οι λεπτομέρειες της απαίσιας ιστορίας βρίσκονται στη μνήμη των κατοίκων – το στίγμα έχει παραμείνει. Στη νέα του επίσκεψη, ο Μάριος Τσόχος, ώριμος αλλά κι ερωτευμένος, θα κατορθώσει να ξεπεράσει όσα φρικτά συνέβησαν, επενδύοντας με νόημα τη λειτουργία του Φάρου. Δεκαοκτώ δευτερόλεπτα σκότους που εναλλάσσονται από ενάμισι δευτερόλεπτο φως προσφέρουν τη λάμψη που κάνει τη ζωή άξια να τη ζει κανείς. Εκτός από την ικανότητα να πλάθει τη φύση ως χώρο αφθονίας, πλησμονής και ευλογίας, ακόμη μία αρετή της πεζογραφίας του Μακριδάκη αποτελεί το χιούμορ και η ειρωνεία της. Ο Μάριος Τσόχος είναι ένας Οδυσσέας που επιστρέφει στην Ιθάκη. Μόνο που έξω απ’ το σπίτι του δεν είναι ο Αργος που περιμένει, αλλά η αγαπημένη του γαϊδούρα Κοκώνα. Στην πρώτη κωμική σκηνή, ο ήρωας με κλάματα την αγκαλιάζει κι εκείνη εκβάλλει την ουρανομήκη της κραυγή. Και όπως ο Αργος, η Κοκώνα την ίδια μέρα (από ατύχημα μάλλον) πεθαίνει και ο παλαιός και ο νέος ιδιοκτήτης θα την αποχαιρετίσουν καίοντάς την στην πυρά. Σε αυτή τη νουβέλα, η πρόθεση του συγγραφέα να προσθέσει την πτυχή του κακού μες στην καρδιά της κοινότητάς του είναι ίσως ιδιαζόντως προφανής. Επειδή ωστόσο η πεζογραφία του έχει κατορθώσει να δημιουργήσει έναν ολοζώντανο κόσμο, είναι κάτι που μόνον λίγο ενοχλεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου