1.9.20

Το φεγγάρι του Νηλ Άρμστρονγκ (διήγημα της Γεωργίας Συλλαίου)

Στις 20 Ιουλίου 1969 ο Νηλ Άρμστρονγκ πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι. Το απόγευμα εκείνης της αξιομνημόνευτης ημέρας  έγιναν και οι αρραβώνες της Ειρήνης, δυο εβδομάδες πριν μπει στα δεκαεφτά.  Η οποία, νωρίτερα, το μεσημέρι, κάθισε για τελευταία φορά στο σαλόνι του πατρικού της μαζί με μία πληθώρα συγγενών και ελαχίστων φίλων όπου αναρωτήθηκε μεταξύ άλλων πώς είναι δυνατόν να καταναλωθούν τόσο μεγάλες ποσότητες ούζου και ρετσίνας μέσα σε δύο μόλις ώρες.

Το ίδιο βράδυ  παρακολούθησε την προσσελήνωση του Απόλλων 11 στην ασπρόμαυρη τηλεόραση του μέλλοντος συζύγου της Αχιλλέα Κουτούμπα, η οποία ήταν και η μοναδική στο χωριό, παρέα με ένα τσούρμο συγχωριανών της πάσης ηλικίας και παντός φύλου. Η τηλεόραση ήταν τοποθετημένη στο ραφείο του Αχιλλέα «Η Ελπίς». Ειδικά για την περίσταση, ο Αχιλλέας την είχε μεταφέρει στην είσοδο του καταστήματός του, επάνω σε τρία ανθεκτικά κασόνια και το πλήθος συνωστιζόταν στην αυλή, σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών για να δει καλύτερα την φασματική φιγούρα να πραγματοποιεί εκείνα τα λιγοστά αργά βήματα που προκαλούσαν επιφωνήματα δέους και σφυρίγματα θαυμασμού. Η Ειρήνη καθόταν στην άκρη και όταν δεν κοιτούσε την τηλεόραση, αναζητούσε στον ουρανό κάποια σημάδια επιδοκιμασίας αυτής της εξωπραγματικής ανθρώπινης προσπάθειας, κάποιες ασυνήθιστες αντιδράσεις των άστρων, αλλά ο ουράνιος θόλος παρέμενε σιωπηλός και απαθής όπως όλες τις  προηγούμενες νύχτες.
Δεν την πρόσεξε κανείς όταν σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο για την ακρογιαλιά. Έβγαλε τα πέδιλα με τα φιογκάκια που φορούσε από το μεσημέρι των αρραβώνων και μπήκε στη θάλασσα με το άσπρο μεταξωτό φουστάνι, έστριψε τα δάχτυλά της στην άμμο του βυθού και τέλος ξάπλωσε ανάσκελα στο νερό ατενίζοντας τον γαλαξία που χανόταν στο βάθος του ορίζοντα. «Χρόνια μας πολλά», είπε στο αόρατο φεγγάρι.
***
Το καλοκαίρι του 1979, η Ειρήνη σιδέρωνε τα πουκάμισα του συζύγου της ρίχνοντας αραιά και πού αδιάφορες ματιές από το ανοιχτό παράθυρο στους εργάτες που μετέτρεπαν το ραφείο σε τριώροφη μεζονέτα. Η επιγραφή «Η Ελπίς» πετάχτηκε σε ένα φορτηγό μαζί με τα τελευταία μπάζα. Το ημερολόγιο έδειχνε 20 Ιουλίου, αλλά τόσο η επέτειος των αρραβώνων της όσο και το κατόρθωμα του Νηλ ΄Αρμστρονγκ όχι μόνον είχαν περάσει στην ιστορία, αλλά αθόρυβα και απρόσκοπτα είχαν ήδη μετατοπισθεί στην χώρα της λήθης. Δίπλα της η υπερυψωμένη στοίβα των σιδερωμένων λευκών σχημάτιζε μια τέλεια επιτύμβια στήλη. Τοποθέτησε στην κορυφή το τελευταίο άσπιλο σεντόνι και  πριν πιάσει τα χρωματιστά, κάθισε βαριά σε μια καρέκλα για να πάρει μιαν ανάσα.
«Πάει κι αυτό», δήλωσε ικανοποιημένος ο Αχιλλέας Κουτούμπας τρίβοντας ικανοποιημένος τα χέρια του. «Καφέ.», συμπλήρωσε. «Τέταρτη μεζονέτα! Τέταρτη!» φώναξε με προλεταριακό ενθουσιασμό όταν η γυναίκα του ακούμπησε τον φραπέ στο τραπεζάκι.
Η Ειρήνη κοιτούσε αφηρημένα από το παράθυρο με τα χέρια σταυρωμένα σφιχτά στο στομάχι της. Δεν είχε συνέλθει ακόμη από την τρίτη αποβολή και οι ναυτίες αντί να μειωθούν, την βασάνιζαν ακόμα και τις νύχτες. Στριφογύριζε στην συζυγική παστάδα άυπνη μέχρι τα ξημερώματα και σηκωνόταν μουσκίδι στον ιδρώτα, περπατούσε στις μύτες των ποδιών, έριχνε στα τυφλά ένα ρούχο επάνω της και έβγαινε στην αυλή για να πάρει λίγον αέρα. Μερικές φορές προλάβαινε τη δύση του φεγγαριού, παρακολουθούσε τον χλωμό δίσκο να ξεφτίζει ολοένα, να γίνεται ένα ανεπαίσθητο αποτύπωμα έως ότου χαθεί με το πρώτο φως της αυγής. Κάτι είχε συμβεί εκεί, αλλά πότε; Η μνήμη της συχνά την πρόδιδε, είχε τόσα να σκεφτεί, τόσα να προγραμματίσει, κάποιες στιγμές όμως κάτι κλωτσούσε μέσα στο μπερδεμένο μυαλό της και ο ειρμός διακοπτόταν από μια γαλακτώδη γραμμή χωρίς αρχή και τέλος, από την εικόνα ενός άσπρου φουστανιού που κυμάτιζε μέσα στο νερό, από δύο παρατημένα πέδιλα στα λεία βότσαλα της ακτής. Αλλά αμέσως μετά επανερχόταν ο μακρύς κατάλογος των λαχανικών που έπρεπε να ψωνίσει, οι γνώριμες ονομασίες των μπαχαρικών και οι απεικονίσεις του ψαριού και του φρέσκου κρέατος μεταμορφώνονταν σε ανεπιθύμητες οσμές που αναστάτωναν ξανά το στομάχι της και έτρεχε στο μπάνιο ψάχνοντας σπασμωδικά τα κουτιά με τα αντιόξινα και τα ηρεμιστικά. Μιλούσε όλο και λιγότερο. Σταδιακά περιορίστηκε στις απολύτως απαραίτητες ερωτήσεις για το νοικοκυριό και όταν θεώρησε ότι όλες είχαν απαντηθεί ικανοποιητικά, η επικοινωνία της με τον Αχιλλέα και τον έξω κόσμο συρρικνώθηκε σε μια σειρά καταφατικών ή αρνητικών νευμάτων.
«Να πας στον Ηλία να σου δώσει τους αστακούς», είπε ο Αχιλλέας μετά από μια θορυβώδη κατάποση του φραπέ. Το όνομα του ψαρά θύμισε στην Ειρήνη ότι σήμερα θα έκαναν το τραπέζι στους ενοικιαστές της μεζονέτας που είχε χτιστεί  πρώτη, έξω από το χωριό, στις παρυφές του λόφου, λίγο κάτω από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι, περίμενε με λαχτάρα το πανηγύρι στις είκοσι Ιουλίου. Φορούσε τα καλά της, το ροζ φουστάνι με τις δαντέλες και τις κεντημένες μαργαρίτες στον γιακά. Ο πατέρας της την πήγαινε στην ταβέρνα με τα χρωματιστά λαμπιόνια και την αυτοσχέδια εξέδρα με τους κάθιδρους οργανοπαίκτες, και την κερνούσε σουβλάκι πάνω σε μια λαδωμένη φέτα ψωμί συν ένα μπουκάλι γκαζόζα ή πορτοκαλάδα Έψα, όσο αυτός έπινε το κρασί του με την παρέα των γειτόνων τους. Και κάτι άλλο είχε συμβεί εκείνες τις μέρες, αλλά πάλι δεν κατάφερνε να θυμηθεί.
Η Ειρήνη δεν άντεχε να ρίχνει τους αστακούς μέσα στο βραστό νερό, της φαινόταν ότι τσίριζαν, και ανέθεσε το καθήκον που της υπενθύμισε ο σύζυγός της στην «υπηρεσία» όπως την αποκαλούσε ο Αχιλλέας Κουτούμπας, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι από το χωριό που την βοηθούσε στα πλυσίματα και στα μαγειρέματα. Ο Αχιλλέας δεν ήταν πια ο μυωπικός ράφτης με την μόνιμη αλλεργία που έκανε τη μύτη του να τρέχει από το πρωί ως το βράδυ, αλλά ένα αξιοσέβαστο μέλος του δημοτικού συμβουλίου με χρυσή καδένα στο γιλέκο και υπερήφανος κάτοχος ακινήτων χτισμένων στην παραλία και στα πέριξ του χωριού.
Πτυχιούχος της πρέφας και άσσος στο κουμάρι, σουλατσάριζε στα καφενεία, καθόταν στα τραπέζια και κερνούσε ελληνικό καφέ με λουκούμι τον παπά και τους πιο ηλικιωμένους. Γρήγορα όμως τους βαριόταν και καθόταν στις παρέες των νεωτέρων θαμώνων οι οποίοι τα καλοκαίρια ζούσαν στιγμές μακάριας ραστώνης. Ο Αχιλλέας περνούσε ώρες μαζί τους – προτιμούσε να ακούει τα κατορθώματα των παλικαριών με τις τουρίστριες, εκστασιαζόταν με τις περιγραφές της ανατομίας αυτών των αλλοδαπών αγγέλων που είχαν πέσει από τον ουρανό στα στιβαρά μπράτσα των χασμώμενων από τις εξαντλητικές νυχτερινές δραστηριότητες συνομιλητών του.
Στο καφενείο  – ζαχαροπλαστείο «Μιμόζα», γνώρισε μια σερβιτόρα, ορφανή από γονείς και ξεγραμμένη από συγγενείς λόγω των γνωστών στην κοινωνία ελευθερίων ηθών της. Ο Κουτούμπας δεν καθυστέρησε καθόλου – έδρασε αστραπιαία και άδραξε την ευκαιρία, της αγόρασε καλύτερα ρούχα, ακριβά καλλυντικά και κολόνια 4711. Τις περισσότερες νύχτες κοιμόταν στο δωματιάκι της που βρισκόταν ακριβώς επάνω από το «Μιμόζα» και όταν ξυπνούσε κατέβαινε φρεσκοξυρισμένος στο ζαχαροπλαστείο για να πιεί τον καφέ του απολαμβάνοντας τα βλέμματα θαυμασμού των νεαρών αργόσχολων που είχαν κι αυτοί πιάσει στασίδι από νωρίς, πριν πάνε στα σπίτια τους για να πάρουν έναν υπνάκο ως το μεσημέρι.
Όλα κυλούσαν ομαλά και ειδυλλιακά, έως την στιγμή που η κοπέλα του ανακοίνωσε κατόπιν ενός εκτενούς προλόγου ότι περίμενε παιδί. Ο Κουτούμπας, αιφνιδιασμένος στην αρχή και αμέσως μετά έξαλλος, της έριξε ένα γερό ξύλο, αλλά όταν ξεθύμανε το ξανασκέφτηκε καλύτερα. Τοποθέτησαν μαζί τα λιγοστά της υπάρχοντα σε μια ταλαιπωρημένη βαλίτσα και η σερβιτόρα διάβηκε το κατώφλι του τέως ραφείου με τα μάτια χαμηλωμένα, για να εγκατασταθεί οριστικά εκεί.
***
«Κληρονομιά του μακαρίτη», δήλωνε λίγο αργότερα στο τραπέζι με τους μαγειρεμένους αστακούς ο Κουτούμπας, αναφερόμενος στον πατέρα του και στις μεζονέτες. «Έδιναν στον πρώτο γιό τα καλά χωράφια, δηλαδή όσα ήταν μακριά από τη θάλασσα, για να τα σπείρουν. Στα άλλα παιδιά δίνανε τα παραθαλάσσια γιατί δεν θα πρόκοβε λέει η σπορά… Κούνια που τους κούναγε! Πού να ξέρανε πως τα πράγματα θα άλλαζαν». Οι συνδαιτυμόνες του τον παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον, σαν φυσιοδίφες που ανακαλύπτουν μια αναπάντεχη ιδιότητα σε ένα ήδη γνωστό έντομο. Η γυναίκα ήταν Ελληνίδα δεύτερης γενιάς, κάτοικος Μελβούρνης, παντρεμένη με κάποιον  αυτόχθονα καθηγητή Φυσικής ο οποίος επισκεπτόταν για πρώτη φορά την γενέθλια χώρα της συζύγου του και εκείνη τη στιγμή αγωνιζόταν να καταπιεί την δεύτερη γουλιά ρετσίνα υπακούοντας στις επιτακτικές παροτρύνσεις του οικοδεσπότη.  Η κυρία Ντίξον που καθόταν δίπλα στην Ειρήνη προσπαθούσε μάταια να της αποσπάσει μια λέξη, ένα νεύμα. Τέλος ο σύζυγός της δεν κρατήθηκε και έσκυψε προς το μέρος του Αχιλλέα. «Η κυρία Ειρήνη δεν είναι πολύ ομιλητική», ψιθύρισε σε σπασμένα ελληνικά. Ο Κουτούμπας έκανε μια κυκλική κίνηση με τον δείκτη του στον κρόταφο. «Έτσι είναι αυτή, ζαβή», δήλωσε, «αλλά who cares», συμπλήρωσε με ένα τρανταχτό γέλιο. Τελευταίως εντρυφούσε στους ιδιωματισμούς της αγγλικής γλώσσας και ήταν υπερήφανος γι’ αυτό. Έκλεισε το μάτι στην κοπέλα που καθόταν δίπλα του, που δεν ήταν άλλη από την προαναφερθείσα σερβιτόρα, η κοιλιά της οποίας πολύ σύντομα θα του χάριζε αυτό που δεν είχε καταφέρει η Ειρήνη. Ένα ρίγος διέτρεξε την σπονδυλική στήλη της κυρίας Ντίξον, ενώπιον αυτής της ανέμελης επίδειξης κυνισμού και έριξε μια κλεφτή ματιά στην Ειρήνη.  Δεν της διέφυγε το χαμόγελο της σιωπηλής και μάλλον αλλοπαρμένης συζύγου την στιγμή που έσκυβε για να καταπιεί μια κουταλιά σούπα. Δεν έκανε λάθος, επρόκειτο για μια εκδήλωση ικανοποίησης, ανακούφισης. Δεν της διέφυγε ούτε η λάμψη του μυτερού κυνόδοντα που σκέπασε σχεδόν το κάτω χείλος της Ειρήνης, το ταυτόχρονο ανασήκωμα του φρυδιού που οπωσδήποτε υποδήλωνε ένα είδος σαρδόνιου χιούμορ, μια αναμφισβήτητη ένδειξη ευφυίας. Ο Αχιλλέας Κουτούμπας δεν πρόσεξε τίποτε από όλα αυτά ούτε και θα μάθαινε ποτέ ότι οι τρεις εγκυμοσύνες της γυναίκας του διεκόπησαν αυτοβούλως στο στενόχωρο δωματιάκι της μαμής η οποία εκτελούσε και άλλα καθήκοντα πλην των τοκετών.
Η Ειρήνη ύψωσε το κεφάλι φροντίζοντας προηγουμένως να καλύψει την οδοντοστοιχία της και να επαναφέρει στο πρόσωπό της την παγιωμένη έκφραση απάθειας. Κοίταξε σταθερά την παρακαθήμενή της στα μάτια πριν φέρει και πάλι το κουτάλι στο στόμα. Το ρίγος της κυρίας Ντίξον μετατράπηκε σταδιακά σε ένα ανεξέλεγκτο τρέμουλο το οποίο ανάγκασε σύντομα το εξ Αυστραλίας ζεύγος να εγκαταλείψει το τραπέζι.
Την νύχτα ο κύριος Ντίξον ξύπνησε μετά από μία σειρά κραυγών αγωνίας της συζύγου του. Έψαξε στα τυφλά το πορτατίφ, ρίχνοντας στο πάτωμα τα γυαλιά και τα βιβλία του και όταν επιτέλους κατάφερε να βρει τον διακόπτη αντίκρισε την γυναίκα του ανακαθισμένη στο κρεβάτι με τα μάγουλα μουσκεμένα από τα δάκρυα. «Τι είναι, τι συμβαίνει;» Την πήρε αγκαλιά και την άφησε να κλάψει να με την ψυχή της. «Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, πάμε να φύγουμε από εδώ». Τα δόντια της κυρίας Ντίξον χτυπούσαν και ο καθηγητής θορυβήθηκε. Φόρεσε τα γυαλιά του και της έφερε ένα ποτήρι γάλα από το ψυγείο. «Αύριο φεύγουμε. Προσπάθησε να ησυχάσεις».
Ο Αχιλλέας απέδωσε την αιφνιδιαστική αναχώρηση των ενοικιαστών στην κακή ποιότητα των αστακών και την πλήρωσαν τόσο ο ψαράς Ηλίας στο μαγαζί του οποίου ουδέποτε ξαναπάτησε, όσο και η «υπηρεσία» που πήρε πόδι την ίδια μέρα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πάντως, ο  Κουτούμπας ουδέποτε ξαναέχασε πελάτη μετά από αυτό το ατυχές περιστατικό το οποίο φρόντισε να σβήσει από την μνήμη του.

Την επόμενη μέρα συνέβη κάτι μάλλον παράξενο. Η Ειρήνη πήγε στο πατρικό της για να πάρει δυο τενεκέδες λάδι. Ο πατέρας της είχε ελιές και κάθε χρόνο έδινε στην κόρη του το μερίδιο της περιουσίας εκείνης που δεν είχε εκχωρηθεί ως προίκα στον Κουτούμπα. Ως εδώ δεν υπήρχε κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί περίεργο – η επίσκεψη ήταν καθιερωμένη, αναμενόμενη και σύντομη. Η Ειρήνη χτυπούσε την πόρτα, ο πατέρας της τής έκανε νόημα να καθίσει, εκείνη αρνιόταν με ένα νεύμα της κεφαλής, έπαιρνε τους τενεκέδες και αποχωρούσε τρικλίζοντας από το βάρος. Εκείνη την ημέρα όμως η Ειρήνη άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει και επιπλέον όδευσε κατευθείαν στην κουζίνα και κάθισε στο τραπέζι με τα χέρια σταυρωμένα. Περιχαρής ο πατέρας έσπευσε να φτιάξει καφεδάκια και τα σερβίρισε με ένα πιατελάκι πτιφούρ. Κάθισε απέναντί της και προσπάθησε να της πιάσει το χέρι. Η Ειρήνη δεν ενέδωσε μεν, αλλά πραγματοποίησε το αδιανόητο: Μίλησε.
«Πατέρα, θυμάσαι το καλοκαίρι του 1969;»
Εκείνος έξυσε το κεφάλι του. «Αρραβωνιάστηκες», απάντησε μετά από μικρή σκέψη.
«Εκτός απ’ αυτό». Η κόρη του έκανε μια χειρονομία ανυπομονησίας και ο πατέρας έσκυψε το κεφάλι συντετριμμένος διότι δεν μπορούσε να θυμηθεί κάτι άλλο και αυτό σήμαινε ότι η απροσδόκητη συνδιάλεξη σύντομα θα ελάμβανε άδοξο τέλος. Η Ειρήνη έσκυψε για να αντικρίσει το βλέμμα του. «Προσπάθησε», τον παρακίνησε με τρυφερότητα. Αυτός κούνησε το κεφάλι με απόγνωση. «Αρραβωνιάστηκες, τι πιο σημαντικό απ’ αυτό». Η Ειρήνη σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στην στενόχωρη κουζίνα. «Πήγαμε στο ραφείο. Είδαμε τηλεόραση. Και αυτός περπάτησε εκεί». Έδειξε το ταβάνι. Ο πατέρας χτύπησε θριαμβευτικά το χέρι στο τραπέζι. «Ο αστροναύτης! Έχεις δίκιο!». Σηκώθηκε κι αυτός όρθιος, την έπιασε από τους ώμους. «Έκανε τέσσερα βήματα. Το θυμάμαι. Και μετά κάρφωσε τη σημαία». Η Ειρήνη αναστέναξε και χαμογέλασε με το στόμα κλειστό, δεν φανέρωσε τον κυνόδοντα.
«Δεν ήταν όνειρο», είπε.
«Μα, όχι βέβαια, τον είδαμε όλοι!»
Παρακολούθησε την κόρη του να κουνάει καταφατικά το κεφάλι, να σκύβει και να πιάνει τους τενεκέδες. Της έπιασε πάλι τα χέρια.
«Άστους κάτω», και αμέσως μετά «μείνε εδώ, μην ξαναγυρίσεις στο σπίτι εκεινού», έκπληκτος με τα λόγια του, με τα μάτια ορθάνοιχτα και λίγο υγρά. Η Ειρήνη γέλασε και ήταν σαν να λαχάνιαζε, στο τέλος την έπιασε βήχας. Σήκωσε τους τενεκέδες και του έκανε νόημα να ανοίξει την πόρτα. Δεν είχε πιεί τον καφέ της, ούτε είχε αγγίξει τα πτιφούρ.
***
Οχτώ χρόνια αργότερα ο Αχιλλέας ήταν πλέον πρόεδρος της κοινότητας, πατέρας δύο παιδιών, μιλούσε ικανοποιητικά τα αγγλικά και τα ψιλοκατάφερνε με τα γερμανικά. Οι τσιμεντοστρωμένες αυλές  των ενοικιαζομένων σπιτιών του έφταναν μέχρι εκεί που έσκαζε το κύμα, οι ένοικοι έκαναν ένα βήμα από την ξαπλώστρα για να βουτήξουν στην θάλασσα. Ουδείς είχε το παραμικρό παράπονο, τα σεντόνια άλλαζαν κάθε μέρα, οι πετσέτες ήταν αφράτες και το πρωινό σερβιρισμένο στην ώρα του. Οι ψηφοφόροι του διαλαλούσαν με συγκίνηση ότι χάρη σ’ αυτόν γυναίκες και νέοι εργάζονταν αξιοπρεπώς, ότι το τέως ταπεινό ψαροχώρι είχε μετατραπεί σε τουριστικό θέρετρο. Αρκετοί ακολούθησαν το παράδειγμά του και τα «άχρηστα» χωράφια αξιοποιήθηκαν με τον πλέον κερδοφόρο τρόπο. Τετραώροφα ξενοδοχεία ξεφύτρωναν στους λόφους και τις νύχτες οι ντισκοτέκ έπαιζαν εκκωφαντική  μουσική, προκαλώντας έντονη δυσφορία στην Ειρήνη που εξακολουθούσε να ψάχνει το φεγγάρι σκοντάφτοντας καρτερικά στα τραπέζια και στις καρέκλες των κλαμπ  στην παραλία, παραμερίζοντας τα συρματοπλέγματα που χώριζαν τις βίλες και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια στα αποψιλωμένα δάση.
Η μητέρα των παιδιών του Κουτούμπα έφτιαχνε συχνά τα απογεύματα  έναν καφέ και καθόταν με την Ειρήνη στο μπαλκόνι. Οι δύο γυναίκες έμεναν σιωπηλές – η μητέρα συνήθιζε να πλέκει δαντέλες που δεν θα χρησίμευαν σε τίποτε και η σύζυγος ατένιζε εναλλάξ την θάλασσα και τον ουρανό. Καμία από τις δύο δεν χρειαζόταν να ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού, παρά μόνο αν τους έκανε κέφι, αλλά σπανίως είχαν τέτοια διάθεση. Καμιά φορά η μητέρα η οποία άκουγε στο όνομα Μαίρη αναρωτιόταν με αγωνία μήπως πλησίαζε κι αυτή στην κατάσταση απάθειας στην οποία ήταν βυθισμένη εδώ και χρόνια η Ειρήνη, αλλά πολύ γρήγορα μια απαιτητική τσιριχτή φωνή ενός από τα παιδιά της την αποσπούσαν από τέτοιες δυσάρεστες σκέψεις. Όταν σουρούπωνε, η σύζυγος ακουμπούσε χαϊδευτικά το μπράτσο της μητέρας Μαίρης ως ένδειξη αποχαιρετισμού και αγνοώντας τις αγωνιώδεις ματιές της συγκατοίκου της που δεν άντεχε άλλη σιωπή και τόση μοναξιά, έκανε μεγάλους περιπάτους κατά μήκος της ακτής έως ότου νύχτωνε για τα καλά, οπότε επέστρεφε, έπαιρνε τα βραδινά της χάπια και κοιμόταν απρόσκοπτα μέχρι τις έντεκα το πρωί. Όσο βάρος έχανε η Ειρήνη, τόσο έπαιρνε ο Αχιλλέας, αλλά δεν χρειαζόταν πλέον να μεταποιεί τα κοστούμια του, είτε τα πετούσε, είτε τα χάριζε σε κάποιο ευγνώμον μέλος του υπηρετικού προσωπικού και αγόραζε καινούργια από την πόλη στην οποία και περνούσε αρκετές μέρες και νύχτες της εβδομάδας, χωρίς να γνωστοποιεί σε κανέναν τις δραστηριότητές του εκεί.

Εκείνο το βράδυ της εικοστής Ιουλίου του 1988, ήταν ιδιαιτέρως κακόκεφος. Κατσάδιασε άνευ λόγου και αιτίας την «υπηρεσία» που ήταν υπεύθυνη για το δείπνο και διέταξε την γυναίκα του να σηκωθεί αμέσως από τον καναπέ στον οποίο είχε ριζώσει εδώ και μία ώρα και να τσακιστεί να φέρει το φαγητό. Η Ειρήνη υπάκουσε και κατευθύνθηκε με το αργό βήμα της προς την κουζίνα. «Δεν έχεις το δικαίωμα να της μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο», δήλωσε με φωνή που έτρεμε η μητέρα των παιδιών του αφήνοντάς τον προς στιγμήν άφωνο. Πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του, αποφασισμένη να αποφύγει έναν σίγουρο λεκτικό προπηλακισμό, η Μαίρη έτρεξε κι αυτή στην κουζίνα. «Άστο σε μένα», είπε στην Ειρήνη, «πήγαινε στο μπαλκόνι, πήγαινε όπου θες. Θα σερβίρω εγώ». Λίγο αργότερα καθόντουσαν και οι τρεις στο τραπέζι υπομένοντας την συνήθη ηχορύπανση από τα επιφωνήματα διαμαρτυρίας των δύο παιδιών και τις ανάλογες απαντήσεις της νταντάς που έτρωγαν στο διπλανό δωμάτιο. Ο ξαφνικός κοφτός ήχος ο οποίος ήταν αναμφίβολα ένα ξεγυρισμένο σκαμπίλι σταμάτησε για ελάχιστα δευτερόλεπτα την γκρίνια για να επακολουθήσει αμέσως μετά ένας χείμαρρος οιμωγών. Ο Αχιλλέας έχασε την υπομονή του. «Για όνομα του Θεού» ψιθύρισε μες στα δόντια του και κατόπιν έστρεψε το κεφάλι προς το διπλανό δωμάτιο κραυγάζοντας, «Σκασμός»!
«Σαν σήμερα ο Νηλ Άρμστρονγκ πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι», μουρμούρισε η Μαίρη για να του αποσπάσει την προσοχή. Η Ειρήνη έμεινε με το κουτάλι μετέωρο να κοιτάζει το κενό.
«Μούφα ήταν», απάντησε σκυθρωπά ο Αχιλλέας, «διάβασα ότι όλα ήταν κόλπο. Μας εξαπάτησαν». Η Ειρήνη ακούμπησε τη ράχη της στην καρέκλα και σταύρωσε τα χέρια. Τον κοίταξε σταθερά, όπως χρόνια πριν, τότε με την κυρία Ντίξον, αλλά κακώς ο Κουτούμπας δεν αισθάνθηκε το προειδοποιητικό ρίγος που είχε δονήσει την εξ Αυστραλίας ενοικιάστρια – άλλωστε δεν φημιζόταν για τις διαισθητικές του ικανότητες.
«Πού το άκουσες αυτό;» Δεν χρησιμοποιούσε συχνά τη φωνή της και όποτε το έκανε μιλούσε στακάτα, πρόφερε τις συλλαβές με προσοχή και ακρίβεια.
«Δεν το άκουσα, το διάβασα σου είπα. Έγιναν έρευνες, κάτι είδαν στις μπότες του, τέλος πάντων δεν θυμάμαι ακριβώς, πάντως δεν πήγε κανείς εκεί πέρα», είπε ο άντρας της και έδειξε αόριστα με το πιρούνι του το ταβάνι.
Η Μαίρη παρακολουθούσε τη συζήτηση με μιαν αόριστη ανησυχία. Μετάνιωνε που είχε μιλήσει. Είδε την Ειρήνη να σηκώνεται ήσυχα, να κάνει τον γύρο του τραπεζιού και να στέκεται πίσω από την καρέκλα του συζύγου της.
«Δεν έπρεπε να το πεις αυτό».
Τράβηξε το τραπεζομάντηλο. Τα πιάτα και τα ποτήρια έγιναν κομμάτια στο πάτωμα. Η Ειρήνη έσπρωξε τα σπασμένα γυαλιά και πήρε από κάτω το κουζινομάχαιρο. Κατευθύνθηκε προς το τζάκι και πήρε το βαρύ μπιμπελό που παρίστανε ένα αγκαλιασμένο ζεύγος βοσκών. Έσπασε μ’ αυτό τα τζάμια από τα παράθυρα. Ο Κουτούμπας κινήθηκε προς το μέρος της, όμως αυτή έστρεψε προς το μέρος του το μαχαίρι. «Ούτε βήμα», είπε. Ξήλωσε τις κουρτίνες, διέταξε την έντρομη νταντά να γυρίσει από εκεί που ήρθε κραδαίνοντας πάντα το κουζινομάχαιρο και ολοκλήρωσε μεθοδικά την καταστροφή της τραπεζαρίας. Όλα τα μικρά έπιπλα έγιναν κομμάτια και πετάχτηκαν από το παράθυρο, η ταπετσαρία στολίστηκε με κόκκινα ρυάκια από δεκάδες βάζα  πελτέ ντομάτας, έργο επίπονο του ευγνώμονος υπηρετικού προσωπικού.
Λίγα λεπτά αργότερα, έριξε μια ματιά ικανοποίησης στο ρημαγμένο δωμάτιο. Ο κυνόδοντας έλαμπε. Προχώρησε με σταθερό βήμα και το μαχαίρι προτεταμένο προς το μέρος του απολιθωμένου συζύγου της που είχε ξαναπέσει στην καρέκλα στα πρόθυρα εγκεφαλικού επεισοδίου.
Του χάραξε με εντυπωσιακή ακρίβεια και χάρη το πρόσωπο.  Πριν κλείσει πίσω της την πόρτα, στράφηκε στην μητέρα των παιδιών του Αχιλλέα Κουτούμπα που οπισθοχωρούσε προς τον τοίχο με το χέρι στο στόμα.
«Δεν έπρεπε να το πει αυτό», επανέλαβε.
***
Άρχισε να περπατάει κατά μήκος της ακρογιαλιάς. Το φεγγάρι γέμιζε, την επομένη θα είχαν πανσέληνο. Η Ειρήνη βάδιζε με ανάλαφρο βήμα, πέρασε τα πρώτα βραχάκια και έφτασε στον όρμο, στο σημείο που άρχιζε να σχηματίζεται το μικρό λιμάνι. Τον είδε να στέκεται ακίνητος στην αρχή, κατόπιν να έρχεται προς το μέρος της με αργά βήματα και μικρό διασκελισμό, όσο του επέτρεπε η βαριά λευκή στολή του.
«Πάμε μια βόλτα στην προβλήτα» του είπε και ο Νηλ Άρμστρονγκ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Της χαμογελούσε μέσα από το σκάφανδρο, μπορούσε να δει τα μάτια του να γυαλίζουν πίσω από το γυάλινη μάσκα, μικρά και γαλανά, τις ρυτίδες του γέλιου γύρω από τα λεπτά χείλη.
«Λοιπόν, πήγες;» τον ρώτησε.
«Και βέβαια πήγα», γέλασε ο αστροναύτης, «έκανα τέσσερα βήματα και στερέωσα τη σημαία μας με τα αστέρια. Όλος ο κόσμος το είδε».
Έφτασαν στην άκρη της προβλήτας.
«Πάντα μου φαινόταν ότι το φεγγάρι έχει πρόσωπο», γέλασε με τη σειρά της η Ειρήνη. «Δες πώς φαίνεται, δυο μεγάλα μάτια, μια στραβή μύτη και ένα στρογγυλό στόμα».
Ο χωροφύλακας έβγαλε το πηλήκιο και έξυσε στενοχωρημένος το κεφάλι του. Στράφηκε και έκανε ένα νεύμα στους συναδέλφους του που κι αυτοί περίμεναν με βαριά καρδιά, αλλά κανείς τους δεν πρόλαβε την Ειρήνη που βούτηξε στη θάλασσα, ακριβώς στην αρχή της ασημένιας κορδέλας, και συνέχισε να κολυμπάει μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: