Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη, Ο τόπος μέσα μας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2020.
Η συλλογή διηγημάτων Ο τόπος μέσα μας είναι η πρώτη πεζογραφική εμφάνιση της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη. Μετανάστευση, νόστος, έρωτας. Με τον έρωτα να γίνεται αφορμή για μετανάστευση και να καθορίζει συχνά τον τόπο και τη διάρκειά της. Κοινωνική συμπερίληψη, ζωές που συνεχίζονται. Αλλά μέσα ένα σαράκι, μια φωτιά που καίει. Οδηγεί στην επιστροφή, που συχνά συνεπάγεται γείωση και απογοητεύσεις. Κέρδη και απώλειες.
Μετανάστευση σε νεαρή ηλικία, σε μεγαλύτερη για σπουδές. Εξωτερική αλλά και εσωτερική. Πολιτικοί μετανάστες και τα παιδιά τους. Και ο Άλλος, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, με την αδυναμία προσαρμογής, με το πολιτισμικό φορτίο που κουβαλά. Και η γλώσσα, οι γλώσσες. Μια σταθερή υπόκρουση σε γάμους, σε γιορτές, σε πανηγύρια.
Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη με τα διηγήματά της κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα «μελέτη» σε λογής μεταναστεύσεις. Με τη σκευή της ψυχολογίας αλλά και με τη δύναμη της λογοτεχνίας σκάβει στις ψυχές των προσώπων, αναδεικνύει πολλές πλευρές της ζωής τους αλλά και πολλές πτυχές της ψυχής τους.
Μια αόρατη διαχωριστική γραμμή χωρίζει τις αφηγήσεις. Μέχρι τα μισά περίπου του βιβλίου το βάρος πέφτει στους ξένους τόπους και στο παρελθόν. Με επισκέψεις, επιστροφές, μνήμες. Η αναψηλάφηση της αφετηρίας, ας πούμε, με την έννοια του τόπου αλλά και της καταγωγής. Από ένα σημείο και μετά το βάρος μετακινείται στο παρόν. Σαν να έχουν επιστρέψει πολλά από τα πρόσωπα στη χώρα καταγωγής τους και εστιάζουν στα προβλήματα γύρω τους. Φυσικά και υπάρχουν μνήμες και απολογισμοί. Αλλά οι αφηγητές εστιάζουν στις μικρές κλειστές κοινωνίες του τόπου μας, στη βία που εκδηλώνεται σε αυτές, στα στόματα που δεν μιλούν, στη διαπόμπευση γυναικών και μικρών παιδιών. Καταστάσεις ασφυκτικές πολλές φορές.
Υπάρχει ενότητα ανάμεσα στα διηγήματα, σαν κεφάλαια σε μυθιστόρημα. Έτσι τουλάχιστον το είδα, σαν ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που σπάει σε κεφάλαια με χαλαρή ή στενότερη σχέση μεταξύ τους. Με το πλεονέκτημα ότι γίνεται πιο ανάλαφρη η ανάγνωση, καθώς οι αφηγήσεις, με την πυκνότητα και τη συντομία τους, ξεδιπλώνουν κάθε φορά τη δική τους ιστορία, και έρχονται οι υπόλοιπες να διαμορφώσουν μέσα από διάφορες οπτικές, πολυπρισματικά, το συνολικό τοπίο, τον εξωτερικό τόπο αλλά και τον μέσα τόπο της ψυχής. Βρίσκουμε άλλωστε πρόσωπα που επαναλαμβάνονται στα διηγήματα. Για παράδειγμα, η Έλσα είναι το κύριο πρόσωπο αναφοράς στο διήγημα «Το πορτραίτο», αλλά και στις «Κόρες της Εύας». Η Ελευθερία πρωταγωνιστεί στο «Άρχισε να γρυλίζει» αλλά και στο ομώνυμο «Η Ελευθερία». Ο Περικλής στο «Άντε να τα ενώσεις» και στο «Να μας φέρουν κοντά». Η Δώρα στο «Υπέροχο καλοκαιρινό πρωινό» και στο «Όσο μπορούμε».
Θέλω να επισημάνω την ιδιαιτερότητα στον τρόπο αφήγησης. Ο αφηγητής είναι τριτοπρόσωπος. Αλλά η φωνή του ακουμπά στο κύριο πρόσωπο του διηγήματος. Οι φωνές ενώνονται και η οπτική του αφηγητή ακουμπά στην οπτική του κύριου προσώπου. Συχνά ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Με τις κεντρικές ηρωίδες να μοιάζουν συχνά περσόνες η μια της άλλης. Αυτή η αποστασιοποίηση και ταυτόχρονα η «συγχώνευση» κατά κάποιον τρόπο των δύο ρόλων καθιστούν πολύ ενδιαφέροντα τον αφηγηματικό τρόπο.
Η Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη γράφει σε μια γλώσσα πυκνή και μεστή. Συχνά στην αφήγηση παρεμβάλλονται φράσεις από τα σλαβομακεδόνικα και από τα τούρκικα. Και μεγάλα αποσπάσματα στην ποντιακή. Καθώς και σε τοπικό ιδίωμα. Η γλώσσα-οι γλώσσες αυτές της γραφής αποτυπώνονται και στην εικόνα των προσώπων των διηγημάτων:
Μιλούσε σπαστά ελληνικά ο Περικλής. Η προφορά ιδιαίτερη. Μίξη ελληνικής, τουρκικής και αγγλικής. Οι γονείς, Πόντιοι πρόσφυγες, τουρκόφωνοι. Στο σπίτι μιλούσαν τούρκικα. Στο σχολείο αγγλικά, στο ελληνικό σχολείο αγγλικά με λόγα ελληνικά. Η γυναίκα του, κι αυτή παιδί πρώτης γενιάς μεταναστών από τα Γιαννιτσά. Σλαβομακεδόνες. Στο δικό του σπίτι μπήκαν και τα σλαβομακεδονικά. Τα παιδιά γρήγορα απώθησαν τις μητρικές γλώσσες των γονιών. Προσπάθησαν να κρατήσουν λίγα ελληνικά πλάι στα αγγλικά που κυριαρχούσαν στο σχολείο και έξω. Έπρεπε να ενταχθούν, και η μεταναστευτική πολιτική κι εκπαίδευση βοηθούσαν πολύ.
(«Άντε να τα ενώσεις», σ. 104-105)
Στην ποιητική συλλογή της Λιγοστεύουν οι λέξεις, εκδ. Μελάνι, 2017, η Καϊτατζή-Χουλιούμη αναφέρεται σε αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις. Διαφορετικές εποχές, διαφορετικοί τόποι. Το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται, με δυνατή συγκίνηση περιγράφει εικόνες και στιγμιότυπα. Λέξεις από διαφορετικές γλώσσες ανακαλούν μνήμες, γεύσεις και ήχους. «Οικείες λέξεις», «Άγνωστες λέξεις» – τίτλοι ποιημάτων – «Λιγοστεύουν οι λέξεις», λέει η ποιήτρια. Η αλήθεια είναι ότι οι λέξεις είναι πλούσιες όπως και τα συναισθήματα. Ο αναγνώστης κατανοεί πως το ποιητικό υποκείμενο εννοεί την αδυναμία που έχουν κάποιες φορές οι λέξεις να εκφράσουν το άφατο:
Λιγοστεύουν οι λέξεις/ Μουδιασμένες/ λιώνουν στο στόμα/ χάπι πικρό/ Κόμπος στο λαιμό/ με πνίγουν/ […] Θρήνος που λέξεις δεν γίνεται/ Φρίκη που δεν τη φτάνουν λέξεις.
(«Λιγοστεύουν οι λέξεις», σ. 39)
Αυτές τις λέξεις, λοιπόν, ψάχνει και στα διηγήματά της η συγγραφέας, για να εκφραστούν τα πρόσωπα, τα συναισθήματα, οι εποχές. Με κέντρο τη γλώσσα η διαμόρφωση της νέας ταυτότητας, σε διαφορετικούς τόπους, σε διαφορετικές ηλικίες.
Τα πρόσωπα των διηγημάτων, οι καταστάσεις που παρουσιάζονται με την αφήγηση, η πορεία μέσα στον χρόνο, οι μνήμες και τα προβλήματα του παρόντος, οι προσπάθειες των ηρώων να συγκεράσουν τις καταβολές τους και τις πολιτισμικές τους αφετηρίες με την πραγματικότητα των χωρών υποδοχής αναδεικνύουν ένα μεγάλο και σημαντικό θέμα των μεταναστών, παλαιότερα, σε κοντινότερα χρόνια, τώρα και πάντα. Τη διαμόρφωση της ταυτότητας. Μια νέα ταυτότητα που θα εμπεριέχει και θα συνθέτει στοιχεία από το παρελθόν με άλλα από το παρόν, προδιαγράφοντας, ως ένα βαθμό, την κοινωνική συμπερίληψη και μια εξέλιξη στο μέλλον.
Μοιάζει να είναι όλη αυτή η προσπάθεια της διαμόρφωσης της νέας ταυτότητας μια πορεία μέσα στον χρόνο, παράλληλα με την προσαρμογή στον τόπο, στους τόπους. Μια πορεία καθόλου εύκολη. Είναι αυτό που με μια φράση λέγεται και στον τίτλο, ο τόπος είναι μέσα μας.
«Τελικά, άνω κάτω ο τόπος μέσα μας! Ο τόπος μέσα μας…» ψιθύρισε και βυθίστηκε σε σκέψη. Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε με εύθυμο τάχα ύφος: «Άντε να πάμε στου παππού, να θυμηθούμε κι άλλες ιστορίες του, να χαρούμε».
(«Πήραν μαζί τους και τη γάτα», σ. 100)
Μου έρχεται στον νου ο στοχασμός της Πόλυς Χατζημανωλάκη στο βιβλίο της Οι τρεις χάριτες, όπου επισημαίνει:
Δεν μπορώ να αναγνωρίσω πια κάποιον τόπο για πατρίδα μου. […] Νομίζω πως καταλαβαίνω πολύ καλά τι θα πει ότι η αναζήτηση της πατρίδας είναι χρόνος, και δεν είναι τόπος· είναι η παιδική ηλικία, είναι το σύνολο των στιγμών και των εικόνων που συγκράτησες και θυμάσαι, που έχεις όλο και λιγότερους για να τις μοιραστείς, που κουβαλάς μέσα σου, και αμφιβάλλεις.
(«Κι ο τόπος φανερώθηκε», σ. 9: Τρεις χάριτες στον τοίχο (οδοιπορική βιογραφία) και 199 σκαλοπάτια ( το παλίμψηστο ημερολόγιο), εκδ. Εύμαρος, 2020).
Τα διηγήματα της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη ψαύουν τον έξω τόπο αλλά και τον μέσα τόπο, της ψυχής. Που κάποτε τέμνονται και εισχωρούν ο ένας στον άλλο, άλλοτε όμως όχι, αφήνοντας τους αφηγητές σε διαρκή αναζήτηση.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Clive Hicks-Jenkins. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
https://frear.gr/?p=28786&fbclid=IwAR2FUBcyqHXoM5Ud_COWHGkqp8X4yv7RxPd0dYCyCaenThCP-gYByUVaaYo
Η συλλογή διηγημάτων Ο τόπος μέσα μας είναι η πρώτη πεζογραφική εμφάνιση της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη. Μετανάστευση, νόστος, έρωτας. Με τον έρωτα να γίνεται αφορμή για μετανάστευση και να καθορίζει συχνά τον τόπο και τη διάρκειά της. Κοινωνική συμπερίληψη, ζωές που συνεχίζονται. Αλλά μέσα ένα σαράκι, μια φωτιά που καίει. Οδηγεί στην επιστροφή, που συχνά συνεπάγεται γείωση και απογοητεύσεις. Κέρδη και απώλειες.
Μετανάστευση σε νεαρή ηλικία, σε μεγαλύτερη για σπουδές. Εξωτερική αλλά και εσωτερική. Πολιτικοί μετανάστες και τα παιδιά τους. Και ο Άλλος, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, με την αδυναμία προσαρμογής, με το πολιτισμικό φορτίο που κουβαλά. Και η γλώσσα, οι γλώσσες. Μια σταθερή υπόκρουση σε γάμους, σε γιορτές, σε πανηγύρια.
Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη με τα διηγήματά της κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα «μελέτη» σε λογής μεταναστεύσεις. Με τη σκευή της ψυχολογίας αλλά και με τη δύναμη της λογοτεχνίας σκάβει στις ψυχές των προσώπων, αναδεικνύει πολλές πλευρές της ζωής τους αλλά και πολλές πτυχές της ψυχής τους.
Μια αόρατη διαχωριστική γραμμή χωρίζει τις αφηγήσεις. Μέχρι τα μισά περίπου του βιβλίου το βάρος πέφτει στους ξένους τόπους και στο παρελθόν. Με επισκέψεις, επιστροφές, μνήμες. Η αναψηλάφηση της αφετηρίας, ας πούμε, με την έννοια του τόπου αλλά και της καταγωγής. Από ένα σημείο και μετά το βάρος μετακινείται στο παρόν. Σαν να έχουν επιστρέψει πολλά από τα πρόσωπα στη χώρα καταγωγής τους και εστιάζουν στα προβλήματα γύρω τους. Φυσικά και υπάρχουν μνήμες και απολογισμοί. Αλλά οι αφηγητές εστιάζουν στις μικρές κλειστές κοινωνίες του τόπου μας, στη βία που εκδηλώνεται σε αυτές, στα στόματα που δεν μιλούν, στη διαπόμπευση γυναικών και μικρών παιδιών. Καταστάσεις ασφυκτικές πολλές φορές.
Υπάρχει ενότητα ανάμεσα στα διηγήματα, σαν κεφάλαια σε μυθιστόρημα. Έτσι τουλάχιστον το είδα, σαν ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που σπάει σε κεφάλαια με χαλαρή ή στενότερη σχέση μεταξύ τους. Με το πλεονέκτημα ότι γίνεται πιο ανάλαφρη η ανάγνωση, καθώς οι αφηγήσεις, με την πυκνότητα και τη συντομία τους, ξεδιπλώνουν κάθε φορά τη δική τους ιστορία, και έρχονται οι υπόλοιπες να διαμορφώσουν μέσα από διάφορες οπτικές, πολυπρισματικά, το συνολικό τοπίο, τον εξωτερικό τόπο αλλά και τον μέσα τόπο της ψυχής. Βρίσκουμε άλλωστε πρόσωπα που επαναλαμβάνονται στα διηγήματα. Για παράδειγμα, η Έλσα είναι το κύριο πρόσωπο αναφοράς στο διήγημα «Το πορτραίτο», αλλά και στις «Κόρες της Εύας». Η Ελευθερία πρωταγωνιστεί στο «Άρχισε να γρυλίζει» αλλά και στο ομώνυμο «Η Ελευθερία». Ο Περικλής στο «Άντε να τα ενώσεις» και στο «Να μας φέρουν κοντά». Η Δώρα στο «Υπέροχο καλοκαιρινό πρωινό» και στο «Όσο μπορούμε».
Θέλω να επισημάνω την ιδιαιτερότητα στον τρόπο αφήγησης. Ο αφηγητής είναι τριτοπρόσωπος. Αλλά η φωνή του ακουμπά στο κύριο πρόσωπο του διηγήματος. Οι φωνές ενώνονται και η οπτική του αφηγητή ακουμπά στην οπτική του κύριου προσώπου. Συχνά ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Με τις κεντρικές ηρωίδες να μοιάζουν συχνά περσόνες η μια της άλλης. Αυτή η αποστασιοποίηση και ταυτόχρονα η «συγχώνευση» κατά κάποιον τρόπο των δύο ρόλων καθιστούν πολύ ενδιαφέροντα τον αφηγηματικό τρόπο.
Η Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη γράφει σε μια γλώσσα πυκνή και μεστή. Συχνά στην αφήγηση παρεμβάλλονται φράσεις από τα σλαβομακεδόνικα και από τα τούρκικα. Και μεγάλα αποσπάσματα στην ποντιακή. Καθώς και σε τοπικό ιδίωμα. Η γλώσσα-οι γλώσσες αυτές της γραφής αποτυπώνονται και στην εικόνα των προσώπων των διηγημάτων:
Μιλούσε σπαστά ελληνικά ο Περικλής. Η προφορά ιδιαίτερη. Μίξη ελληνικής, τουρκικής και αγγλικής. Οι γονείς, Πόντιοι πρόσφυγες, τουρκόφωνοι. Στο σπίτι μιλούσαν τούρκικα. Στο σχολείο αγγλικά, στο ελληνικό σχολείο αγγλικά με λόγα ελληνικά. Η γυναίκα του, κι αυτή παιδί πρώτης γενιάς μεταναστών από τα Γιαννιτσά. Σλαβομακεδόνες. Στο δικό του σπίτι μπήκαν και τα σλαβομακεδονικά. Τα παιδιά γρήγορα απώθησαν τις μητρικές γλώσσες των γονιών. Προσπάθησαν να κρατήσουν λίγα ελληνικά πλάι στα αγγλικά που κυριαρχούσαν στο σχολείο και έξω. Έπρεπε να ενταχθούν, και η μεταναστευτική πολιτική κι εκπαίδευση βοηθούσαν πολύ.
(«Άντε να τα ενώσεις», σ. 104-105)
Στην ποιητική συλλογή της Λιγοστεύουν οι λέξεις, εκδ. Μελάνι, 2017, η Καϊτατζή-Χουλιούμη αναφέρεται σε αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις. Διαφορετικές εποχές, διαφορετικοί τόποι. Το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται, με δυνατή συγκίνηση περιγράφει εικόνες και στιγμιότυπα. Λέξεις από διαφορετικές γλώσσες ανακαλούν μνήμες, γεύσεις και ήχους. «Οικείες λέξεις», «Άγνωστες λέξεις» – τίτλοι ποιημάτων – «Λιγοστεύουν οι λέξεις», λέει η ποιήτρια. Η αλήθεια είναι ότι οι λέξεις είναι πλούσιες όπως και τα συναισθήματα. Ο αναγνώστης κατανοεί πως το ποιητικό υποκείμενο εννοεί την αδυναμία που έχουν κάποιες φορές οι λέξεις να εκφράσουν το άφατο:
Λιγοστεύουν οι λέξεις/ Μουδιασμένες/ λιώνουν στο στόμα/ χάπι πικρό/ Κόμπος στο λαιμό/ με πνίγουν/ […] Θρήνος που λέξεις δεν γίνεται/ Φρίκη που δεν τη φτάνουν λέξεις.
(«Λιγοστεύουν οι λέξεις», σ. 39)
Αυτές τις λέξεις, λοιπόν, ψάχνει και στα διηγήματά της η συγγραφέας, για να εκφραστούν τα πρόσωπα, τα συναισθήματα, οι εποχές. Με κέντρο τη γλώσσα η διαμόρφωση της νέας ταυτότητας, σε διαφορετικούς τόπους, σε διαφορετικές ηλικίες.
Τα πρόσωπα των διηγημάτων, οι καταστάσεις που παρουσιάζονται με την αφήγηση, η πορεία μέσα στον χρόνο, οι μνήμες και τα προβλήματα του παρόντος, οι προσπάθειες των ηρώων να συγκεράσουν τις καταβολές τους και τις πολιτισμικές τους αφετηρίες με την πραγματικότητα των χωρών υποδοχής αναδεικνύουν ένα μεγάλο και σημαντικό θέμα των μεταναστών, παλαιότερα, σε κοντινότερα χρόνια, τώρα και πάντα. Τη διαμόρφωση της ταυτότητας. Μια νέα ταυτότητα που θα εμπεριέχει και θα συνθέτει στοιχεία από το παρελθόν με άλλα από το παρόν, προδιαγράφοντας, ως ένα βαθμό, την κοινωνική συμπερίληψη και μια εξέλιξη στο μέλλον.
Μοιάζει να είναι όλη αυτή η προσπάθεια της διαμόρφωσης της νέας ταυτότητας μια πορεία μέσα στον χρόνο, παράλληλα με την προσαρμογή στον τόπο, στους τόπους. Μια πορεία καθόλου εύκολη. Είναι αυτό που με μια φράση λέγεται και στον τίτλο, ο τόπος είναι μέσα μας.
«Τελικά, άνω κάτω ο τόπος μέσα μας! Ο τόπος μέσα μας…» ψιθύρισε και βυθίστηκε σε σκέψη. Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε με εύθυμο τάχα ύφος: «Άντε να πάμε στου παππού, να θυμηθούμε κι άλλες ιστορίες του, να χαρούμε».
(«Πήραν μαζί τους και τη γάτα», σ. 100)
Μου έρχεται στον νου ο στοχασμός της Πόλυς Χατζημανωλάκη στο βιβλίο της Οι τρεις χάριτες, όπου επισημαίνει:
Δεν μπορώ να αναγνωρίσω πια κάποιον τόπο για πατρίδα μου. […] Νομίζω πως καταλαβαίνω πολύ καλά τι θα πει ότι η αναζήτηση της πατρίδας είναι χρόνος, και δεν είναι τόπος· είναι η παιδική ηλικία, είναι το σύνολο των στιγμών και των εικόνων που συγκράτησες και θυμάσαι, που έχεις όλο και λιγότερους για να τις μοιραστείς, που κουβαλάς μέσα σου, και αμφιβάλλεις.
(«Κι ο τόπος φανερώθηκε», σ. 9: Τρεις χάριτες στον τοίχο (οδοιπορική βιογραφία) και 199 σκαλοπάτια ( το παλίμψηστο ημερολόγιο), εκδ. Εύμαρος, 2020).
Τα διηγήματα της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη ψαύουν τον έξω τόπο αλλά και τον μέσα τόπο, της ψυχής. Που κάποτε τέμνονται και εισχωρούν ο ένας στον άλλο, άλλοτε όμως όχι, αφήνοντας τους αφηγητές σε διαρκή αναζήτηση.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Clive Hicks-Jenkins. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
https://frear.gr/?p=28786&fbclid=IwAR2FUBcyqHXoM5Ud_COWHGkqp8X4yv7RxPd0dYCyCaenThCP-gYByUVaaYo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου