Πέτρος Γκολίτσης
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Ο Βασίλης Λαδάς (Πάτρα, γ. 1946), με σπουδές Νομικής και κάτοχος του Ειδικού Κρατικού Βραβείου για το μυθιστόρημά του «Παιχνίδια κρίκετ» (2013), ύστερα από επτά βιβλία πεζών κειμένων και δέκα ποιητικές συλλογές, μας παραδίδει το νέο του ποιητικό βιβλίο «Λεύκωμα».
Δίνοντας εξ αρχής το στίγμα του βιβλίου επιλέγει ως εξώφυλλο «Το αγόρι» του Μοντιλιάνι το οποίο μελαγχολεί∙ αδημονώντας και αδυνατώντας να πλεύσει ανάμεσα στη φιλία και τον έρωτα, τη συμπόρευση και την πλήρωση μέσω και μέσα στον άλλον.
Στο πρώτο ποίημα, «Η βασίλισσα του πόνου», επιβεβαιώνει αυτή την κατεύθυνση, γράφοντας: «Ποτέ δεν σε ακούμπησαν τα χέρια μου», «Θλίψη μακρινή τελείωσε εσύ το παραμύθι», «Ενιωθα γυμνός ανάμεσα στο πλήθος και ντρεπόμουν».
Με κινητήρια δύναμη τον «πόνο» και με μονάδα δόμησης του υλικού του τη «μακρινή θλίψη», δομεί ψηλαφιστά, με δεμένα τα μάτια, το πρόσωπό του το οποίο και θα μπορούσε να σταθεί, ασώματο, μέσω της εξύψωσης της ερωτικής συντρόφου∙ υλοποιώντας επίμονα μνήμες.
Η απουσία της συντρόφου -την αιτία θα τη δούμε παρακάτω- τον εξωθεί να σκιαμαχεί και να σκιαγραφεί πορτρέτα από μνήμης. Χαρακτηριστικό δείγμα: «Εμεινε η μορφή της φοιτήτριας με το βιβλίο στο χέρι / τα στήθη στητά στην μπλούζα. // Και τώρα μόνος έντρομος κοιμάμαι / μήπως πέσουν πέτρες στον ύπνο μου και βουλιάξω. // Μήπως έρθεις γυμνή με μορφή σαρκοβόρου / κι ο αμνός σου γίνει το θήραμά σου».
Ο ποιητής συνολικά επενδύει στον ανεκπλήρωτο -ή τον περασμένο- έρωτα της λησμονημένης και στο φευγαλέο του βίου μας∙ τα οποία κατά τόπους συμπληρώνει με νουθεσίες και στοιχεία οραματισμού.
Προχωρώντας σε διακειμενικές αναφορές, «το τζάμι του θανάτου που θα σπάζει», της τιναγμένης νύφης, του Χρήστου Μπράβου, και η «Λησμονημένη», αλλά και η «Αποκριά» του Μίλτου Σαχτούρη, συναντούν τη «Διάφανη» του Λαδά.
Συγκεκριμένα, διαβάζουμε στον σύγχρονό μας ποιητή, όπου κι αποκαλύπτεται το «δράμα» του: «Οπως η πνιγμένη στη λίμνη από φθόνο […] έτσι κι η διάφανη που τη σκότωσε το φορτηγό / διαρρηγνύει την άσφαλτο και πετάγεται από το χώμα», ή «Οπως η αδικοπνιγμένη στη λίμνη από φθόνο […] έτσι κι η αδικοσκοτωμένη με τη μοτοσικλέτα της / διαρρηγνύει την άσφαλτο και πετάγεται από το χώμα / να τρέξει στις σφυρίχτρες και στις καραμούζες της αποκριάς».
Κι αν η αποκριά στον Σαχτούρη είναι μια απόκοσμη, μια ασφυκτική μοναξιά εσωτερικής και βραδείας καύσεως, στον Λαδά η καύση επι-συμβαίνει απότομα και εξακολουθητικά στις ανοιχτές χούφτες των χεριών του, χωρίς μάλιστα να κομίζει κάτι απτό, αλλά επιδεικνύοντας τα γυμνά του χέρια που φλέγονται. Με την επανάληψη των στίχων επιπρόσθετα να δείχνουν μια εμμονική απόπειρα να αφηγηθεί, ώστε να αφομοιώσει, το τραγικό ερωτικό συμβάν (που στην πορεία του βιβλίου μεταστοιχειώνεται σε ιστορικο-πολιτικό).
Πρόκειται για μια ποίηση λοιπόν που τρέφεται από ένα γεγονός-σημείο θανάτου, ενός άδικου σκοτωμού∙ τον οποίο πλευρίζει είτε έμμεσα είτε κοιτά μετωπικά. Γράφει χαρακτηριστικά: «Είναι άγνωστη η χώρα της παιδικής μας ηλικίας / χρόνια έρημοι και χρόνια βράχια μάς χωρίζουν. // Ηταν βρόμικα τα νερά που κολυμπούσαμε στο λιμάνι / αλλά το κορίτσι μύριζε πορτοκαλιές μετά τη βροχή».
Πέρα από τη σαχτουρική μετα-στοιχείωση, «Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά», το «το κορίτσι [που] μύριζε πορτοκαλιές μετά τη βροχή», είναι μια ποιητική κορύφωση η οποία μας κερδίζει∙ όχι μόνο ως μια διακειμενική αναφορά, που υποβόσκοντας εκρήγνυται, αλλά κι ως ένας τόπος παροντο-κεντρισμού, ως ένας δηλαδή μετεωρισμός εμποτισμένος στην απόγνωση.
Η «ζωή» στην ποίηση του Λαδά τρέφεται επομένως από τη μία -ενδυναμώνοντας- από την απουσία, κατά την κατ’ εξαίρεση προσωρινή μας παρουσία, και από την άλλη χαλιναγωγείται, οδεύοντας προς την οριστική της παύση.
Σκληρός στην αυτο-κριτική και την εν γένει αποτίμησή του, είναι ένας ποιητής που δεν βαυκαλίζεται. Αναμιγνύοντας τη μνήμη με τη φαντασία, περνώντας από το εγώ στο εμείς, κλείνει το βιβλίο καταλήγοντας στο σύγχρονο προσφυγικό δράμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου