Αλέξανδρος Στεργιόπουλος | 19/02/2020
Ελλάδα της δεκαετίας του ‘50 φαντάζει τόσο μακρινή. Δεν είναι όμως. Αρκεί να της αφαιρέσεις το γκρίζο που κυριαρχεί σήμερα. Τότε, όλα ήταν άσπρο ή μαύρο. Θα τα κατάφερνες ή δεν θα τα κατάφερνες, που ισοδυναμούσε με το ξεφεύγω-δεν ξεφεύγω. Αυτό ήταν το ζητούμενο για τους Ελληνες στα μεταπολεμικά, μετεμφυλιακά χρόνια, να ξεφύγουν. Πρώτα απ’ όλα από τη φτώχεια και την καταστροφή και μετά από την καταπίεση. Αν ήσουν έφηβος η απειλή της φτώχειας και της ανεργίας σε έβρισκε μετά με τρόπο αμείλικτο. Όταν όμως μπορούσες να ονειρευτείς, όταν ήξερες ότι υπάρχει εκεί έξω ένας μεγάλος κόσμος με επιλογές, τότε η καταπίεση γινόταν ο μεγαλύτερος εχθρός.
Λίγο πριν την ενηλικίωση ο κλοιός έσφιγγε και οι επιλογές ήταν ελάχιστες: «σίγουρη» δουλειά για τα αγόρια, γάμος για τα κορίτσια. Για τα αγόρια εξασφάλιση σήμαινε συνέχεια της οικογενειακής επιχείρησης, ή μόρφωση και διορισμός. Μόνο έτσι θα προχωρούσαν. Απαραίτητο μεταβατικό στάδιο η στρατιωτική θητεία, εφόδιο η ελληνορθόδοξη πίστη και θεμέλιο η λατρεία της αγίας ελληνικής οικογένειας. Οι βέβηλες σκέψεις, οι προκλητικές αμφισβητήσεις, οι αναρχικές φιλοδοξίες έπρεπε να παταχθούν εν τη γενέσει τους. Ο τρίτος δρόμος, ο δικός τους δρόμος δεν έπρεπε να υπάρξει. Ενας νεαρός όμως τόλμησε και έδειξε αυτόν τον δρόμο. Ο Μένης Κουμανταρέας με «Τα μηχανάκια» (Εκδόσεις Πατάκη). Ο Κουμανταρέας εμφανίζεται στην ελληνική πεζογραφία το 1962 με «Τα μηχανάκια» . Είναι 31 ετών και στην είσοδο του στον ελληνικό λογοτεχνικό κόσμο κομίζει κάτι από το ανατρεπτικό, δημιουργικό πνεύμα της εποχής. Η δεκαετία του ‘60 είναι ίσως η πιο γόνιμη καλλιτεχνικά τον προηγούμενο αιώνα. Πολύ πριν τον Μάη του ‘68, ο Κουμανταρέας βλέπει και αποτυπώνει με ακρίβεια την κοινωνική συμπεριφορά της Ελλάδας. Το αδιέξοδο, η καθυστέρηση σε έναν κόσμο που πάλευε να αλλάξει, να πάει μπροστά, ήταν αντίφαση που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Προφανώς και ήταν ανήσυχος νέος ο Κουμανταρέας και έτσι έμεινε ως το τέλος. Η παρουσίαση, μέσω του μύθου, μιας ασφυκτικής κατάστασης δεν ήταν ούτε αυτονόητη, ούτε εύκολη τότε. Ο Κουμανταρέας στην ουσία αμφισβητεί μέσα από τους ήρωες του την αρρώστια της μη αμφισβήτησης. Και η μεγαλύτερη αμφισβήτηση είναι αυτή της εξουσίας. Είτε της οικογένειας είτε της μητέρας, είτε της κλειστής ομάδας, είτε της στρατιωτικής ομάδας. Για τον Κουμανταρέα η τότε πραγματικότητα ισοδυναμεί με “Εκ Θεού εντολή”. Τυφλή υπακοή δηλαδή και αδιαμαρτύρητη αποδοχή της πιο ύπουλης τυραννίας, της τυραννίας της ακινησίας! Δεν χρειαζόταν να νιώσεις τη βία στο σώμα για να συνειδητοποιήσεις πού βρισκόσουν. Η ανομολόγητη εντολή ήταν «μην προχωράς» και οι διαχρονικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους είχαν φροντίσει για την επιβολή και την ισχύ της. Για τον Ελληνα εκείνης της περιόδου, δεκαετία ‘50, λειτουργούσε ως αξίωμα ιερό που μόνο ωφελούσε και μόνο πρόσφερε. Πριν η χούντα την αποκωδικοποιήσει και σχηματοποιήσει στα «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών» και «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», ήταν το “κύρος” του παπά, του στρατιωτικού, του δασκάλου και της οικογένειας που αναλάμβανε να οδηγήσει, καθοδηγήσει τους νέους. «Τα μηχανάκια» ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος και δικαίως προκάλεσαν το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας. Η συλλογή διηγημάτων μας ξαναβρίσκει λοιπόν και η απόσταση του χρόνου αναδεικνύει το μεγαλείο του Κουμανταρέα. Δικαίως, διότι στις τέσσερις ιστορίες δείχνει την ικανότητα του στην κατανόηση της εποχής που ζει. Κρυστάλλινη σκέψη, ευθυκρισία που στα 31 δεν συναντάς συχνά. Είναι σημαντικό για τον συγγραφέα να ξέρει πού ζει διότι έτσι έχει σταθερό προσανατολισμό, σημείο αναφοράς και στήριγμα για την ανάπτυξη της πλοκής, των χαρακτήρων και του αφηγηματικού ύφους. Η καταπίεση και η εξουσιαστική συμπεριφορά –κρυφή, φανερή- της περιόδου που τον απασχολεί ορίζει τον συγγραφικό τρόπο στα «Μηχανάκια». Η πρώτη ιστορία, που έδωσε και τον τίτλο στην συλλογή, αναδεικνύει την πίεση της οικογένειας και της φιλίας πάνω σ’ ένα αγόρι που ψάχνει τον προορισμό του. Στο «Λουτρό» είναι η υπερβολική αγάπη της μάνας για τον γιο που πληγώνει. Στην «Επαρχία Λοκρίδος» ο εγκλωβισμός των ανθρώπων στο σκληρό περιβάλλον της επαρχίας και στη «Δόξα του σκαπανέα» ο παραλογισμός του στρατού. Το ταλέντο του Κουμανταρέα φωνάζει. Ευρηματικότητα, αθόρυβη εξέλιξη της πλοκής, ένταση που περιμένει να ξεσπάσει, ζωντανοί, οικείοι, χαρακτήρες, λυρικά στοιχεία σε αρμονία με την ωμή πραγματικότητα και μια ευαισθησία που τσακίζει κόκαλα. Η έκδοση συνοδεύεται από κριτικές που ακολούθησαν την πρώτη έκδοση και συνεντεύξεις του συγγραφέα.
https://www.toperiodiko.gr/%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B7%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%AD%CE%B1-%CE%BC/?fbclid=IwAR0JigEx71P5xom9okW939DF_nVCalaWe5rSBuqmk4-02vR3N9S6mzmRsek#.X0KoRsgzbIU
Ελλάδα της δεκαετίας του ‘50 φαντάζει τόσο μακρινή. Δεν είναι όμως. Αρκεί να της αφαιρέσεις το γκρίζο που κυριαρχεί σήμερα. Τότε, όλα ήταν άσπρο ή μαύρο. Θα τα κατάφερνες ή δεν θα τα κατάφερνες, που ισοδυναμούσε με το ξεφεύγω-δεν ξεφεύγω. Αυτό ήταν το ζητούμενο για τους Ελληνες στα μεταπολεμικά, μετεμφυλιακά χρόνια, να ξεφύγουν. Πρώτα απ’ όλα από τη φτώχεια και την καταστροφή και μετά από την καταπίεση. Αν ήσουν έφηβος η απειλή της φτώχειας και της ανεργίας σε έβρισκε μετά με τρόπο αμείλικτο. Όταν όμως μπορούσες να ονειρευτείς, όταν ήξερες ότι υπάρχει εκεί έξω ένας μεγάλος κόσμος με επιλογές, τότε η καταπίεση γινόταν ο μεγαλύτερος εχθρός.
Λίγο πριν την ενηλικίωση ο κλοιός έσφιγγε και οι επιλογές ήταν ελάχιστες: «σίγουρη» δουλειά για τα αγόρια, γάμος για τα κορίτσια. Για τα αγόρια εξασφάλιση σήμαινε συνέχεια της οικογενειακής επιχείρησης, ή μόρφωση και διορισμός. Μόνο έτσι θα προχωρούσαν. Απαραίτητο μεταβατικό στάδιο η στρατιωτική θητεία, εφόδιο η ελληνορθόδοξη πίστη και θεμέλιο η λατρεία της αγίας ελληνικής οικογένειας. Οι βέβηλες σκέψεις, οι προκλητικές αμφισβητήσεις, οι αναρχικές φιλοδοξίες έπρεπε να παταχθούν εν τη γενέσει τους. Ο τρίτος δρόμος, ο δικός τους δρόμος δεν έπρεπε να υπάρξει. Ενας νεαρός όμως τόλμησε και έδειξε αυτόν τον δρόμο. Ο Μένης Κουμανταρέας με «Τα μηχανάκια» (Εκδόσεις Πατάκη). Ο Κουμανταρέας εμφανίζεται στην ελληνική πεζογραφία το 1962 με «Τα μηχανάκια» . Είναι 31 ετών και στην είσοδο του στον ελληνικό λογοτεχνικό κόσμο κομίζει κάτι από το ανατρεπτικό, δημιουργικό πνεύμα της εποχής. Η δεκαετία του ‘60 είναι ίσως η πιο γόνιμη καλλιτεχνικά τον προηγούμενο αιώνα. Πολύ πριν τον Μάη του ‘68, ο Κουμανταρέας βλέπει και αποτυπώνει με ακρίβεια την κοινωνική συμπεριφορά της Ελλάδας. Το αδιέξοδο, η καθυστέρηση σε έναν κόσμο που πάλευε να αλλάξει, να πάει μπροστά, ήταν αντίφαση που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Προφανώς και ήταν ανήσυχος νέος ο Κουμανταρέας και έτσι έμεινε ως το τέλος. Η παρουσίαση, μέσω του μύθου, μιας ασφυκτικής κατάστασης δεν ήταν ούτε αυτονόητη, ούτε εύκολη τότε. Ο Κουμανταρέας στην ουσία αμφισβητεί μέσα από τους ήρωες του την αρρώστια της μη αμφισβήτησης. Και η μεγαλύτερη αμφισβήτηση είναι αυτή της εξουσίας. Είτε της οικογένειας είτε της μητέρας, είτε της κλειστής ομάδας, είτε της στρατιωτικής ομάδας. Για τον Κουμανταρέα η τότε πραγματικότητα ισοδυναμεί με “Εκ Θεού εντολή”. Τυφλή υπακοή δηλαδή και αδιαμαρτύρητη αποδοχή της πιο ύπουλης τυραννίας, της τυραννίας της ακινησίας! Δεν χρειαζόταν να νιώσεις τη βία στο σώμα για να συνειδητοποιήσεις πού βρισκόσουν. Η ανομολόγητη εντολή ήταν «μην προχωράς» και οι διαχρονικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους είχαν φροντίσει για την επιβολή και την ισχύ της. Για τον Ελληνα εκείνης της περιόδου, δεκαετία ‘50, λειτουργούσε ως αξίωμα ιερό που μόνο ωφελούσε και μόνο πρόσφερε. Πριν η χούντα την αποκωδικοποιήσει και σχηματοποιήσει στα «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών» και «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», ήταν το “κύρος” του παπά, του στρατιωτικού, του δασκάλου και της οικογένειας που αναλάμβανε να οδηγήσει, καθοδηγήσει τους νέους. «Τα μηχανάκια» ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος και δικαίως προκάλεσαν το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας. Η συλλογή διηγημάτων μας ξαναβρίσκει λοιπόν και η απόσταση του χρόνου αναδεικνύει το μεγαλείο του Κουμανταρέα. Δικαίως, διότι στις τέσσερις ιστορίες δείχνει την ικανότητα του στην κατανόηση της εποχής που ζει. Κρυστάλλινη σκέψη, ευθυκρισία που στα 31 δεν συναντάς συχνά. Είναι σημαντικό για τον συγγραφέα να ξέρει πού ζει διότι έτσι έχει σταθερό προσανατολισμό, σημείο αναφοράς και στήριγμα για την ανάπτυξη της πλοκής, των χαρακτήρων και του αφηγηματικού ύφους. Η καταπίεση και η εξουσιαστική συμπεριφορά –κρυφή, φανερή- της περιόδου που τον απασχολεί ορίζει τον συγγραφικό τρόπο στα «Μηχανάκια». Η πρώτη ιστορία, που έδωσε και τον τίτλο στην συλλογή, αναδεικνύει την πίεση της οικογένειας και της φιλίας πάνω σ’ ένα αγόρι που ψάχνει τον προορισμό του. Στο «Λουτρό» είναι η υπερβολική αγάπη της μάνας για τον γιο που πληγώνει. Στην «Επαρχία Λοκρίδος» ο εγκλωβισμός των ανθρώπων στο σκληρό περιβάλλον της επαρχίας και στη «Δόξα του σκαπανέα» ο παραλογισμός του στρατού. Το ταλέντο του Κουμανταρέα φωνάζει. Ευρηματικότητα, αθόρυβη εξέλιξη της πλοκής, ένταση που περιμένει να ξεσπάσει, ζωντανοί, οικείοι, χαρακτήρες, λυρικά στοιχεία σε αρμονία με την ωμή πραγματικότητα και μια ευαισθησία που τσακίζει κόκαλα. Η έκδοση συνοδεύεται από κριτικές που ακολούθησαν την πρώτη έκδοση και συνεντεύξεις του συγγραφέα.
https://www.toperiodiko.gr/%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B7%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%AD%CE%B1-%CE%BC/?fbclid=IwAR0JigEx71P5xom9okW939DF_nVCalaWe5rSBuqmk4-02vR3N9S6mzmRsek#.X0KoRsgzbIU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου