17.9.20

Τεχνική και περιεχόμενο στο βιβλίο


Γράφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής 

"Ο Γαλατάς", Anna Burns, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Gutenberg 2019 

Διαβάζοντας στις διακοπές μου τον Γαλατά, βιβλίο που τιμήθηκε δικαίως με Booker, αισθάνθηκα ότι δεν μπορούσα να μη γράψω για αυτό, ελπίζοντας να κομίσω κάτι καινούργιο, παρ’ όλη την αρχική μου πρόθεση να μην ασχοληθώ με κριτικές στην ολιγοήμερη ξεκούρασή μου. Η φωτεινή δασκάλα των γαλλικών, ο ίσως-φίλος, η χώρα πέρα από το νερό, ο δρόμος με τα κόκκινα φώτα, ένας ουρανός που οι νέοι τον βλέπουν μόνο γαλάζιο και δεν διακρίνουν καμία διαφορετικότητα, το πυρηνικό αγόρι, ο τρίτος γαμπρός, ο Τάδε Μακ Τάδε, η άλλη μεριά του δρόμου που χωρίζει τις δυο αλλόθρησκες συνοικίες, η

χώρα πέρα από το νερό και πολλά άλλα, δίνουν στη μυθιστορηματική πραγματικότητα ένα ιδιότυπο υπαινικτικά ποιητικό ύφος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μιας μορφής «ανοικείωση»[1], αλλά όχι ακριβώς όπως την αντιλαμβανόντουσαν οι Ρώσοι φορμαλιστές και ο Σκλόφσκι, μιας και στρέφει την προσοχή του αναγνώστη και στο περιεχόμενο (βλ. παρακάτω) και όχι μόνο στη δομή και στην αντιληπτική διαδικασία. Το έργο έχει μοντερνιστικά στοιχεία, αλλά δεν είναι μοντερνιστικό. Έτσι όλα μοιάζουν πρωτόγνωρα στα μάτια του αναγνώστη, ακόμα και τα πιο απεχθή και τα πιο καθημερινά. Τα ονόματα των ηρώων αποτελούν καθορισμούς των λειτουργιών τους στο κείμενο. Ο ίσως-φίλος είναι αυτός που ίσως γίνει ο δεσμός της ηρωίδας. Τα πυρηνικό αγόρι αυτό που ασχολείται με τα προβλήματα του πυρηνικού πολέμου. Οι γαμπροί και τα αδέλφια της αφηγήτριας καθορίζονται από αριθμούς (ο τρίτος γαμπρός, η πρώτη αδελφή κτλ). Διατηρούν μόνο τα απαραίτητα χαρακτηριστικά διάκρισης. Ομοίως και η δηλητηριάστρια αποτελεί παρατσούκλι της γυναίκας που δηλητηριάζει τους άλλους. Η Ανθούλα Δανιήλ κάνει ένα αντίστοιχο σχόλιο για τους δυο Γαλατάδες του έργου, ότι το γάλα που κομίζουν είναι η ανατροφή η «αλήθεια» που κουβαλούν και προσφέρουν, όπως οι μητέρες[2]. Υπάρχουν πολλά ακόμα παραδείγματα. Αυτή η οπτική άπτεται των φορμαλιστικών και άλλων θεωρήσεων, που αντιμετωπίζουν τον λογοτεχνικό χαρακτήρα ως κειμενική κατασκευή και λειτουργία, οι οποίες, πιστεύουμε, ότι θα μπορούσαν να αναλύσουν σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό το βιβλίο –κάτι που δεν θα κάνουμε εδώ. Δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι οι ήρωες αποτελούν αποκλειστικά λειτουργίες, γιατί έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά -ψυχολογικά, ιδεολογίες και συμπεριφορές-, που συχνά μάλιστα περιγράφονται αναλυτικά, τουλάχιστον στις περιπτώσεις των πρωταγωνιστών και συνδέονται με επικαιρικά και διαχρονικά στοιχεία, καθορίζοντας το περιεχόμενο, με όχι σχηματικό και καθορισμένο τρόπο και όχι μόνο μέσα από τη δράση, αποτελώντας και την ουσία του κειμένου. Οι μεγάλες καλοζυγισμένες προτάσεις, χωρισμένες συχνά με ασθματικά κόμματα, περιεκτικές και ουσιαστικές, γραμμένες με απόλυτα κατανοητό τρόπο, εναρμονίζουν μορφή και περιεχόμενο (εδώ παίζει ρόλο και η πολύ καλή μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου), μια και άλλοτε συνεισφέρουν στην περιγραφική διαύγεια, ή άλλοτε αντανακλούν την ψυχολογία της αφηγήτριας, τις αγωνίες, τις θελήσεις της κτλ. Η συγγραφέας, με αφηγηματική δύναμη, κρατά την προσοχή του αναγνώστη για πολλές σελίδες, ανακατεύοντας επιδέξια σκέψεις, δράση και ελάχιστες περιγραφές, χωρίς περισπάσεις, και με κάποιες επαναλήψεις που σε κάνουν να απορείς, οι οποίες θα μπορούσαν ίσως να διαβαστούν σαν πειραματικός μοντερνισμός –κάποιοι κριτικοί τις θεώρησαν μειονέκτημα[3]-, καταφέρνει να φτιάξει ένα μυθιστόρημα μωσαϊκό μια κοινωνίας, που είναι όμως απόλυτα «δεμένο» και προσαρμοσμένο στην κεντρική υπόθεση. Η συνολική δομή είναι καλοσχηματισμένη, σχεδόν κλασσική θα λέγαμε, με την αρχική «έκπληξη», την εισαγωγή των κεντρικών χαρακτήρων, την ανοδική πορεία της έντασης, τις κλιμακώσεις και τις μερικές αποκλιμακώσεις και τις ανατροπές, ενώ στο τέλος η πλοκή παίρνει τη σκυτάλη, με μια ξέφρενη πορεία προς την τελική έκβαση και με τα τεχνάσματα της μερικής και σταδιακής αποκάλυψης της αλήθειας, που καλλιεργούν το σασπένς. Οι τελευταίες σελίδες χρησιμεύουν στο να καταλαγιάσει η ένταση, καθώς η ζωή επανέρχεται στις αλλοτινές μικροχαρές της. Δεν ξέρω αν η προτίμηση της ηρωίδας στους συγγραφείς του δεκάτου ενάτου αιώνα αποτελεί μια υπόρρητη υπόδειξη επιλεκτικής συγγένειας του έργου στη συνολική και μόνο δομή. Το βιβλίο «κλείνει» με τα στοιχεία που ήδη έχουν αποκαλυφθεί στην αρχή του βιβλίου, δηλαδή τη δολοφονία του Γαλατά. Το κλείσιμο αυτό του κύκλου είναι τεχνική που χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία. Θεωρούμε όμως ότι αυτή η αρχική αποκάλυψη λειτουργεί ενάντια στο αναγνωστικό ενδιαφέρον, μια και αφαιρεί ένα δυνητικό στοιχείο αγωνίας, παρ’ όλο που η έκπληξη που προκαλεί στην αρχή του βιβλίου κινεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Περνώντας στο περιεχόμενο, παρατηρούμε με αδήλωτο τρόπο τη Βόρεια Ιρλανδία της δεκαετίας του εβδομήντα, μια και δεν κατονομάζονται ο τόπος, ο χρόνος και τα πρόσωπα, αγγίζοντας μετά από χρόνια τις πληγές της. Έτσι έχουμε τη διαχρονική γενίκευση της καταστάσεως, κάτι που χρησιμοποιεί συχνά η καλή λογοτεχνία για να αποδώσει διαχρονικότητα στο έργο. Μια τοιχογραφία ανθρώπων, σκέψεων, συμπεριφορών και ενεργειών, της εποχής και του τόπου μας οδηγούν να κατανοήσουμε το τότε εθνικιστικό φαινόμενο, αλλά και κάθε παρόμοιό του –έχουν υπάρξει αρκετά-, με τον φανατισμό, τους παραστρατιωτικούς και την ισχυρή επιρροή που ασκούσαν σε κάθε μέλος της κοινωνίας. Είναι μια κλειστή κοινωνία που δημιουργεί τους ήρωές της (παραστρατιωτικούς), δίνει παρατσούκλια, κουτσομπολεύει και στιγματίζει με το δικό της ξεχωριστό τρόπο, στη σκιά και την επιρροή του εθνικιστικού θρησκευτικού διχασμού. Η κοινωνία αυτή έχει ισχυρά περιοριστικά στερεότυπα, όπως αυτό περί αντρισμού, ο οποίος πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένες συνήθειες και χαρακτηριστικά, με αποκορύφωμα τον σκληροτράχηλο παραστρατιωτικό Γαλατά, που επιβάλλεται με τα όπλα, και κατά αντιστοιχία θεωρούν ομοφυλόφιλους αυτούς που ασχολούνται με τη μαγειρική και δεν βλέπουν μπάλα. Επίσης και ο φεμινισμός της ξενίζει και αντικρίζεται μόνο μέσα από τους θρησκευτικούς και εθνικιστικούς φανατισμούς, γιατί είναι μια έννοια που ενώνει. Επιπρόσθετα, παρακολουθούμε την ενηλικίωση μιας δεκαοκτάχρονης έφηβης μέσα στο δύσκολο, πολεμικής φύσεως περιβάλλον που περιγράφεται, καθώς ο έρωτας και οι διαπροσωπικές σχέσεις ανακατεύονται αναπόφευκτα και απευκταία με πολιτικούς και θρησκευτικούς φανατισμούς, οι οποίοι επιδιώκουν τον πειθαναγκασμό. Οι άνθρωποι βρίσκονται μόνιμα σε τεντωμένο σκοινί, έτοιμο να σπάσει και να παρεκτραπούν, να γλιστρήσουν στο έγκλημα, στην ολέθρια επιλογή ή στον αποτρόπαιο συμβιβασμό. Έτσι έχουμε λάθος γάμους, λάθος σχέσεις, υποχρεωτικές προσποιητές συμπεριφορές, ξυλοδαρμούς και δολοφονίες. Συνολικά, θεωρούμε ότι το έργο αποτελεί μια πλέρια αποτύπωση μιας διχασμένης εθνικιστικά κοινωνίας, με τη χρήση τεχνικών κλασικών και μοντερνιστικών. 

________________ 

[1] Ανοικείωση: Έννοια και όρος που εισήγαγε ο Βίκτορ Σκλόφσκι (1883-;), σημαντικό μέλος της σχολής του ρωσικού φορμαλισμού. Αποτελεί μετάφραση του ρωσικού οστρανένι («καθιστώ παράξενο»). «Ανοικειώνω» σημαίνει παίρνω κάτι που είναι οικείο και γνωστό και το παρουσιάζω ως νέο, παράξενο, διαφορετικό. Με τη διαδικασία της ανοικείωσης, ο συγγραφέας τροποποιεί τους συνήθεις τρόπους με τους οποίους αντιλαμβάνεται το κείμενο ο αναγνώστης, εφιστώντας την προσοχή του στην κατασκευή του κειμένου. Είναι ζήτημα τεχνικής. Αυτό που παρατηρεί ο αναγνώστης δεν είναι η παρουσίαση της πραγματικότητας αλλά οι ιδιαιτερότητες της ίδιας της γραφής […] Οι Ρώσοι φορμαλιστές έχουν την τάση να ενδιαφέρονται για κείμενα «αντιρεαλιστικά»˙ ως εκ τούτου πριμοδοτούν το Τρίστραμ Σάντι ή τα μοντερνιστικά έργα. (Λεξικό λογοτεχνικών όρων και θεωρίας λογοτεχνίας, J.A. Cuddon, μτφρ. Γιάννης Παρίσης, Μαρία Λιάπη, Μεταίχμιο 2005).

 [2] Δείτε https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/12383-galatas (ημερομηνία προσπέλασης 7/8/2020).

 [3] Βλ. James Marriott (από τους Saturday Times, απόδοση Αλεξάνδρα Σαμοθράκη), δημοσιευμένο στο www.oanagnostis.gr (ημερομηνία προσπέλασης 7/8/2020). 

https://www.fractalart.gr/anna-burns-o-galatas/ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: