25.2.22

Νάσια Διονυσίου, «Τι είναι ένας κάμπος», εκδ. Πόλις, 2021 (γράφει ο Χρήστος Μαυρής)


Η λογοτεχνία αποτελει (πλέον) έναν

πρόσφορο τρόπο για την πρόσληψη της Ιστορίας

 

 «Μπροστα στις πυραμίδες δεν συζητας την αρχιτεκτονικη-τους, αλλα μένεις άφωνος», δήλωσεκάποτε ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο μέγιστος αυτος υπερρεαλιστης ποιητης και ζωγράφος, όταν του ζήτησαν να σχολιάσει την οικουμενικη διάσταση της ποίησης του Κωνσταντίνου Καβάφη. Εκστασιασμένος (και όχι άφωνος), δηλώνω, πως έμεινα κι εγω μπροστα στο μικρο (σε όγκο) λογοτεχνικο δημιούργημα της

Νάσιας Διονυσίου! Εννοω μετα που ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου-της που τιτλοφορείται  ΄΄Τι είναι ένας κάμπος΄΄, το οποίο κυκλοφόρησε τον περασμένο χρόνο απο τις εκδόσεις ΄΄Πόλις΄΄ και που, πέρα απο το ποιοτικο περιεχόμενό-του, εντυπωσιάζει και με την καλαισθητικη εμφάνισή-του!

Για την ακρίβεια, έμεινα εκστασιασμένος μπροστα στην ευφυέστατη αρχιτεκτονικη σχεδίαση, τα δομικα υλικα και γενικατην απέριττη ομορφια αυτου του πεζογραφικου κειμένου, που η συγγραφέας-του το προσδιορίζει με τον λογοτεχνικο όρο ΄΄νουβέλα΄΄. Δηλαδη, το αφηγηματικο εκείνο είδος της λογοτεχνικης πεζογραφίας το οποίο χαρακτηρίζεται απο τη συντομία στην έκταση, η οποία κυμαίνεται μεταξυ του συντομότερου διηγήματος και του εκτενέστερου μυθιστορήματος και παράλληλα απο τον ρεαλισμο του ύφους-του και την ύπαρξη συγκεκριμένης πλοκης.

Οφείλω να ομολογήσω όμως, πως μόχθησα για αρκετη ώρα μέχρι να μελετήσω και να ερμηνεύσω σωστα (όπως πιστεύω) το σκεπτικο σύλληψης, σχεδίασης και υλοποίησης του υπέροχου αυτου καλλιτεχνικου δημιουργήματοςπου,χωρις δισταγμο,τολμω να πω ότι αγγίζει τα όρια ενος ακεραιωμένου λογοτεχνικου έργου! Κοντα και ταυτόχρονα με αυτα, ν’ αναφέρωπως με πολιορκούσε συνεχως και η σκέψη για το πως θα λειτουργήσω περαιτέρω, εγω ο αδαης, και κυρίως χωρις μεταπτυχιακο, μα ούτε καν πτυχίο, στην Αρχιτεκτονικη, και επιπλέον τι μπορω να αποφανθω ή να γράψω γι’ αυτο το κομψοτέχνημα, φοβούμενος, σε τελικη ανάλυση, μήπως και οικτρα το παρερμηνεύσω. Αφήνω όμως κατα μέρους τις φοβίες και τις αναστολες-μου και προχωρω στις παρατηρήσεις και τα σχόλια-μου για το βιβλίο.

Η ΝΟΥΒΕΛΑ΄΄Τι είναι ένας κάμπος΄΄, εν πρώτοις, βρίσκω πως είναι ένα αρκετα ισοζυγισμένο κείμενο. Δηλαδη, η συγγραφέας-του βρήκε με μεγάλη επιτυχία το σημείο ισορροπίας μεταξυ της λογοτεχνίας και της Ιστορίας, της πραγματικότητας και της φαντασίας, της πεζογραφίας και της ποίησης και πάνω σε αυτες τις γενικες γραμμες  προσανατολίστηκε για την μετέπειτα πορεία-της. Δηλαδη, για ό,τι εμπνεύσθηκε και για ό,τι επρόκειτο συγγραφικα  να καταθέσει. Μάλιστα, στις ευτυχέστερες στιγμες της νουβέλας, τείνουν, νομίζω, να καταργηθουν και τα όρια ανάμεσα στον πεζο και τον ποιητικο λόγο, γιατι σε μεγάλο ποσοστο και σε αρκετα σημεία-του, το κείμενο, και παρα τη θεματικη τραγικότητά που μεταφέρει μέσα-του, είναι διαποτισμένο με τη μαγεία της άδολης ποίησης. Παραθέτω ένα μικρο δείγμα:

 

«Έτσι λοιπον, σκεφτόταν, αντηχει η ελευθερία. Έτσι, σαν τη βουη των κυμάτων, σαν φτερούγισμα όλων των περιστεριων που πέταξαν ποτε, όλων των ανέμων που φύσηξαν, σαν χλιμίντρισμα άγριων αλόγων».

σσ. 45-46

 

Αυτη η ποιητικη φαντασία ή διάσταση της Ν. Διονυσίου όμως, τη βοηθάει, όπως εμφανως αφήνει να αντιληφθούμε, στο να πλάθει με μεγάλη ευκολία διάφορες οπτασίες ή ονειρικες μορφες που παρελαύνουν αθέατα, όμως αρκετα αισθητα μέσα στο κειμενο-της. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, πως στη νουβέλα-της υποβόσκει ή είναι αισθητη η παρουσία κάποιων επιφανων, αγαπημένων-της, ποιητων όπως π.χ. του Γιώργου Σεφέρη και του Paul Celan(ΠάουλΤσέλαν). Άρα, με αυτο το σκεπτικο άνετα μπορω να καταλήξω στο συμπέρασμα πως η νουβέλα ΄΄Τι είναι ένας κάμπος΄΄, είναι ένα πεζογραφικο λογοτέχνημα που ανήκει και έχει θέση στην κατηγορία της λεγόμενης ποιητικης πρόζας.

ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΙΩΣΑ ήδη,απο την αρχη της νουβέλας, σε αρκετες λέξεις και γραμμες-της, νιώθεις ν’ αναδύεται η ανάσα ή, καλύτερα, αφουγκράζεσαι τα βαρια βήματα του Γιώργου Σεφέρη, αλλα και εκείνα του αυτόχειρα Εβραίου ποιητηΠάουλΤσέλαν. Ειδικα για τον νομπελίστα ποιητη Γ. Σεφέρη,παντου στις σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης  αισθάνεται να περιφέρεται η δεσποτικησκια-του, γιατι μάςτον θυμίζουν, όπως είπα, οι προσφιλεις λέξεις-του, όπως π.χ. στέρνες, κολόνες, μάρμαρα, γαλήνη, δόλος, αρπαγη, ξερίζωμα, καθως και πολλοι γνωστοι και εμβληματικοι στίχοι-του, που υπάρχουν τώρα και στη νουβέλα της Ν. Διονυσίου και που εύκολα μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε. Θέλω να πω, πως ολόκληροι στίχοι του Γ. Σεφέρη είναι καλα χωνεμένοι και ενσωματωμένοι μέσα στο κείμενο της Ν. Διονυσίου,  πράγμα που συνιστααπο μέρους-της μία υπόγεια, εποικοδομητικηκαι έντιμη συνομιλία με τη βαθυστόχαστη ποίηση του κορυφαίου Έλληνα ποιητη,αλλα και που υποδηλοι, ταυτόχρονα, τον επηρεσμο, την αγάπη και το χρέος-της προς τον ίδιο και το έργο-του, κάτι που ασφαλως ομολογει και η ίδια. Έτσι, μπορούμε να συναντήσουμεμέσα στη νουβέλα γραμμες ή αράδες που ανακαλουν στη σκέψη-μας ολόκληρους στίχους του Γ. Σεφέρη όπως π.χ. «…πως μπόρεσε να γίνει όλο εκείνο το κακο∙ τόσα αφανισμένα κορμια, τόσοι καταποντισμένοι κόσμοι», (σ.16),  «Ήμασταν όμως μαθημένοι να τη στοχαζόμαστε αλλιως την καλοσύνη» (σ. 17), «Πίσω-μου έμενε η θάλασσα, αιώνιος μάρτυρας, και ποιος να την εξαντλήσει;» (σ.44), «Πίστη ξανα στην τιμη του ανθρώπου. Εύθραυστη πίστη, μιας πεταλούδας τίναγμα» (σ.65).

ΘΕΜΑΤΙΚΑ, εν λόγω νουβέλα, όπως διαπιστώνουμε, περιστρέφεται γύρω απο ένα μόνο κεντρικο άξονα. Τον θεματικο άξονα συγκεκριμένα που αναφέρεται στο μάζεμα μεγάλου πληθυσμου κατατρεγμένων και ξεσπιτωμένων Εβραίων απο διάφορες ευρωπαϊκες χώρες και την ακούσια μεταφορα-τους σε αγγλικους στρατιωτικους κάμπους  (μεγάλα στρατόπεδα περιφραγμένα και περιφρουρημένα) στην Αμμόχωστο, με την προοπτικη να μεταφερθουν κάποια μέρα στα χώματα της Παλαιστίνης.  Στην ουσία πρόκειται για μία εν πολλοις άγνωστη και σε μεγάλο βαθμο, θα έλεγα, παρασιωπούμενη πτυχη της Ιστορίας, (θαμμένη στις σελίδες, τόσο της τοπικης όσο και της Παγκόσμιας Ιστορίας) γι΄αυτο και το θέμα,απο αυτη και μόνο την πλευρα-του, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.

Με αυτα που ανάφερα θέλω να τονίσω  πως το υπόστρωμα του βιβλίου είναι η στοιχειωμένη Ιστορία, η διαρκως κοχλάζουσα και ασίγαστη. Δηλαδη, η Ν. Διονυσίου πάτησε πρώτα γερακαι σταθεραπάνω σε αυτη την ιστορικη πτυχη και στη συνέχεια επιχείρησε να ξεδιπλώσει και ν’ αναπτύξει προσεχτικα τη νουβέλα-της. Με άλλα λόγια, η νουβέλα-της τροχοδρομείται και σέρνεται πάνω στις ματωμένες ράγες της σύγχρονης Ιστορίας. Η Ν. Διονυσίου όμως κάνει λογοτεχνία, δεν γράφει Ιστορία. Απεναντίας, μέσα απο την Ιστορία κατάφερε να βγάλει ωραία λογοτεχνία, και αυτο νομίζω είναι το μεγάλο κατόρθωμά-της ως συγγραφέας! Δηλαδη, πήρε ένα μεγάλο ιστορικο θέμα, πλατυ και βαθυ, και το αξιοποίησε λογοτεχνικα στο μέγιστο δυνατο βαθμο, αναδεικνύοντας απο μέσα-του και τις παράπλευρες κοινωνικες, πολιτικες, θρησκευτικες και γενικα ανθρωπιστικες πτυχες-του! Κοντολογις, δεν το σπατάλησε άδικα και άσκοπα! Αντίθετα, μάς έδωσε αυτη την καλα σχεδιασμένη, καλαδουλεμένη και καλαγραμμένη νουβέλα, με αρχη, μέση και μ’ ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακο τέλος, μ’ εκείνες όλες τις σπαρακτικες αφηγήσεις των σκληρα βασανισμένων και περιπλανώμενων Εβραίων αλλα και μ’ εκείνη τη ζωογόνο ελπίδα που αφήνει προς το τέλος, όπου με το εργαλείο  της γλώσσας και της τέχνης-της, την υπερύψωσε και την ανέβασε στην κορυφη μίας λογοτεχνικης πυραμίδας, με αποτέλεσμα να είναι περίβλεπτη απο όποιο γεωγραφικο σημείο και αν την επισκοπουν οι αναγνώστες!

Απο αυτη τη ιστορικη στιγμη όμως, η Ν. Διονυσίου βρήκε την κατάλληλη αφορμη να προβει και σε μία αδρη αναφορα στην άγρια εξολόθρευση που επιχειρήθηκε του εβραϊκου πληθυσμου. Δηλαδη, να υπενθυμίσει στην πολιτισμένη ανθρωπότητα τη βαρβαρότητα και τις απερίγραπτες θηριωδίες που διέπραξαν οι ναζιστες σε βάρος των Εβραίων με τη μαζικη εξόντωσή-τους σε θαλάμους αερίων και στη συνέχεια το κάψιμο των σωμάτων-τους σε μεγάλους φούρνους. Γράφει η Ν. Διονυσίου:

 

«Η μουσικη ακουγόταν μέχρι που νύχτωσε. Τότε τις έριξαν στις παράγκες, πολλες γυναίκες μαζι, σε ξύλινες τάβλες, πάνω και κάτω, στοίβες αποκορμια, άνθρωποι σαν σωριασμένα ποντίκια, δεν μπορούσαν μήτε να γυρίσουν, να πάρουν αέρα. Εκείνη είχε τη μάνα-της, η μάνα την κρατούσε σφιχτα, να μην ακούγεται που έκλαιγε, και της ψιθύριζε συνεχως τ’ όνομά-της, Μπέρθα, Μπέρθα , να θυμάσαι πως είσαι η Μπέρθα, της έλεγε. «Απο τότε δεν ξανάκλαψα», λέει η γυναίκα. Ύστερα όλες οι μέρες ήταν οι ίδιες, ξεκινούσαν με την πρωϊνηδιαλογη. «Δεν μ’ ένοιαζε», λέει, «ήξερα πως κι αν δεν ήμουν σ’ εκείνη τη σειρα, θα ήμουν στην επόμενη ή στην επόμενη της επόμενης». Και τότε θα την έπαιρναν στους θαλάμους, θα έβγαζε τη στολη, θα την άφηνε στους σωρους με τ’ άλλα ρούχα, έπειτα θ’ άνοιγε και θα ‘κλεινε εκείνη η πόρτα που σφράγιζε, θα ξανάνοιγε και πια αποεκει τα κορμια θα πήγαιναν στους φούρνους, κι ό,τι απέμενε απο τον καθένα μιση οκα στάχτη, μπορει και λιγότερη»

 

σελ. 39

 

Στη νουβέλα, σ’ ένα δεύτερο,και αχνο, επίπεδο, η συγγραφέας, μέσα απο κάποιες περιγραφες, υπαινίσσεται και την τραγωδία του προσφυγικου κόσμου της Κύπρου.

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, βέβαια, θα αντιληφθει, εύκολα πιστεύω, πως απο τη νουβέλα της Ν. Διονυσίου απουσιάζουν, όσο παράξενο και αν ακούγεται αυτο, ο μύθος, η πλοκη, απαραίτητα στοιχεία για τη δημιουργία του συγκεκριμένου λογοτεχνικου είδους. Αυτο το κενο όμως, εννοω της έλλειψης μύθου καιπλοκης, επικαλύπτεται στη νουβέλα απο το σκηνοθετικο τέχνασμα που εφάρμοσε προσδίδοντας ημερολογιακη μορφη στη νουβέλα και κυρίως με τη συρραφη των τραυματικων βιωμάτων των έγκλειστων στα στρατόπεδα Εβραίων, που δίνονται με τρόπο απόλυτα δραματικο. Συνεπως, απο μία άποψη, η νουβέλα αυτη, πέρα απολογοτεχνικο κείμενο, είναι, κατα την άποψή-μου,και ένακείμενο πολιτικο. Το γιατι είναι πολιτικο κείμενο θα εξηγήσω στη συνέχεια.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ που αιωρείται όμως,δηλαδη για το πού σταματα η πραγματικότητα και που αρχίζει η φαντασία μέσα στο κείμενο της Ν. Διονυσίου, δεν παύει να βασανίζει τον αναγνώστη-της. Πιο συγκεκριμένα, ο αναγνώστης διερωτάται αν όλες αυτες οι συγκλονιστικεςμαρτυρίες είναι πραγματικες ή είναι επινοημένες. Ή, για να μην είμαι απόλυτος, διερωτάται αν κάποιες αποτις αφηγήσεις των Εβραίων που υπάρχουν στο βιβλίο είναι προϊον της φαντασίας της συγγραφέως. Αν βέβαια ισχύει και το δεύτερο,  τότε οφείλουμε να πιστέψουμε και να υποκλιθούμε στο ταλέντο της Ν. Διονυσίου, που έδωσε μία τέτοια φυσικη και πειστικη περιγραφη-τους!

ΣΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ πεζογράφημά-της, όπως διαπιστώνω, η Ν. Διονυσίου, κατα βάθος εφαρμόζει στην πράξη τη θεωρία του κορυφαίου Αμερικάνου κριτικου της λογοτεχνίας Frederic Jameson ο οποίος θεωρει σημαντικη αλλα και απαραίτητη τη σχέση Ιστορίας και λογοτεχνίας. Δηλαδη, ο F. Jameson πιστεύει πως κάθε προϊον κουλτούρας, όπως είναι η λογοτεχνία και στην προκείμενη περίπτωση η υπο εξέταση νουβέλα, πρέπει να θεωρείται σαν ένας φακος μέσ’ απο τον οποίο εξετάζεται μία άποψη της Ιστορίας, αλλα και αντίστροφα. Δηλαδη, κατα τον Αμερικάνο κριτικο, η μελέτη των μεγάλων στιγμων της Ιστορίας πρέπει να μάς δίνει μία καινούργια οπτικη μέσα απο την οποία να εξετάζουμε τη λογοτεχνία.Ο F. Jameson όμως προχωρει και ένα βήμα πιο κάτω, υποστηρίζοντας πως τα λογοτεχνικα κείμενα πρέπει να ερμηνεύονται πρωταρχικα ως πολιτικα κείμενα, γιατι θα πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι τα πάντα είναι κοινωνικα και ιστορικα παράγωγα και επομένως είναι πολιτικα. Συνεπως, είναι με βάση τη θεωρία του F. Jamesonπου έκρινα πως και η εν λόγω νουβέλα είναι (και)πολιτικο κείμενο.

Οσιαστικα όμως, αυτη όλη η διαδικασία, είναι ένας άλλος τρόπος, πιο απλος και σίγουρα πιο πρόσφορος και αποδοτικος, για να διδαχθει, να προσληφθει και να κατανοηθει η Ιστορία, σύγχρονη ή παλαιότερη.

ΟΣΟ ΑΦΟΡΑ, τώρα, τη γραφη που εφάρμοσε η Ν. Διονυσίουστο νέο αυτ ολογοτεχνικο δημιούργημά-της –γραφη καθαρα ρεαλιστικη, στρωτη και ακριβολόγα – αξίζει ν’ αναφέρω πως διακρίνεται και για τον αρσενικο χαρακτήρα-της. Δηλαδη, στη νουβέλα, σκόπιμα πιστεύω η Ν. Διονυσίου απέφυγε να μιλήσει και να γράψει με γλώσσα γυναικεία και προ πάντων να καταθέσει γυναικεία πεζογραφία, θυμίζοντάς-μας με τη στάση-της αυτη, και μάλιστα έντονα, τη γνωστη φράση του Αργύρη Εφταλιώτη προς την Πηνελόπη Δέλτα όταν της έγραψε πως «έχετε ξυπνάδα γυναίκας με δύναμη άντρα, στις κρίσεις και στα δημιουργήματά-σας».

Αλλα και η ωριμότητα του ιδιόκτητου (και όχι έντεχνου) ύφους-της, καθως και το μεστο και σφιχτοδεμένο γράψιμο-της, υποδηλώνουν, απο τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, ένα άριστο τεχνίτη του λόγου. Στην πραγματικότητα η Ν. Διονυσίου, ως συγγραφέας, είναι ένας αφηγητης τρομερος, ένας γνήσιος παραμυθας, (συνειδητα και σκόπιμα αποδίδω τους χαρακτηρισμους στο αρσενικο γένος) όπουμε τη γλώσσα-της,  που ρέει αδιάκοπα, σαν λαμπερο και γάργαρο νερο, μπορει να σαγηνέψει το οποιοδήποτε κοινο, απο τα παιδια και τους νέους μέχρι τους μεσήλικες και υπερήλικες. Τα συγκεκριμένα χαρίσματά-της όμως, είναι αυτα που την κάνουν και πιο προσιτη στους αναγνώστες-της. Σε τελικη ανάλυση, είναι η μαγκια και η μαγεία του γραψίματός-της!

Δεν θα διστάσω στο σημείο αυτονα συγκρίνω και να δηλώσω πως κάποιες φορες το ρεαλιστικο, αβίαστο, στρωτοκαι ώριμο γράψιμο της Ν. Διονυσίου, προσομοιάζει με αυτο των κλασσικων (πλέον) συγγραφέων της γενιας του 1930 στην Ελλάδα, κυρίως των μυθιστοριογράφων και ιδιαίτερα του Ηλία Βενέζη, εφόσον κάποιες σελίδες απο τη νουβέλα  ΄΄Τι είναι ένας κάμπος΄΄ μάς θυμίζουν ή μάς παραπέμπουν στα μυθιστορήματά-του: την΄΄Αιολικηγη΄΄περισσότερο και το ΄΄Νούμερο 31328΄΄ λιγότερο. Δίνω ένα ενδεικτικο απόσπασμα απο τη νουβέλα:

 

«Σηκώνομαι για να βγω έξω, πλησιάζει μια γυναίκα, δείχνει στον ραβίνο έναν μικρο μπόγο που βαστα μες στις χούφτες-της, κάτι τυλιγμένο σ’ ένα μαντήλι, το ανοίγει με προσοχη, είναι χώμα. Η γυναίκα ψαχουλεύει με τα δάκτυλά-της το χώμα, σαν να το χαϊδεύει. Χώμα, σκέφτομαι, απο τον τόπο-τους, χώμα που θα έπαιρναν μαζι εκει όπου πάνε, για να φυτέψουν έναν βασιλικο, για να θυμούνται. Η γυναίκα δίνει το μαντίλι στον ραβίνο, να το ρίξει στον τάφο, να σμίξει εκείνο το χώμα με τούτο δω πέρα της γης-μας, να το κάνει λιγότερο αφιλόξενο, να’ χει μαζι-του ο νεκρος κάτι δικο-του, κι ας του το στέρησαν στην αποεδωμερια οι άνθρωποι».

σ. 61

 

ΚΑΛΑ ΧΩΝΕΜΕΝΕΣ και ενσωματωμένες όμως, μέσα στο λογοτεχνικο κείμενο της νουβέλας είναι και οι πάμπολλες κυπριακες λέξεις που επέλεξε και χρησιμοποίησε η Ν. Διονυσίου όπως π.χ. κοντοπίθαρος, σύξυλος, νομάτους, ασκόπησε, κορούα, ποταβρίσει, λασάνι, ξισκοπίζομαι, νισκιες, αθασούθκια και πολλες άλλες, αφήνοντας έτσι να νοηθει με αυτη την κομψη ενέργειά-της πως θεωρει (και καλα πράττει) αυτες τις κυπριακες λέξεις ισοδύναμες και ισάξιες με τις λέξεις της πανελλήνιας δημοτικης,  επομένως είναι καιένας απαραίτητος συντελεστης στην οικοδόμησει της δικης-της λογοτεχνικης παραγωγης.Υπο αυτη την έννοια, η νουβέλα ΄΄Τι είναι ένας κάμπος΄΄, είναι σε μεγάλο μέρος-της δομημένη και με άλλα, ατόφια κυπρια καυλικα, όπως π.χ. τροφες, ήθη, έθιμα κ.α., τα οποία περισυνέλεξε με κόπο και μόχθο η συγγραφέας.

Είναι ακόμη πασιφανες πως η Ν. Διονυσίου έκανε μακρόχρονη και επίμοχθη προετοιμασία γι’ αυτο το βιβλίο-της, σκαλίζοντας και ερευνώντας βασικαπρωτογενειςπηγες μέχρι να σχεδιάσει και να υλοποιήσει στο χαρτι το δημιούργημά-της. Αυτο, εξάλλου, φανερώνεται απο τις πάρα πολλες πληροφορίες –ιστορικης, κοινωνικης και πολιτικηςυφης– με τις οποίες ευεργετικαέχει παραγεμίσει το κείμενό-της, όπως αυτεςστη σ. 57.

ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ, να προσθέσω πως η Ν. Διονυσίου, με επιδεξιότητα μεγάλου μάστορα, κατόρθωσε να ισορροπήσει καιάλλο ένα σημείο στη νουβέλα-της. Εννοω εκείνο του πόνου και της σκληράδας απο τη μια μερια, και της τρυφεράδας και της ομορφιας αποτην αλλη, που ξεχύνονταιμέσα απο τις σελίδες του βιβλίου-της. Με άλλα λόγια, όση βαναυσότητα και απανθρωπια κι αν περιγράφεται και αναδύεταιμεσ’ αποαυτο το βιβλίο, άλλη τόση αναδύεται ομορφια και αγάπη. Δηλαδη, η χαρα, η τρυφεράδα,η αγάπη και η ομορφια,στοιχεία με τα οποία πρέπει να περιβάλλεται και να διακρίνεται ο σημερινος κόσμος, δεν μένουν βυθισμένα και θαμμένα στις σελίδες του βιβλίου. Απεναντίας, χάρη στις ικανότητες της συγγραφέας, βρίσκουν χαραμάδες και βγαίνουν απο τα πυκνασκοτάδια. Φθάνουν στην επιφάνεια και στο άπλετο φως και τελικα στον αναγνώστη.

ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ όμως, είναι που η Ν. Διονυσίου,  με την αριστουργηματικη νουβέλα-της, πέτυχε να μάς υπενθυμίσει αυτο που χρόνια επικρατει δυναστικα στη λογικη και στη  συνείδηση του κάθε πολιτισμένου ανθρώπου: Να μάς υπενθυμίσει«πως κάθε φονικη στιγμη της Ιστορίας-μας έχει τη ρίζα-της στην ψυχη του κάθε ανθρώπου».

Επομένως, με όλα αυτα που εξέθεσα πιο πάνω, μπορωκι εγω τώρα, με τη σειρα-μου, ν’ αναφωνήσω, όπως ο ΡοβινσώναςΚρούσος, πως η Ν. Διονυσίου «με επιμονη και υπομομη κατάφερε να φτιάξει ψωμι». Μεγάλο, ζεστο και μυρωδάτο, ψωμι, για να έχουν να τρώνε για αρκετο καιρο οι πνευματικα πεινασμένοι αναγνώστες-της.

Αλλα και απερίφραστα μπορω να πωτώρα πως η Ν. Διονυσίου είναι και μεγάλο ταλέντο! Προικισμένη και χαρισματικη συγγραφέας που αν το πιστέψει μπορει να εμβολιάσει αποτελεσματικα το αειθαλες δέντρο της ελληνικης λογοτεχνίας, για να το βοηθήσει να πετάξει καινούργιους και στιβαρους κλώνους, αλλα και για να δώσει μια νέα και πλούσια καρποφορία!

 

*Ο συγγραφέας του κειμένου ακολουθει κανόνες του μονοτονικου συστήματος που εφάρμοζε ο αξέχαστος Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινος

http://www.poiein.gr/2022/01/30/%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CF%84%CE%B9-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%AC%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%82/?fbclid=IwAR27XnpFP50ikGBEOBzvtqG1C9Eb5ri376cSr8zZ8yCIw1CaltmzAI7PHKE

Δεν υπάρχουν σχόλια: