20.2.22

Γρηγόρης Τεχλεμετζής: Θωμάς Κοροβίνης- Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Ανατολή- Εκδόσεις Άγρα 2021


Αίτημα διαφορετικότητας
 Σε μια κοινωνία ισοπέδωσης και ομοιομορφίας, όπου η παγκοσμιοποίηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και η διεθνοποίηση της παραγωγής υλικών αγαθών και «πολιτισμού» έχουν κυριαρχήσει, το βιβλίο αυτό είναι ένα αίτημα διαφορετικότητας, με άξονα τις δυο πόλεις και την εγγύς Ανατολή, διερευνώντας την ιστορία, τις λαϊκές παραδόσεις, τον πολιτισμό τους και την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων τους. Επί το πλείστον είναι υμνητικό, επισημαίνοντας όμως και τα αρνητικά τους σημεία, και είναι προϊόν της αγάπης του συγγραφέα για αυτές, στις οποίες έχει ζήσει και έχει γαλουχηθεί και κουβαλάει την αυθεντικότητα και την αλήθειά τους. Μέτρο σύγκρισης και καθορισμού για τη Θεσσαλονίκη συχνά αποτελεί η χαώδης Αθήνα, μια πολυπληθής πρωτεύουσα, με τα γνωστά τρωτά της. Η αφήγηση είναι συναισθηματικά φορτισμένη και για τις δυο πόλεις, και συμμετέχει ως δρων πρόσωπο, καθώς και ο ίδιος αποτελεί μέρος της ιδιαιτερότητάς τους και του υπό διαμόρφωση πολιτισμού τους. Γιατί, να μη ξεχνάμε, ότι οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας υποστηρίζουν, ότι κάποτε είναι επιτελεστική της πραγματικότητας και βρίσκεται σε αμφίδρομη σχέση με αυτή. Οι Έλληνες και οι Τούρκοι, η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη, δεν είναι απλώς γείτονες ή γειτονικά μέρη, είναι «προϊόντα» αλληλοεπίδραση πολιτισμών, με κοινά στοιχεία και ως ένα βαθμό καημούς και νοοτροπία, τα οποία προήλθαν από την ανάμιξη των πληθυσμών, από τη συγκατοίκηση αιώνων, την ανταλλαγή του 1922 και των μετοικήσεων των ομογενών της Πόλης. Άμεσα αντιληπτά γίνονται αυτά από την τέχνη, που είναι αποτύπωση των σκέψεων και των συναισθημάτων των λαών, όπως από τους γεννημένους στην Ανατολή Έλληνες πεζογράφους, τον Ηλία Βενέζη, τη Διδώ Σωτηρίου, τη Μαρία Ιορδανίδου και τόσους άλλους, ή από στοιχεία της λαϊκής μουσικής, όπως το ρεμπέτικο. Ο τόνος του βιβλίου είναι αυτοβιογραφικός, χωρίς το ίδιο να αποτελεί μια άμεση οργανωμένη αυτοβιογραφία, παρά αποτελεί σκόρπια ντοκουμέντα της ζωής του συγγραφέα, αναμιγμένα με κριτικές θεωρήσεις, σχολιαστικά κείμενα για καλλιτέχνες, Έλληνες και Τούρκους, ακόμα και κάποια διηγήματα. Ο ίδιος τα ονομάζει αφηγήματα της προσωπικής μυθολογίας του (σ.11, εισαγωγή). Παρατηρούμε ότι η συνολική αύρα του είναι γνωσιακή, συχνά με περιγραφή των πόλεων, και εκφράζεται μεγάλη ποικιλία θέσεων και απόψεων. Ακόμα και τα λίγα σχετικά διηγήματα έχουν κατεύθυνση τη σκιαγράφηση των τόπων και των ανθρώπων τους, καθώς το έργο είναι τοπικά και χρονικά καθορισμένο (20ος αιώνας). Μιλάμε για μια ιδιοσυγκρασιακή δοκιμιακή αποτύπωση, μέσα από το προσωπικό βλέμμα του δημιουργού και τον βιωμάτων του. Μέσα τους νιώθουμε την αναπνοή των πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου -ενός ακόμα θεσσαλονικιού που η πόλη του παίζει σημαντικό ρόλο στα κείμενά του- και τις λαϊκές φωνές των κατοίκων των δυο πόλεων. Άλλωστε στο κείμενο «Γιώργος Ιωάννου: Ψήγματα οικειότητας» θίγει τις κυριότερες θεματολογικές ομοιότητες και επιρροές του έργου του συγγραφέα των πεζογραφημάτων σε αυτόν. Πράγματι, είναι πολλές, όπως ο χώρος της Θεσσαλονίκης, το σύμμικτο της γραφής και η περιγραφή των καθημερινών ανθρώπων της πόλης. Εξαίρεση αποτελούν τα διηγήματά του, που έχουν καθορισμένο διηγηματικό ύφος και δομή. Επίσης, η γραφή του Κοροβίνη είναι πιο αδρή και νευρώδης και εκεί έγκειται η ιδιαιτερότητά του στο υφολογικό κομμάτι. Έχει έντονη ευθύτητα και ειλικρίνεια και κάποτε ιδεολογική μαχητικότητα. Παρ’ όλα αυτά ο τρόπος του δεν ξενίζει, γιατί έχει όπλο του την αγάπη και έτσι κάνει όλους να αισθάνονται οικείοι, δικοί του και αδελφοποιημένοι. Οι αναμνήσεις του ξαναεπιστρέφουν νοσταλγικές και ξετυλίγονται ως αξέχαστες εμπειρίες, που γεννούν ικανοποίηση δια της έμμεσης «επαναβίωσης», τόσο στον αφηγητή, όσο -διαμέσου της μερικής ταύτισης- στους αναγνώστες, που πιθανόν να αναπολούν ανάλογες καταστάσεις τους. Φίλοι, περιπέτειες, νεανικά σκιρτήματα, μέντορες, λαϊκοί και μορφωμένοι, καθημερινοί αφανείς άνθρωποι και ονόματα του λογοτεχνικού χώρου, όλοι χωρούν στις μνήμες του. Είναι η περιουσία του, αυτό που ο ίδιος είναι, αυτό που τον διαφοροποιεί και τον ενοποιεί με τους άλλους. «Ωραίοι» άνθρωποι, του κοντινού παρελθόντος ή σημερινοί, λαϊκοί, μπερμπάντηδες, ντόμπροι, παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου και, τολμώ να πω, πρότυπα ζωής, παροτρύνσεις για να ζήσεις, να χαρείς τις στιγμές, να αγαπήσεις το αυθεντικό, παρ’ όλο που η σύγχρονη αλλοτρίωση τους αντιμάχεται. Ο συγγραφέας, με περιγραφική δεινότητα, έντονη παρατηρητικότητα, αξιοσημείωτη ενσυναίσθηση και εκπληκτική ικανότητα να συμπυκνώνει εικόνες και να κινείται με κινηματογραφική ταχύτητα, καταφέρνει να αποτυπώσει την ουσία των πόλεων που έζησε και πώς αυτές εμποτίζουν τους κατοίκους τους. Ιστορία, μνημεία, συμπεριφορές, ιδιοσυγκρασίες, τρόποι σκέψεων, λαϊκοί πολιτισμοί και κάποιες στιγμές και η πολιτική όλα επιστρατεύονται επιτυχώς στον συγγραφικό στόχο. Κάτω από τις περιγραφές και τις αναφορές του ελλοχεύει το Βυζάντιο και ο ελληνισμός, ακόμα και όταν μιλάει για την Ανατολή, και η προσπάθεια αδελφοποίησης των δυο λαών. Δεν παραβλέπει όμως τις συγκρούσεις και τα έκτροπα. Δεν χαϊδεύει τα αυτιά κανενός, παρά τοποθετεί τα θέματα σε ορθή και λογική βάση. Ένα άλλο σημείο προβολής της διαφορετικότητας και συνάμα αίτημα αποδοχής της, ενάντια στη μισαλλοδοξία και τον πουριτανισμό, είναι η ομοφυλοφιλία. Αναφέρονται σπουδαίοι καλλιτέχνες και προσωπικότητες, που η σεξουαλική τους θέση είναι βασικό συστατικό της ύπαρξης και της τέχνης τους, και το πώς γίνονται αποδεκτοί ή όχι από το κοινό. Οι θέσεις του αυτές είναι ένα ακόμα στίγμα της μαχόμενης ιδεολογίας του, που αρνείται να γίνει ουδέτερη και στρογγυλεμένη. Χαρακτηριστική είναι και η γλωσσική του άνεση, με λέξεις και ιδιώματα που παντρεύουν τη μικρασιατική καταγωγή με τη Νέα Ελληνική και κάποιες φορές –σπανιότερα- με λέξεις που μας συνδέουν με τα αρχαία Ελληνικά, ενώ άλλοτε χρησιμοποιεί λαϊκότροπες ή αργκό εκφράσεις, και όλα αυτά με χειμαρρώδη αυθορμητισμό και πλήρη εναρμόνιση, χωρίς να προσποιείται ή να φτιασιδώνει το λόγο. Κάθε λέξη αποκαλύπτει ένα νόημα και τίποτα δεν είναι περιττό. Με αυτόν τον τρόπο εκφράζεται και μορφολογικά το πάντρεμα των πολιτισμών, της Ανατολής και της Θεσσαλονίκης, όπως επίσης και των τάξεων, συγγραφέων, πανεπιστημιακών, μελετητών, ανθρώπων του περιθωρίου και απλών καθημερινών. Έτσι έχουμε εναρμόνιση μορφής και περιεχομένου, με λόγο συναισθηματικό και κάποτε συγκινησιακά φορτισμένο. Κάθε πολιτεία θα ζήλευε έναν τέτοιο υμνωδό, που ακόμα και οι παρατηρήσεις του φαντάζουν σαν γλυκά πατρικά λόγια. Διαβάζοντας τις δυο ενότητες του βιβλίου, «Θεσσαλονίκη» και «Κωνσταντινούπολη- Ανατολή», είναι μοιραία η αντιπαραβολή, αν και ο συγγραφέας δεν την επιδιώκει, άμεσα τουλάχιστον. Μέσα όμως σε όλες τις αφηγήσεις του παρουσιάζεται η αέναη πάλη του συντηρητισμού, του μεσαιωνισμού, της μισαλλοδοξίας, του ομοφοβισμού και της προκατάληψης, με την ελευθερία, την αγάπη, την κατανόηση και τη δημοκρατική αντίληψη των πραγμάτων. Είναι διαρκής αυτή η αίσθηση, που ακολουθεί τον αναγνώστη, είτε μιλάει για τη Θεσσαλονίκη είτε για την Κωνσταντινούπολη, με διαφορετικές συχνά συνιστώσες και αποχρώσεις. Τον απασχολούν το τι ενώνει αυτές τις πόλεις, η προσφυγιά, το ελληνικό στοιχείο, κάποτε η κοινή νοοτροπία και ο διαπολιτισμός. Έτσι παντρεύεται η ιδιαιτερότητα με τα πανανθρώπινα ιδεώδη και προβλήματα, τα πάθη, τους καημούς και τους πόνους. Η φτώχεια, η εκμετάλλευση, τα ερωτικά σκιρτήματα, η κοινωνική απόρριψη και ο πόνος της μάνας μπρος στο χαμό του παιδιού της είναι μερικά από αυτά τα θέματά του. Η ανθρώπινη φύση μας και οι δομές των κοινωνιών μας μάς ενώνουν, παρ’ όλο που δεν είμαστε ίδιοι. Τι να πω επιλογικά; Είναι αδύνατον να συνοψίσω τόσο πλούτο. Να ευχηθώ μόνο να είναι καλοδιάβαστο το έργο του αγαπητού φίλου Θωμά Κοροβίνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: