9.2.22

Για τον «Αυτιστικό Θεό» του Δημήτρη Μαύρου – γράφει ο Σάββας Κοκκινίδης


Βάσανος & Παρωδία: Για τον Αυτιστικό Θεό του Δημήτρη Μαύρου

«είναι τζόγος, αρρώστια, η τρισύλλαβη, η πιο μέσα»
– Πολίτης Κάιν

Παρθενική εμφάνιση λυρικού της πλέον πρόσφατης, πλέον έφηβης λογοτεχνικής γενιάς, ο Αυτιστικός Θεός του ποιητή και μεταφραστή Δημήτρη Μαύρου αποτελεί το εναρκτήριο άσμα της συγγραφικής του προβολής κι απόφανσης, κι εν ταυτώ μία εύφορη συγκυρία για την περισκόπηση των επιρροών και

των προθέσεων της φρεσκότερης φουρνιάς δημιουργών. Παρότι αμφότερες οι τέμνουσες ανήκουν σ’ έναν ριψοκίνδυνο ιστό της περιπλάνησης, γλιστερό και εύκολο να παραπατήσεις, τόσο η ποιότητα και το σθένος καταγραφής του Μαύρου, όσο κι ο αχόρταγος πειρασμός για τη συνέχιση και το νέο γράμμα της παράδοσης δεν μπορούν παρά να θρέψουνε το κίνητρο μιας σημείωσης πάνω στη φλέβα που τις πάλλει.

Μοντέρνος και ειρωνικός, ασφυκτικά ρομαντικός στο είδωλο που είτε αφήνει πίσω, είτε προσπαθεί να διασώσει, ο Μαύρος έρχεται μ’ έναν πλήρη, λεπτεπίλεπτο σχεδιασμό του ιστορήματος που θέλει να προσπαθήσει: παρακολουθούμε και ακούγουμε τη γένεση, την αυτοσυνείδηση, την αβολία και την κατάρρευση ενός θεϊκού τέκνου, του μόνου ποιητή Αδάμ, σπόρου μιας μοναδικής και άγαμης θεάς–μητέρας και διαγγέλου των ανθρώπινων μοιραίων και άμοιρων της Γης–Εδέμ και Καμένης Χώρας. Το πρωταγωνιστικό αυτό προσωπείο δεν είναι ούτε μονοδιάστατο, ούτε διαυγές και στέρεο· ολόκληρο το αφήγημα – ορθότερα, η ποιητική αυτή πράξη – διαρρηγνύεται σε πολλαπλά οπτικά επίπεδα, του αφηγητή–ποιητή, του σχολιαστή–μεταγραφέα, των φασμάτων ιστορικών και βιογραφικών προσώπων της «πραγματικής» ζωής και μιας σχιζοειδούς, παραμορφωμένης απεικόνισής της.

Όλα αυτά συντελούν στο ιδιόμορφο παίγνιο της αρέσκειας του Μαύρου, σε μια τολμηρή ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργό του αγωνία και στην κατάφαση της ηδονής του αγωνίσματος. Λυρικός επίγονος, κατά τα φαινόμενα και άχρι τούδε, νεοφορμαλιστών μαέστρων όπως ο Ηλίας Λάγιος και ο Γιώργος Κοροπούλης, μαθητής του ρίγους της αράδας του αγγλοσάξονος μοντερνισμού, γνώστης και σπουδαστής των ποικιλιών της ελληνόφωνης συντεχνίας, θέτει στανικά, προκλητικά κι αξέχαστα τις μορφές που τον πλανούν εντός κι εκτός της ποίησης εντός κι εκτός του ποιήματός του. Το βιβλίο αφθονεί σε περιγραφές και χρήσεις της ένδον αρχειοθήκης του συγγραφέα του, με αναφορές λόγιου ύψους και χθαμαλού σκώμματος προς τον ίδιο τον ποιητή και τη δύναμη της γραφής του, τον χώρο που τον περιφράσσει και αναζωογονεί, τους ανθρώπους π’ αγαπά, σμίγει κι οχυρώνεται.

βγήκε ο νέος μ’ ένα ζάρι κι ήταν σκακιέρα, άβατο, you brought
a life to a punfight, κι άλλα τέτοια άνοστα και βόγκηξα
ὤλετο, ὤλετό μοι νόστος,

σαν εβδομηντάχρονος που πόνταρε τη σύνταξη σ’ ένα παράλογο,
δούρειος τοὔνομα, πέρσι τέτοιες μέρες

Πρόκειται για ένα αναμέτρημα, μία ηθελημένη βάσανο που θέτει ο πλάστης επί του εαυτού του, ένα στοίχειωμα των προγονικών μορφών που επιτελεί, το οποίο αυτόνομο έχει βέβαια την καταβολή του – το μεγαλύτερο ίσως μέρισμα του στοιχήματος του μοντερνισμού αφορά την αδυναμία αλλά και την οριακότητα της γλώσσας να κινηθεί εμπρός, βεβαρημένη νευρωσικά ή μοιραία ή παράλογα απ’ το αμάρτημα της βαθιάς της γνώσης, την κατάρα της ενδυνάμωσής της. Ο ποιητής φθάνει ταλαντούχος, μπροστάρης και ικανός, αλλά τρομοκρατημένος ενώπιον μιας διαμόρφωσης που δεν γίνεται να εκκίνησε ο ίδιος. Οι θεωρητικές και λογοτεχνικές στροφές αυτού του ιδεασμού (γύρω από τον Χάρολντ Μπλουμ, τη βιβλική σκευή που ο Αυτιστικός Θεός παραλλάσσει, τον εικονικό πατέρα Δημήτρη Αρμάο που το πόνημα αφιερούται) είναι και οι ίδιες στοιχεία της βούλησής του να καταφέρει να ολοκληρωθεί, να τοποθετήσει τον ποιητή και το ποίημα σ’ έναν καθιερωτικό άξονα μιας απαρακίνητης πλέον εκφοράς. Τέτοιας, που η ποίηση να ριζώσει κι η μελωδία της ν’ αποδεσμευτεί απ’ την αντίπαλο λήθη κι απαξία.

Η πραγματολογική και θυμητική αυτή διαστολή δεν λήγει όμως σε μια κορφούλα ανάκλησης και μόνον· η παρορμητική διακωμώδηση που ασκεί ο Μαύρος, υπό τις μορφές της ειρωνείας, του λεκτικού τρικλοποδισμού, της εν παρόδω και άκαιρης αναφοράς, και μιας αναμφιβόλως αυτοσαρκαστικής φιλαρέσκειας χαρακτηρίζουν ίσως εντονότερα από κάθε άλλο συστατικό τους αρμούς του συνθετικού του πυρήνα. Πέραν από τη διάσπαση που εύλογα ίσως απαιτεί η εξεικόνιση ενός βαρέος και ολέθριου εν τέλει κόσμου, η πολύτροπος παρωδία του Μαύρου γλείφει ανύποπτα και κάτι απ’ τον βυθό της κόλασης, κάτι απ’ το βλοσυρότερο συνειδησιακό κατώφλι.

Λοιπόν, ήμουν στη γη της βίας μόνος
Και με κοιτούσε ο ουρανός με φρύδια
Χλευαστικά· γι’ αυτό σαν άλλος χρόνος

Μ’ ένα δρεπάνι του ‘κοψα τ’ αρχίδια
Και πέσανε στο κύμα –ένας τόνος–
Και… τα θαλάσσωσα. Πάλι τα ίδια.

Η συγκατάβαση της ζωής του Αδάμ, η αισθητική κι αισθησιακή του δικαίωση μέσα στο ποίημα, θα έρθει, μετά τη γένεση και την ενοχή, όταν διακρίνει και περιαδράξει τη μορφή του ερωτικού ξεσπάσματος, δηλαδή της Γλώσσας του, δηλαδή της έτερής του Εύας. Αυτή είναι που τον ολοκληρώνει και μεθέχει, ή έστω δύναται να το υποσχεθεί, δύναται να πείσει για την αληθινότητα των κόπων και οδυνών του που μοίρα του Αδάμ είναι να εξισώνει (ήτοι, να ποιεί). Στο τμήμα αυτό υπεισέρχονται όλες οι δυνάμεις και ορμές ποιητή και μετα–ποιητή για να καταφέρει να αντέξει, να σταθεί γινωμένος μπρος στο πλάσμα που ο ίδιος πλέον ποίησε και τον ίδιον πλέον απειλεί να ξεσηκώσει ή ισοπεδώσει.

Καθόλα οργασμικός και ταραχώδης, θα συνουσιαστεί, θ’ ανταποκριθεί, θα εξακτινώσει τις ιδιότητες και τη διάνοιά του πάνω στο σώμα της έκπληξης και του διφυούς μονολόγου που η ποίηση, τώρα, εγκαθιστά και δείχνει Νέα Γη.

Πρόκειται, θεωρώ, για ένα σοφό βιβλίο, ή, αν θέλουμε να το πούμε κατά το κοινότερο, ευφυές, ένα βιβλίο που στοχεύει πολύ τολμηρά στην κίνηση του αναγνώστη και συνδιαλεγομένου του. Τα ψηλαφητά τοιχώματα της συμπάθειας του Μαύρου προς τον κόσμο που τον γέννησε και έταξε την ποιητική του πράξη είναι σημάδια που διογκώνονται όσο αποκαλύπτεται περισσότερο παιγνιώδης κι αποφασισμένος να φτάσει το ποίημα ώς εκεί που ο σταθμός της σκέψης του ορίζει· την επαλήθευση του κάματου, και του κάματου όσων τον εξόπλισαν, να κινηθεί το λιθαράκι από τον κρημνό στη νέα χώρα.

Ο Αδάμ προδιέγραψε τη ζωή του ώστε να την καταστήσει
παρελθόν. Με αυτόν τον τρόπο, η γλώσσα διέρρηξε τη ζωή – εννοώντας
ότι έλαβε την απαραίτητη απόσταση και βρήκε τις λέξεις.
– Σχολιασμός ΙΙ

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

ΠΗΓΗ: https://frear.gr/?p=32674&fbclid=IwAR1EfooQAVXtBmCf6SceIWQcdDoG7MUAxlpRw_ASp57V-CFP8tOu6lV3yfo

Δεν υπάρχουν σχόλια: