Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» και της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών
Πόσες φορές δεν μας έφεραν τα βήματα μας, τόσο εμάς του κύκλου των λογοτεχνών όσο και εσένα τον ίδιο αγαπητέ μου αναγνώστη απο εκείνη την πλευρά των Εξαρχείων όπου στέκει εκείνο το εμβληματικό αρχοντικό. Το αρχοντικό αυτό, το επί των οδών Οικονόμου και Κουντουριώτη μου έκανε πάντοτε εντύπωση. Πάντοτε διατηρούσα την εντύπωση πως εκεί και δίχως να το γνωρίζω επακριβώς, έζησε κάποιος σημαντικός άνθρωπος.
Δεν ορίζω την αξία των ανθρώπων με τον πλούτο. Όμως εδώ δεν μιλώ για την υλική αξία των πραγμάτων που ούτως ή άλλως η μοίρα τους είναι να είναι θνητά όπως και αυτοί που τα δημιούργησαν. Μιλώ για την αδιόρατη αίσθηση του χώρου, πως εκεί κάποιος σημαντικός έδρασε και στην περίπτωση μας πέθανε, αφήνοντας πίσω του το ενεργειακό του στίγμα, για όσους τουλάχιστον μπορούν να το αφουγκρασθούν, μέσα σε μία πολύβουη μεγαλούπολη που σαν ένα τερατούργημα νοητό, καταπίνει τα πάντα αδιάφορα και αδιάκοπα.
Η πρώτη μου εντύπωση απο αυτό το ερειπωμένο πλέον αρχοντικό που θαρρείς τα κάθε λογής προστατευτικά μέτρα που συνήθως λαμβάνονται σε αυτές τις περιπτώσεις λίγο πριν το οριστικό τέλος, θέλουν να κρύψουν την γύμνια του και το κατάντημα του, ομολογώ πως ήταν ακριβώς αφύσικα και ανεξήγητα σημαντική.
Το αίσθημα που μου γέννησε σαν το πρωτόδα ήταν αυτό που περιέγραψα μόλις πιο πάνω, ένα κτίσμα που κάποτε φιλοξένησε κάποιον σημαντικό άνθρωπο. Αργότερα και περνώντας τα χρόνια, το ξέχασα όπως κάνουμε δεκατίες τώρα όλοι μας. Ως ήρθε και πάλι η ώρα να το ξαναθυμηθώ με αφορμή την εξαιρετική ταινία του κ. Τάκη Σπετσιώτη, μία ταινία ορόσημο για τον νεοελληνικό κινηματογράφο με αναφορά στην ζωή και το έργο του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, το εξαιρετικό «ΜΕΤΕΩΡΟ ΚΑΙ ΣΚΙΑ» του 1985, τίτλος παρμένος απο την αναφορά του Τάκη Παπατσώνη στον Λαπαθιώτη απο την ιστορική «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» δεκαετίες πίσω.
Πόσα να έζησε αυτό το αρχοντικό του τέλους του 19ου αιώνα. Πόσες φωνές, γέλια, χαρές, τραγούδια να ακούστηκαν εκεί. Πόσοι σημαντικοί άνθρωποι να πέρασαν εκείνο το ερειπωμένο κατώφλι και τις πόρτες του. Πόσα ρεσιτάλ πιάνου, πόσα Balle Masque, τι συγκινήσεις όμορφες της Belle Epoque, τι συνταρακτικά γεγονότα όπως αυτό των Βαλκανικών πολέμων, της Μικρασιατικής καταστροφής μα και της Κατοχής. Μα και τι θρήνος, πόσα δάκρυα, τι πόνος για μιά ευαίσθητη ψυχή όπως αυτή του Λαπαθιώτη, που στο τέλος της ζωής του κατήντησε φάντασμα του ίδιου του του πρότερου εαυτού όπως και αυτό το σπίτι και που εκεί μία κρύα νύκτα των αρχών του Γενάρη του 1944, έβαλε τέλος στην ζωή του.
Θαρρείς δέ, πως με την πιστολίά εκείνη που ακούστηκε στην ερημική, φοβισμένη, πεινασμένη γειτονιά της κατοχής των Εξαρχείων εκείνο το παγωμένο βράδυ του 44, τέλειωσε μιά ολάκερη εποχή. Αν οι εποχές είναι οι άνθρωποι, ο Λαπαθιώτης εσήμανε το τέλος του αισθητισμού, του έντονου ρομαντισμού, του μεσοπολέμου και την απαρχή νέων πραγμάτων (σε καμιά περίπωτση καλύτερων υφολογικώς) για τα νεοελληνικά μας γράμματα, που τα πνίγει θαρρείς η θολοκουλτούρα και η αταλαντοσύνη όλων αυτών των αχρείων που λυμαίνονται την ιερή τέχνη της συγγραφής και ιδιαίτερα του ποιοτικού ποιητικού λόγου και που ο Λαπαθιώτης ο ίδιος είχε αρχίσει να κατανοεί πως έρχονται. Έρχονται για να διαλύσουν τα πάντα στις δεκαετίες που ακολούθησαν και που ζούμε.
Και εμείς ; που είμαστε εμείς εμπρός σε όλη αυτή την εγκατάλειψη την ομορφιάς ; τι ρόλο παίζουμε επιτέλους ; τον ρόλο του αδιάφορου που αφήνει κάθε τι όμορφο να χαθεί μόνο του με βοηθό τον πανδαμάτορα χρόνο ;
Το αρχοντικό αυτό, έχει κυρηχθεί διατηρητέον δήθεν απο το 1984. Πέρασαν κοντά σαράντα χρόνια και είναι ακόμη διατηρητέον κατά το γνωστό “ουδέν μονιμότερον του προσωρινού”.
Διατηρητέον ως ο χρόνος να το ρίξει κάτω και να έλθουν τα φορτηγά και οι εκσκαφείς δια τα περαιτέρω.
Έγραψα όπως και αρκετοί άλλοι φαντάζομαι όλα αυτά τα χρόνια στο Υπουργείο Πολιτισμού. ΟΥΔΕΙΣ απήντησε ούτε καν τυπικά, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. ΜΕ και ΜΑΣ αγνόησαν επιδεικτικά ή ίσως απο μία αδιόρατη ντροπή.
Το προόριζαν για πνευματικό κέντρο των Εξαρχείων άκουσα, μα
αναγκάζομαι να παραφράσω τον τίτλο του αστυνομικού μυθιστορήματος του Γιάννη Μαρή, το γνωστό στους παλαιότερους «Η εξαφάνιση του Τζόν Αυλακιώτη», προκειμένου να τονίσω το γεγονός της προφανούς γραφειοκρατικής (δεν γνωρίζω και δεν με ενδιαφέρει) εγκατάλειψης, ενός τόσο σημαντικού κτίσματος, του αρχοντικού του Λαπαθιώτη που όπως και με την οικία Παλαμά, παραμένουν ερειπωμένα και αφημένα στην τύχη τους και στην θύελλα του χρόνου.
Σας ερωτώ και συνάμα σας και με ΚΑΤΗΓΟΡΩ.
ΓΙΑΤΙ αφήσαμε την ομορφιά να μας εγκαταλείψει;
ΓΙΑΤΙ πολεμούμε οτι όμορφο, οτι άξιο σε αυτόν τον δύσμοιρο τόπο ;
ΓΙΑΤΙ δεν μας ενδιαφέρει οχι μόνον το πως θα ζήσουμε αλλά και το να ζήσουμε υπό όρους ευ ζείν ;
ΓΙΑΤΙ μάθαμε να υπάρχουμε απλώς, να αναπνέουμε αλλά να μην ζούμε επί της ουσίας και να αφήνουμε οτι αξίζει να χαθεί σε αυτόν τον οχετό της ασχήμιας που μας περιβάλλει και μείς τον υπομένουμε δίχως καμιά διαμαρτυρία ;
Παρακαλώ (και δεν ξέρω αν η λέξη είναι η σωστή εν τοιαύτη περιπτώσει) όλους τους ανευθυνουπεύθυνους σε τούτο τον τόπο, να κάνουν κάτι για το ζήτημα. Να μην αφήσουμε ακόμη μία όαση ομορφιάς να χαθεί, να σβήσει, να τερματίσει με αυτόν τον άδοξο τρόπο.
Το οφείλουμε τόσο στον Λαπαθιώτη (που πολλοί ίσως θα νομίζουν οτι θα είναι και...αθλητής σε κάποια ομάδα, διότι αυτοί είναι δυστυχώς ή ευτυχώς και μόνον οι σημερινοί μας ήρωες, δίχως να απαξιώ την αξία του αθλητισμού μα δεν τον θεωρώ σημαντικότερο του πνεύματος επουδενί), όσο και σε εμάς τους ίδιους.
Ας κοιταχτούμε στον καθρέπτη. Ας αγαπήσουμε περισσότερο την αξία της ζωής . Ας υποταχθούμε στην ομορφιά αυτού του κόσμου, μέσα σε μιά ζωή που αξίζει να την ζείς.
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος
Member of Performing Rights Society - London - U.K.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου