3.2.22

Μαριαλένα Σπυροπούλου Τι ιστορίες λέμε για να κοιμίσουμε το τραύμα μας;


«Καθένας έχει να πληρώσει τη δική του εισφορά
στον ψυχικό πόνο, στο πένθος των ερώτων
και των απογοητεύσεων,
και γι’ αυτόν που δεν τολμά να το επωμισθεί
θα υπάρξει κάποιος άλλος
που θα πρέπει να το κάνει στη δική του θέση»

Paul-Claude Racamier

Συνήθως ζούμε το παρόν μας και αυτή είναι η μόνη αδιάσειστη αλήθεια που έχουμε να αντέξουμε και να διαχειριστούμε. Ένα από τα προβλήματα της εποχής είναι ότι σκεφτόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μοναδικό ον, αυτόνομο, αυτόφωτο, αυτοφυές και ανεπανάληπτο. Δυσκολευόμαστε να βρούμε τις συνδέσεις με το παρελθόν, πολλές φορές αυτό στέκει ανερμήνευτο. Ή ακόμα μας είναι και παντελώς αδιάφορο. Πολλές φορές ακούγεται στα ψυχαναλυτικά γραφεία η λέξη «εγώ δεν γεννήθηκα, φύτρωσα». «Φύτρωσα» αντί του ρήματος «γεννήθηκα» από δυο γονείς, που σημαίνει ότι απαρνιέμαι την προέλευση. Γιατί γεννιέμαι σημαίνει προέρχομαι, ακολουθώ, συνδέομαι με μια γραμμή, μια οικογενειακή ιστορία, μοιάζω, φέρνω γονίδια κοινά, ύψος, χρώμα ματιών, παθήσεις αλλά και ψυχικά χαρακτηριστικά, άλλου είδους συνδέσεις, μέχρι και το μοιράζομαι κοινές ιστορίες ή πονάω από κοινά τραύματα. Όσο πιο τραυματική είναι μια οικογενειακή ιστορία τόσο πιο δύσκολο είναι να δει κάποιος τις συνδέσεις. Έτσι το ρήμα «φύτρωσα» έρχεται σαν μια ανακουφιστική αποκοπή, μια παρθενογένεση που ψευδαισθητικά μηδενίζει το βάρος της ιστορίας. Μηδενίζει όμως και τα ίχνη του παρόντος.

Πόσο δύσκολος είναι ο πόνος; Και μάλιστα ο πόνος για τον οποίο δεν έχουμε εμείς καμία μα καμία γνώση ή βιωματική σχέση; Πώς τελικά πορευόμαστε στο παρόν μας και πώς χτίζουμε το μέλλον μας εάν δεν κοιτάξουμε το παρελθόν μας; Τι ιστορίες λέμε για να αποκοιμηθούμε;

Δεν είναι τυχαίο που τα παραμύθια σήμερα απευθύνονται μόνο σε παιδιά. Δείχνει κάτι από τη λαογραφική και ιστορική μας έκπτωση. Όσοι έχουν ασχοληθεί επισταμένως με τα παραμύθια, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η πρώτη αποστολή του μύθου και της παραμυθίας ήταν να φροντιστούν οι ενήλικες. Να συγκεντρωθούν σε έναν χώρο ζεστασιάς και μυσταγωγίας, να ακουμπήσουν ο ένας στον άλλον, να ξεχαστούν από τον κάματο και τις αγωνίες της ημέρας και να ηρεμήσουν τους εσωτερικούς τους δαίμονες. Να παραμυθιαστούν με την έννοια της παρηγορίας, γιατί η ζωή ήταν ανοιχτή στο αβέβαιο. Έτσι ο άνθρωπος απλωνόταν στα στοιχειά της φύσης και αντιλαμβανόταν στην απεραντοσύνη της νύχτας τα ανθρώπινά του όρια, ερχόταν σε επαφή με τον φόβο της θνητότητας και του παράλογου. Μέσα του υπήρχε πάντα ένα παιδί που ένιωθε ατρόμητο αλλά και φοβισμένο. Τα παραμύθια εμπεριείχαν όλα τα ετερόκλητα στοιχεία, τους δαίμονες και τους άγγελους, τον θάνατο και τη φθορά, τον τρόμο και τη σαγήνη, τη σεξουαλικότητα και τον νόμο της απαγόρευσης. Δίπλα στο τζάκι, κατάκοποι από την κούραση της ημέρας, με τη φωτιά που έδωσε ως δώρο ο Προμηθέας στους ανθρώπους, παλινδρομούσαν στον παιδικό τους εαυτό και αποκοιμιόντουσαν. Για να ξυπνήσουν πάλι το πρωί μεγάλοι και να αδράξουν τη μέρα.

Με τους αιώνες που πέρασαν οι μεγάλοι απώλεσαν την ανάγκη να αφηγούνται, να ακούνε και να εφευρίσκουν παραμύθια, αυτά αφορούσαν πλέον μόνο τα παιδιά. Στην εξέλιξη του είδους αποφλοιώθηκαν από τα πλούσια, ποικίλα νοήματα, βγάζοντας έξω τους δαίμονες και τη φθορά, τα παραμύθια σήμερα τείνουν πολύ συχνά να γίνονται αδιάφορα προς την παιδική ψυχοσύνθεση που εμπεριέχει τον φόβο και το έλεος. Πάλι οι μεγάλοι, ως συγγραφείς παραμυθιών αυτή τη φορά, οδηγούν από τις δικές τους ενδεχομένως ανεπεξέργαστες ανάγκες τα παιδιά σε μια απομάγευση του κόσμου. Οδηγούν από περίσσιο πόνο και διάχυτο φόβο τα παιδιά σε μια πολιτικώς ορθή κοινωνία, όπου στους κόλπους της δεν υπάρχουν αντιφάσεις. Οι καλοί είναι καλοί και οι κακοί κακοί, έξω από εμάς, αναγνωρίσιμοι και αποφευκταίοι. Μέσα από μια τέτοια διαδρομή πολιτισμικής ενηλικίωσης, πώς το παιδί που γίνεται ενήλικας και οδηγείται μέσα από δυσκολίες στην ψυχοθεραπεία, να αντέξει να στοχαστεί τους καλούς κατά τ’ άλλα γονείς του που τον έφεραν σε ένα αδιέξοδο; Πώς να πάρει απόσταση από τον εαυτό του, που δεν είναι μόνον καλός; Πόσο πιο εύκολο είναι τελικά να πει ότι δεν γεννήθηκε, ότι «φύτρωσε»; Δεν ακολουθεί καμία ιστορική γραμμή αφήγησης, δεν συνδέεται και δεν συνδέει. Έτσι δεν φέρει ευθύνη για την ιστορία του, που είναι ιστορία και των προγόνων του. Γιατί το ζήτημα στο τέλος της διαδρομής δεν είναι η αναζήτηση του κακού στο παρελθόν και ο μηρυκασμός αυτού, αλλά η συνειδητοποίηση, η ωρίμανση που φέρνει και η ανάληψη της ευθύνης για το υποκείμενο στο εδώ και στο τώρα.

Όταν έλαβα την πρόσκληση να μιλήσω για το βιβλίο του Μπένη Νατάν με τίτλο Το μέλλον ήταν στο παρελθόν του απόρησα. Αναρωτήθηκα ποια θα έπρεπε να είναι η θέση μου, ως τι με καλούσαν μιας που ούτε ιστορικός είμαι, ούτε ειδικός επί του Ολοκαυτώματος, ούτε γράφω μυθιστορήματα σχετικά με την ιστορία. Ζήτησα, λοιπόν, πρώτα να το διαβάσω. Με την ανάγνωση του βιβλίου ένιωσα ότι ο συγγραφέας μού έστελνε ένα μήνυμα. Μου ζητούσε μέσα από τη δική του διαδρομή να συνδεθώ με το τραύμα του, που δεν ήταν μόνον δικό του αλλά και δικό μου.

Ο Racamier έλεγε ότι κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τον ψυχικό πόνο. Εάν δεν τον αποδεχθούμε εμείς, μπορεί να είναι κάποιος άλλος που ασυνείδητα θα το κάνει αντί για εμάς. Τα παιδιά είναι πολύ δεκτικά στο να παίρνουν επάνω τους τα δικά μας φορτία σε εκκρεμότητα. Έτσι συνειδητοποίησα ότι το βιβλίο του Μπένη Νατάν είναι η ιστορία ενός πατέρα που η ζωή του κόπηκε στα δύο και η ιστορία ενός γιου που έχει γίνει από καιρό πατέρας και που για να προχωρήσει έπρεπε να βρει μέσα του ξανά τον πατέρα του και να ξαναζήσει το τραύμα του. Ένιωθα ότι αυτή η ιστορία ήταν η ιστορία της ενηλικίωσης του ίδιου του συγγραφέα, που δεν έζησε Ολοκαύτωμα αλλά έζησε ένα μεγάλο κενό που θα μπορούσε ενδεχομένως να τον έχει ρουφήξει.

Στο βιβλίο του Μπένη Νατάν Το μέλλον ήταν στο παρελθόν του διαβάζουμε την ιστορία του Μωύς. Του Μωύς που έφτιαξε μια ευτυχισμένη οικογένεια με γυναίκα και κόρες και μια αποδοτική επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ένας άνδρας που τα κατάφερνε στη ζωή του. Μέχρι που όλη η οικογένεια μεταφέρθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης εξαιτίας της εβραϊκής τους καταγωγής. Όλοι βασανίστηκαν και πέθαναν, εκτός από εκείνον. Η οικογένειά του ξεκληρίστηκε και μόνος εκείνος με τον αδερφό του πήραν τον δρόμο της επιστροφής ως επιζήσαντες. Τι σόι ζωή θα ήταν από εδώ και πέρα για έναν τσακισμένο άνδρα όπως ο Μωύς; Όμως, επειδή όπως και στα παραμύθια, έτσι και στην πραγματική ζωή, η ορμή και η δύναμη της επιβίωσης είναι καταλυτικά, ο Μωύς ήθελε να ξαναζήσει. Να ξανανιώσει το αίμα του ζεστό μέσα στις φλέβες του, να ερωτευτεί, να σηκωθεί από τις στάχτες του, να ξαναδημιουργήσει. Δημιούργημά του ο Μπένης. Ο υιός που ήρθε μετά την Καταστροφή. Ο Υιός που θα συνέχιζε την ιστορία του πατέρα. Θα συνέχιζε άραγε και το τραύμα;

Γι’ αυτό διαβάζοντας την ιστορία του Μωύς, διάβαζα και την ιστορία του Μπένη. Ο Μωύς έζησε την απόλυτη τραγική ιστορία. Πήγε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στην επιστροφή στη Θεσσαλονίκη προσπάθησε να ξαναστήσει τη ζωή του. Να βρει με ποιον τρόπο θα ζήσει τη ζωή του, μια ζωή η οποία κόπηκε στα δύο. Πριν τα στρατόπεδα ήταν ένας άλλος άνθρωπος, οικογενειάρχης, χαρούμενος, υπεύθυνος, ζωντανός. Μετά όμως; Ποιος απέμεινε μετά; Το μετά αφορά τον Μπένη, τον συγγραφέα του βιβλίου. Ο Μπένης είναι ο γιος που κάνει ο Μωύς στα 57 του χρόνια. Είναι η προσπάθεια επανένταξης, αναζωπύρωσης του αισθήματος της ζωής. Ο Μπένης όμως, όπως και κάθε παιδί που γεννιέται, δεν γνωρίζει τίποτα για τη μοίρα που κουβαλά ο πατέρας του. Σαν τις τρεις μοίρες πάνω από το κρεββάτι του, η ιστορία των γονιών καθορίζει εν πολλοίς το μέλλον των παιδιών τους. Διαβάζοντας το βιβλίο του Μωύς είδα το παιδί μέσα στον συγγραφέα. Και θυμήθηκα ξανά το πολύ σημαντικό βιβλίο της Alba Marcoli με τίτλο Το παιδί που χάθηκε και ξαναβρέθηκε.

Η Ισραηλινή ψυχαναλύτρια, όπως παραθέτει η Marcoli στο βιβλίο της, Yolanda Gampel αναφέρεται στη Michal, μια επτάχρονη από το Ισραήλ που ξαφνικά εμφάνισε μια σοβαρή διαταραχή μνήμης. Υπήρξε ένα παιδί ευαίσθητο, έξυπνο, με πλούσια φαντασία που έφτασε να μη μπορεί να θυμηθεί τα μαθήματα που είχε στο σχολείο ή τα λόγια που είχε πει το προηγούμενο βράδυ. Μερικές φορές έπεφτε σε μια κατάσταση «αφαίρεσης» και όταν ξυπνούσε από τον λήθαργο βρισκόταν σε μια σύγχυση, μη γνωρίζοντας πού ήταν ή τι είχε κάνει. Όταν η αναλύτρια πληροφορήθηκε τα συμπτώματα του κοριτσιού από τη μητέρα του, ζήτησε ένα λεπτομερές οικογενειακό ιστορικό. Η μητέρα ομολόγησε: «Ο σύζυγός μου βρέθηκε στο γκέτο της Βαρσοβίας από μικρός και στη συνέχεια σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά δεν συζητήσαμε ποτέ γι’ αυτό με τα παιδιά. Πώς θα μπορούσε η Michal να γνωρίζει; Ο σύζυγός μου αναφέρει ότι ήρθε στο Ισραήλ από μικρός και κανείς δεν τον ρώτησε ποτέ για το παρελθόν του. Όταν ο πατέρας έμαθε τα όσα διηγήθηκε η Michal στη θεραπεύτρια αναστατώθηκε πολύ και συγκινήθηκε από τον μυστηριώδη συντονισμό της μικρής με τα δικά του παιδικά συναισθήματα. Θυμήθηκε ότι στην ηλικία της κόρης του έπεσε σε μια ομαδική σύλληψη και βρέθηκε στο γκέτο και στο στρατόπεδο και άρχισαν και για εκείνον τα κενά μνήμης. […] όταν άρχισε να αντιλαμβάνεται τη σχέση ανάμεσα στα δικά της κενά μνήμης και εκείνων του πατέρα, η Michal κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πλέον να είναι απούσα από την ίδια της τη ζωή, όπως ήταν ο πατέρας τότε από το τραυματικό παρόν του».

Υπάρχει ένα κρυμμένο και συχνά χαμένο παιδί στον καθένα από εμάς τους ενήλικες, που μπορεί ξαφνικά να ενεργοποιηθεί, δίχως εμείς να το καταλάβουμε, και να επηρεάσει ασυνείδητα τη συμπεριφορά μας και τις σημαντικές συναισθηματικές μας σχέσεις, ιδιαίτερα με τα παιδιά μας. Σε αυτήν τη γραμμή ο Μπένης Νατάν αναφέρει ένα περιστατικό του βάρους και της οδύνης που ένιωσε όταν χώριζε από τη γυναίκα του και έπρεπε να αφήσει τα παιδιά του να ζήσουν με τη μητέρα τους. Ενεργοποιήθηκε μέσα του μια τεράστια ανεπεξέργαστη οδύνη και στην περιγραφή της, μια φίλη του με την οποία το μοιράστηκε, ένιωσε τον καημό του και του είπε «στη μητέρα τους τα αφήνεις, όχι στο Άουσβιτς». Αυτός ο πόνος ήταν δικός του, αλλά κυρίως ήταν ο πόνος του πατέρα που «άφησε» τα πρώτα του παιδιά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Όπως αναφέρει η Marcoli, η επιθυμία του παιδιού να αγαπιέται και να θαυμάζεται από τον γονιό είναι τόσο έντονη που αφομοιώνει οτιδήποτε του φαίνεται απαραίτητο για να το πετύχει.

Έτσι και ο Μπένης μέσα από τον βαρύ και σοβαρό πατέρα αναζητούσε να βρει τι συνέβη και στερήθηκε και αυτός έναν πατέρα. Διότι η πατρική λειτουργία όπως και η μητρική κάμπτεται, γίνεται αδύναμη, όταν ο ίδιος ο άνθρωπος λυγίζει μέσα από το βάρος της ψυχικής νόσου ή του ανείπωτου τραύματος. Διότι η απώλεια παραμένει παρούσα και κανείς δεν μπορεί να υποκριθεί ότι δεν συνέβη. Ιδίως σε περιπτώσεις αρνητικής ψευδαίσθησης, προσπάθειας δηλαδή άρνησης του τραυματικού, το ψυχικό σβήσιμο είναι ακόμα μεγαλύτερο. Και έτσι γεννιέσαι, μεγαλώνεις και κάτι λείπει. Και δεν ξέρεις τι είναι αυτό. Δεν ξέρεις πώς να ανασυστήσεις το κενό. Και εάν δεν μπορέσεις να ανασυστήσεις τον κόσμο με λέξεις, γεγονότα, πληροφορίες και βίωση, τότε δεν μπορείς να συνδεθείς με τη μοίρα σου. Πώς να συνδέσει ο Μπένης Νατάν το ανυπόφορο που βίωνε όταν χώριζε και έδινε τα παιδιά στη μητέρα τους; Πώς να συνδεθεί με τη μοίρα της εγκατάλειψης, αν δεν συνειδητοποιήσει πόσο ταυτισμένος ήταν με το αίσθημα της εγκατάλειψης που βίωνε ο πατέρας; Την ενοχή ότι εγκατέλειψε τα πρώτα του παιδιά και μόνον αυτός σώθηκε; Πώς να γίνει μοίρασμα αυτή η ενοχή;

Πώς διαχειριζόμαστε άραγε χωρίς παραμυθία την εξωτερική πραγματικότητα; Δεν έχει θέση η παραμυθία σε αυτή την πλευρά της ζωής μας; Δεν έχει ανάγκη ο άνθρωπος από παρηγοριά; Δεν ζει μέσα του το παιδί που υπήρξε; Γιατί ο ενήλικας φαντάζεται τον εαυτό του μόνον ως ενεργών υποκείμενο και όχι ως στοχαστικό, αναπολών; Η λογοτεχνία δεν έχει αυτή τη θέση στη ζωή μας; Να δημιουργήσει τις συνδέσεις με την ανθρώπινη ιστορία; Το πραγματικό δεν ενέχει πολλαπλές και αθέατες πλευρές; Το παραμύθι είναι το πρώτο που ανοίγει το παράθυρο στο αθέατο, στο μυστικό, στο ανείπωτο, στο τρομακτικό. Συνδέει τα διαγενεακά μυστικά, φέρνει το παρελθόν στο παρόν για να βελτιώσει το μέλλον.

Η ανθρώπινη ζωή ενός υποκειμένου δεν είναι κάτι άλλο από την παράλληλη προσπάθεια αυτονόμησης αλλά και επανασύνδεσης με μια σειρά από οικογενειακές ιστορίες και ζωές που έζησαν, ανέπνευσαν, επένδυσαν και έκλαψαν πριν και κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κάθε άνθρωπος κουβαλά το μικρό ή το μεγάλο του φορτίο που δεν ελαφραίνει απαραίτητα όσο περνούν οι γενιές. Πολλές φορές, όπως αναλύει ο Serge Tisseron στο βιβλίο του Οικογενειακά μυστικά, το φορτίο δεν είναι δικό μας. Και πρέπει για να ζήσουμε τη δική μας ζωή μέσα από τη μοίρα μας, να αντέξουμε να δούμε μέσα από την αναδρομή ή την ψυχοθεραπεία τις κλωστές που ύφαναν το δέρμα μας. Ποιες έρχονται από πολύ μακριά, ποιους πόνους άλλων κουβαλάμε; Τα στοιχειά άλλωστε δεν ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού, είναι η καθημερινή εγκατάσταση του ασυνειδήτου μας, που αποθηκεύει, εγγράφει, ποτίζει και συγκεντρώνει κάθε λογής βίωμα, ήχο, άρωμα, λέξεις, δύο και τριών γενεών.

Αυτήν την επεξεργασία κάνει με το βιβλίο του ο Μπένης Νατάν. Φέρνει στην επιφάνεια τραύματα του ίδιου μέσα από το τραύμα του πατέρα. Αποκαλύπτει μυστικές πλευρές, στιγμές που άλλαξαν τον ρου της ατομικής και οικογενειακής ιστορίας, όπως το περιστατικό με τον πατέρα του και τον θείο του που έμεινε καλά κρυμμένο μέχρι το τέλος της ζωής του θείου. Ο Μπένης Νατάν με αυτό το βιβλίο του συγχωρεί ο ίδιος τον πατέρα του. Παρ’ όλο που ο θείος του στο τέλος του ζητά να τον συγχωρέσει, παρ’ όλο που η λαχτάρα για τον πατέρα του ήταν ανείπωτη, εντούτοις μια πλευρά του βασανίστηκε από τον βασανισμένο πατέρα. Κανένας γιος και καμία κόρη δεν ανθίζουν όταν ο πατέρας δεν έχει γερές πλάτες να βάλει στο οικοδόμημα. Και όσο και εάν οι πράξεις μας καταδηλούν ότι η ζωή συνεχίζεται και πρέπει να συνεχιστεί, θα συνεχιστεί μόνον όταν θυμηθούμε και όχι όταν ξεχάσουμε.

Όλοι συγγενεύουμε σε αυτό το ταξίδι. Το Ολοκαύτωμα ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα. Ο εμφύλιος για εμάς τους Έλληνες είναι ακόμα μια ανοιχτή πληγή για πολλές οικογένειες, αλλά και άλλα μικρότερα και μεγαλύτερα δράματα της Ιστορίας επηρεάζουν τον ανθρώπινο ψυχισμό. Άλλωστε ο χρόνος του τραύματος είναι διαφορετικός από τον εξωτερικό χρόνο, παίρνει τον δικό της καιρό η επούλωση.

Μεγάλωσα με έναν πατέρα που είχε πατέρα έναν αγνοούμενο. Αυτό το κενό στην καρέκλα, το πουκάμισο που έμεινε αδειανό, χωρίς ταφή, χωρίς σώμα είναι κάτι που δεν μπορεί εύκολα να επουλωθεί. Και πέφτει ίσως σε μένα ο κλήρος να ανασυστήσω την ιστορία. Και όπως και ο Μπένης Νατάν είχε ανάγκη να πάει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να δει τα ονόματα των συγγενών του αφού δεν είχε δει ποτέ τα σώματά τους, έτσι και εγώ έχω ανάγκη να βρω τις λέξεις για να πω ότι όσο αντέχουμε το τραύμα μας τόσο παραμένουμε ζωντανοί. Και όσο παραμένουμε ζωντανοί τόσο θα φροντίζουμε να παραμένουμε ανθρώπινοι, ακόμα και τραυματισμένοι.

Όσες ιστορίες και να ειπωθούν και να γραφτούν για το Ολοκαύτωμα, πάντα θα χρειαζόμαστε και άλλες. Για να μην ξεχάσουμε ποτέ, ιδίως στις σημερινές εποχές που διανύουμε, ότι το Ολοκαύτωμα σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από ανθρώπους που έχασαν ολότελα την ανθρωπιά τους γιατί δεν είχαν καμία συνείδηση του πόσο βαθιά τραυματισμένοι ήταν οι ίδιοι. Και φαντασιώνονταν την τελειότητα, μια τελειότητα με αποκλεισμούς, εξόντωση και καταστροφές.

Η ζωή δεν θα πάψει ποτέ να είναι επώδυνη, μπορεί όμως να βιωθεί γλυκά και τρυφερά μέσα στην ταπεινότητα και τη γείωση που προσφέρει η συνείδηση των τραυμάτων μας. Για τους δύσκολους καιρούς που έρχονται ας μην το ξεχάσουμε ποτέ αυτό.

[Σημείωση: Ένα μέρος αυτού του κειμένου εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Μπένη Νατάν Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) στο Public του Συντάγματος, στις 8 Δεκεμβρίου 2021.]

⸙⸙⸙

Βιβλιογραφία

  • Μπένης Νατάν, Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2021.
  • Alba Marcoli, Το παιδί που χάθηκε και ξαναβρέθηκε, μετάφραση-επιμέλεια: Β. Παπαδοπούλου – Ε. Τσαμαδού, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2013.
  • Serge Tisseron, Οικογενειακά μυστικά, μτφρ. Ματίνα Βασιλείου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: