23.2.22

Το υφασμάτινο πουγκί, Αθηνά Παπανικολάου


«Δώστε το χεράκι σας», της είπε η έμπειρη νοσοκόμα  της απογευματινής βάρδιας και της παλιάς φρουράς του νοσοκομείου. Ίσα που ακουγόταν η φωνή της μέσα από την στολή αστροναύτη που την κουκούλωνε πατόκορφα. Η πανδημία του φονικού ιού είχε αλλάξει όλα τα πρωτόκολλα νοσηλείας. Έπρεπε να προσέχουν κάθε κίνηση τους. Το παραμικρό λάθος θα στοίχιζε πολλές ζωές. Όλοι

κινδύνευαν, νοσηλευτές, γιατροί αλλά πολύ περισσότερο οι ασθενείς. Πήρε το χέρι της εξαντλημένης γυναίκας, χάιδεψε για δευτερόλεπτα το αφυδατωμένο δέρμα και ψηλάφισε τις φλέβες της σημείο- σημείο, σαν τον χαμένο ταξιδιώτη που ψάχνει στον χάρτη τις συντεταγμένες, να βρει το κατάλληλο σημείο για να βάλει την πεταλούδα. Το φάρμακο έπρεπε γρήγορα να χυθεί στο σώμα, να του δώσει τη δύναμη να παλέψει την καταραμένη αρρώστια που είχε σαρώσει τον πλανήτη.

Πρώτη φορά στην καριέρα της αντιμετώπιζε τέτοια κρίσιμη κατάσταση. Ο φόβος είχε παραλύσει και τα δικά της μέλη, στέγνωναν οι λέξεις πριν καν βγουν από το στόμα. Σκέφτηκε για λίγα λεπτά τα προηγούμενα χρόνια και πέρασαν στα μάτια της οι πλάκες και τα αστεία που έκαναν με τους ασθενείς, οι στιγμές που μαζεύονταν όλες οι νοσηλεύτριες στο δωματιάκι, πίσω από τον προθάλαμο με το γραφείο της προϊσταμένης του τμήματός τους, και μοιράζονταν το κολατσιό και τις εκμυστηρεύσεις. Θυμήθηκε τις γιορτές και τα γενέθλια, τα γεννητούρια, πτυχία, γάμους, εγγόνια, τις ευχές που αντάλλαζαν και τα κουτιά με τα κεράσματα που πηγαινοέρχονταν από χέρι σε χέρι. Και τα κλάματα ανακάλεσε, τις στιγμές που λύγιζαν, όταν χάνονταν για πάντα οι άνθρωποι που φρόντιζαν, ιδίως αν ήταν νέοι. Έδιωξε γρήγορα τις εικόνες από το μυαλό, την πλήγωναν τώρα πια. Τεράστιο δηλητηριώδες ερπετό ο πόνος, απλωνόταν σε όλο το κτήριο και η επιλεγμένη αμνησία ήταν η άμυνά της σ΄αυτόν. Άλλωστε δεν έπρεπε να χάσει χρόνο, κάθε λεπτό είχε βαρύτητα στη φροντίδα της ζωής.   

Βρήκε την κατάλληλη φλέβα, έβαλε την πεταλούδα και ξεκίνησε την έγχυση του ιαματικού υγρού. «Θέλετε λίγο νερό, θέλετε κάτι άλλο, ίσως να μεταφέρω κάτι στους δικούς σας;», ρώτησε τη γυναίκα που την κοιτούσε με βλέμμα που άχνιζε απελπισία από τον πυρετό.

Η ασθενής δεν καταλάβαινε τις εντολές της, δεν μιλούσε τη γλώσσα της νοσηλεύτριας. Μέσα στον πανικό της κατάστασης, κανείς δεν την είχε ενημερώσει πως η εβδομηνταπεντάχρονη, η ανήκουσα σε ομάδα υψηλού κινδύνου, είχε έρθει από την Αλβανία μόλις πριν από πέντε μήνες κι όχι βέβαια για τουρισμό. Για να φυλάει τα εγγονάκια την είχαν φέρει γιος και νύφη και ελάχιστες φορές είχε βγει από το σπίτι. Εκτός από τα «καλημέρα, καλησπέρα, ευχαριστώ» δεν πρόλαβε να μάθει άλλες λέξεις από την καινούρια πατρίδα και τη γλώσσα που αναγκάστηκε να αποκτήσει στα γεράματά της. Όλες κι όλες, τρεις φορές είχε βγει από το σπίτι κι αυτές πάντα με παιδιά και εγγόνια για να τρέχει ξοπίσω τους στο πάρκο, να πίνουν αμέριμνοι οι κουρασμένοι γονείς το καφεδάκι τους. Από τα εγγόνια κόλλησε και τον ιό και έβραζε τώρα στο σιδερένιο κρεβάτι. Κανείς δεν μπορούσε να ΄ρθει δίπλα της, να του μιλήσει, να του πει τι ένιωθε, να την καταλάβει.

 Όλα τα είχε αντέξει, τη διάλυση της πατρίδας της και τη φτώχεια, τη μοναξιά της χηρείας, τον ξεριζωμό και των δύο παιδιών της, γιου και κόρης, τον πόνο όταν τους αποχαιρετούσε μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, τις έρημες γιορτές στο άδειο σπίτι, όλα. Το είχε πάρει απόφαση πως έτσι θα ήταν η ζωή της από δω και πέρα, όση της απέμεινε. Ποτέ της όμως δεν φαντάστηκε πως αυτή θα τελείωνε στο κρύο δωμάτιο ξένου νοσοκομείου και κανείς συγγενής δεν θα της κρατούσε το χέρι στη δική του ζεστή παλάμη. Μια παγωνιά αβάσταχτη κυρίευσε κάθε κύτταρο στο ταλαιπωρημένο σώμα της. Μια μετάγγιση θερμών λέξεων επιθυμούσε η ψυχή της και τρέμοντας σύγκορμη άρπαξε το χέρι της νοσοκόμας και το μετακίνησε προς την τσάντα με τα πράγματά της. Με νοήματα της έδειξε να την ψάξει. Εκείνη κατάλαβε, έβγαλε όλα τα πράγματα από μέσα και ξεχώρισε ένα τετράγωνο, υφασμάτινο, κεντημένο σακουλάκι, ένα πουγκί που κουβαλούσε πάντα η γυναίκα πάνω της. Μέσα είχε φυλάξει λίγο χώμα, λίγα λουλούδια αποξηραμένα και φύλλα δυόσμου από την αυλή της.

Αυτός ήταν ο δικός της θησαυρός, ό, τι κουβαλούσε από τον τόπο της, αθησαύριστος στις επίσημες λίστες των πολύτιμων αντικειμένων.

Η νοσοκόμα παραβιάζοντας για πρώτη φορά τα πρωτόκολλα, το έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της. Τα χείλη της γυναίκας ψέλλισαν ένα αχνό «ευχαριστώ» κι έκλεισαν να ονειρευτούν τα ήσυχα απογεύματα στην πατρίδα, την αυλή με τον δυόσμο και τις γαρυφαλλιές, εκεί που με τις γειτόνισσες έπινε τον απογευματινό καφέ και αναθυμούνταν τα περασμένα. Το φυλαχτό ήταν το εισιτήριο που όλους αυτούς τους πέντε μήνες στον ξένο τόπο της άνοιγε την πόρτα να μπει στο δικό της κόσμο, στη γλώσσα της αυλής, στην αποθήκη με τα φυλαγμένα κειμήλια. Έπρεπε από κάπου να κρατηθεί. Ψέλλισε σαν προσευχή τους στίχους του δικού τους ποιητή «Πώς ν’ αντέξω την ημέρα που με βλέπει με μάτια ονείρου;»*

 Είναι απίστευτο πόσα μπορεί να αποθηκεύσει το μυαλό σε ένα τετράγωνο, μικρό, υφασμάτινο σακουλάκι. Όσα οι άλλοι μα και τα ίδια τα παιδιά της νόμιζαν πως είχαν ξεχαστεί, εκείνη τα ανάσαινε στο χώμα και στα φύλλα της κλειδωμένης αυλής.   

Αυτή η ευωδιά του δυόσμου πίστεψε πως την έσωσε εκείνο το απόγευμα. Αυτό το άρωμα και τα περίεργα σωληνάκια κράτησαν το οξυγόνο στους διψασμένους πνεύμονες της.

Μάλιστα, στην απογευματινή βάρδια μιας νοσοκόμας που διάβασε το βλέμμα της, έμαθε και μια καινούρια λέξη. «Κορίτσι μου» της ψιθύριζε καθώς άγγιζε τις φλέβες και χάιδευε τα μαλλιά της.

«Κορίτσι μου» είπε και στην δική της κόρη τη μέρα που πήγε να την πάρει με το εξιτήριο στο χέρι.

 

*Στίχος από ποίημα του Φατός Αράπι (Από την ιστοσελίδα Φρέαρ)

Ο Fatos Arapi γεννήθηκε το 1930 στο Vlorë, Αλβανία. Σπούδασε οικονομικά στη Σόφια της Βουλγαρίας. Ήταν καθηγητής Ιστορίας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Έγραψε περισσότερα από είκοσι πέντε βιβλία, συμπεριλαμβανομένων έξι ποιητικών συλλογών και πολλών διηγημάτων και μυθιστορημάτων. Μετέφρασε Σαπφώ, Pablo Neruda και Nikola Vaptsarov στα αλβανικά. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Οκτωβρίου 2018.

       

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: