23.6.21

Ο Αγγλος Ασθενής


Άννα Παπασταύρου

Η μεταφορά του στον κινηματογράφο οδήγησε σε μια εμβληματική ταινία που θα μείνει στην ιστορία. Το ίδιο το βιβλίο όμως είναι πραγματικά αξεπέραστο. Ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είμαι ευτυχής που το μετέφρασα. Πιστεύω ότι θα νιώσετε το ίδιο διαβάζοντάς το. (Από τις Εκδόσεις Πατάκη-Patakis Publishers) Δυο αποσπάσματα για να πάρετε μια γεύση (ήταν πολύ δύσκολο να διαλέξω): 

[…] Κάποιες ιστορίες, που ο άντρας αφηγείται σιγανά μες στο δωμάτιο, γλιστρούν σαν το γεράκι από επίπεδο σε επίπεδο. Εκείνος ξυπνάει στη ζωγραφισμένη πέργκολα που τον περιβάλλει, σε μπράτσα θεόρατων δέντρων ξέχειλα από λουλούδια. Θυμάται τα πικνίκ, μια γυναίκα που φιλούσε

σημεία του σώματός του, τα οποία τώρα είναι μελιτζανιά απ’ τα βαριά εγκαύματα. Πέρασα εβδομάδες στην έρημο, ξεχνώντας να κοιτάξω το φεγγάρι, λέει, όπως ένας παντρεμένος άντρας μπορεί να περνάει μέρες χωρίς ποτέ να κοιτάξει το πρόσωπο της γυναίκας του. Αυτά δεν είναι αμαρτήματα αμέλειας, είναι σημάδια ανησυχίας. Τα μάτια του καρφώνονται στο πρόσωπο της νεαρής γυναίκας. Αν κουνήσει το κεφάλι της, το βλέμμα του θα ταξιδέψει δίπλα της και θα χωθεί στον τοίχο. Εκείνη σκύβει μπροστά. Πώς κάηκες; Είναι προχωρημένο απόγευμα. Τα χέρια του πιλατεύουν μια άκρη απ’ το σεντόνι, τα δάχτυλά του το χαϊδεύουν με την ανάστροφή τους. Ένιωσα πως καιγόμουν μες στην έρημο. Βρήκαν το σώμα μου και μου έφτιαξαν ένα βαρκάκι από κλαδιά και μ’ έσυραν σ’ όλη την έρημο. Ήμασταν στη Θάλασσα της Άμμου, κι εδώ κι εκεί διασταυρωνόμασταν με ξεραμένες κοίτες ποταμών. Νομάδες, βλέπεις. Βεδουίνοι. Βούτηξα στο κενό κι η άμμος πήρε από μόνη της φωτιά. Με είδαν να βγαίνω όρθιος, γυμνός, από αυτήν. Η δερμάτινη κάσκα στο κεφάλι μου φλεγόταν. Μ’ έδεσαν με λουριά πάνω σ’ ένα λίκνο, ένα κουφάρι βάρκας, κι άκουγα βαρύ το ποδοβολητό, καθώς έτρεχαν μαζί μου. Είχα διαρρήξει την ανυπαρξία της ερήμου. Οι Βεδουίνοι ήξεραν από φωτιά. Ήξεραν από αεροπλάνα που από το 1939 έπεφταν απ’ τον ουρανό. Κάποια από τα εργαλεία και τα σκεύη τους ήταν καμωμένα από μέταλλο, από διαλυμένα αεροπλάνα και τανκς. Ήταν ο καιρός του πολέμου στα ουράνια. Μπορούσαν ν’ αναγνωρίσουν τον βόμβο ενός πληγωμένου αεροπλάνου, ήξεραν πώς να βρίσκουν τον δρόμο τους ανάμεσα σε τέτοιου είδους «ναυάγια». Ένα μικρό μπουλόνι από πιλοτήριο γινόταν κόσμημα. Ίσως να ήμουν ο πρώτος που έβγαινε ζωντανός από ένα φλεγόμενο όχημα. Ένας άντρας που το κεφάλι του είχε πάρει φωτιά. Δε γνώριζαν το όνομά μου. Δε γνώριζα τη φυλή τους.

 Ποιος είσαι;

 Δεν ξέρω. Αυτό με ρωτάτε συνέχεια.

 Είπες πως είσαι Άγγλος. 

Τη νύχτα δεν είναι ποτέ αρκετά κουρασμένος ώστε να κοιμηθεί. Εκείνη του διαβάζει από όποιο βιβλίο καταφέρνει να βρει στη βιβλιοθήκη του κάτω ορόφου. Το κερί τρεμοφέγγει πάνω από τη σελίδα και πάνω από το πρόσωπο της νεαρής νοσοκόμας που του μιλάει, αποκαλύπτοντας ανεπαίσθητα αυτή την ώρα τον ορίζοντα και τα δέντρα που διακοσμούν τους τοίχους. Εκείνος την ακούει, καταπίνει τα λόγια της σαν νερό. Αν κάνει κρύο, αυτή χώνεται με προσεκτικές κινήσεις στο κρεβάτι και ξαπλώνει δίπλα του. Δεν μπορεί να βάλει καθόλου βάρος πάνω του, χωρίς να του προκαλέσει πόνο, ούτε καν τον λεπτό καρπό του χεριού της. Μερικές φορές, στις δύο τη νύχτα, δεν έχει κοιμηθεί ακόμα, τα μάτια του είναι ανοιχτά στο σκοτάδι. Θα μπορούσε να οσμιστεί την όαση προτού τη δει. Την υγρότητα στην ατμόσφαιρα. Πράγματα να θροΐζουν. Φοινικιές και χαλινάρια. Τενεκεδάκια να χτυπούν, που το βαθύ κροτάλισμά τους πρόδινε πως ήταν γεμάτα με νερό. Έριχναν λάδι πάνω σε μεγάλα κομμάτια μαλακό ύφασμα και τα τοποθετούσαν πάνω του. Τον μύρωναν. Μπορούσε να αισθανθεί τον σιωπηλό άντρα, εκείνον που έμενε πάντα δίπλα του, τη μυρωδιά της ανάσας του όταν έσκυβε για να τον ξετυλίξει ανά είκοσι τέσσερις ώρες, όταν έπεφτε η νύχτα, για να εξετάσει τη σάρκα του στα σκοτεινά. Χωρίς τα ρούχα του, ήταν και πάλι ο γυμνός άντρας δίπλα στο φλεγόμενο αεροσκάφος. Άπλωσαν στρώσεις από μαυριδερό κετσέ πάνω του. Ποιο σπουδαίο έθνος τον είχε βρει, αναρωτιόταν. Ποια χώρα εφεύρε τόσο γλυκούς χουρμάδες που τους μασούλιζε ο άντρας δίπλα του κι έπειτα περνούσαν από το στόμα εκείνο στο δικό του. Σ’ όλο αυτό το διάστημα με αυτούς τους ανθρώπους, δεν μπορούσε να θυμηθεί την καταγωγή του. Θα μπορούσαν να είναι, πιθανότατα, ο εχθρός, τον οποίο τόσον καιρό πολεμούσε από τους αιθέρες. Αργότερα, στο νοσοκομείο της Πίζας, του φάνηκε πως είδε δίπλα του το πρόσωπο που ερχόταν κάθε νύχτα και μασούλιζε τους χουρμάδες μαλακώνοντάς τους, κι έπειτα τους έβαζε στο στόμα του. Δεν υπήρχε χρώμα εκείνες τις νύχτες. Ούτε ομιλίες ούτε τραγούδια. Οι Βεδουίνοι βουβαίνονταν όταν εκείνος ήταν ξύπνιος. Βρισκόταν πάνω σ’ έναν βωμό-αιώρα και μέσα στη ματαιοδοξία του φανταζόταν εκατοντάδες από δαύτους γύρω του, και μπορεί να ήταν μονάχα δύο εκείνοι που τον είχαν βρει και του είχαν ξεκολλήσει την κερασφόρο κάσκα απ’ το κεφάλι του. Εκείνοι οι δύο τους οποίους γνώριζε μόνο από τη γεύση του σάλιου τους, που εισχωρούσε μέσα του μαζί με τον χουρμά, ή από τον ήχο των ποδιών τους που έτρεχαν. 

[…] Η νυχτερινή έρημος τους περιβάλλει, κομμένη στα δυο από μια χαλαρή πομπή από καταιγίδες και καραβάνια. Υπάρχουν πάντα μυστικά και κίνδυνοι γύρω του, όπως όταν, τυφλός, κούνησε το χέρι του και κόπηκε σε μια διπλή λεπίδα μες στην άμμο. Ώρες ώρες δεν ξέρει αν είναι όνειρα όλ’ αυτά, το κόψιμο είναι τόσο καθαρό που δεν αφήνει πόνο, και πρέπει να σκουπίσει το αίμα στο κρανίο του (το πρόσωπό του δεν αγγίζεται ακόμα), για να δείξει την πληγή στους άντρες που τον συνέλαβαν. Τούτο το χωριό χωρίς γυναίκες όπου τον κουβάλησαν μέσα σε απόλυτη σιωπή, ή ολόκληρος ο μήνας που δεν είχε δει το φεγγάρι. Τα είχε φανταστεί όλ’ αυτά; Το είχε ονειρευτεί καθώς ήταν τυλιγμένος, με λάδια, πανιά και σκοτάδι; Είχαν περάσει από πηγάδια όπου το νερό ήταν καταραμένο. Σε κάποιες ανοιχτωσιές υπήρχαν κρυμμένα χωριά κι εκείνος περίμενε όσο αυτοί έσκαβαν την άμμο για να μπουν στα θαμμένα δωμάτια ή περίμενε όσο έσκαβαν σε κρυψώνες νερού. Και η αγνή ομορφιά ενός αθώου αγοριού που χόρευε, άκουσμα από νεαρό χορωδό, που το είχε στη μνήμη του ως τον καθαρότερο απ’ όλους τους ήχους, από το πιο καθάριο νερό του ποταμού, τον πιο διάφανο πυθμένα της θάλασσας. Εδώ στην έρημο, που ήταν κάποτε μια αρχαία θάλασσα όπου τίποτα δεν ήταν στερεωμένο ούτε μόνιμο, όλα παρασέρνονταν – όπως παρασέρνεται το λινό πανί πάνω στο αγόρι, σαν να αγκάλιαζε ή να ελευθέρωνε τον εαυτό του από έναν ωκεανό ή απ’ τον ίδιο τον γαλάζιο του πλακούντα. Ένα αγόρι που ερεθίζεται μόνο του, τα γεννητικά του όργανα κόντρα στην ανταύγεια της φωτιάς. Έπειτα η φωτιά σκεπάζεται με άμμο, κι ο καπνός της σκορπίζεται γύρω τους. Τα μουσικά όργανα χαμηλώνουν, γίνονται σφυγμός ή βροχή. Το αγόρι φέρνει το χέρι του μπροστά, μέσα από τη σβησμένη φωτιά, για να σιγήσει τις φλογέρες. Δεν υπάρχει αγόρι, δεν υπάρχουν βήματα όταν φεύγει. Μόνο τα δανεικά κουρέλια. Ένας από τους άντρες πλησιάζει έρποντας και μαζεύει το σπέρμα που έχει χυθεί πάνω στην άμμο. Το φέρνει στον λευκό ερμηνευτή των όπλων και του το δίνει στα χέρια. Στην έρημο δεν τιμάς τίποτα, παρά μονάχα το νερό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: