Τσιγγάνα είναι, νεότατη. Από τη Σχολή Τυφλών έρχεται με αστικό, τις περισσότερες φορές χωρίς συνοδό. Στο κτίριο του σχολείου κινείται με άνεση. Κάθεται πάντα στο τρίτο θρανίο από αριστερά. Στ’ Αρχαία δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί –την αφήνω να παίζει με το κινητό. Στη Γλώσσα την τσιγκλάω κάποτε με καμιά ερώτηση. Παραδίνεται τότε σ’ απόλυτη σιωπή –σιγή ασυρμάτου– και στρέφεται προς το μέρος μου· το βλέμμα της κούφιο.
Μια μέρα ζήτησε ξαφνικά τον λόγο. Τα μάτια της όλο αγωνία. Με παρακάλεσε να τη συνοδεύσω στην τουαλέτα. Στον διάδρομο γύρεψε το χέρι μου. Το δικό της τρεμουλιαστό. Πήγαμε σχεδόν τρέχοντας. Άνοιξε τη βρύση. Έβγαλε βιαστικά το αριστερό μάτι και το άφησε κάτω απ’ το νερό να ξεπλυθεί. Η οφθαλμική κοιλότητα σαν ουλή από παλιό τραύμα. Έβαλε ύστερα το μάτι στη θέση του. Την παρακάλεσα να με συνοδεύσει στην τάξη. Το χέρι μου τρεμουλιαστό. Στον διάδρομο γύρεψα το δικό της. Ήταν σα μωρού που κοιμάται.
Το κράτησα, Οιδίποδας, και οι οφθαλμοί μου επληρώθησαν δακρύων.
K.K. 15-05-'21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου