Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Εις μνήμην Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (1945-2021).
Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια, σε μία από τις βραδιές ποίησης που διοργάνωνε ο Κώστας Παπαγεωργίου στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Γκοβόστη, προσκαλώντας νέους και μεγαλύτερους ποιητές να διαβάσουν ποιήματά τους, που μετά τις προγραμματισμένες αναγνώσεις διάβασε τα δικά του ποιήματα κι ένα νέο κορίτσι· φορούσε πράσινη φούστα με τσέπες και ψηλές κάλτσες και προχώρησε διστακτικά προς το μικρόφωνο, ξένη μεταξύ ξένων, κρατώντας ένα τετράδιο με χειρόγραφα ποιήματα.
Θυμάμαι το ενθαρρυντικό βλέμμα του Κώστα Παπαγεωργίου και την προσοχή με την οποία την άκουσε, προσκαλώντας και εμάς να την ακούσουμε με τον ίδιο τρόπο – όπως έκανε πάντα και στις κριτικές που έγραφε για νέους ποιητές και ποιήτριες. Δεν ξέρω πότε θα είχαμε γνωρίσει την τολμηρή και δυνατή ποίηση της Μαρίας Αγγελοπούλου (αυτή είναι η νέα ποιήτρια, που έχει εκδώσει πια δύο ποιητικές συλλογές), αν δεν της έδινε τότε φιλόξενο βήμα εκείνος.
Για πολύ καιρό είχα την εντύπωση πως η ζωντανή εικόνα του Κώστα Παπαγεωργίου, αυτή που περιέγραψα και που ο καθένας μπορούσε, ώς χθες, να αντικρίσει στις ποικίλες δημόσιες εκδηλώσεις που ο ίδιος διοργάνωνε ή πρόθυμα συμμετείχε, δεν ταίριαζε με την εικόνα του ποιητή που σχημάτιζα στο μυαλό μου διαβάζοντας τα ποιήματά του. Δεν μπορούσα να συνταιριάξω μέσα μου το μειλίχιο και καταδεκτικό ύφος του ανθρώπου, την ηπιότητα των τρόπων και των λόγων του και το λεπτό χιούμορ και την αγαπητική διάθεση των παρατηρήσεών του με τον ποιητή που επίμονα χαρτογραφούσε μεσίστια τοπία και δήλωνε Ας τραγουδάτε εσείς· εγώ / το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου.
Αργησα να καταλάβω πως η επίμονη προσήλωση του Κώστα Παπαγεωργίου στο γεγονός του θανάτου δεν τον μετέτρεψε σε έναν σκυθρωπό και κλειστό άνθρωπο, γιατί αυτός ο ποιητής δεν αντιμετωπίζει το τέλος της ζωής ως πρωτίστως βιολογικό γεγονός αλλά περισσότερο ως αισθητικό ζήτημα και ως κίνητρο και πηγή δημιουργίας. Ετσι, για τον ποιητή, ο θάνατος είναι το όριο που δίνει σχήμα και μορφή στη ζωή και προσδίδει αξία στον λόγο και την πολιτεία των θνητών. Μ
ετά τις πρώτες του συλλογές, στις οποίες ο πόνος και ο τρόμος μπροστά στο γεγονός του θανάτου μοιάζει να κατατροπώνουν την ύπαρξη και τη φωνή του, στη συνέχεια ο Κώστας Παπαγεωργίου αποδέχεται τη φθορά και το τέλος ως συστατικά της ζωής πλέον και μετατρέπει ολόκληρη την ποίησή του σε μια μελέτη θανάτου· σαν να πιάνει στα χέρια του τον θάνατο και να τον γυρίζει από τη μία και από την άλλη μεριά παρατηρώντας τον και εξετάζοντάς τον, δοκιμάζοντας τις ιδιότητες και την επίδρασή του στη ζωή του ανθρώπου. Και αυτό είναι η ποίησή του.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1945 ο Κώστας Παπαγεωργίου σπούδασε νομικά και φιλολογία, αλλά δεν εξάσκησε τη δικηγορία παρά για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, γιατί πολύ γρήγορα αφοσιώθηκε στην ποίηση και στο βιβλίο. Στα γράμματα εμφανίστηκε πρώιμα με τη συλλογή Ποιήματα, το 1966, και συνέχισε εκδίδοντας συνολικά δεκαέξι ποιητικές συλλογές, έξι βιβλία πεζογραφίας και άλλα έξι κριτικής και δοκιμίου. Επίσης εκπόνησε ανθολογίες ποίησης και εργάστηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία ως παραγωγός εκπομπών και σύμβουλος για τη λογοτεχνία, ενώ άσκησε συστηματικά λογοτεχνική κριτική σε περιοδικά και εφημερίδες
Παράλληλα εμπλέκεται από νωρίς και ο ίδιος στην έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών, δραστηριότητα που χαρακτηρίζει –αν και δεν αναφέρεται συχνά– πολλούς ποιητές της γενιάς του, της ποιητικής γενιάς του '70, δίνοντας ένα μέτρο της δραστηριοποίησης και της διάθεσης για παρέμβαση αυτών των δημιουργών στα πνευματικά, έστω, αλλά όχι μόνο, πράγματα του τόπου. Πρόκειται εξάλλου για μια γενιά η οποία ανέλαβε η ίδια, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Μαρωνίτης, την προώθηση και την αυτοσύστασή της.
Για μια γενιά, επίσης, ποιητών και ποιητριών που μεγάλωσαν κατά την επταετή δικτατορία των συνταγματαρχών, ευαίσθητη συνεπώς, κατά τεκμήριο, τόσο στην πολιτική και προσωπική ανελευθερία όσο και στη γλωσσική κακοποίηση. Απαραίτητη ενδεχομένως επισήμανση αυτή για τον Κώστα Παπαγεωργίου, καθώς άλλη είναι η αίσθηση που σε πρώτη ανάγνωση δημιουργεί η ποίησή του.
Κι όμως, η εκτυφλωτική παρουσία του θανάτου (τα πάντα ωχριούν, γράφει, μπροστά στην εκτυφλωτική λάμψη / ενός φέρετρου που χάσκει ολάνοιχτο στο φως) δεν μειώνει το θεματικό εύρος της ποίησής του, ούτε εξοβελίζει τη σύνδεσή της με το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Πρόκειται εξάλλου για μια ποίηση που κινείται σταθερά στον οικείο χώρο της αστικής καθημερινότητας, στις συνήθειές της, στα αισθήματα που προκαλεί και στις μνήμες που ζωντανεύει.
Μόνο που σχεδόν τίποτε δεν παρουσιάζεται με τη συνήθη του μορφή στα μάτια και στον νου του ποιητή. Γι’ αυτό ο λόγος του είναι έντονα μεταφορικός, η σύνταξή του συχνά ελλειπτική και το ύφος του αφαιρετικό, το λεξιλόγιό του οικείο αλλά όχι φτωχό. Το αποτέλεσμα είναι ένας αποσπασματικός κόσμος δημιουργημένος από εικόνες που όσο γνώριμες είναι, άλλο τόσο παράδοξες μοιάζουν, αφού για τον αληθινό ποιητή ο κόσμος δεν μπορεί παρά να είναι τελικά γλώσσα και έτσι να τον χειρίζεται: Οσο για μένα εγώ αξιώθηκα να δω τα πράγματα να σπαρταρούν πιασμένα στο αγκίστρι του ονόματός τους.
Ο Κώστας Παπαγεωργίου είναι ένας κατ' εξοχήν γλωσσοκεντρικός ποιητής: όλη του η ποίηση, θα 'λεγε κανείς, ξεκινάει και καταλήγει στον ήχο και στον ρυθμό, στην ελεύθερη από τα δεσμά του νοήματος ροή του λόγου και στη σιωπή: Δίχτυ αόρατο απλώνεται η σιωπή κάτω απ’ τον λόγο ενόσω αυτός ακροβατεί επάνω στο επίσης αόρατο της σημασίας σκοινί. Πλεγμένο έτσι ώστε να είναι ολισθηρό· χωρίς δεμένες κάπου οι άκρες του διαρκώς στο κενό να προεκτείνεται.
Το μεγαλύτερο μέρος του πολύτροπου έργου του Κ.Γ. Παπαγεωργίου εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος. Συνεργάστηκε, επίσης, με τις εκδόσεις Γκοβόστη, Μελάνι, Αλεξάνδρεια, Σοκόλη, Καστανιώτη, Ελληνικά Γράμματα κ.ά.
Τα τελευταία χρόνια ο ποιητής δημοσίευε κριτικογραφίες στο Ανοιχτό Βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου