Στόχος του παρόντος κειμένου είναι μια απόπειρα κριτικής
χαρτογράφησης του ποιητικού σύμπαντος του Γιώργου Χρονά. Ως προς την
ποίηση του Γιώργου Χρονά, ορθά προσδιορίζεται από την κριτική ότι από τα
πρώτα του ποιήματα εντοπίζεται το αντικομφορμιστικό πνεύμα ως
περιεχόμενο και η αντισυμβατική διάθεση ως προς την έκφραση. Στα τρία
πρώτα του ποιητικά βιβλία (Βιβλίο 1‒1973, Οι Λάμπες‒1974, Τα μαύρα τακούνια‒1979),
αποτυπώνονται ρεαλιστικές όψεις της σύγχρονης κοινωνικής τοιχογραφίας,
που δείχνουν τις δραματικές καταστάσεις που βιώνει κάθε άτομο. Κυριαρχεί
η μελαγχολική διάθεση. Οι εικόνες λειτουργούν ως κινηματογραφικά
στιγμιότυπα, αποδίδοντας την ατμόσφαιρα μιας συγκεκριμένης εποχής.
Οι παρακάτω επισημάνσεις προσδιορίζουν εύστοχα το ποιητικό του σύμπαν: «Στα ποιητικά του άπαντα συμπεριλαμβάνονται οι ενότητες: “Βιβλίο 1”, “Οι λάμπες”, “Τα μαύρα τακούνια”, “Ο αναιδής θρίαμβος”, “Κατάστημα νεωτερισμών”, και “Αδέσποτα συλλογών”, που εκφράζουν σε όλη την έκτασή της το ποιητικό του σύμπαν. Δηλαδή τη ζωή και τη μυθολογία ανθρώπων μοναχικών και ευαίσθητων, αντρών και γυναικών, νέων και γέρων, που ζουν σε άγνωστες ταπεινές συνοικίες και γειτονιές, κοντά ή μακριά από το κέντρο της Αθήνας‒απόσταση ικανή για να μάς καταδείξει ότι το χάος, η ερημιά, η σύγχυση, το χάσμα καθορίζουν τη σχέση πολίτη και κράτους, τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στην εξουσία διαφόρων φορέων και υπηρεσιών αυτού του τόπου».[1]
Σημαντική η άποψη ότι η ποίηση του Χρονά: «είναι πράξη ελευθερίας. Σε μια μεταιχμιακή εποχή για την ελληνική ποίηση […] ο Γ. Χρονάς αποκαθιστά το προσωπικό δικαίωμα ελευθερίας του ποιητή. Γυρίζει την πλάτη του στο εκλεκτικό ποιητικό παρελθόν, στον καθωσπρεπισμό του παραδοσιακού λόγου, στην αυτοαναφορικότητα και πολλές φορές εκκεντρικότητα του Εγώ, στην ανεικονικότητα του Εσύ, και επιχειρεί το δικό του ποιητικό διακύβευμα. Την αναπρόσληψη του κόσμου και της ζωής μέσα από την διαδικασία του ταξιδιού και της περιπλάνησης». [2]
Τα πρόσωπα αυτών των ποιημάτων είναι, όπως και στον Pasolini, άτομα που εντάσσονται περισσότερο στο κοινωνικό περιθώριο. Οι ήρωές του προέρχονται κατά κύριο λόγο από την ελληνική επαρχία. Η ποίησή του αντιπροσωπεύει ένα νυχτερινό οδοιπορικό στα υπόγεια και στα καταγώγια, στον κόσμο των ερωτικά απελπισμένων και των ολότελα μοναχικών ανθρώπων. Τα άτομα που συνθέτουν το κοινωνικό μωσαϊκό του είναι άνθρωποι του μεροκάματου, κουρασμένοι εργάτες, ναύτες, φαντάροι, πόρνες, ομοφυλόφιλοι. Η λειτουργία του ναύτη είναι συμβολική. Εκφράζει τον άνθρωπο που πάντα ταξιδεύει, άρα δεν έχει ποτέ δεν έχει μια σταθερή βάση, είναι πάντα μόνος.[3]
Στους στίχους του εναλλάσσονται σκληρές σκηνές βίας που καταλήγουν σε αυτοκτονία ή έγκλημα με την έντονη ερωτική διάθεση. Πρόκειται για άτομα που πασχίζουν καθημερινά να επιβιώσουν με κάθε μέσο, νόμιμο ή μη. Οι αντίξοες συνθήκες επιφέρουν τη δυστυχία, τη στέρηση, τη μοναξιά, τη μελαγχολία, οδηγώντας τους σταδιακά στην κορύφωση του ψυχικού τους αδιεξόδου.[4]
Ως προς την ιδιαίτερη ποίησή του αξίζει να επισημανθεί ότι: «ο τρόπος του Χρονά είναι ο τρόπος του Χρονά. Που υπαγορεύεται από τα συγκεκριμένα περιστατικά που γεννούν τα αισθήματά του. Ο Χρονάς καταγράφει περισσότερο τα περιστατικά και λιγότερο τα αισθήματά του γι’ αυτά. Τα καταγράφει με έναν τρόπο […] ωμά ρεαλιστικό, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, παράγοντας ποιητική συγκίνηση με εικόνες που εναλλάσσουν, ενίοτε συμφύροντας, την ωμότητα με την τρυφερότητα».[5]
Εύστοχη η παρατήρηση του Μπούρα ότι ο Χρονάς ανέβασε στη σκηνή ανώνυμα πρόσωπα του περιθωρίου.[6] Είναι βιοπαλαιστές που χάνονται μέσα στη χοάνη της απρόσωπης μεγαλούπολης, περιφέρονται μόνοι τους στους δρόμους της πρωτεύουσας, συχνάζουν σε κακόφημα στέκια, συνωστίζονται στα αστικά λεωφορεία, εργάζονται σε μηχανουργεία, μένουν σε ξενοδοχεία Δ΄ κατηγορίας.
Τα πιο συνηθισμένα επαγγέλματα γυναικών στην ποίηση του Χρονά είναι κομμώτριες, λαϊκές τραγουδίστριες, εργάτριες, πόρνες. Οι γυναίκες αυτές ζούνε σε άθλιες συνθήκες, έχοντας συνήθως εγκαταλειφθεί από τον ερωτικό τους σύντροφο. Το πεπρωμένο τους είναι προδιαγεγραμμένο, καθώς δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, όπως τα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά πρόσωπα του Pasolini. Αντίστοιχα, οι ήρωες του Χρονά είναι και αυτοί καταδικασμένοι στην ανέχεια. Η αρνητική διάθεση των γυναικών επιτείνεται και από το γεγονός ότι αναγκάζονται να καταφύγουν στον αγοραίο έρωτα για λόγους βιοπορισμού. Αυτό τις κάνει να βιώνουν ακόμη πιο δραματικά την καθημερινότητά τους. Με τα χρόνια και εξαιτίας της κακομεταχείρισης που υφίστανται από τους άντρες οι γυναίκες αυτές έχουν άσχημη εξωτερική εμφάνιση. Για αυτό το λόγο, στο τέλος δεν μπορούν πια να εκδίδονται, νιώθοντας πλέον περισσότερο δυστυχισμένες, έχοντας βιώσει το ρατσισμό και την απόρριψη από τις οικογένειές τους.
Με το δράμα αυτών των προσώπων, ο ποιητής καταγγέλλει παράλληλα την αστική υποκρισία, ΄που καταδικάζει την διαφορετικότητα. Δεν είναι τυχαίο που σε ορισμένες περιπτώσεις οι γυναίκες αυτές καταλήγουν στον θάνατο. Ορισμένα από αυτά τα περιστατικά που μετουσιώνονται ποιητικά είναι εμπνευσμένα από πραγματικά γεγονότα, όπως η περίπτωση αυτοκτονίας εικοσάχρονης λαϊκής τραγουδίστριας. Το κοινωνικό περιθώριο, ωστόσο, που το συνθέτουν πόρνες, ομοφυλόφιλα ζευγάρια, άνεργοι, πασχίζει να περισώσει την αξιοπρέπεια και την αυθεντικότητά του, δείχνοντας συναισθήματα αλληλεγγύης για άτομα που βρίσκονται στην ίδια μειονεκτική θέση.
Ο θάνατος αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της ποίησης του Χρονά. Ως τραγική μοίρα ενός πρόωρου τέλους και ως υπερβατικό μέσο επικοινωνίας ανθρώπων που έχουν ήδη πεθάνει. Εκείνοι, εξιστορούν τις συνθήκες αθλιότητας που εξακολουθούν να υφίστανται και στον άλλο κόσμο. Στους νεκρούς υπάρχει η μαύρη στάχτη και η σκόνη. Ο χρόνος ως μια ακόμη βασική θεματική στο ποιητικό του έργο συνδέεται με τη βίωση μόνιμα του κενού και μιας άσκοπής ζωής, καθώς είναι ένας χαμένος χρόνος, ξοδεμένος χωρίς καμιά ουσία.
Οι ήρωες προβάλλονται να μην αντιλαμβάνονται ότι το τέλος τους βρίσκεται πολύ κοντά, να αναλώνονται τόσο στο εφήμερο κέρδος όσο και στην αναζήτηση της ουτοπίας. Βασικά στοιχεία που ενισχύουν την δραματικότητα των ποιημάτων του είναι η ειρωνεία και το καυστικό χιούμορ. Μέσω της αναπαράστασης αυτών των προσώπων ο Χρονάς καταθέτει, ακόμη και με σουρεαλιστικό τρόπο, τις έντονα υπαρξιακές αγωνίες του με σημείο αναφοράς έναν αλλοτριωμένο κόσμο. Ο ποιητής εστιάζει στην πολιτισμική υποβάθμιση που προκαλούν οι αλλαγές στο κοινωνικό και στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η κοινωνία αλλοιώνεται από τη στιγμή που πρωταρχικός στόχος είναι το κυνήγι του πλούτου. Στην ποίησή του προάγει αυτή καθαυτή την ανθρώπινη πράξη, σηματοδοτώντας την ανάγκη για δραστικές κοινωνικές αλλαγές. [7]
Με την έκδοση του βιβλίου του Τα αρχαία βρέφη, που περιλάμβανε τις τρεις πρώτες ποιητικές συλλογές, καλούσε τον αναγνώστη να αναζητήσει νέες διεξόδους, ώστε να μπορέσει να απεγκλωβιστεί από τα υπάρχοντα κοινωνικά αδιέξοδα. Είναι μια ποίηση πανανθρώπινη, καθώς παρουσιάζει ανθρώπους από διαφορετικές εθνικότητες. Ενθαρρύνει έτσι την άρτια κοινωνική συνύπαρξη σε οικουμενικό επίπεδο. Δεν δείχνει ομοφυλόφιλους άντρες ή γυναίκες με τρόπο που να αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα λόγω της ερωτική τους ιδιαιτερότητας, αλλά ως αναπόσπαστα στοιχεία μιας λαϊκής καθημερινότητας, όπως όλες οι άλλες κοινωνικές ταυτότητες που προβάλλονται στα ποιήματά του.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των συλλογών που περιέχονται σε αυτό το βιβλίο, είναι η έντονη αναζήτηση του άλλου, των ανθρώπων τριγύρω σε συνδυασμό με την προσωπική οντολογική διερεύνηση του ποιητικού υποκειμένου.[8] Είναι μια ποίηση κοινωνική με στοιχεία υπαρξιακής αναζήτησης, καθώς ο Χρονάς αποτυπώνει την αγωνία του για την τύχη της κοινωνίας και των ατόμων, εκφράζοντας παράλληλα έντονη κοινωνική διαμαρτυρία. Ορθή η διαπίστωση ότι: «Μέσα στην καταπιεστική της απειλή η σύγχρονη πραγματικότητα τροφοδοτεί την ποιητική του Γιώργου Χρονά, που μέσω ενός ρεαλιστικού λόγου μετουσιώνει τις σκληρές εμπειρίες σε εικονοπλασία που καθιστά ωστόσο αναγνωρίσιμες τις αναζητήσεις και τις ευαισθησίες του. O ποιητής αναπαριστά τον κόσμο μέσα σε μια ποιητική σκηνή, όπου η αλήθεια μπερδεύεται με το ψέμα της ζωής και το όνειρο με τη φρικτή ειδησεογραφία».[9]
Η Ψάχου παρατηρεί σχετικά: «με στοχαστικές προεκτάσεις κοινωνικής ανθρωπολογίας, προσδιόρισε την ιδιοσυστασιακή της υπόσταση και μέσα από τον περιθωριακό, κοινωνικό προσδιορισμό των ποιητικών του προσώπων και προσωπείων. Αντιηρωικές μορφές, αρχετυπικά ρεαλιστικές, που αποδεικνύουν την ποιητική ηθική της ανθρωπιάς της γενιάς του και την παρεμβατική της στάση ιδεολογικά και αισθητικά».[10]
Το ατομικό βίωμα αποτελεί μέρος της κοινωνικής εμπειρίας, ως αναπόσπαστο μέρος της οποίας προβάλλεται ο ποιητής. Η ειρωνεία, ιδίως στις πρώτες συλλογές, συνδέεται με την φτώχεια και εξαθλίωση στην κοινωνία. Μορφή ειρωνείας αποτελούν και οι μακροσκελείς τίτλοι των συνθέσεών του.
Η χρήση ακόμη των μυθολογικών συμβόλων και των θρησκευτικών αναφορών στην ποίησή του αποκτά μια μετωνυμική διάσταση που συνδέεται με το πολιτικό και κοινωνικό παρόν της εποχής του. Ο ποιητής εξιλεώνει τους ανθρώπους του περιθωρίου. Λειτουργούν ενίοτε ως ιερομάρτυρες, γεγονός που αιτιολογεί τις όποιες θρησκευτικές αναφορές στην ποίησή του. Το Σάββατο ως σύμβολο ιερότητας εκφράζει την ξεκούραση αλλά και την Ανάσταση. Η αυθεντικότητα των ποιημάτων του φαίνεται από το γεγονός ότι οι ήρωές του αποδέχονται τους εαυτούς τους ακριβώς όπως είναι, με τα πάθη και με τις αδυναμίες τους.
Με σταθερό φόντο την κοινωνία, δείχνει την εμπορευματοποίηση του ατόμου και της τέχνης, προβάλλοντας το αίτημα για δικαιοσύνη λόγω της υφιστάμενης κοινωνικής αδικίας. Για αυτό, η ποίησή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αστική, διότι αντιπροσωπεύει μια προκλητική εκδοχή της πόλης, μια σκληρή και κατά μέτωπο αναμέτρηση με βαθιές και χρόνιες κοινωνικές παθογένειες. Ο Σταυρόπουλος υποστηρίζει ότι ο Χρονάς: «σκιαγραφεί μια ποίηση της πόλης χωρίς τα ρούχα της, προκλητική, ευθύβολη, ως μια σειρά από ενσταντανέ που εκτυλίσσονται τυχαία σε δρόμους και σινεμά, […] μια περιπλάνηση στη φτωχολογιά, εκεί που ζει και αναπνέει ένα διαφορετικό περιθώριο, που όποτε απασχολεί την κοινή γνώμη αποτελεί‒συνήθως‒παράδειγμα προς αποφυγή ή σκάνδαλο πρώτου βαθμού».[11]
Τα τοπία του είναι σκοτεινοί χώροι, επιζητώντας το σκοτάδι, όχι το φως στους στίχους του. Επιλέγει κακόφημους χώρους που απέχουν από τον αστικό καθωσπρεπισμό. Οι πρωταγωνιστές των ποιημάτων του είναι αντιηρωικοί, φτάνοντας στην πλήρη ήττα. Απεικονίζονται με ρεαλιστική ωμότητα, ενώ η συλλογική παρουσία προσώπων στο ποιητικό σκηνικό παραπέμπει στο Χορό της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Η παρουσία της μάνας έχει αρχετυπική λειτουργία. Η Σαμαρά αναφέρει σχετικά: «Η μυθολογία, η ψυχανάλυση, η τέχνη παίζουν πάνω στη σκηνή της ποίησης του Γιώργου Χρονά ή γίνονται μαγικό ντεκόρ μπροστά στο οποίο ξετυλίγεται η ύπαρξη του Ποιητή. Ο ίδιος γίνεται διακείμενο μέσα στο δικό του κείμενο, οιδιπόδεια φιγούρα του κατ’ εξοχήν ποιητή, που περιπλανήθηκε από την Κόρινθο στη Θήβα διά μέσου των Δελφών, για να ζήσει πλάι στη μητέρα – βασίλισσα».[12]
Η ποίηση του παράλληλα είναι μια σταθερή μελέτη θανάτου. Αυτό αποδεικνύεται και από την μόνιμη παρουσία νεκρών στα ποιήματά του. Εκείνοι συμμετέχουν στο δράμα των ζωντανών. Μέσα στη ζωή υπάρχει ο θάνατος, στα κοινωνικά αδιέξοδα, στην απόγνωση των λαϊκών ανθρώπων, στη διαρκή αίσθηση φθοράς και διάλυσης. Προβάλλεται ως η λύτρωση στον πόνο, την πείνα, την μοναξιά, όσο και αν διατηρείται η πίστη στη ζωή. Αποδίδεται στον ποιητή ως φυσική κατάληξη της έντονης ταλαιπωρίας των λαϊκών ανθρώπων, δίχως να αποδίδει την εσωτερική αγωνία του ποιητή.[13] Ο θάνατος στον Χρονά παρουσιάζεται τόσο κυριολεκτικά όσο και αλληγορικά, ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα.[14]
Τα πρόσωπα του Χρονά ανήκουν στις παρυφές της κοινωνίας. Χρησιμοποιώντας τον τίτλο της ταινίας του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, βρίσκονται στην «άκρη της πόλης». Οι χαρακτήρες του είναι άνθρωποι καθημερινοί, της διπλανής πόρτας, ασήμαντοι για τους άλλους, όχι, ωστόσο, για τον ποιητή. Εκείνος περιπλανάται σε στέκια που άλλοι θα απέφευγαν. Αποτελεί τον ποιητή της μόνιμης περιπλάνησης. Τα πρόσωπα του ποιητικού του κόσμου παλεύουν να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον και αντιτίθενται στον καταναλωτισμό.
Οι γυναίκες του περιθωρίου στην ποίησή του, ειδικά στην συλλογή του Τα Μαύρα Τακούνια, παραπέμπουν σε αντίστοιχες ηρωίδες των ταινιών του Pasolini. Γενικά στην ποίησή του, τα πρόσωπα βιώνουν έντονα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα, πληγώνονται από την καθημερινή τους συναναστροφή με τους ανθρώπους, μιλάνε για την μοναξιά και τη θλίψη τους, δίχως να νιώθουν ντροπή ή ενοχές. Ο Χρονάς έχει χαρακτηριστεί ως ποιητής της πόλης, καθώς αποτυπώνει χώρους της πόλης, στους οποίους ζουν, εργάζονται και διασκεδάζουν απλοί, λαϊκοί άνθρωποι. Το βασικό σημείο συνάντησης είναι τα υπόγεια, συνήθως σινεμά στα οποία τα άτομα ψάχνουν για συντροφιά και έρωτα. Άλλοι χώροι είναι τα λιμάνια, ειδικά το Πέραμα, τα γυμναστήρια, τα μηχανουργεία, τα ουρητήρια. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της ποίησής του είναι ότι εκείνος ποτέ δεν θέτει σε πρώτο πλάνο τον εαυτό του, μα πάντα κάποιον άλλο, κάποιον άγνωστο ή επώνυμα πρόσωπα, όπως τον Pasolini ή την Monroe.[15]
H ποίησή του έχει χαρακτηριστεί ως «ποίηση του Άλλου», διότι με τον τρόπο αυτό προτάσσει το εμείς αντί του εγώ, διεισδύοντας στο βάθος του ψυχισμού των αναπαριστώμενων προσώπων. Ο Χρονάς στο έργο του προβάλλει μια μόνιμη περιπλάνηση από τους λαϊκούς δρόμους της Ρώμης μέχρι το Πέραμα και την Ομόνοια, ανασυνθέτοντας ζοφερούς παζολινικούς κόσμους. Τα τοπία αυτά λειτουργούν για τον ποιητή ως εστίες απέχθειας αλλά συνάμα ανατροφοδότησης της ζωής. Αυτοί οι χώροι, συμβολικά είναι ιεροί σε εκείνον, όπως στον Pasolini, είτε πρόκειται για ένα κακόφημο μπαρ είτε για υπόγειες κατοικίες, διότι εκεί εναλλάσσεται η ψευδαίσθηση με την πραγματικότητα, το όνειρο με τον εφιάλτη. Η ιερότητα στον τρόπο που παρουσιάζει το περιθώριο φαίνεται στο ότι αποδέχεται ισότιμα οτιδήποτε αφορετικό κοινωνικά, αδύναμο και περιφρονημένο.[16] Απεικονίζει το μικοοαστικό περιθώριο της Μεταπολίτευσης, αντιτιθέμενος στον αστικό καθωσπρεπισμό, με στοιχεία ρεαλισμού που αποφεύγουν τις συναισθηματικές εξάρσεις. Ο Χρονάς «ανήκει στους πρωτοπόρους της γενιάς του, καθώς υπηρετεί έναν νεωτερικό ποιητικό λόγο, απογυμνωμένο από λυρικά ψιμύθια και φιλοσοφικό στόμφο, εμπνευσμένο από τον κοινωνικό ρεαλισμό ποιητών, όπως ο Γκίνσμπεργκ και ο Παζολίνι».[17]
Ο Χρονάς, λοιπόν, χάνεται στις εσώτερες διαδρομές της ύπαρξης για να φωταγωγήσει με το έργο του στις πιο απόκρημνες και δύσβατες περιοχές του οντολογικού είναι και της περιθωριακής ταυτότητας, Γίνεται ένας μοναχικός περιπατητής στη μεγάλη πόλη, προσπαθώντας να βρει συνοδοιπόρους στα στενά σοκάκια και στις ερημωμένες πλατείες.
[1] Θάνος Φωσκαρίνης, «Ο Γιώργος Χρονάς περπατάει σ’ αυτήν την πόλη», στο: Πόρφυρας, τχ.135, Απρίλιος‒Ιούνιος 2010, σσ.54‒55.
[2] Σταυρούλα Δημητρίου, «Η “εικόνα” του “είναι” στην ποίηση του Γ. Χρονά», στο: Πόρφυρας, τχ.135, Απρίλιος‒Ιούνιος 2010, σ.19.
[3] Δήμος Χλωπτσιούδης, «Η ανθρωπογεωγραφία του Χρονά», στο: Όψεις του Γιώργου Χρονά, Οδός Πανός, 2017, σσ.45‒46.
[4] Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά, «Η σκιαγράφηση εκπροσώπων του περιθωρίου μέσα από την ανατρεπτική γραφή του Γιώργου Χρονά στο ποιητικό του έργο Τα αρχαία βρέφη», στο: Σίσυφος, τχ.14, Δεκέμβριος 2017, σσ.19‒20.
[5] Νάσος Βαγενάς, «Με τον τρόπο του Γιώργου Χρονά, Βιβλίο 1», στο: Καρυοθραύστις, τχ. 2, Σεπτέμβριος 2019, σ.22.
[6] Κωσταντίνος Μπούρας, «Ποιητής επί των ορίων», στο: Όψεις του Γιώργου Χρονά, Οδός Πανός, 2017, σ.31.
[7] Αναλυτικότερα, βλ. Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά, «Η σκιαγράφηση εκπροσώπων του περιθωρίου μέσα από την ανατρεπτική γραφή του Γιώργου Χρονά στο ποιητικό του έργο Τα αρχαία βρέφη», στο: Σίσυφος, τχ.14, Δεκέμβριος 2017, σσ.21‒27.
[8] Μιχάλης Πάτσης, «”Έπεα πτερόεντα ή τα Μαύρα τείχη”. Μικρή αναφορά στη συλλογή Τα αρχαία βρέφη του Γ. Χρονά», στο: Σίσυφος, τχ.14, Δεκέμβριος 2017, σσ.28‒32.
[9] Νένα Ι. Κοκκινάκη, «Ο κόσμος μέσα στην ποιητική σκηνή του Γιώργου Χρονα», Η Καθημερινή (10/02/2002), https://www.kathimerini.gr/culture/110815/o-kosmos-mesa-stin-poiitiki-skini-toy-giorgoy-chrona/, 20‒04‒2021.
[10] Μαρία Ν. Ψάχου, «Η ώρα της φυρονεριάς … στην ποίηση του Γ. Χρονά», στο: Ανθρώπινο, τχ.4, Φεβρουάριος 2017, σ.136.
[11] Σταύρος Σταυρόπουλος, «Το μέλλον διαρκεί πολύ», στο: Όψεις του Γιώργου Χρονά, Οδός Πανός, 2017, σ.46.
[12] Ζωή Σαμαρά, «Στίγμα στα δάχτυλα», Το Βήμα (15/2/1998), https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/stigma-sta-daxtyla/, 15‒11‒2020.
[13] Διονύσης Στεργιόπουλος, «Ο θάνατος στην ποίηση του Γιώργου Χρονά», Πόρφυρας, τχ. 135, Απρίλιος‒Ιούνιος 2010, σ.51.
[14] Διονύσης Στεργιόπουλος, «Ο θάνατος στην ποίηση του Γιώργου Χρονά», Πόρφυρας, τχ. 135, Απρίλιος‒Ιούνιος 2010, σ.51.
[15] Βλ. σχετικά, Γιάννης Η. Παππάς, «Η ανθρωπογεωγραφία της ποίησης του Γιώργου Χρονά: μια πρώτη προσέγγιση», στο: Όψεις του Γιώργου Χρονά, Οδός Πανός, 2017, σσ.47‒54. Επίσης, βλ.Γεράσιμος Δενδρινός, «Γιώργος Χρονάς, Τα μαύρα τακούνια, Εκδόσεις Εγνατία, Σειρά: τραμ/λογοτεχνία 1979», στο: Όψεις του Γιώργου Χρονά, Οδός Πανός, 2017, σσ.55‒60.
[16]Αναλυτικότερα, βλ. Ηλίας Κεφάλας, «Γιώργος Χρονάς: η ποίηση του “άλλου”», στο: Όψεις του Γιώργου Χρονά, Οδός Πανός, 2017, σσ.15‒18 .
[17] Γιώργος Δελιόπουλος, «Γιώργος Χρονάς: ο ποιητής‒σκηνογράφος του αστικού περιθωρίου», στο: Καρυοθραύστις, τχ. 2, Σεπτέμβριος 2019, σ.67.
Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας Π.Ι., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ, Υπ. Διδάκτωρ Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ελληνικής Φιλολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κριτικός λογοτεχνίας, θεάτρου, κινηματογράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου