***
Τριάντα τέσσερα κείμενα που διαβάζονται ως μύχιο ημερολόγιο αλλὰ και ως συλλογικὴ αυτοβιογραφία μιας γενιάς που ακόμα ψηλαφεί τη θέση της στην ιστορία· στο φόντο οι δεκαετίες του ’80, του ’90 και το ξεκίνημα του 21ου αιώνα και στο προσκήνιο η βία της ενηλικίωσης, τα κληροδοτήματα της μνήμης και της απώλειας, ο χρόνος που δεν γυρίζει πίσω· ένα ιδιότυπο bildungsroman στο μεταίχμιο ποίησης και πρόζας.
Ιδού ένα δείγμα γραφής:
εὐσύνοπτο bildungsroman, 1980
⦿
ἄθελά μου μεγάλωνα
βάφατε
καὶ ξαναβάφατε λευκὴ
στὸ παιδικὸ δωμάτιο
τὴν ταπετσαρία
ποὺ μουτζούρωνα μὲ κηρομπογιὲς
ἀπὸ τὸ πολὺ φῶς ἔμεινα
τόσος δὰ
πετάξατε ὡστόσο χρόνο
καὶ χρήματα
ρωτώντας
καὶ ξαναρωτώντας τοὺς γιατροὺς
γιατί;
τοὺς ψυχολόγους
μὰ πῶς;
καὶ τὴν κυρία στὸ ἀπέναντι διαμέρισμα
ποὺ ἔλεγε καπνίζοντας στὴ μάνα τὸ φλιτζάνι
καὶ τώρα;
***
λούμπιτελ, 1988
⦿
σὲ μιὰ φωτογραφία
εἴμαστε στὶς μυκῆνες
κάτω ἀπὸ τὰ δυὸ λιοντάρια
σὲ μιὰ ἄλλη
στὸ παλαμήδι
ἐκεῖ ποὺ καταλήγουν τὰ 999 σκαλοπάτια
σὲ μιὰ τρίτη
σ’ ἕνα μπαλκόνι ἐνοικιαζόμενου μὲ θέα στὸ ἰόνιο
μὲ τὶς πετσέτες νὰ στεγνώνουν στὰ κάγκελα
καὶ οὕτω καθεξῆς·
τὸ οἰκογενειακό μας ἄλμπουμ
δερματόδετο, πλάι στὰ πορσελάνινα πιτσούνια τῆς βιτρίνας
ἕνα ἀτελεύτητο παιχνίδι
κρυφτὸ
στὸ ὁποῖο οὔτε ἐγὼ
οὔτε ἡ μικρὴ
οὔτε ἡ μαμὰ
οὔτε ὁ ἀκριβοδίκαιος φακὸς τῆς μηχανῆς
θὰ καταφέρουμε ποτὲ νὰ σὲ βροῦμε
***
ἄχραντο μυστήριο, 2000
⦿
ἐπέμενες
μιὰ φορὰ μόνο φοριέται τὸ νυφικὸ
καὶ κάθε ἄνοιξη
τὸ κατέβαζες ἀπὸ τὸ πατάρι
τὸ ἀέριζες, τὸ ἔπλενες, τὸ σιδέρωνες
τὸ τύλιγες σὲ καινούργιο νάιλον
καὶ τὸ ξανάκρυβες
στὸ ὑπέργειο μνῆμα του
δίπλα στὸ θερμοσίφωνο
καὶ στὶς πλεχτὲς κουβέρτες τῆς γιαγιᾶς·
τὶς ἀπόκριες τοῦ ’99
–ἢ μήπως τοῦ 2000;–
ὁ πρωτότοκός σου
τὸ κατέβασε, τὸ ξετύλιξε
ἔβαψε κόκκινα τὰ χείλη του
τὸ φόρεσε χωρὶς νὰ ρωτήσει
καὶ τὸ λέρωσε μὲ φτηνὴ μαυροδάφνη·
ἀπὸ τὸ ὀστεοφυλάκιό σου
–δραπετσώνα 1957-γαλάτσι 2019
μὲ μπρούτζινα γράμματα–
κάθε φορὰ
γελᾶς, μάνα
ὅταν φέρνω νὰ δοῦμε
ἐκεῖνες τὶς φωτογραφίες
***
διαμέρισμα 2½ δωματίων Ι, 2006
⦿
τὰ βράδια, ἀφοῦ σὲ πάρει ὁ ὕπνος
στὸν καναπὲ
μὲ τὴν κουβέρτα γύρω ἀπὸ τὰ πόδια
μὲ τὸ κινητὸ στὴν ἀγκαλιὰ
καὶ τὴν τηλεόραση ἀνοιχτή,
ἀκροπατῶ στὸ μωσαϊκὸ ὣς τὴν κουζίνα
κάνω νόημα στὸ καναρίνι σου
μὴ μὲ προδώσει
ξαγρυπνάω μπροστὰ στὸ ἀνοιχτὸ ψυγεῖο
πάνω ἀπὸ τὴν κατσαρόλα
ὅπου παγώνει τὸ φαγητὸ τῆς χθεσινῆς ἡμέρας
μὲ τὸ πιρούνι σου
μπουκώνω τὸ στόμα μου
ὥστε τὸ ἑπόμενο πρωὶ
χορτάτος ἤδη
καὶ μὲ μαύρους κύκλους κάτω ἀπὸ τὰ μάτια
νὰ μὴ χρειαστεῖ νὰ παραδεχτῶ
πόσο πεινάω
γιὰ καθετὶ ποὺ ἀρνοῦμαι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου