Το έργο που ακολουθεί είναι προϊόν της καθαρής φαντασίας του δημιουργού του. Οποιαδήποτε σχέση ή ομοιότητα με ονόματα, πρόσωπα και καταστάσεις είναι ολωσδιόλου τυχαία και συμπτωματική. Πολλάκις στο παρελθόν η τέχνη έτυχε να δημιουργήσει εν αγνοία της ανθρώπινους τύπους που ηδύνατο να συναντήσει κανείς και στην “πραγματικότητα” και, ακόμα χειρότερα, πολλές φορές έτυχε να δημιουργήσει ανθρώπινους τύπους που εν συνεχεία κατέκλυσαν την “πραγματικότητα”. Θα ήταν παράλογο, αν και στους καιρούς που έρχονται ίσως και να πάψει να είναι, να διώκεται κανείς για τη φαντασία του, γι’ αυτό που εν δυνάμει μπορεί να κάνει κι όχι γι’ αυτό που έχει ήδη κάνει.
Μ.Τ.
* * *
Με ποτίζεις μηλόξυδο, πολιτεία κροκόδειλη,
κι ο πόνος σου στα νεφρά μου
* * *
Μ’ αφήσατε τώρα μονάχο μου να ξαγρυπνήσω το πτώμα μου. Και σε ποιον να σερβίρω τον καφέ της παρηγοριάς; Ε; Με ποιον θα κλάψομε συντροφιά τον νεκρό; Με ποιον θα πηγαίνομε στα μνημόσυνα; Με ποιον θα καθαρίζω το μνήμα; Πίνω μια γουλιά κονιάκ στην υγειά του μακαρίτη. Σηκώνομαι και βάζω ένα τσιγάρο στο στόμα του. Το ανάβω με το κερί που τρεμοσβήνει στο πλάι του κι ύστερα το φυσώ για να σβήσει. Σκόταδι, μόνο κι η φωνή μου χαλάσματα. Χαλάλι σου, αγόρι μου, κι ήσουν καλό παιδί. Είχες, βέβαια, κι εσύ τα ελαττωματάκια σου, αλλά και ποιος δεν τα έχει; Θυμάσαι τότε που πηγαίναμε ακόμα σχολείο στο χωριό και την κάναμε στα κλεφτά πεζοπορία μέχρι την Πρέβεζα χειμωνιάτικα μες στα λαγκάδια και μας ψάχνανε απ’ όλους τους γειτονικούς νομούς; Θυμάσαι τότε που είπες πως εσύ δεν θα γίνεις το τσιράκι κανενός; Πως θα ζούσες ελεύθερος κατά πώς γούσταρες εσύ ο ίδιος τη ζωή σου; Θυμάσαι; Τι κατάφερες; Να ‘μαστε τώρα εδώ έτοιμοι να φάμε τη σκόνη τους. Χαλάλι σου, όμως, ρε μπαγάσα. Δεν πέρασα κι άσχημα μαζί σου. Ούτως ή άλλως, μην σεκλετίζεσαι, τους τη φέραμε κατά βάθος. Τώρα δεν θα καταφέρουνε ποτέ να μας αγοράσουνε. Μόνο, να, που λυπάμαι το γέρο μου που τώρα θ’ απομείν’ ολομόναχος και το μόνο που περίμενε πια απ’ τη ζωή ήταν εν’ αγγόνι να περνά τις μέρες του όμορφα. Ξέρεις, βόλτες, στο βασιλικό κήπο, τα περιστέρια, κτλ. Πόσες και πόσες φορές δεν του ‘πα πού να το φέρω ρε πατέρα το παιδί σ’ αυτόν τον κόσμο; Με κοίταζε τότε μ’ εκείνο το γεμάτο θλίψη και παράπονο βλέμμα του, σαν να ‘παιρνε μονάχος πάνω στις γέρικες πλάτες του τα φταίχτια όλου του κόσμου κι εγώ σκόνταφτα και κουντρουβαλούσα κι έκανα όνειρα για κομμούνες κι ακτημοσύνες και να μεγαλώνουνε λέει τα παιδιά σε κοινόβια μέσα στη φύση και να φυσάει ο άνεμος και να χαϊδεύει τα μαλλιά τους ο ήλιος και να τραγουδάνε τη ζωή τα ποτάμια στις φλέβες τους και να χαλικώνεται η ανάσα τους και να κάνουν ένα ελάχιστο βήμα, έτσι, να, σα Τιτάνες, και ν’ αλλάζουν τον κόσμο. Τώρα πάω να βρω την Περσεφόνη στα μνήματα. Μου τα κλέψατε τα παιδιά μου, κουφάλες.
***
Πολιτεία πολύτροπη, θα γλιστρήσω μια βραδιά κάτω από τα σεντόνια σου σκληρός και θα σε γλείψω αργά με τη βοϊδόγλωσσα μου ίσαμε να γιομίσει ο κόλπος σου υγρά και αγωνία η καρδιά σου. Οξύνει λένε η σφαγή το αίμα. Τότε είναι που θα σε σφάξω κι εγώ με την καρδιά γιομάτη αίμα και θα σε διαπεράσω. Και θα σφαδάζει αίμα το κορμί στο νυφικό κρεβάτι. Και δεν θα χύσω ούτʼ ένα δάκρυ επάνω απʼ το κουφάρι σου. Θα σκουπίσω στο παντελόνι τα χέρια και θα γλιστρήσω απʼ το παράθυρο στη νύχτα σα κλέφτης. Θα ξαποστάσω στη μετάλλινη γέφυρα που σε γνώρισα και θα κρεμάσω τα κανιά μου στο κενό. Θα κρεμάσω τον έναν έναν σπόνδυλο ως τη στήλη στην ιτιά και θα περνά από μέσα τους συρίζοντας η γλώσσα. Από κάτω θα βυσσοδομεί τη μοναξιά του το ποτάμι. Θα κάτσω και θα κλάψω. Θα κλάψω γοερά για όλα τα νεκρά, αγέννητα παιδιά σου. Μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἀντρειωθεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.
***
Ανοίγεις τα πόδια, πολιτεία ξεδιάντροπη, ξανά, και με ξερνάς γυμνό στον κόσμο. Κι έπειτα μου τα παίρνεις όλα ως το ένα. Σκυφτός, στα τέσσερα, σκυλί, να σου φιλώ τα πόδια. Σκυφτός, στα τέσσερα, σκυλί, μια σφαίρα στο κεφάλι. Δε θα σε προσκυνήσω. Θα στυλωθώ και θα σε σπάσω.
***
Τα άκρα γειτνιάζουν μεταξύ τους παράξενα, περισσότερο απʼ ότι το κέντρο, πολιτεία αλλήθωρη. Βλέπεις τα τέκνα σου να περνάν απʼ το χάος στη βασιλεία του τρόμου από στιγμή σε στιγμή, αταλάντευτα, και γεμίζει απορία το μάτι μου. Να φταίει που μοιράζεις δεκάρικα; – που μοίραζες δεκάρικα• τώρα τα φραγκοδίφραγκα χτυπάνε στο τραπέζι. Ακούγεται παντού ο κούφιος ήχος τους να αντηχεί μέσα στα πτώματα σου. Στέφεις βασίλισσα τη σύγχυση και τρώτε ομού με κουταλάκια επίχρυσα τʼ ασπράδι του μυαλού των υποτακτικών σου. Θα δεις τα τέκνα σου κανίβαλους, νεκρόφιλους, κοπρόφιλους, νʼ αλληλοτρώγουνε τις σάρκες τους, να βγάζουνε τα μάτια τους, να κάνουν το σκατό κιμά, να σοδομίζουνε τα πτώματα και να γεμίζουνε σπυριά οι δρόμοι την πανούκλα.
Όλα θαμμένα στο πύο κι εσύ το τροπάρι σου, πολιτεία σαπρόφιλη.
***
Ποτάμι σκοτεινό σκυλί γάβγισε τʼ όνομα μου, φώλιασε μες στις φλέβες μου, σκάψε τα σωθικά μου! Κάνε αυτό το κούφαλο κορμί να αντηχεί στον φόβο σου, να τρέμει η ρίζα ανάτριχη το σκοτεινό σου μάτι! Να νιώσει μέσα του ζωή και ας πνιγεί τον οφθαλμό στο αίμα! Μπήξε βαθιά τα δόντια σου στην ξύλινη μου φύση και δάγκωσε και ξέσκισε και μάτωσε τα ούλα σου πάνω στʼ ανθόκλαδα μου! Δώσε να νιώσω μέσα μου τα νύχια σου να γδέρνουν έως τον ένα σπόνδυλο των φύλλων τους νευρώνες! Φοβέρισε τα φόβητρα που κρύβω μες στα φύλλα μου που πίνουνε τον ήλιο και διώξε πέρα τα πουλιά, πέρα στον πέρα κάμπο, να πάνε να φυτέψουνε σε νέο χώμα τον καρπό τη σάρκα να ριζώσω!
***
Τα μάτια σου πέρα απʼ το επέκεινα της όρασης, μικρή κουφάλα πολιτεία, σαπίζουνε το βλέμμα μου. Σκουριάζεις τους βολβούς μου σαν τα τενεκεδάκια αναψυκτικών υγρών και τους πετάς βορά στα δόντια αρπακτικών νεκρών. Θα τους διπλοπατάς και θα ορμίζεσαι (κάτω απʼ τη θάλασσα θα βόσκει ο ουρανός το κρέας μου). Δεν θα υπάρχω μέσα στον καθρέφτη σου θα σκάψεις τʼ όνομα μου. Το φάσμα μου θα κρέμεται σαν κρέπι στις κρεμάστρες σου και θα γυρνάς το μάτι σου αργά μέσα στο αίμα μου αργά πολύ αργά καθώς το δηλητήριο σου θα ρέει στο κορμί μου. Δεν θα μου μείνει τίποτα. Και το κουφάρι μου στα πόδια μαθητών σχολείων φυλακών θα στήνεται αγχόνη της ανίας τους. Με τη λοβοτομή στον κρόταφο θα επιδικάζεις τρόμο. Συγχώρεσε τους, Κύριε, δεν ξέρουνε τι κάνουν.
***
Μεγαλύνεις τον άρτο της ψυχής μου με τα δόντια σου, τον παίζεις με τη γλώσσα σου και τον ξερνάς πηλό υγρό στο χώμα. Ένα τσουβάλι κόκαλα πλημμυρισμένο αίμα. Ανοίγεις τα αγγεία μου κι αρδεύεις κόκκινο το δέρμα της ερήμου. Κόβεις κομμάτια από τη σάρκα μου και τα ονοματίζεις. Λες ύδωρ, άνθρωπος, ζωή και τα υποθηκεύεις. Δένεις τη γλώσσα μου κλωστή και την υπαγορεύεις. Ράβεις το στόμα σύρματα και μʼ αποκεφαλίζεις. Νέμεις αντίδωρη εκδορά τα μέλη μου φίδι φωνή προστάτη. Και με πετάς στην άνοιξη γυμνό νʼ αντιδικώ το άνθος. Με σάπισες, εσύ, σα μήλο στα ποτάμια σου και τώρα με ξυρίζεις. Στη φυλακή σου κάτεργο γυμνό στυγνά μʼ αυτοχειρίζεις.
Βιογραφικό
Ο Μιχάλης Τάτσης γεννήθηκε το 1977 στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Σπούδασε Ποιμαντική και Κοινωνική Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δούλεψε επί σειρά ετών σε διάφορα βιβλιοπωλεία του αθηναϊκού κέντρου. Έφηβος ήδη, από το 1995, αναπτύσσει έντονη πολιτική δράση. Για μία δεκαετία και πλέον θα υπάρξει αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία του ελληνικού αναρχικού κινήματος. Σταδιακά θα αποξενωθεί από τους πάλαι ποτέ συντρόφους και συναγωνιστές του και θʼ αποτραβηχτεί στον εαυτό του. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγκλειστος –κατʼ επιλογήν– σε μια μικρή γκαρσονιέρα στη συμβολή των οδών Τοσίτσα και Τσαμαδού, στα Εξάρχεια, βλέποντας ελάχιστους καρδιακούς και πιστούς του φίλους. Αυτοκτόνησε τον Απρίλη του 2010 σε ηλικία 33 ετών. Το «Με το παλούκι στο γκώλο, με το καδρόνι στα χέρια», η πνευματική του διαθήκη, έργο επάνω στο οποίο δούλευε πυρετωδώς τους τελευταίους μήνες της ζωής του, είναι το πρώτο –και τελευταίο, σύμφωνα με τη ρητή επιθυμία του– βιβλίο του που εκδίδεται. Ο ίδιος φρόντισε να εξαφανίσει επιμελώς όλα τα –σημαντικά κατά τʼ άλλα σε αριθμό– ημιτελή του έργα καθώς και τα όποια ʽκατάλοιπαʼ του, τρέμοντας ειλικρινά στη σκέψη των τυμβωρύχων της συνείδησης του μέλλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου