Της Εύης Κουτρουμπάκη*
Στην πρώτη ποιητική του συλλογή ’’Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη’’ από τις Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, ο Γιώργος Χιώτης αφαιρεί από μέσα του τη λέξη κι έρχεται και μας την προσφέρει ως δώρο με έναν λόγο σάρκινο και όχι ως φαντασίωση ή ως ολόγραμμα. Με έναν ασπαίροντα λόγο. ‘’Πάρε τη λέξη μου και δώσε μου το χέρι σου’’ λέει ο Εμπειρίκος στην
Ενδοχώρα. ‘’Σε μια συναλλαγή εκτός εμπορίου που δίνεις και παίρνεις χωρίς ούτε να πουλάς ούτε να αγοράζεις’’ λέει κι ο Ελύτης για τον συγκεκριμένο στίχο του Εμπειρίκου στα Ανοιχτά χαρτιά.Δύσκολες κι
αλλιώτικες εποχές σημαδεύουν τις γενιές αυτές. Καλούνται οι νέοι άνθρωποι να
ανέβουν πάνω στο κύμα των γεγονότων και να προσπαθήσουν να το χαλιναγωγήσουν με
όποιον τρόπο μπορούν και συχνότατα υπηρετώντας κάθε είδους μορφή της τέχνης να
το καταγράψουν.
Ο Oscar Wilde πίστευε στην ακατάλυτη ελευθερία να
σκέφτεσαι και να λες αυτό που θέλεις, όπως το θέλεις. Αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο
που κομίζει στην ποιητική κονίστρα ο νεαρός ποιητής. Νεαρός πράγματι. Αλλά ας
μη λησμονείται πως ο Arthur Rimbaud στα δέκα οκτώ του είχε τελειώσει το
‘’Μια εποχή στην Κόλαση’’
Ο Γιώργος Χιώτης,
ένας υπέροχος νεαρός τολμητίας, ένας aficionado, ένας δηλαδή άνθρωπος που με ό,τι καταπιαστεί, καταπιάνεται με πάθος,
πλάθει κόσμους άλλοτε χειροπιαστούς κι άλλοτε μαγικούς παρακινώντας τους
αναγνώστες να τον διαβάσουν με τον πιο αρχαίο τρόπο ανάγνωσης κατά τον Benjamin, με εκείνον που υπήρχε πριν από τη
γλώσσα.Mας παρακινεί δηλαδή να διαβάσουμε αυτό
που δεν γράφτηκε ποτέ αλλά και συνάμα γράφτηκε παντού. Στα σωθικά, στα αστέρια,
στο χορό.
Η λέξη και ότι
αυτή κομίζει ως φέρουσα ιδιότητα είναι ο πυρήνας του βιβλίου. Η λέξη που άλλοτε
κυριολεκτεί, άλλες φορές ‘’μετεωρίζεται’’, άλλοτε ‘’αποσυμφορείται’’, κι άλλοτε
εγκλωβίζεται.
Με περισκοπικό
βλέμμα και ανθιστάμενος σε κάθε εξωτερική σκοπιμότητα, διαλέγεται με αυτά που
τον αφορούν. Συλλογάται από τη θέση του
ποιητή.
Κύριος και μαζί
υπηρέτης της γλώσσας προχωρά μπροστά καθώς οι λέξεις πέφτουν πίσω. Με έμπνευση,
με αίσθημα και φαντασία μιλά για το ένδοξο και ανυπέρβλητο δικαίωμα στη ζωή.
Μια ζωή που τα εμπεριέχει όλα. Το πολιτικό πρόσημο,τη φιλία,τον έρωτα.
Επινοεί έναν δικό
του φυσικό χώρο για τη μυχιότητα, που δεν έχει καμμία σχέση με τον συχνά
χρησιμοποιούμενο στις μέρες μας ερωτισμό της γραφής με γλωσσικούς ακκισμούς και
σκέρτσα.
Η γραφή του, γραφή
κοινοτική, άλλες φορές με λόγο ρητό και άλλες με λόγο υπόρρητο, με θαυμαστή για
νέο άνθρωπο ποιητική ψυχραιμία γίνεται οικοδόμος ενός αισθήματος κάθε φορά,
εισάγοντας μας σε όλα αυτά τα αισθήματα που αφορούν το βίο, προσπαθώντας με
έναν εξαιρετικά φρέσκο τρόπο να μας προβληματίσει και να μας επιστρέψει στην
πραγματικότητα θωρακισμένους με περισσότερα συναισθηματικά και κοινωνικά
εφόδια.
Στα ποιήματα του
κυριαρχεί η απόλυτη ελευθερία στις επιλογές, η απεριόριστη δυνατότητα.
Δεν είναι παντεπόπτης αφηγητής ο Χιώτης που
κοιτά αφ’ υψηλού τους ανθρώπους και γράφει. Ο ποιητής είναι το κατά βάση
ενεργούν υποκείμενο που ‘’τράφηκε από τον ίδιο μαστό’’ με το αντικείμενο του
πόθου του, που ‘’οι θηλές εκφέρουν γνώμη κατω από το μωβ μπλουζάκι’’, που ‘’κάνει
κόλλα το με τους φίλους του, που κρύβουν στη φτέρνα τους σταχτόμαυρο φτερό και πετούν
και πονούν’’.
Οι σχέσεις που
περιγράφει δεν είναι σχέσεις διαδικτύου, σύνδεση-αποσύνδεση. Είναι σχέσεις με σωματικά
υγρά και δάκρυα.
Γιατί το πάσης
φύσεως αίσθημα είναι αυτό που τον αφορά. Τίποτε δεν είναι διφορούμενο ή μετέωρο
γι αυτόν όσον αφορά τα αισθήματα.
Είναι μια ποίηση
βαθιά ανθρωποκεντρική, που βοά πως ο συνάνθρωπος,που τα δάκρυα του δεν
στεγνώνουν ποτέ, είναι ο κεντρικός της άξονας. Είναι μια ποίηση που κεντρική
της κοσμοαντίληψη είναι πως η νόηση και το συναίσθημα μπορούν να συμπορεύονται.
Ο νεαρός ποιητής
με διαδοχικές ανατροπές της θέασης εισβάλει με ένταση, γνώση, σχέδιο μέθοδο αλλά και πάθος στην επικράτεια της
ποίησης.
Άλλοτε μιλώντας
και άλλοτε υπονοώντας. Γιατί μέσα από τις γραμμές προβάλλεται και η έπαρση του
ανείπωτου. Φαίνεται πως ακόμη και μιλώντας κάποιες φορές εκείνο που θέλει να
υποδηλώσει είναι και η αξία της σιωπής. Η σιωπή που αντιπροσωπεύει τις
απαιτήσεις του ιδεώδους όπως λέει και ο μέγιστος George Steiner στο βιβλίο αναφοράς ‘’Η σιωπή και ο ποιητής’’
Με τον καιρό
ωριμάζει η λέξη, όπως λέει και ο Γιώργος Xιώτης.
Και καθώς
ωριμάζουν οι λέξεις του, με τρόπο έμμονο, εισβάλλει στην επικράτεια της ποίησης
αποφασισμένος να συνταραχτεί και να συνταράξει καθώς προσπαθεί να φέρει στο φως όλα τα μυστήρια
αυτού του κόσμου. Πολλά απ’ αυτά άπτονται της μυστικής του σφαίρας, αλλά και
του ενός εκάστου εξ ημών.
Μην ξεχνάμε πως
σύμφωνα με τον Gabriel Garcia Marquez,όλοι μας έχουμε τρεις ζωές, μια δημόσια, μια ιδιωτική
και μια μυστική.
Αυτήν τη δική του
μυστική ζωή εκθέτει ο ποιητής, προσπαθώντας και ο ίδιος να ανακαλύψει τα
δυσδιάκριτα όρια μεταξύ της οδύνης και της ηδονής, μεταξύ της αλήθειας και του ψέματος,μεταξύ
της στράτευσης και της ιδιώτευσης.
Ο χρόνος είναι ένα
βουνίσιο λιοντάρι λέει ο Raymond Carver. Ο Χιώτης κάθισε στη ράχη του όμως, σαν
νιο βλαστάρι που είναι, μακριά από φλογερά εσχατολογικά κηρύγματα παραμένoντας πιστός στην ένθεη ανθρώπινη
περιπέτεια και ως αμφιφανής αστέρας μιλά για το αειφανές των αισθημάτων,
προβάλλοντας την ημέρα σε αντίθεση με την πιο βαθιά νύχτα που μας περιβάλλει.
Σαν νέος που είναι, καλπάζει, σαρώνει,
ελίσσεται, θριαμβεύει.
Ο Γιώργος Χιώτης
με το πρώτο του βιβλίο έκανε τη μεγάλη τρίπλα στο ποιητικό γήπεδο. Αλλά σαν
ποιητής πιά είναι εδώ για να μη γενεί στραβό το δέντρο όπως σοφά καταθέτει ο Nicanor Para.
*Η Εύη Κουτρουμπάκη είναι κριτικός Λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου