25.6.21

Για τις «Κατά ανεφίκτου γλυφές» – γράφει ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος


ΕΠ’ ΑΦΟΡΜΗ ΚΑΙ ΕΞΑΙΤΙΑΣ

Κώστας Θ. Ριζάκης – Γιώργος Δελιόπουλος
κατά ανεφίκτου γλυφές, 1
της γυναικός 30 παγιδεύσεις
εκδόσεις ΑΩ – 2021
(αναγνωστικά σχόλια)

Διάβασα προσφάτως τη συλλογή Κατά ανεφίκτου γλυφές, 1 της γυναικός 30 παγιδεύσεις, συν-ποίηση που επιχειρείται από τους ποιητές Κώστα Θ. Ριζάκη (με τη συλλογή Στο τσακ των αμυγδάλων) και Γιώργο Δελιόπουλο (με τη συλλογή Γυναίκα θάλασσα γυμνή), με προλογικό σημείωμα της Ευσταθίας Δήμου και εικαστική συνέργεια της Γλύκας Διονυσοπούλου, βιβλιοκόσμημα των εκδόσεων ΑΩ, στη γνωστή, πλέον, υψηλή και απέριττη αισθητική τους. Εξαιρώντας τη σαφή προλογική πλοήγηση της Δήμου που χαράζει ρότα αναγκαία (μάλλον για τον λιγότερο υποψιασμένο αναγνώστη) προς την ανάγνωση των ποιητών και των ποιημάτων τους, και τις τρυφερές εικαστικές παραθέσεις της Διονυσοπούλου (που λειτουργούν σαν μια αγκαλιά προς τις λέξεις που αντικρύζουν), η συλλογή είναι ένα βιβλίο ποίησης γραμμένο από άντρες ποιητές για γυναίκες επ’ αφορμή και εξαιτίας. Γυναίκες ιδανικές ή εξιδανικευμένες, γήινες ή ουράνιες, μούσες ή μανάδες, ερωμένες ή μαινάδες, συντρόφους στη ζωή ή και στην ποίηση. Η συνύπαρξη των συλλογών οδηγεί σε μια σύγχρονη αποθησαύριση και των δυο από τον αναγνώστη –πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να πηγαίνει μπρος πίσω– έτσι όπως συνδιαλέγονται τα ποιήματα επί του corpus της κάθε συλλογής μα και των συλλογών μεταξύ τους σχεδόν με περιπαικτικές υποσυνείδητες ερωταπαντήσεις. Ταυτόχρονα, εξέλαβα το όλον ως ψυχοθεραπεία, κατά πως η επίγευση που απομένει μετά την εξαντλητική (και πολλαπλή) ανάγνωση παρέχει μια αίσθηση ψυχικής ανάτασης και ευθυμίας, λες και συμμετέχεις σε κάτι πανανθρώπινο στο οποίο προσέρχεσαι βαρύς και δύσθυμος αλλά από το οποίο αποχωρείς καθαρμένος και αγαθός σαν μικρό παιδί, ελαφρύτερος και πλήρης.

Η ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη είναι έν μαντρικό, κρυπτικό τεριρέμ που ψάλλεται δίχως ίσο σε αυστηρό δεκαπεντασύλλαβο. Λέω «δίχως ίσο» διότι δεν περισσεύουν οι συλλαβές για να χωρέσει το οποιοδήποτε υπόβαθρο στον οργασμό αυτοελέγχου και κατευθυντικότητας που δηλώνεται σε κάθε στροφή. Είναι μια ποίηση – εργόχειρο μέτρων και νεολογισμών, κεντημένο πάνω στο χιούμορ, στην οξυδέρκεια, στην κατάρτιση και στη φιλοσοφία ζωής που χαρακτηρίζει τον ποιητή, έναν ιδιότυπο αναχωρητή, μια sui generis περσόνα. Ο Ριζάκης είναι –άλλωστε– ένα ποίημα από μόνος του. Τα ποιήματά του αναπτύσσονται με πρωτεϊκό τρόπο, έμπλεα συγκερασμών, γλωσσοπλαστικά και παιγνιώδη, ενώ ταυτόχρονα οδηγούν συνειρμικά προς μια οντολογία της Γλώσσας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν ευθείες αναφορές στο Δημοτικό τραγούδι. Κι εκεί σταματούν οι όποιες αναφορές. Η ποιητική του μανιέρα είναι στην κυριολεξία δακτυλικό αποτύπωμα. Μια γραφή από τις ελάχιστες –σύγχρονων Ελλήνων ποιητών– που απολαμβάνουν πλήρους αναγνωρισιμότητας. Αίσθησή μου είναι ότι απλά εκθέτει την ποίηση που τον ενοχλεί (βασανίζει), δηλαδή την ποίηση που του «υπαγορεύεται», την ποίηση που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς παρά να την ξεφορτωθεί, μα που ταυτόχρονα τον υποκινεί, του δίνει υπόσταση ως ποιητή, ως ιππότη, ως άνδρα-αρσενικό-κατακτητή και ταυτόχρονα έναν Τρελό Γελωτοποιό της αυλής των Μεδίκων. Εξαίρετη στιγμή της συλλογής του όπου, στο ποίημα ο πεπρωμένος μουσικός, διδάσκει τη χαρά της ζωής που προκύπτει απ’ το ξεφλούδισμα του φρούτου της ματαιότητας. Αρχίζει με τον στίχο –αχ μια ζωή χωρίς ζωή πώς ζαλικώνει ελπίδα; και ολοκληρώνει με τον στίχο κι αφού εν τάφω θ’ αφεθείς ξεφλούδιζε το φως της!

Η ποίηση του Δελιόπουλου από την άλλη αξιοποιεί έναν συγκερασμό συναισθηματικότητας κι ερωτισμού –που παραπέμπει στην ποίηση του μεσοπολέμου– και μιας μεταμοντέρνας ώσμωσης προς σύγχρονα θέματα κι αφορμές. Διατηρεί με άλλα λόγια τα παλαιά εργαλεία καλογυαλισμένα –ποιητικά μα και γλωσσικά– τον Καρυωτάκη, την Πολυδούρη ή/και τον Σαραντάρη κι εφαρμόζει εκεί με εμπιστοσύνη και σταθερή παρρησία («ακουμπάει» θα μπορούσαμε να πούμε) τον οίστρο του. Η επιλογή του φαίνεται να δικαιώνει τις προσδοκίες του σε μεγάλο βαθμό (στον βαθμό που δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιες) και ελευθερώνει την τιμιότητα της γραφής του. Όμορφα μέτρα και ρυθμός τον τοποθετούν τεχνικώς ισάξιο στη συνύπαρξη με τον Ριζάκη, δίχως να υπάρχει σύγχυση ταυτότητας. Ίσα ίσα διακρίνεται απόλυτα ιδεολογικά καθώς γεμάτος εικόνες και ήχους και αφές ταυτίζεται βήμα το βήμα με τη γυναικεία κάψα της οικουμένης ώσπου ο λόγος του εκφέρεται αποκλειστικά από γυναίκες. Σε ορισμένα σημεία δημιουργούνται ποιητικές στιγμές συγκλονιστικές. Ποίηση, ουσιαστική κι αναγνωρίσιμη, θα συνέχιζε να λειτουργεί συντριπτικά ακόμη και δίχως την αναγωγή στη φόρμα, ως πιστοποίηση αυθεντικότητας. Σε κάθε περίπτωση το εγχείρημα επιτυγχάνει απολύτως για τον Δελιόπουλο. Η «αναπήδηση» της ποίησής του πάνω μου, με εξέπληξε ευχάριστα, καθώς αποδείχθηκε μια αναγνωστική εμπειρία για ρέκτες, της οποίας η ανάμνηση διαρκεί μέρες μετά την πρώτη ανάγνωση. Εξέχουσα στιγμή το ποίημα «ως έλαφος διψώσα», συνοψίζει τη συλλογή, νοηματοδοτεί τους συμβολισμούς, διατηρεί τα τεχνικά χαρακτηριστικά που προανέφερα συν μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που συγκλονίζει και καταλήγει:

[…] κι εσύ μανούλα που γεννάς ακόμη ελαφίνες
θύματα δίχως κέρατα σε δάση κυνηγών

τι μου ζητάς να ξεδιψάσω, πνίγομαι.

Το βιβλίο είναι ένα απόλυτα επιτυχημένο –μερακλίδικο κυριολεκτικά– ποιητικό βιβλίο που θα ανταμείψει τους αναγνώστες του στο έπακρο. Ένα βιβλίο που, και μόνο εξαιτίας της αισθητικής του (ελευθερόστιχο με τέτοια μέτρα), έχω την αίσθηση ότι αν ήταν ο Ηλίας Λάγιος εν ζωή, θα το λάτρευε και θα το αποστήθιζε εξ ολοκλήρου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Wassily Kandinsky. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=31557&fbclid=IwAR2lDT7jUq9NiRDrG_gyWWE_sATnL20jTJKzTSR4N-DZo10YRvNcYKzpNhk

Δεν υπάρχουν σχόλια: