Η μάνα δεν μπαίνει σχεδόν ποτέ. Κάθεται με τα ρούχα στην αμμουδιά και τα παρακολουθεί. Ο πατέρας στην ξαπλώστρα.
Τ’ αγόρι θα ’ναι πάνω από τριάντα πια, το κεφάλι του αραιώνει. Στριφογυρνάει συχνά τη δεξιά του παλάμη και την παρατηρεί εκστατικά, σαν κάτι πρωτόγνωρο.
Το κορίτσι, λίγο μικρότερο, δύσμορφο και σχεδόν παχύσαρκο.
Μπαίνοντας στη θάλασσα, βγάζουν κάτι κοφτές κραυγές, σαν κι αυτές που πρέπει να ’βγαζαν οι Νεάντερταλ, όταν τ’ ακόντιά τους τρυπούσαν το ζώο. Μιλάνε με τις ώρες σε μια γλώσσα δική τους –σφήνα επιφωνήματα και γκριμάτσες.
Κάποια στιγμή, στη διάρκεια του μπάνιου, το αγόρι πλησιάζει το κορίτσι από πίσω. Το αρπάζει. Αρχίζει να το δαγκώνει πνιχτά στα μπράτσα και στην πλάτη. Το κορίτσι δεν αντιστέκεται. Φαίνεται να το περιμένει. Η μάνα στυλώνει το βλέμμα κάτω. Δυο ανάσες κι ο πατέρας καρφώνει τα παιδιά. Σηκώνεται φουριόζος. Η μάνα μπαίνει με τα ρούχα στο νερό. Τα παιδιά συσπειρώνονται γύρω της. Κραυγάζουν, ζώα λαβωμένα.
Χρόνια τους παρατηρώ εκστατικά, σαν κάτι πρωτόγνωρο.
Κ.Κ. 05-06-’21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου