«Η οποιαδήποτε θεωρία είναι απείρως απλούστερη
από οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση» Π. Κονδύλης
του ΚΩΣΤΑ Ι. ΜΕΛΑ
Η σωστή απεικόνιση της φυσικής και κυρίως κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελεί διαχρονικά το ζητούμενο για όλες τις φιλοσοφικές και επιστημονικές θεωρήσεις.
Δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό στη ζωή από το να ανακαλύψεις το ακριβές σημείο, από το οποίο πρέπει να παρατηρούνται και να κρίνονται όλα τα πράγματα, και ύστερα να παραμείνεις σ’ αυτό το σημείο, υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο φὸν Κλαούζεβιτς.[1]
«Στο ακίνητο σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου», κατά τη ρήση του Έλιοτ.[2]
Το βασικό λάθος που συνήθως γίνεται συνίσταται στη συνεχή σύγχυση σχετικά με το είναι και το δέον, μεταξύ περιγραφικών και κανονιστικών προτάσεων. Υπάρχουν μακροσκελείς αναλύσεις με βάση του πώς θα έπρεπε να είναι η κοινωνική πραγματικότητα αδιαφορώντας πλήρως για το πώς πράγματι είναι η κοινωνική πραγματικότητα.
«Οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται τα πάθη που μας βασανίζουν ως διαστροφές, στις οποίες οι άνθρωποι ενδίδουν από δικό τους φταίξιμο. Γι’ αυτό και συνηθίζουν να τα περιγελούν, να τα οικτίρουν, να τα στηλιτεύουν ή (όσοι θέλουν να δείχνουν πιο ευσεβείς) να τα καταριώνται. Πιστεύουν ότι έτσι επιτελούν έργο θεάρεστο και αγγίζουν την υπέρτατη σοφία, εφόσον έμαθαν να εξυμνούν με χίλιους τρόπους μιάν ανθρώπινη φύση που δεν υπάρχει πουθενά και να κατακεραυνώνουν με τους λόγους των την πραγματική. Τούτο συμβαίνει επειδή αντιλαμβάνονται τους ανθρώπους όχι όπως είναι, αλλά όπως θα τους ήθελαν οι ίδιοι να είναι. Γι’ αυτό και, ως επί το πλείστον, αντί για ηθική έγραψαν σάτιρα και δεν συνέλαβαν ποτέ μια πολιτική που να μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη».[3]
Οι αναλύσεις τέτοιου είδους στερούνται της ικανότητας απεικόνισης της κοινωνικής πραγματικότητας, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάζεται ως άλλη, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε λανθασμένες ενέργειες σε σχέση με το επιδιωκόμενο.
«Πολλοί χτίσανε με το νου τους δημοκρατίες κι ηγεμονίες που ποτέ κανένας δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε στ’ αλήθεια. Γιατί τόσο μακριά βρίσκεται το πώς ζούμε απ’ το πώς θάπρεπε να ζούμε, ώστε όποιος δεν κοιτάει το τι γίνεται για να κυνηγήσει το τι θάπρεπε να γίνεται, αυτός πιότερο την καταστροφή παρά την προφύλαξή του βλέπει. Γιατί κάποιος που θέλει σ’ όλα τα ζητήματα να φανερώσει καλοσύνη, φυσικό είναι να καταστρέφεται μέσα σε τόσους που δεν είναι καλοί».[4]
Το διάβασμα της κοινωνικής πραγματικότητας σημαίνει αναζήτηση του ειδοποιού στοιχείου της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και της ιδιόμορφης αιτιότητας που το διέπει. Αυτό μεταφράζεται ως συνεχής προσπάθεια αναζήτησης των κινήτρων με βάση τα οποία κινητοποιούνται τα ατομικά ή θεσμικά υποκείμενα (πάντοτε κοινωνικά), των μέσων που χρησιμοποιούν για την επίτευξη των στόχων τους οποίους έχουν επιλέξει.
Το διάβασμα και η κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας αποτελεί ως εκ τούτου, την αφετηρία εκδήλωσης όποιων ενεργειών αποβλέπουν στην αλλαγή και στην προσαρμογή της προς νέους στόχους. Πρόκειται για μια δύσκολη επιλογή, απείρως πιο δύσκολη, από αντίστοιχες επιλογές δεοντολογικού χαρακτήρα οι οποίες εύκολα αναφέρονται στο πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Τζόυς «πως μπορεί να ονειρεύεται, αφού δεν βλέπει».[5]
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διέρχεται σήμερα η χώρα μας, αναδύονται ποικιλότροπες και πολύμορφες αντιλήψεις/ερμηνείες που απέχουν από την καταγραφή και περιγραφή της “πραγματικότητας” όπως αυτή συλλαμβάνεται, με όλες τις επιφυλάξεις και τα εγγενή προβλήματα που έχουν εντοπισθεί στη λειτουργία τους, από τις συστηματικές ανθρώπινες δραστηριότητες που ονομάζονται κοινωνικές επιστήμες.
Το ίδιο συμβαίνει με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην ελληνική οικονομία. Διαμορφώνονται και εκφράζονται απόψεις για την κατάσταση της, για την ιστορική της διαδρομή αλλά και για τις μελλοντικές της προοπτικές που όχι μόνο εμπεριέχουν συστηματικά λάθη και ανακρίβειες, αλλά πολλές φορές και συνειδητές διαστρεβλώσεις με σκοπό την εξυπηρέτηση ιδεολογικών αντιλήψεων αλλά και ποταπών πολιτικών στοχεύσεων.
Απαιτείται συστηματική περιήγηση, κατ’ αρχάς στην ιστορία της ελληνικής οικονομίας, επειδή η κρίση προβάλλεται (και σε γενικές γραμμές έτσι είναι) πρωτίστως ως οικονομική, ώστε να επέλθει η περιγραφική αποκατάσταση της κοινωνικής πραγματικότητας ως μοναδικού αντιλόγου σε μια διαπάλη ιδεών και κοινωνικών διεργασιών που όλο και περισσότερο στερείται αισθητικής.
Όμως πρέπει να είμαστε αρκούντως συνειδητοποιημένοι για τις αντιδράσεις που θα προκύψουν, από μια τέτοια προσπάθεια γιατί «οι άνθρωποι δεν μπορούν ν’ αντέξουν πολλή πραγματικότητα».[6]
Η περιγραφική κατάσταση της πραγματικότητας[7] της ελληνικής οικονομίας μπορεί να ξεκινήσει από απλές διαπιστώσεις μέσω των οποίων είναι δυνατόν να σχηματισθεί ένας ερμηνευτικός καμβάς ικανός να οδηγήσει στην κατανόηση της.
Χρειάζεται να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίον η ελληνική οικονομία (αλλά ταυτόχρονα η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος) κατάφερε να αναπτυχθεί έτσι ώστε η μικρή αγροτική οικονομία η οποία επικρατούσε στον ελληνικό χώρο, να μετασχηματισθεί σε μιαν αναπτυγμένη οικονομία και παρά τα όσα μη ορθά της καταμαρτυρούν σχετικά με τη λειτουργία της, κατάφερε μέχρι σήμερα να εξασφαλίζει στους κατοίκους της ένα βιοτικό επίπεδο από τα υψηλότερα στον κόσμο.
Διότι περί αυτού ουσιαστικά πρόκειται. Παρά τα πολλά και περί του αντιθέτου λεγόμενα, η Ελλάδα αναπτύχθηκε με τον δικό της τρόπο σε πείσμα όλων εκείνων των κανονιστικών αναλύσεων, οι οποίες ορμώμενες από ξένα πρότυπα και ειδικά από αυτό της Δυτικής Ευρώπης έδειχναν άλλους δρόμους.
Η χρησιμοποίηση ενός “ιδανικού” αναπτυξιακού υποδείγματος ως προτύπου, ή ακόμη η χρησιμοποίηση ενός “ξένου” υποδείγματος (στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για μια sui generis αναφορά σε αυτό των δυτικών αναπτυγμένων χωρών μεταξύ των οποίων, ειρήσθω εν παρόδω, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις), αφ’ ενός αφαιρεί την αξία των ιδιομορφιών της κοινωνικής πραγματικότητας, αφ’ ετέρου επιβάλλει μέσα, τρόπους και μέτρα για τους αναπτυξιακούς σκοπούς της κοινωνίας που είναι ακατάλληλα για την επίτευξη του στόχου, με φυσιολογικό αποτέλεσμα την πλήρη αποτυχία.
Σύμφωνα με τη συλλογιστική που μόλις εκθέσαμε, χρειάζεται να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε ορισμένα βασικά ζητήματα τα οποία έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην ανάπτυξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Έτσι χρειάζεται να δείξουμε τι ακριβώς σημαίνει ότι ελληνικός χώρος δεν εβίωσε ούτε τη φεουδαρχία, ούτε την Αναγέννηση, ούτε την επιστημονική επανάσταση, ούτε το απολυταρχικό κράτος. Αρκεί μόνο να το αναφέρουμε και το ζήτημα θεωρείται λήξαν; Ποιές είναι οι συνέπειες αυτής της απουσίας; Προχωρώντας ακόμη ένα βήμα ρωτάμε: υπήρξε κάποιος άλλος τρόπος μέσω του οποίου αυτές οι απουσίες υποκαταστάθηκαν;
Ποιά είναι τα κοινωνικά υποκείμενα που υποκατέστησαν τα αντίστοιχα απουσιάζοντα, τα οποία υπήρξαν οι φορείς των συγκεκριμένων πραγματοποιήσεων στην ιστορική διαδρομή της Δύσης; Με απλά λόγια, ποιά κοινωνικά στρώματα κατέλαβαν τη θέση των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων της Δύσης; Ποιά κοινωνικά στρώματα θα θεωρήσουμε ότι τα υποκατέστησαν στην ιστορική διαδρομή της ελληνικής κοινωνίας;
Όλο αυτό το συνονθύλευμα πατριαρχικών δυνάμεων, προεστών, καπεταναίων, μικροεμπόρων, ναυτικών, ομογενών, μικροεπιχειρηματιών κ.τ.λ. που συναπαρτίζουν τους δημιουργούς του νέου ελληνικού κράτους, με τις ιδιάζουσες και επαμφοτερίζουσες απόψεις, πώς μπορούν να ταυτιστούν με τις απόψεις μιας δυναμικής αστικής τάξης;
Οι κοινωνικές διαδικασίες οι οποίες διαμορφώθηκαν με την παρουσία των συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων καθόρισαν σε μέγιστο βαθμό το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε ολόκληρη την περίοδο υπάρξεως του ελληνικού κράτους η πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Μπορεί τα όρια του πλαισίου να ήταν (είναι) ελαστικά ή και πολύ ελαστικά σε περιόδους “εκσυγχρονιστικών σπασμών” αλλά αυτό δεν μεταβάλλει τον σκληρό πυρήνα του συστήματος, ο οποίος, υπό μια έννοια, περιέχει ολόκληρη τη “μεταφυσική” της αρχικής θεμελίωσης του ελληνικού κράτους. Θέλω να υπογραμμίσω εδώ ότι η “μεταφυσική” του συστήματος, ο σκληρός του πυρήνας, είναι δύσκολο να υποστεί μεταβολές οι οποίες προέρχονται από συγκυριακά ή τεχνικά ζητήματα αλλά και από απλές κοινωνικές διεργασίες.
Όλες οι πιέσεις και οι τριβές παροχετεύονται στα ελαστικά όρια του πλαισίου τα οποία πάντοτε βρίσκουν τρόπο να προσαρμόζονται προστατεύοντας τον σκληρό πυρήνα. Πρωτίστως, οι πιέσεις προέρχονται από το διεθνές περιβάλλον, τον διεθνή καταμερισμό ισχύος και τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Οι προσαρμογές σαφώς λαμβάνουν υβριδική μορφή αντανακλώντας τις ιδιαιτερότητες του σκληρού πυρήνα. Με απλά λόγια υποστηρίζουμε ότι μόνον οι κοινωνικές διαδικασίες μπορούν να μεταβάλλουν τα όρια του πλαισίου του κοινωνικού σχηματισμού, όχι όμως τον σκληρό πυρήνα του.
Προχωρώντας περαιτέρω επιχειρούμε να εκλογικεύσουμε επιμέρους βασικές ιδιοτυπίες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, απαντώντας σε συγκεκριμένα ερωτήματα, όπως:
Τι σηματοδοτεί η ύπαρξη της ελληνικής ομογένειας εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και της ελληνικής διασποράς στην Ευρώπη, όσον αφορά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους; Πώς γεννήθηκε η ασάφεια μεταξύ της έννοιας του κράτους και της αντίστοιχης του έθνους στην Ελλάδα; Τι προβλήματα δημιουργεί και τι προβλήματα “λύνει”; Γιατί ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα συνεχίζεται η συζήτηση η οποία κατά βάση έχει “κλείσει” στις δυτικές χώρες;
Η ανάπτυξη της έννοιας του ελληνοκεντρισμού ως ρομαντικού (;) εθνικιστικού πολιτισμικού φαινομένου και της έννοιας της ελληνικότητας ως “έλλογης” προσπάθειας εκλογίκευσης της όποιας ιδιαιτερότητας της Ελλάδας σε σχέση με όλους τους γείτονές της είναι ακόμη ένα ζήτημα το οποίο χρειάζεται να αναλυθεί επισταμένως. Αποτέλεσμα της εμφάνισης και της εξάπλωσης της έννοιας της ελληνικότητας[8] είναι οι συνεχιζόμενες, ακόμη και σήμερα, συζητήσεις οι οποίες εκτείνονται κατά μήκος ενός φάσματος στο ένα άκρο του οποίου βρίσκεται ο (ρομαντικός) εθνικισμός ως έκφραση της μοναδικότητας και της υπεροχής του ελληνισμού και στο άλλο ο εξευρωπαϊσμός ως απόλυτη αφομοίωση με την Εσπερία. Όλα αυτά επίσης χρειάζεται να ενταχθούν σε αυτό το προτεινόμενο ερμηνευτικό σχήμα, όπως και η διαφορετική επίδραση της Ορθοδοξίας στο επιχειρηματικό/καπιταλιστικό πνεύμα σε σχέση με τον καθολικισμό/προτεσταντισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου