Μετρώ τα δάκτυλα του δεξιού μου χεριού
και τα βρίσκω πέντε. Μετρώ τα δάκτυλα
των δύο μου χεριών και τα βρίσκω δέκα.
Μετρώ όλα τα δάκτυλα και τα βρίσκω είκοσι.
Τα δόντια τριάντα δύο. Τις αισθήσεις μου
πέντε. Ακέραιο, δεν μπορώ να πω, με άφησε
το πάθος σου κι η αγάπη μου για σένα.
Δεν μετρώ τα ποτά, δεν μετρώ τα τσιγάρα.
—Νήσος Χίος (Εκδ. Πλανόδιον, 2002)
Έστρωσα το τραπέζι για έναν.
Για μένα. Άναψα την τιβί.
Κάθισα. Για να σωθεί ο καπιταλισμός
απαιτούνται θυσίες απ’ όλους μας.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ρωτούσες
αν μπορούσες να περάσεις.
Μπορούσες. Έσβησα την τιβί.
Σηκώθηκα. Ο καπιταλισμός
αιμορραγεί και πεθαίνει. Είπα.
Άλλαξα τραπεζομάντιλο.
Έστρωσα το τραπέζι για δύο.
—Χαμένο κορμί (Εκδ. Μελάνι, 2009)
Το τσίπουρο θέλει μεζέ και παρέα. Αχαλίνωτες
φαντασιώσεις. Μεγάλες παρεκκλίσεις
από τον κανόνα. Ευρύχωρες αφαιρέσεις.
Ένα είδος θεραπευτικής σχέσης για αβίαστη
έκφραση. Μια ελαφρά υπέρβαση του μέτρου.
Τακτοποιημένα σεντόνια από την προηγούμενη.
Ναι μεν πλην όμως αλλά. Όλο το ρυθμό εναλλαγής
μεταξύ κοινονικότητας και πλήξης που διαθέτουν
οι άνθρωποι χωρίς ιδιότητες. Οι πότες. Εμείς.
—Αλτσχάιμερ Αρχόμενο (Εκδ. Μελάνι, 2017)
Το 2024 η πισίνα του συγκροτήματος, θα είναι
ακριβώς όπως την βλέπεις κι απόψε: ήρεμη,
καθαρή, φωτισμένη και άδεια. Θα είμαι
τζαστ εβδομήντα, εσύ ογδόντα ένα. Οι διαδοχικές
γραμμές των χρωμάτων, όπως τις βλέπουμε
καθισμένοι τώρα εδώ, θα είναι το λευκό
απ’ το καραβόπανο της ομπρέλας, το πράσινο
απ’ το γκαζόν και το ψεύτικο μπλε του νερού της πισίνας,
τυλιγμένες στο σκοτάδι της αυγουστιάτικης νύχτας.
Θα σηκώνουμε καληώρα τα ποτήρια μας με το
προσέκο πρόποση στα πενήντα χρόνια γάμου μας
εκτός γάμου. Οι έφηβες που βλέπεις τώρα στολισμένες
πάνω στα δωδεκάποντα και φρεσκοχτενισμένες,
θα έχουν αλλάξει απλώς ονόματα, πρόθυμες να ξαναρχίσουν
το παιγνίδι του έρωτα, της εγκατάλειψης, της προδοσίας.
Συγγνώμη, θέλω να ξαναπάρω. Θέλω κι άλλη μπρεσάολα
στο πιάτο μου. Να ερωτευθώ απ’ την αρχή, να εγκαταλειφτεί
στην αγκαλιά μου άλλο ένα κορίτσι, πριν μ’ εγκαταλείψει.
Κάποιοι σαν κι εμένα χωρίζουν έπειτα από σαράντα χρόνια,
γιατί δεν αντέχουν να δουν να λιώνουν και να πεθαίνουν
μέσα στα χέρια τους αυτούς που αγάπησαν. Να τους κλείσουν τα μάτια.
Αυτοί είναι συνήθως που πέφτουν με τα ρούχα τους
για μια βουτιά στην πισίνα, ελαφρώς μεθυσμένοι.
—Ταχυδρομική θυρίς (υπό έκδοση, 2021)
* Arthur Rimbaud, Œuvres, Lettre à G. Izambard, 1964 [1871], p. 343
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου