Μαρία Μούρτου-Παραδεισοπούλου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Στις 14 Ιουνίου 2020 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τον θάνατο του Weber. Με αφορμή αυτήν την επέτειο, κυκλοφόρησε ο συλλογικός τόμος που επιμελείται ο Γιάννης Κτενάς, με τίτλο Max Weber, 100 χρόνια μετά. Πολιτική, μεθοδολογία, ριζοσπαστική κριτική (εκδόσεις Ευρασία). Γιατί Weber; Και γιατί σήμερα; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι άξονες στους οποίους κινείται η συγκεκριμένη έκδοση αντιστοιχούν στα τρία κενά που στοχεύει να καλύψει. Πρώτον, επιδιώκεται η ανάδειξη του Weber ως πολιτικού στοχαστή, στον αντίποδα όσων ερμηνειών τον θέλουν αμιγώς κοινωνιολόγο.
Δεύτερον, προτείνεται η ανάγνωση του βεμπεριανού έργου σαν «κοιτίδα της ριζοσπαστικής σκέψης για την κοινωνία». Τρίτον, επιχειρείται μια επαναπροσέγγιση της βεμπεριανής μεθοδολογίας, που θέτει στο επίκεντρό της τις αξίες ως πυρήνα της γνωσιακής διαδικασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο διανοίγει το πεδίο εντός του οποίου πολιτική, αξίες και κριτική συνυπάρχουν σε ένα αρμονικό σύνολο, και οι D. Kaesler, S. Eliaeson, Γ. Κτενάς, B. Hibou, A. Berlan, Α. Παπαδημητρίου, Α. Μουζακίτης, Β. Ρωμανός, Θ. Γκιούρας, Α. Τσίρμπας, K. Palonen και K. Γαλανόπουλος θέτουν και απαντούν σε ερωτήματα, βάσει των τριών προαναφερθέντων αξόνων. Ακολουθώντας την κειμενική δομή του τόμου, το πρώτο κεφάλαιο πραγματεύεται τη θέση των αξιών στη βεμπεριανή μεθοδολογία και επιστημολογία. Ο Weber τοποθετεί στον πυρήνα της γνωσιακής συνθήκης κοινωνικο-ιστορικά διαμορφωμένες αξίες. Ετσι, «δεν έχουμε γνώση για την κοινωνία και την ιστορία παρότι μιλάμε από συγκεκριμένη (αξιακή) σκοπιά· έχουμε γνώση επειδή μιλάμε πάντα από μια τέτοια σκοπιά» (σελ. 56). Επομένως, τo βεμπεριανό αίτημα για «ελευθερία από τις αξίες» νοείται εδώ ως ένα άλλο «μάτι για τα πράγματα», ως εργαλείο κριτικής απέναντι σε όσα παρουσιάζονται με όρους απόλυτης αλήθειας και γνώσης, χωρίς ωστόσο να αποκλείει τη δυνατότητα ύπαρξης θετικών αξιών. Υπό αυτή την οπτική, τονίζεται το αίτημα για τη «ριζική υποκειμενικοποίηση των θεμελίων κάθε ακαδημαϊκής πράξης», με την έννοια ότι κάθε ερευνητής χρειάζεται να είναι ικανός να λογοδοτήσει σχετικά με το νόημα των πράξεών του. Το δεύτερο κεφάλαιο τοποθετεί στο επίκεντρο την ανάδειξη των ριζοσπαστικών πτυχών του βεμπεριανού έργου – κίνηση που ανοίγει τον δρόμο προς μια «ριζοσπαστική οικειοποίηση» του συνόλου του. Οχι μόνο παρουσιάζεται η βεμπεριανή κριτική στον δυτικό ορθολογισμό ως έναν «μη χειραφετημένο ορθολογισμό», αλλά αναδεικνύεται και η ολοένα αυξανόμενη διαχειριστική προσέγγιση του συνόλου των ενσώματων ή ασώματων μερών που απαρτίζουν τον κόσμο, συνέπεια του περάσματος από τη «νόμιμη-ορθολογική γραφειοκρατία» στη «νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία». Πλέον «είμαστε όλοι γραφειοκράτες, και ορισμένες φορές γραφειοκράτες του εαυτού μας» (σ. 83). Η αναγνώριση της γραφειοκρατικοποίησης και του αυτοματισμού αποτελεί το πρώτο σκέλος της ριζοσπαστικής θεώρησης του Weber. Την αναγνώριση αυτή συμπληρώνει ενεργητικά η ανάλυση που θέλει τον ριζοσπαστισμό της βεμπεριανής σκέψης να εδράζεται σε τρία σημεία της θεματολογίας και των μεθοδολογικών χαρακτηριστικών της: «την απαίτησή της για διαύγεια, τη χωρίς καλλωπισμούς περιγραφή των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων εξουσίας και την ανάλυση των βαθιών συνεπειών του βιομηχανικού καπιταλισμού (γραφειοκρατικοποίηση και εξορθολογισμός)» (σ. 109). Η ανάγνωση αυτή πλαισιώνεται από τη διαλεκτικοποίηση της βεμπεριανής και της μαρξικής προσέγγισης του καπιταλισμού και από την εξέταση της σχέσης ουτοπίας και ιδεολογίας, λαμβάνοντας ως συνομιλητή του Weber τον Γάλλο φιλόσοφο Paul Ricoeur. Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο του τόμου, επιδιώκεται η ανάδειξη του Weber ως πολιτικού στοχαστή. Εκεί, αναλύεται η βεμπεριανή πραγμάτευση της έννοιας του κράτους, η δημοκρατική οντολογία και η σχέση της με την τραγικότητα της πολιτικής, και η σχέση της γραφειοκρατίας με την πολιτική. Επιχειρείται επίσης μια ενδιαφέρουσα επαναπροσέγγιση των πολλαπλών όψεων της πολιτικής στο βεμπεριανό λεξιλόγιο. Η συνεισφορά του τόμου είναι λοιπόν διττή. Αφενός, διεξάγεται μια διεξοδική επεξεργασία και ανάλυση θεμελιωδών βεμπεριανών εννοιών και προβληματικών. Αφετέρου, επιτυγχάνεται το τριπλό αίτημα που διατυπώνεται στην εισαγωγή. Γίνεται εμφανές ότι το έργο του Weber δεν εξαντλείται στη σφαίρα της ατόφιας «κοινωνιολογίας», αλλά συνιστά εργαλείο για μια εις βάθος κατανόηση και ριζοσπαστική κριτική του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Γιατί λοιπόν Weber και γιατί σήμερα; Θα περιοριστώ σε ένα απτό και επίκαιρο παράδειγμα, όπως αυτό παρουσιάζεται στον τόμο. Η Béatrice Hibou παρατηρεί ότι η ολοσχερής γραφειοκρατικοποίηση και αυτοματοποίηση της ζωής αφορά πλέον ακόμα και θεμελιώδη για την ανθρώπινη επιβίωση επαγγέλματα και δομές, όπως το ιατρικό επάγγελμα και τα νοσοκομεία. Η αντιμετώπισή τους σαν κάποιων ακόμη περιπτώσεων προς διοικητική διαχείριση είναι ένα πολύ γνώριμο φαινόμενο, ειδικά την εποχή του SARS-COV 2 που διανύουμε, με τις ελλείψεις ΜΕΘ, προσωπικού και βασικών υλών. Η βεμπεριανή θεώρηση των πραγμάτων, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο, είναι μια θεώρηση αμιγώς πολιτική και επίκαιρη: τοποθετώντας στον πυρήνα της κοινωνικοϊστορικές αξίες, αποτελεί ένα εργαλείο ώστε να σταθούμε ικανές και ικανοί να αναγνωρίσουμε και τελικά να ανταποκριθούμε, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, στις «απαιτήσεις της ημέρας».https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/294085_o-max-weber-simera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου