Είναι που μες στα μάτια σου σαλεύουν
σκιές νεκρών
μορφές αγαπημένων
Είναι που μοιάζεις με ταξίδι στο αχανές
Είναι που δρόμους άλλους φανερώνεις
Είναι που κλείνεις τις
καταπακτές
και στο καινούριο θαύμα ξημερώνεις
Είναι που μες στο φέγγος σου αγρυπνώ
σα να πιστεύω πως
υπάρχω ακόμα
Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ
Όμως
ποια να ‘σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
- με τόση λάμψη τόση μουσική -
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ' αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ' αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ’ αυτή
την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί στο βλέμμα μου η μορφή σου;
Ποιον ουρανό; Ποια μακρινή πατρίδα;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
- σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο -
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;
Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ•
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω
ΨΥΧΟΓΕΝΕΙΑ
Τη νύχτα θεώμαι τα πράγματα
Τη νύχτα προσφεύγω στο θαύμα
Ότι πολύ αλαφρύνεται το αμάρτημα
της ύπαρξής μου με το βάλσαμο της δρόσου
κι ότι πολύ απαλύνεται
με των δακρύων την έξοδο
ή οχλαγωγία της μέριμνας στο στήθος μου
Ω, την ημέρα χαίνουν οι πληγές
ηχούν αργύρια προδοσίας
άχθος και κονιορτός με καταβάλλουν
Όμως τη νύχτα ανοίγονται οι πηγές
βαθαίνουν οι στιγμές σαν περιβόλια
γίνεται η λύπη φως
η μνήμη δέντρο
κελαρυσμοί νερών τ' άχαρα χρόνια
Τη νύχτα
που τα σώματα σιωπούν
και των ψυχών η μουσική αναβλύζει
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ
Βρίσκω εκκωφαντικά τα γεγονότα
τις διατυπώσεις πληκτικές
το όλον έργο περιττό και χρονοβόρο
Κι αν ίσως κάποτε συμπράττω
θύμα κι εγώ μοιραίων συσχετισμών
όμως κρατώ τις όποιες αποστάσεις
τεκμήρια της αθωότητάς μου
Γι’ αυτό αποφεύγω τους
συνωστισμούς
και προτιμώ τις άδειες παραλίες
φίλος και μνήμων των κυμάτων πάντα
πιστός ακροατής
των οριζόντων
Γι’ αυτό αποφεύγω να
συνομιλώ
και με τον ίδιο ακόμη τον εαυτό μου
Θέλω ν' ακούω ψιθύρους ουρανών
θέλω ν' ακούω τριγμούς
πέραν των τάφων
Σβήστε λοιπόν αυτούς τους προβολείς
μη με διαλύετε στους
ορυμαγδούς σας
αφήστε ν' αφουγκράζομαι γκρεμούς
αφήστε να θωπεύω
τους νεκρούς μου
*
Τι περιμένεις
όταν περιμένεις
το Τίποτα;
Το Τίποτα δε θα ’ρθει
Το Τίποτα είν' εδώ σε περιβάλλει
φοράει λαμπρή στολή κι ωραία πλουμίδια
και τον θαυμάσιο κόσμο προσποιείται
Το Τίποτα είναι χρώματα και λάμψεις
σχήματα και μορφές
κενά και όγκοι
Μάτια που φέγγουν στοχασμό και ρέμβη
Χείλη που στάζουν ηδονή και λήθη
Σώματα που θροούν φωνές που ανθίζουν
Το Τίποτα είναι το χαμόγελό σου
το βλέμμα σου το σιωπηλό σου δάκρυ
Η δίψα της ψυχής σου που δε σβήνει
Το άλλο σου πρόσωπο το βυθισμένο
που σε κοιτάζει από την καταχνιά του
Το Τίποτα είσαι Εσύ. Το μαύρο σου αίμα
Της ύπαρξής σου το βαθύ πηγάδι
ΤΟ ΩΡΑΡΙΟ
Θα πρέπει ωστόσο να παραδεχθείς
πως έχει πλέον η ώρα προχωρήσει
πως πρέπει πια να κλείσεις το πρατήριο
κι αν ίσως
δεν συμπληρώθηκε εντελώς ο χρόνος
αν μένει κάποιο υπόλοιπο ωραρίου
όμως για ποιο σκοπό να περιμένεις
αφού το εμπόρευμα έχει εξαντληθεί
στο δρόμο η κίνηση έχει λιγοστέψει
φίλος δεν θα 'ρθει να σ’ επισκεφθεί
- πού χάθηκαν; Π ώ ς χάθηκαν οι φίλοι; -
και τι να κάνεις πια στον άδειο χώρο
μόνος κι ασάλευτος ένα tableau vivant
μ’ αυτό το κρύο χαμόγελο που μάταια προσποιείται
σβήσε το φως
κλείσε τη θύρα
ηρέμησε
ξέχνα για μια στιγμή την ύπαρξή σου
τα δούναι και λαβείν της κάθε μέρας
τον κουρνιαχτό...το συρφετό της πόλης
Και σκέψου λίγο το βαθύ ουρανό
Τα εκατομμύρια πάνω εκεί των άστρων…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου