Αγάπη μου!
Δεν φρόντισες για μένα, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Δεν ήξερες ότι εγώ.
Ήμουν σαν ένα κατεστραμμένο άλογο, ανάμεσα στο πλήθος.
Παρακινούμενο από έναν τολμηρό, αναβάτη.
Σεργκέι Γεσένιν, «Γράμμα σε μια γυναίκα»
Μπορεί η «έμμετρη» ή «στιχηρά επιστολογραφία» να αποτελεί ακόμα ένα υπό φιλολογική διερεύνηση και ειδολογική διεκδίκηση γραμματολογικό είδος,[1] εν τούτοις δεν παύει να πρόκειται για ένα ενδιαφέρον ερευνητικό πεδίο, το οποίο γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στη ρωσική ποίηση, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Αργυρού αιώνα (1907-1932), αφού στο είδος αυτό θήτευσαν τα μεγάλα ονόματα της ρωσικής πρωτοπορίας, όπως ο Βλαντίμιρ Μαγιοκόφσκι (1893-1930), η Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) και ο Σεργκέι Γεσένιν (1895-1925). Τα επιστολικά ποιήματα του τελευταίου κατέχουν περίοπτη θέση στο συνολικό ποιητικό του corpus, χωρίς ωστόσο η επιστολική τους υπόσταση και οι τρόποι με τους οποίους αυτή συνυπάρχει και διαπλέκεται με τον ποιητικό λόγο να έχουν τύχει της ερευνητικής προσέγγισης που τους αξίζει.[2] Τον σκοπό αυτό καλείται να υπηρετήσει το παρόν κείμενο, αφού πρώτα σκιαγραφήσει ένα σύντομο βιογραφικό πορτρέτο του σπασμωδικά γνωστού στην Ελλάδα μεγάλου ρώσου ποιητή.
Ο αριστοκράτης μουζίκος του ρωσικού Αργυρού αιώνα
Γεννημένος το 1895 στο χωριό Κωνσταντίνοβο της επαρχίας του Ριαζάν της Κεντρικής Ρωσίας σε μια φτωχή, αγροτική οικογένεια, ο Σεργκέι Γεσένιν, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των παππούδων μαζί με τους «άτακτους και τολμηρούς» θείους, όπως τους αποκαλεί ο ίδιος σε αυτοβιογραφικό του σημείωμα,[3] αναφερόμενος υπαινικτικά στη σκληρή και βίαιη συμπεριφορά των συγγενών που τον ανέθρεψαν. Στην τρυφερή ηλικία των δύο ετών βίωσε την εγκατάλειψη από τους γονείς του που έφυγαν για να ζήσουν στην πόλη, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν πολλοί μελετητές του σαν ένα ισχυρό ερμηνευτικό κλειδί, για να προσεγγίσουν την ποίησή του. Σύμφωνα με αυτούς, τα δύσκολα παιδικά χρόνια αποτέλεσαν τη βασική αιτία της έλλειψης ψυχικής ισορροπίας του ποιητή, των επαναλαμβανόμενων μετακινήσεών του, των απιστιών του προς τις γυναίκες και εν γένει του άσωτου βίου που διήγαγε. Ωστόσο, διευκρινίζουμε έγκαιρα ότι θα επιχειρήσουμε να απομακρυνθούμε μεθοδολογικά από τις βιογραφίζουσες κριτικές που εστιάζουν εμμονικά στην ταραχώδη ερωτική ζωή του Γεσένιν, και θα προσπαθήσουμε να πλοηγηθούμε στα επιστολικά ποιήματά του μέχρι εκεί που τα ίδια μας επιτρέπουν.
Επιστρέφοντας στο βιογραφικό πορτρέτο του ποιητή, σημειώνουμε ότι το μικρό χωριό Κωνσταντίνοβο δεν στάθηκε ικανό να κρατήσει στα ασφυκτικά σύνορά του τον πνευματικά ανήσυχο Σεργκέι, ο οποίος, ωστόσο δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή του και συνήθιζε να αποκαλεί περήφανα τον εαυτό του «γιο της αγροτιάς» και «πολίτη του χωριού».[4] Όταν στα 1912 μετέβη στη Μόσχα και αργότερα στην Αγία Πετρούπολη, συνδέθηκε με τους καλλιτεχνικούς κύκλους και την πνευματική και λογοτεχνική ελίτ της Ρωσίας (Μπλοκ, Αχμάτοβα, Μαγιακόφσκι, Γκουμιλιόφ, Τσβετάγεβα) και εξέδωσε τις πρώτες ποιητικές του συλλογές, κυκλοφορώντας ακόμα με τη χαρακτηριστική αγροτική ενδυμασία: κεντητά πουκάμισα, κόκκινες μπότες, χρυσή ζώνη και φυσαρμόνικα. Με αυτό τον τρόπο διατράνωνε την χωριάτικη καταγωγή του, αλλά ο δανδισμός του τον έκανε αργότερα να υποκύψει στα κομψά κοστούμια των ευρωπαϊκών αστικών σαλονιών, για χάρη των οποίων απαρνήθηκε τελικά τις παραδοσιακές φορεσιές. Στο εξής, έζησε μετεωριζόμενος ανάμεσα στην αγροτική του καταγωγή και την αστική μεγαλοπρέπεια, την επαρχιώτικη απλότητα και την πρωτευουσιάνικη φιλαρέσκεια.
Ο αμφιφυλόφιλος Γεσένιν παντρεύτηκε πολλές φορές, αλλά οι γάμοι του εξελίσσονταν σε πολυσυζητημένα και πολυφωτογραφημένα ρομάντζα της εποχής που δεν μακροημέρευαν. Αναφερόμαστε βέβαια στον γάμο του με τη γνωστή μπαλαρίνα Ισιδώρα Ντάνκαν (1921), την οποία παντρεύτηκε παρά τη διαφορά ηλικίας και το τεράστιο γλωσσικό χάσμα, αλλά και για αυτόν με την εγγονή του Λέοντα Τολστόι, Σοφία Αντρέγεβνα Τολστάγια (1925). Κατά τη διάρκεια του γάμου του με την πρώτη, ταξίδεψε σε Ευρώπη και Αμερική τραγουδώντας τη «Διεθνή» και μιλώντας για το κομμουνιστικό ιδεώδες, για να χωρίσει αμέσως μετά την επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη. Τα μεθύσια του, οι καταστροφές που προξένησε στα δωμάτια των ξενοδοχείων και στα εστιατόρια απασχολούσαν συστηματικά τον παγκόσμιο Τύπο και αμαύρωναν το όνομά του διεθνώς. Με την επιστροφή του στη Ρωσία συνέχισε τη μποέμικη ζωή του στα καπηλειά και τα πορνεία, υποφέροντας από αλκοολισμό, κατάθλιψη και παραισθήσεις.[5]
Αναφορικά με το λογοτεχνικό έργο του Γεσένιν, η αγροτική ζωή, ο πηγαίος λυρισμός, η εξύμνηση της φυσικής ζωής είναι οι βασικοί άξονες που υφαίνουν τον ποιητικό του ιστό. Οι απηχήσεις των παραμυθιών της γιαγιάς, των λαϊκών τραγουδιών και μοιρολογιών, αλλά και της Βίβλου και των εκκλησιαστικών κειμένων, που γνώρισε χάρη στις εγκύκλιες σπουδές του είναι ορατές στην ποίηση του από τα πρώτα φανερώματα μέχρι την ώριμη παραγωγή του, ενώ το δίκτυο των διακειμενικών του σχέσεων εκτείνεται από τη λαϊκή και θρησκευτική παράδοση ώς τον Μπλοκ, τον Μαγιακόφσκι και άλλους συνοδοιπόρους του Αργυρού αιώνα της ρωσικής ποίησης. Μαζί με τον Ανατόλι Μαριένγκοφ, τον Βαντίμ Τσερτσένεβιτ και τον Ιβνόφ, θέτουν τις βάσεις του ρωσικού λογοτεχνικού κινήματος του «εικονισμού» ή αλλιώς «ιμαζινισμού». Γρήγορα, όμως, ο Γεσένιν εγκατέλειψε αυτό το κίνημα ασφυκτιώντας από τα περιοριστικά χαλινάρια του.[6] Στα ποιήματα που θα εξεταστούν στην παρούσα μελέτη, ο Γεσένιν έχει ήδη απομακρυνθεί από τον «ιμαζινισμό», έχει αποκρυσταλλώσει το δικό του προσωπικό ύφος και συνεπώς δεν θα επιμείνουμε περισσότερο στη θητεία του στο εν λόγω κίνημα.
H δομή και η τυπολογία των επιστολικών ποιημάτων του Γεσένιν
Τα ποιήματα του Σεργκέι Γεσένιν που θα εξετάσουμε ως ενδεικτικά της επιστολικής ποίησης φέρουν εκείνες τις θεματικές σταθερές και τους ειδοποιούς ταυτοποιήσιμους δείκτες που επιτρέπουν την πολιτογράφησή τους στη χορεία του εν λόγω λογοτεχνικού είδους.[7] Ειδικότερα, από τα διακριτά θεματικά γνωρίσματα εντοπίζουμε τη χιλιομετρική απόσταση του παραλήπτη από τον αποστολέα που συνιστά την αναγκαία συνθήκη του επιστολικού λόγου, κάποια αυταναφορικά σχόλια στη διαδικασία της γραφής και την προβλεπόμενη παρουσία του αναγνωστικού κοινού. Επιπλέον, γίνονται κάποιες αναφορές στον χρόνο γραφής και στο όνομα του παραλήπτη, κυρίως μέσω περικειμενικών ή ενδοκειμενικών υποδείξεων, ενώ θα δείξουμε ότι δομικά εντοπίζονται όλα τα τυπικά μέρη της επιστολικής τέχνης (ars dictaminis).
Πιο συγκεκριμένα, στο ερωτικό ποίημα «Γράμμα σε μια γυναίκα» ήδη από τον ειδοδηλωτικό τίτλο χαρτογραφείται το επιστολικό πεδίο στο οποίο θα κινηθεί ο Γεσένιν.[8] Ο τίτλος αυτός αποτελεί έναν περικειμενικό δείκτη της επιστολογραφικής υπόστασης του ποιήματος, που μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία το διαφοροποιεί από τα απευθυντικά ποιήματα, ενώ δεν αποκαλύπτει το όνομα της αποδέκτριας.[9] Με αυτό τον τρόπο, η αποδέκτρια χάνει το αποκλειστικό προνόμιο του παραλήπτη και μεταβάλλεται σε έναν απρόσωπο δέκτη της έντεχνης έμμετρης επιστολής. Συνεπώς, δεν μιλάμε για μια πραγματική ερωτική επιστολή που απευθύνεται σε ένα και μοναδικό πρόσωπο και εξορίζει τον αναγνώστη με την κατηγορία του ηδονοβλεψία (voyeur), αλλά για μια δημόσια επιστολή που κοινοποιείται με συναίνεση και πρωτοβουλία του δημιουργού της.
Η πρώτη στροφή του ποιήματος συνιστά ουσιαστικά μια σκηνοθεσία της πράξης του χωρισμού του ερωτευμένου ζευγαριού και έχει διπλή στόχευση. Αφενός σκιαγραφεί το σκηνικό της εγκατάλειψης και αφετέρου μαρτυρά την παρουσία του αναγνωστικού κοινού, το οποίο καθιστά δημόσια τη θεωρητικά ιδιωτική συνθήκη επικοινωνίας, ενώ παράλληλα ενημερώνεται για τον τρόπο και τις αιτίες του χωρισμού:[10]
Ναι, θυμάσαι.
Εσύ, βέβαια, θυμάσαι.
Με τον τρόπο που άκουγα.
Κολλημένος στον τοίχο.
Όταν έφευγες από το δωμάτιο –
Βρίζοντάς με με σκληρά λόγια
Είπες.
Ήταν καιρός να χωρίσουμε.
Και ότι η απερίσκεπτη ζωή μου.
Για σένα ήταν μια δοκιμασία.
Και ήταν η ώρα να αρχίσεις μια νέα ζωή.
Ενώ για μένα ήταν προδιαγεγραμμένο.
Να πάρω την κατηφόρα.
Στη δεύτερη στροφή θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ξεκινάει το καθαυτό επιστολικό ποίημα με την τρυφερή προσφώνηση (salutatio) «Αγάπη μου!», η οποία μαρτυρά τον ερωτικό χαρακτήρα της διαπροσωπικής σχέσης με την αποδέκτρια. Η εν λόγω ερωτική προσφώνηση δεν θα συνοδευτεί από λόγια αγάπης και έρωτα, αλλά από παράπονα και κατηγορίες εναντίον της και από την εμμενή προσπάθεια απόδοσης σε αυτήν της ευθύνης του χωρισμού τους («Δεν φρόντισες για μένα, δεν υπάρχει αμφιβολία»). Η σκληρή και συνάμα θλιβερή περιγραφή της σκηνής της εγκατάλειψης και οι μύδροι εναντίον της αγαπημένης δεν αποσκοπούν στο να εξοργίσουν εν είδει της ρητορικής τεχνικής της αντι-σαγήνης (captatio malevolentiae), αλλά περισσότερο συμβάλλουν, ώστε το ποιητικό υποκείμενο να αποποιηθεί ένα τουλάχιστον μερίδιο των ευθυνών του χωρισμού και να κερδίσει την κατανόηση και τη συμπόνοια των αποδεκτών του μηνύματος που είναι τόσο το –ενήμερο για την άσωτη ζωή του– αναγνωστικό κοινό όσο και ο ενδοκειμενικός παραλήπτης (narratairre), δηλαδή η πρώην σύντροφος.
Το τέλος του επιστολικού ποιήματος συμβαδίζει με τις τυπικές ρητορικές συμβάσεις του επιστολικού λόγου, σύμφωνα με τις οποίες στον επίλογο κυριαρχεί η formula valetundinis, δηλαδή οι ευχές για υγεία και ευζωία. Η υγεία του σώματος και της ψυχής είναι το πολυτιμότερο αγαθό που μπορεί να ευχηθεί κάποιος και συγχρόνως συνιστά τη μοναδική εγγύηση μιας πιθανής μελλοντικής συνάντησης.[11] Έτσι, λοιπόν, και ο Γεσένιν στη θερμή, ερωτική και πολλά υποσχόμενη επιφώνησή του δίνει τις καλύτερες ευχές του και υπόσχεται αιώνια αγάπη («Δικός σου, πιστά»). Μετά από τα παραπάνω τυπικά μέρη της επιστολικής τέχνης (ars dictaminis) που αναφέραμε, δηλαδή τον χαιρετισμό (salutatio) και την επιφώνηση (formula valetundinis), μεσολαβεί η αφήγηση (narration), όπου καταθέτει επιπλέον πληροφορίες για τις αιτίες και τις συνθήκες του χωρισμού, ενώ για το τέλος ο Γεσένιν επιφυλάσσει τη συγγραφική του υπογραφή στον τελευταίο στίχο, ενισχύοντας την επίφαση της αληθοφάνειας (effet de réel) και υποδεικνύοντας την ταυτωνυμία μεταξύ επιστολικού συγγραφέα και αφηγητή:
Ζήσε όπως ζεις.
Οδηγούμενη από το τυχερό σου αστέρι.
Κάτω από τη σκηνή της φτέρης, αν υπάρχει κάποια.
Τις καλύτερες ευχές μου.
Είσαι πάντα στη σκέψη μου, πράγματι είσαι.
Δικός σου, πιστά
Σεργκέι Γεσένιν.
Η απόσταση μεταξύ του ενδοκειμενικού πομπού και δέκτη, απαραίτητη προϋπόθεση και συνάμα πεμπτουσία του επιστολικού λόγου, είναι τόσο χωρική λόγω της χιλιομετρικής απόστασης που τους χωρίζει, όσο και χρονική, καθότι το ερωτικό έτερον έχει ήδη τοποθετήσει ήδη τη σχέση τους στο χρονοντούλαπο του παρελθόντος, αλλά παράλληλα και συναισθηματική, αφού η σχέση του πρώην ζευγαριού έχει πληγεί ανεπανόρθωτα και στο μεταξύ έχουν παρεισφρήσει τρίτα πρόσωπα.
Ως γνήσιο τέκνο του ερωτικού λόγου, το εν λόγω ποίημα εμφανίζει κάποια από τα συνήθη ανίατα συμπτώματα της ερωτικής επιστολής.[12] Πρώτο και κύριο το σύνδρομο της επαναληπτικότητας περιδινίζεται στην ίδια τροχιά γύρω από την κεντρομόλο της επιθυμίας και αφορά στο μήνυμα της συγχώρεσης και της δέσμευσης για αιώνια αγάπη, που επανέρχεται σπειροειδώς εντός του ποιήματος από πολλαπλά σημεία εισόδου, διαγράφοντας μια απολογητική δήλωση έρωτα και μετάνοιας. Από την άλλη, η ταύτιση της γραφής και του ερωτικού συναισθήματος, του «σωματικώς εράν» με το «σωματικώς γράφειν» υποθάλπει τη λυτρωτική άρση της ερωτικής απαγόρευσης για το αναμιγμένο σε ερωτικό σκάνδαλο ποιητικό υποκείμενο. Τέλος, στην ερωτική επιστολή κυριαρχούν οι απρόβλεπτες εναλλαγές υψηλού και χαμηλού ανάμεσα σε ένα ανεσταλμένο, αγνό συναίσθημα και σε ένα παρελθόν, σκοτεινό, σαρκικό πάθος που οδήγησε στον βίαιο και ταπεινωτικό χωρισμό. Το υψηλό, πριν υποκύψει σε ένα στείρο, φθοροποιό, σαρκικό ερωτισμό, συνθέτει ένα εν δυνάμει locus amoenus, από το οποίο ο επιστολικός συγγραφέας βρίσκεται εξόριστος, όντας εγκαταλειμμένος σε ένα δυστοπικό παρόν καταχρήσεων και εξαρτήσεων.
Τα υπόλοιπα ποιήματα-επιστολές του Γεσένιν σχετίζονται με το πρόσωπο της μητέρας του και τη μεταξύ τους σχέση. Στο «Γράμμα στη μητέρα μου»[13] η αγωνιώδης ερώτηση για το αν είναι ακόμα ζωντανή η μητέρα, προηγείται μέχρι και του τυπικού χαιρετισμού (salutatio) με το οποίο ξεκινά συμβατικά ο επιστολικός λόγος, γιατί η ποιητική φωνή κρύβει μέσα της τόση αγωνία και φόβο για την τύχη της γριάς μάνας που είναι αδύνατο να ακολουθήσει τους κλασικούς επιστολικούς κανόνες. Έτσι, επιτάσσει την τραγική αυτή κραυγή, αποτέλεσμα της οδυνηρής μακροχρόνιας απουσίας από την οικογενειακή εστία και έπειτα απευθύνει τον χαιρετισμό («Γεια! Γεια!»):
Είσαι ακόμα ζωντανή, αγαπητή γιαγιούλα μου;
Κι εγώ είμαι ζωντανός επίσης. Γεια! Γεια!
Ας έχεις πάντα από πάνω σου μέλι.
Και την απίστευτη λάμψη του βραδινού φωτός.
Ακολουθούν θελξικάρδια λόγια στοργής από τον γιο προς τη μητέρα που συνθέτουν μια ιδιάζουσα τεχνική της σαγήνης (captatio benevolentiae). Έπεται η αφήγηση (narratio) για την τωρινή κατάσταση του πομπού, το αίτημα (petitio) να πάψει η μητέρα του να ανησυχεί τόσο πολύ για αυτόν, η formula valetundinis με υπόσχεση για μελλοντική συνάντηση και τέλος το συμπέρασμα (conclusio) ότι πρέπει να ξεπεράσει τους φόβους της, το οποίο αντικαθιστά την επιφώνηση που εδώ περιττεύει και γι’ αυτό παραλείπεται:
Παρακαλώ ξέχασε τον πόνο και τους φόβους σου.
Και μην στεναχωριέσαι τόσο πολύ για μένα.
Μην πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου, αγαπημένη μου.
Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.
Στο απαντητικό «Γράμμα της μητέρας» παρακολουθούμε το ποιητικό υποκείμενο να παραλαμβάνει μια επιστολή της μητέρας του, να τη διαβάζει και να αντιδρά.[14] Αυτή τη φορά, ο ειδολογικής κοπής τίτλος που λειτουργεί ως περικειμενικός δείκτης της επιστολικής διάστασης του ποιητικού λόγου δεν αποκαλύπτει τον παραλήπτη του γράμματος, όπως προηγουμένως, αλλά τον αποστολέα του.
Στην πρώτη στροφή του ποιήματος παρακολουθούμε την αμήχανη σκηνή παραλαβής του γράμματος και τη σκηνοθεσία της ανάγνωσης που καλεί τον παραλήπτη να μετατραπεί σε αποστολέα, ενώ συγχρόνως καθιστά αδιαπραγμάτευτη την έτσι κι αλλιώς καταστατική παρουσία του αναγνωστικού κοινού:
Τι τάχατε θα πρέπει
ακόμα να σκεφτώ
και τι να γράψω ακόμα
πιο πέρα κι απ’ αυτό;
Στο σκοτεινό τραπέζι
σκυμμένος πάνω εδώ
της μάνας μου το γράμμα
περίλυπος κοιτώ.
Από τη δεύτερη στροφή μέχρι την προτελευταία εγκιβωτίζεται η επιστολή της μητέρας σε έμμετρη μορφή, η οποία ξεκινά κατά τα ειωθότα με τον χαιρετισμό και εν προκειμένω με τη στοργική προσφώνηση «Παιδί μου». Η προσφώνηση της μάνας προς τον γιο δεν θα συνοδευτεί από μια πιθανή δακρύβρεχτη έκφραση των μητρικών συναισθημάτων, όπως ίσως θα περιμέναμε, αλλά από μια έκκληση (petitio) για κάποια είδη πρώτης ανάγκης που στερείται η ίδια λόγω των οικονομικών δυσκολιών:
Και να τι γράφει η μάνα:
«Παιδί μου, αν σε βολεί
γιορτές των Χριστουγέννων
να κάνουμε μαζί.
Πάρε μου κάνα σάλι,
και στον πατέρα, αν θες,
τίποτες ποδοπάνια, –
οι στέρησες πολλές».
Η δυσμενής οικονομική κατάσταση της οικογένειας δηλώνεται, ήδη από την πρώτη στροφή, για να ακολουθήσει μια σειρά από παράπονα της μητέρας προς τον γιο και μια απαρίθμηση των ονείρων που είχε κάνει για αυτόν και διαψεύστηκαν (narratio). Τα παράπονα αυτά, άλλοτε επιτακτικότερα και άλλοτε ηπιότερα, δοκιμάζουν την ισχύ της ρητορικής της αντι-σαγήνης, με απώτερο σκοπό όχι να εξοργίσουν, αλλά να συνετίσουν τον γιο που έχει λοξοδρομήσει. Η captatio malevolentiae φαίνεται πως πέτυχε τον στόχο της, αφού ο παραλήπτης μετά την πικρή επίγευση που του αφήνει η ανάγνωση, θα οργιστεί και θα τσαλακώσει το γράμμα.
Στο εγκιβωτισμένο γράμμα δεν εντοπίζεται ουσιαστικά η τυπική επιστολική επιφώνηση, αλλά οδηγούμαστε στο τέλος του με την έκφραση του ευσεβούς πόθου της μητέρας να γυρίσει το παιδί της πίσω στο χωριό και να ζήσει μια γαλήνια και οικογενειακή ζωή:
Μα αν είσουνα δω να,
με το γερό μυαλό σου
όλα θάχαν σωθεί
και πάρεδρος του τόπου
εσύ θα είχες γενεί.
Πιο θαρρετή η ζωή μας
κι απείραχτη η τιμή,
κι εσύ δεν θα πνιγόσουν
σε κούραση θολή.
Θάβαζα την κυρά σου,
να γνέθει αγαλινά,
κι αχ, γιέ μου, θα ηρεμούσες
Του βίου μας τα στερνά».
Ο τυπογραφικός διαχωρισμός του τελευταίου στροφικού συμπλέγματος καθιστά σαφές ότι η εγκιβωτισμένη αφήγηση ολοκληρώθηκε και ότι επανερχόμαστε στο αφηγηματικό παρόν, για να παρακολουθήσουμε την αντίδραση του ποιητικού υποκειμένου, που βιώνει ένα ξέσπασμα οργής και θλίψης αμέσως μετά την ανάγνωση της επιστολής. Παρότι δεν υπάρχουν ενδοκειμενικές αναφορές στην επιζητούμενη απάντηση εκ μέρους του παραλήπτη, ο επιστολικός λόγος της μητέρας επιδιώκει υπόρρητα να γονιμοποιήσει την ετέρα συνείδηση και να εγείρει την «οπισθενέργεια» (feedback). Εξάλλου, ότι το γράμμα εν γένει δεν συνιστά μια μεμονωμένη σημειακή πράξη, αλλά γεννιέται παρουσία άλλων κειμένων που προηγήθηκαν. Τα διαβιβαζόμενα μηνύματα δεν χάνονται μόλις επιτελέσουν τον σκοπό τους, αλλά επιστρέφουν τροποποιημένα ή/και επανεμφανίζονται με άλλες μορφές διαγράφοντας μια κυκλική επικοινωνία. [15] Εν προκειμένω, το γράμμα της μητέρας εμπεριέχει μια εντολή, που δηλώνει την επιθυμία να ενεργήσει ο δέκτης, όπως αυτός θα του υποδείξει, και προκαλεί ένα απαντητικό γράμμα αντίδρασης.
Έτσι, στην τελευταία στροφή, λοιπόν, ο παραλήπτης αποστρέφεται στο αναγνωστικό κοινό, δεσμεύεται να αναλάβει τη σύνταξη της απαντητικής επιστολής και να γίνει από αναγνώστης (reader) συγγραφέας (narrator):
Το γράμμα τσαλακώνω
με θλίψη περισσή –
α, πουναι στο σκοτάδι
μια θύρα ν’ ανοιχτεί;
Στο γράμμα που θα γράψω
σκυμμένος πάνω εδώ,
μετά θα τα ιστορήσω,
μετά θα σάς τα πω.
Με βάση, λοιπόν, την παραπάνω σύντομη περιδιάβασή μας στη δομική σύνθεση και τυπολογική οργάνωση των παραπάνω ποιημάτων, συμπεραίνουμε ότι ο ποιητικός λόγος του Γεσένιν εφορμά στον επιστολικό, καθότι αφομοιώνει δημιουργικά τους τυπικούς ρητορικούς κανόνες της διαμοιβής γραμμάτων και τους αξιοποιεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναβαθμίζεται το ποιητικό αποτέλεσμα και να ενισχύεται η προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος της απουσίας. Το τυπικό του χαιρετισμού και των ευχών απαντά σε όλα τα ποιήματα, αν και οι επιφωνήσεις ενίοτε παραλείπονται για λόγους οικονομίας της γραφής, ενώ οι ειδοδηλωτικοί τίτλοι προδίδουν εκ προοιμίου την επιστολική διάσταση. Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανές ότι η επιστολική δομή και τυπολογία είναι επιφανειακή και ότι λειτουργεί σαν ένα παιγνιώδες τέχνασμα του ποιητικού λόγου που εμπαίζει το επιστολικό απόρρητο και ταράζει τα ανέκαθεν θολά και συγκεχυμένα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου.
Η δόμηση των ταυτοτήτων του επιστολικού πομπού και δέκτη
Η επιστολή ως προνομιακό πεδίο αναμέτρησης του γράφοντα με τον πιο κρυμμένο του εαυτό αποτελεί μια επώδυνη άσκηση αυτοσυνείδησης που ενεργοποιεί τους μηχανισμούς της αυτοαφήγησης αλλά και εξέτασης του άλλου.[16] Έτσι, στο ποίημα «Γράμμα σε γυναίκα» η ρητά δηλωμένη πρόθεση για αυτοεξέταση («Θα έπρεπε να κάνουμε πίσω για καλύτερη παρατήρηση») θα δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για τη σκιαγράφηση της (διττής) ταυτότητας του αποστολέα, αρχικά ως ενός αποσυνάγωγου και έκπτωτου νεαρού που ζει στο περιθώριο, επιδίδεται σε καταχρήσεις, συχνάζει σε καπηλειά, συνδιαλέγεται με υπόκοσμο και παραμελεί την οικογένειά του. Σαν αποτέλεσμα της διεφθαρμένης ζωής του, επέρχεται η εγκατάλειψη της άξενης οικογενειακής εστίας από τη γυναίκα του.
Όταν όμως δίνεται το σύνθημα της μεταφοράς μας στο παρόν της ποιητικής αφήγησης («Τώρα πέρασαν πολλά χρόνια. / Δεν είμαι τόσο νέος σήμερα. / Δεν νιώθω το ίδιο, και έχω νέες ιδέες.»), το ποιητικό υποκείμενο φανερώνει την άλλη όψη του εαυτού του, αποτέλεσμα της ολικής μεταστροφής του χαρακτήρα του. Στο επίκεντρο της ποιητικής στόχευσης βρίσκεται η προσπάθειά του να πείσει την πρώην σύντροφο ότι έχει αποβάλει την παλιά ταυτότητα του βίαιου μέθυσου, για χάρη μιας νέας ταυτότητας, αυτής του καλού συντρόφου και του τίμιου πολίτη που υπερασπίζεται το σοβιετικό καθεστώς. Η πολλών μοιρών στροφή στον χαρακτήρα του μπορεί να συσχετιστεί με το κατά τον Ρολάν Μπαρτ σχήμα της «ασκητείας», κατά το οποίο το ερωτευμένο υποκείμενο εκθέτει επιδεικτικά τη δυστυχία του, για να συγκινήσει και να εγείρει τον οίκτο και έπειτα σχεδιάζει μια αυτοτιμωρητική και ασκητική συμπεριφορά για να επανορθώσει.[17] Το επιστολικό «εγώ», λοιπόν, του αποστολέα συνδέεται άρρηκτα με το «εσύ» της αποδέκτριας, αφού αποφασίζει ώριμα και συνειδητοποιημένα να απεκδυθεί την προηγούμενή του ταυτότητα και να αποκρυσταλλώσει μια καινούργια, αποδεκτή από εκείνη. Αντίστοιχα, και η ταυτότητα της αποδέκτριας έχει μεταβληθεί στον χρόνο αυτόν της απουσίας που μεσολάβησε, αφού από μια γυναίκα-θύμα του άσωτου συντρόφου, έχει βρει τη γαλήνη στο πλευρό ενός καλού συζύγου.
Με βάση τις έμμετρες επιστολές που «ανταλλάσσει» ο ποιητής με τη μητέρα του, η ταυτότητα της τελευταίας είναι αυτή μιας γυναίκας απογοητευμένης από τις επιλογές του γιου της και συγχρόνως αδιάφορης για το τι πραγματικά αυτός επιθυμεί («Καθόλου δε μ’ αρέσει / που μούγινες ποιητής / της στρίγγλας δόξας νάσαι / ο σκύλος κι εραστής.») Περισσότερο φαίνεται να ενδιαφέρεται για τα σχόλια του κόσμου και για τη δική της ευκολία, παρά για την ευτυχία του παιδιού της. Βέβαια, η φιγούρα της μητέρας ως εσωτερικού αναγνώστη (internal reader) φαίνεται πως είναι συμβατική και πως κρύβει από πίσω της ολόκληρη τη λαϊκή, αγροτική Ρωσία, η οποία διαδραματίζει τον ρόλο του εξωτερικού αναγνώστη (external reader) των επιστολικών του ποιημάτων, ενώπιον της οποίας ο ποιητής λογοδοτεί για τις ασωτίες του.
Μέσα από τον επιστολικό λόγο της μητέρας αντλούμε στοιχεία και για την ταυτότητα του ενδοκειμενικού δέκτη των επιστολών, δηλαδή τον γιο της. Ρέκτης των ηδονικών απολαύσεων και συναισθηματικά ανισόρροπος, πρόκειται για έναν φημισμένο ποιητή που ζει πλάνητας, διάγοντας έναν τρυφηλό και μποέμικο βίο μακριά από την πατρογονική εστία. Έχει εγκαταλείψει στο έλεός τους την οικογένειά του, τις συζύγους του και τα παιδιά του αδιαφορώντας για την τύχη τους. Ενώ ξεκίνησε την πορεία του ως ποιητή με καλούς οιωνούς, τελικά διέψευσε τις προσδοκίες και τα όνειρα των γονιών του υποκύπτοντας σε μια έκλυτη ζωή, βουλιάζοντας στο βούρκο του αλκοολισμού και αλητεύοντας αποσυνάγωγος στο περιθώριο του κοινωνικού πλαισίου («και τώρα δίχως φίλους, / φαμίλια, απανεμιά, / στο βούρκο έχεις βουλιάξει / μέσα στα καπηλειά.»)
Βέβαια, μέσα από τις αντιδράσεις του γιου καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι τόσο αδιάφορος, όπως τον περιγράφει η μητέρα, αντίθετα φαίνεται να πληγώνεται βαθιά από τα γραφόμενά της. Ειδικότερα, ο ποιητής φαίνεται να συνθέτει την απολογία του έναντι των κατηγοριών που του αποδόθηκαν. Ξεκινά, λοιπόν, την υπεράσπιση του εαυτού του επιθετικά, κατηγορώντας τη μητέρα του για έλλειψη κατανόησης, μοτίβο που συναντάμε και σε άλλα ποιήματά του («Με πόση αγάπη θυμάμαι / τη λίμνη καταπατημένη από πρασινάδα και τον βραχνό ήχο της σκλήθρας / Και το μέρος όπου κάπου ζουν ο πατέρας μου και η μητέρα μου / οι οποίοι δεν έδιναν δεκάρα για τους στίχους μου.»)[18] Αντίθετα, με όσα εκείνη πιστεύει, ο ίδιος δεν εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία, για να αναλώνεται στις ακόλαστες σαρκικές ηδονές, αλλά γιατί συμμετέχει ενεργά στο κοπιώδες έργο της κοινωνικοπολιτικής αλλαγής στο πλευρό του «Ήλιου-Λένιν», με την παρουσία του στην πολιτική σκηνή αυτή την κρίσιμη ιστορική καμπή να είναι πιο επιτακτική από ποτέ και να υπαγορεύεται από το απαράβατο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης.
Με βάση τα προρρηθέντα, στα υπό εξέταση ποιήματα είναι φανερό ότι ο δέκτης ως φορέας υποδοχής καθορίζει άμεσα τη μορφή και το περιεχόμενο του γράμματος, σε σημείο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεταμορφώνεται τελικά σε συν-γραφέα του επιστολικού μηνύματος. Γι’ αυτό, ο Γεσένιν προσπαθεί να δομήσει μια εικόνα για τον εαυτό του που θα γίνει αποδεκτή από τον παραλήπτη είτε πρόκειται για την πρώην σύντροφό του είτε για τη μητέρα του. Παράλληλα, αντικρούει την περιρρέουσα φημολογία για τον έκλυτο βίο του, μη λησμονώντας τη διατρανωμένη ύπαρξη του αναγνωστικού κοινού, ενώπιον του οποίου φέρεται ουσιαστικά να απολογείται για όλα εκείνα τα σκάνδαλα που κατά καιρούς σπιλώνουν το όνομά του στον Τύπο.
Ο ποιητικός επιθανάτιος ρόγχος του Γεσένιν
Διανοητικά ασταθής και συναισθηματικά ανισόρροπος, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Σεργκέι Γεσένιν βίωσε ναρκισσιστικές διαταραχές, ψυχώσεις και καταθλιπτικά επεισόδια, που τον έφεραν ολοένα και εγγύτερα στον θάνατο. Στα 1925 νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική για λίγες μέρες, από την οποία βγήκε για να συναντήσει τον θάνατο στο ξενοδοχείο Ανγκλετέρ της Αγίας Πετρούπολης κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.[19] Λίγες μέρες μετά ενταφιάστηκε στο αγαπημένο του χωριό, Κωνσταντίνοβο, με αποτέλεσμα ο θάνατος να είναι τελικά αυτός που θα τού επέτρεπε την πολυπόθητη και αμετάκλητη επιστροφή του στον γενέθλιο τόπο.
Το αποχαιρετιστήριο επιστολικό ποίημα του Γεσένιν απευθύνεται στον τελευταίο εραστή του, Wolf Erlich, και θρυλείται ότι γράφεται κυριολεκτικά με το αίμα του, ενόσω αυτός κόβει τις φλέβες των καρπών του. Πρόκειται, δηλαδή, για τον ποιητικό επιθανάτιο ρόγχο του Γεσένιν που γράφει λίγο πριν ξεψυχήσει. Έχει προηγηθεί, βέβαια, ένα σημαντικό έργο θανατογραφίας που έχει στο επίκεντρό του την επικείμενη επέλαση του αναπότρεπτου βιολογικού τέλους της ζωής και είχε προετοιμάσει τον δρόμο για την πρόωρη απώλεια του ποιητή. Επομένως, το τελευταίο αυτό «ποιητικό χαίρε» ήρθε απλώς να σφραγίσει το έργο του σαν μια τελευταία καλλιτεχνική πράξη:
[Το ποίημα του αποχαιρετισμού]
Αντίο, φίλε μου, αντίο!
Αγάπη μου, στην καρδιά μου σ’ έχω.
Κι αν χωρίζουμε, της μοίρας μας ήταν γραφτό.
Και πάλι σύντομα στο μέλλον θα ενωθούμε.
Αντίο, φίλε μου, χωρίς χειραψία ή λέξη να σου πω.
Μη λυπηθείς – ούτε τα φρύδια να ζαρώσεις.
Ο θάνατος τίποτα καινούργιο δεν είναι στη ζωή.
Και σίγουρα ούτε η ζωή κάτι καινούργιο είναι.
1925
Η οριακά μετεωριζόμενη μεταξύ ζωής και θανάτου ποιητική φωνή στο παραπάνω επιστολικό ποίημα δεν φαίνεται να καταβάλλεται από ισχυρά συναισθήματα φόβου ή θλίψης για το επερχόμενο τέλος της ζωής της. Ούτε φόβος για το άγνωστο, ούτε μεταφυσικές αγωνίες, ούτε θλίψη για τη στέρηση των επίγειων χαρών. Αντίθετα, με απαράμιλλο θάρρος και ψυχραιμία αποδεικνύει ότι περιχαρακώνει πολύ συνειδητά τη ζωή στο οροθετημένο σύστημα μιας φάρσας, ενός παιχνιδιού με προκαθορισμένο τέλος που δεν πρέπει σκορπά τρόμο και θλίψη.
Η μόνη έγνοια που φαίνεται να καταβάλλει τον ποιητή είναι ο αγαπημένος του σύντροφος που μένει πίσω και θα πρέπει να αντιμετωπίσει την απώλειά του. Γι’ αυτό, ο πρωταρχικός σκοπός της σύνθεσης του εν λόγω επιστολικού ποιήματος προς τον σύντροφό του είναι παρηγορητικός. Εκτός, δηλαδή, από την πρόθεσή του να εκφράσει την αγάπη του στον σύντροφό του και να τον αποχαιρετίσει για ύστατη φορά δίνοντάς του έναν τελευταίο ποιητικό ασπασμό, αποβλέπει στο να ανακουφίσει τον επικείμενο πόνο του επερχόμενου αποχωρισμού. Το παραμυθητικό μέρος της επιστολής γειτνιάζει με τον συμβουλευτικό λόγο και έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα («Μη λυπηθείς – ούτε τα φρύδια να ζαρώσεις»). Το γνωμολογικό επιμύθιο στους δύο τελευταίους στίχους («Ο θάνατος τίποτα καινούργιο δεν είναι στη ζωή / Και σίγουρα ούτε η ζωή κάτι καινούργιο») επωμίζεται τη λειτουργία της «παραθαρρυντικής προτροπής»,[20] καθώς πίσω από αυτό αναγνωρίζεται το παραμυθητικό παρακέλευσμα για θαρραλέα αντιμετώπιση της λύπης. Παρηγορητικό ρόλο διαδραματίζει ο νηπενθής λόγος και η απουσία του άλογου θρήνου καθώς και των σπαρακτικών κωκυτών που ενισχύουν την προσπάθεια εκλογίκευσης της θλίψης.
Εντύπωση προκαλεί από την τελευταία επιστολή του Γεσένιν η απουσία του χριστιανικού σωτηριολογικού μύθου, δεδομένου ότι το λοιπό ποιητικό του έργο διαποτίζεται από έναν χειμαρρώδη «θρησκευτικό» λυρισμό, ενώ στους στίχους του εμφιλοχωρούν συστηματικά χωρία από τη Βίβλο και τους ψαλμούς. Παρά, λοιπόν, τον -ίσως και επιδερμικό- θεολογικό διάκοσμο του υπόλοιπου ποιητικού έργου, τη στιγμή που η προοπτική του επικείμενου θανάτου πλησιάζει απειλητικά, η ποιητική φωνή δεν ασπάζεται την περί τον θάνατο χριστιανική μεταφυσική, κατά την οποία η στέρηση των εγκόσμιων και των γήινων αντισταθμίζεται μεταθανάτια από ασύγκριτα ανώτερες πνευματικές απολαβές. Ο ίδιος υπόσχεται, βέβαια, την post mortem επανένωση με τον σύντροφό του, χωρίς όμως κάποια αναφορά στη χριστιανική προσμονή της αναστάσιμης Δευτέρας Παρουσίας.
Παράλληλα, όπως και στα προηγούμενα επιστολικά ποιήματα, ο λόγος του ποιητή απέχει παρασάγγας από τον λόγο της απόκρυψης και της αποσιώπησης, καθότι εκθέτει απροκάλυπτα τα πάθη του, τα συναισθήματά του και λιγότερο γνωστές πλευρές της προσωπικής του ζωής. Πολύ περισσότερο, δεν διστάζει να προχωρήσει σε δήλωση της ομοφυλοφιλίας του και να στείλει φλογερά μηνύματα πάθους στους κατά καιρούς εραστές του, επαίροντας περήφανα το λάβαρο του ομοερωτισμού.
Καταληκτικά, στους τελευταίους στίχους του Γεσένιν αναγνωρίζουμε τυπικά χαρακτηριστικά των αποχαιρετιστήριων γραμμάτων, όπως το ύστατο χαίρε στους οικείους, τη λακωνικότητα της έκφρασης, την υπόσχεση για μελλοντική μεταθανάτια συνάντηση, την πρόσληψη του θρήνου ως πένθους από την πλευρά του επιζώντος και όχι ως θλίψης για την απώλεια της ζωής εκ μέρους του αποθανόντα και τέλος τη συμπόρευση με την τυπολογία της ερωτικής επιστολής (εξομολόγηση έρωτα, συνθήκη απουσίας, υπόσχεση αιώνιας αγάπης).[21] Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, στέλνει το δικό του αγγελτήριο θανάτου τόσο στον σύντροφό του όσο και στους πιστούς θιασώτες του έργου του, ο «αριστοκράτης μουζίκος» από το Ριαζάν, ο ποιητής της χωριάτικης καλύβας, ο καταραμένος αυτός αγωνιστής του σοσιαλιστικού οράματος, ο Σεργκέι Γεσένιν.
***
[1] Το παρόν κείμενο προέκυψε από τη συμμετοχή μου στο μεταπτυχιακό σεμινάριο του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ με εισηγήτρια την κα. Μάρθα Βασιλειάδη, την οποία ευχαριστώ για τη βιβλιογραφική καθοδήγηση.
Για την έμμετρη επιστολογραφία βλ.: Θάλεια Ιερωνυμάκη, «Η “στιχηρά επιστολογραφία”. Για μια θεώρηση του είδους της ποίησης σε επιστολή», στον συλλογικό τόμο Μνήμη Παν. Μουλλά. Πρακτικά ΙΓ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, ΑΠΘ-Σοκόλης-Κουλεδάκης, Αθήνα 2014, σ. 563-575.
[2] Περιορίζουμε τη μελέτη μας στα μεταφρασμένα στα ελληνικά αντιπροσωπευτικά δείγματα της επιστολογραφικής ποίησης: «Γράμμα σε μια γυναίκα», «Γράμμα στη μητέρα μου» και [Το ποίημα του αποχαιρετισμού] από το Γιάννης Σουλιώτης (επιμ.), Σεργκέι Γεσένιν. Ο καταραμένος ποιητής της επανάστασης, Οδός Πανός, Αθήνα 2016, σ. 98-101, 114-115, 145 και «Το γράμμα της μητέρας» και η «Απάντηση» από το Σεργκέη Γεσένιν, Ποιήματα, Γιάννης Ρίτσος (μτφρ.), Αθήνα 2000, σ. 70-72, 73-75.
[3] Σ. Γεσένιν, «Αυτοβιογραφία», στο Σεργκέη Γεσένιν, Ποιήματα, ό.π., σ. 7-9.
[4] B. Mπαζάνοφ, «Η ποίηση του Σεργέη Γεσένιν», στο Σεργκέη Γεσένιν, Ποιήματα, ό.π., σ. 83-85.
[5] Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή βλ. Olga Carlisle, Poets on street corners, Random House, Νέα Υόρκη, 1968, σ. 224-227.
[6] Περισσότερα για το κίνημα του «ιμαζινισμού» ή «εικονισμού» βλ. D.S. Mirsky, Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας, Ερμής ΕΠΕ, Αθήνα 1977, σ. 419-421.
[7] Αντλούμε τα χαρακτηριστικά της επιστολικής ποίησης από το Θάλεια Ιερωνυμάκη, «Η “στιχηρά επιστολογραφία”….», ό.π., σ. 563-575:563-564.
[8] Σ. Γεσένιν, «Γράμμα σε μια γυναίκα», στο Γ. Σουλιώτης, Σεργκέι Γεσένιν…, ό.π., σ. 98-101.
[9] Δεν είναι δύσκολο βέβαια να γίνει η ταυτοποίηση. Πρόκειται για τη γνωστή ρωσίδα ηθοποιό Ζιναίδα Ράιχ, με την οποία ο Γεσένιν παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές.
[10] Περισσότερα για τον ρόλο του αναγνωστικού κοινού βλ. J. Altman, Epistolarity. Approaches to a form, Οhio State University Press, Columbus 1982, σ. 87-115.
[11] Π. Μουλλάς, Ο λόγος της απουσίας. Δοκίμιο για την επιστολογραφία με σαράντα ανέκδοτα γράμματα του Φώτου Πολίτη (1908-1910), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, σ. 161-162.
[12] Βλ. Bernard Bray, «Treize propos sur la lettre d’amour», στο Μάρθα Βασιλειάδη, «Σεφέρης-Μαρώ. Αποσπάσματα ερωτικού λόγου», στον συλλογικό τόμο Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας. Πρακτικά ΙΔ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης. Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 653-665:655.
[13] Σ. Γεσένιν, «Γράμμα στη μητέρα μου», στο Γ. Σουλιώτης, Σεργκέι Γεσένιν…, ό.π., σ. 114-115.
[14] Σ. Γεσένιν, «Γράμμα της μητέρας», στο Σεργκέη Γεσένιν, Ποιήματα, ό.π., σ. 70-72.
[15] Alain Pages, «Η κυκλική επικοινωνία», Ντόρα Αλιβάνιστου (μτφρ.), Διαβάζω 170 (1.7.1987) 20-21.
[16]J. Altman, Epistolarity…, ό.π., σ. 92.
[17] R. Barthes, Αποσπάσματα ερωτικού λόγου, Βασίλης Παπαβασιλείου (μτφρ.), Κέδρος, Αθήνα 2011, σ. 47-48.
[18] Σ. Γεσένιν, «Δεν ξέρουν όλοι να τραγουδάνε», στο Γ. Σουλιώτης, Σ. Γεσένιν…, ό.π., σ. 68-69.
[19]Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, «Χωριάτης, αριστοκράτης του πνεύματος και ρέκτης των σαρκικών απολαύσεων», στο Άντον Τσέχοφ-Σεργκέι Γεσένιν, Η ανιψιά και άλλα δύο κλασικά ερωτογραφήματα, Καστανιώτη, Αθήνα 2012, σ. 57-62.
[20] Για τις «παραθαρρυντικές προτροπές» στον παραμυθητικό επιστολικό λόγο βλ. Βασίλειος Σαρρής, Η βυζαντινή παραμυθητική επιστολή. Από τον Θεόδωρο Στουδίτη έως τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης 9ος- 12ος αι., εκδοτικός οίκος Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 61.
[21] Για τα αποχαιρετιστήρια γράμματα βλ. Carine Trevisan, «Lettres ultimes», Atelier Fabula, διαθέσιμο στο https://www.fabula.org/atelier.php?Lettres_ultimes, τελευταία πρόσβαση 7/7/2020.
(*) Η Παναγιώτα Τυρπάνη είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου