18.11.20

Για τον Μάρκο Μέσκο (1935-2019)


Βασίλης Αλεξίου

Του Μάρκου*

μεταλαβιά και αντίδωρο

 

Κομμένη γλώσσα[1] που ονειροβατεί η φωνή σου

μες σε ανθισμένες κερασιές και ανέστιους ουρανούς,

λέξεις που κουβαλάν τη μυρωδιά απ’ τη γη σου

χορεύουν ντούσκο[2] μες στης γλώσσας τους γκρεμούς.

 

Πού έμαθες τα ελληνικά που μας σπαράζουν;

τον φασισμό ποιας γλώσσας νίκησες; Για πες!

Από το Τζάντε οι Στοχασμοί[3] ιταλικά σού κράζουν

και συ τους τραγουδάς μακεδονίτικες[4] ωδές.

 

Στα λόγια σου μάγεμα η Φύση[5] που έγινε αιμάσσουσα Ιστορία.

Και η Ιστορία μια αφύσικη πληγή.

Της βάζουν έμπλαστρα γιατροί στα χειρουργεία

μα αυτή αιμορραγεί τη σιωπή της κάθε αυγή.

 

Σκύβεις… Κάτι μου λες για τις Σημειώσεις.

Και ύστερα, για κλοσάρ στα Βοδενά[6].

Γεμίσαν άλατα της Μνήμης οι κλειδώσεις

και μόνο οι στίχοι σου ακριβή παρηγοριά.

 

Στο γήπεδο αποκάτω οι σκοτωμένοι[7],

δίπλα το Βέρμιο μακρινό και σιωπηλό[8],

μνήμη παλαιή, πικρή κι αστοχισμένη[9]:

 αλλού μπηγμένο το κεφάλι αλλού το σώμα το γυμνό.

 

Γλυκά που λες σαν Κάλαντα τούς στίχους,

γλυκά που λες: «Μάνα, γιόμισε […] δώρα τα παιδιά…»[10],

εξαίσιων όργανων[11] τους λαγγεμένους ήχους

συλλέγεις μες σε λήκυθο παλιά.

 

Μικρή Ευανθία και Ιουλία και Ιωάννα:

αυτός ο τόπος γεννάει ποιήματα πικρά,

αίμα  πηχτό που κάνει κόκκινα τα κράνα

και κόκκαλα που  φωσφορίζουν στα βουνά.

 

Ιτιές, γκορτσιές, καραμπομπιές και καραγάτσια[12]

ρίχνουν γλυκά τον ίσκιο τους στην πυρωμένη σου ψυχή.

Είναι πολλά τού αιώνα τα χαράτσια…

Πες μας, τάχα ονειρεύονται οι νεκροί;

 

Στάζεις στίχο τον στίχο σαν από μυστική κλεψύδρα

στη Σκάλα[13] σφηνωμένος ερείπιων οιμωγών,

Λύτρα[14] να σου ζητάει η μητριά πατρίδα

κι  εσύ να εγγαστριμυθείς τ’ άρρητα των Νεκρών.

 

Βλάντοβο, Γραμματίκοβο, Καϊλάρια

και κάπου εκεί κοντά το Μουχαρέμ[15],

σε βασανίζει η Ιστορία σαν μαλάρια.

Πες μας, βρίσκει κανείς στην ποίηση Εδέμ;

 

Μια τρυφερότητα ανθίζει στα λευκά μαλλιά σου

κυνηγημένη από γενίτσαρους καιρούς.

Πού πας; Πού πάμε; Κάτσε και στοχάσου,

εκεί ψηλά που ακροβατείς στους ουρανούς.

(σε πλήρως παροξύτονο πια τέμπο):

Στου Λόγου σου το «Μεθυσμένο πλοίο»[16]

Θάνατος κι Έρωτας χορεύουν στο κατάρτι.

Φόρα κάτι ζεστό! Έρχεται κρύο…

Και μην αργήσεις στην Baraka[17] την Τετάρτη!

 

Φλεβάρης του 2020



* [Υπό δημοσίευση στο προσεχές τεύχος του περιοδικού Ουτοπία].

Αναδημοσίευση από το τεύχος 86, Μάρτιος 2020, του περιοδικού Σημειώσεις (αφιέρωμα στον Μάρκο Μέσκο). Εδώ, με σημειώσεις-σχόλια που δεν υπήρχαν στην πρώτη δημοσίευση, πιθανώς χρήσιμα για όσους δεν έχουν εντρυφήσει στο ποιητικό σύμπαν τού Μέσκου.

[1] Τίτλος συλλογής πεζών του Μ., έμμεση αναφορά στη μητρική του («κομμένη») σλαβομακεδόνικη (βορειομακεδονική;) γλώσσα. Δες και το ποίημα «Μουγκό» (από τη συλλογή Μαυροβούνι, 1963):

Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά, καμιά

γλώσσα του κόσμου δεν μιλεί – όταν βροντάω

το καριοφύλι χαίρεται, όταν παίρνω

θλιβερό σκοπό μοιρολογάει ξερριζώνοντας

τρίχα τρίχα τ’ άσπρα της μαλλιά…

[2] Σλαβομακεδόνικος χορός.

[3] Αναφορά στους (ιταλικά γραμμένους) Στοχασμούς τού εκ Ζακύνθου (Τζάντε, ιταλιστί) «Ποιητή των ποιητών» μας και της λαλιάς μας.

[4] Πρβλ. τους στίχους:

Θ’ ανταμώσουμε πάλι στη στάχτη·

μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα! (Από τη συλλογή Στον Ίσκιο της γης, 1986).

[5] Από τον στίχο των σπαραγματικών Ελεύθερων Πολιορκημένων: Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο ’ς την ωμορφιά και χάρι, (έκδοση Πολυλά).

[6] Κείμενο του Μ. στις Σημειώσεις: «Οι κλοσάρ των Βοδενών (πιθανό σημείο συνάντησης με τον Φρανσουά Βιγιόν)», τχ. 72, Νοέμβριος 2010, σσ. 55-60.

[7] Αναφορά στο ποίημα του Μ.: «Εικόνες από την επαρχία, ΙΙΙ (Επαρχιακό γήπεδο)», από τη συλλογή Πριν από τον θάνατο, 1958:

Κόπηκε στα δυο η ζητωκραυγή μου όταν θυμήθηκα
πως στο ίδιο μέρος του γηπέδου είχαν ξαπλώσει
είκοσι εννιά ολόγυμνα πτώματα
χωρίς κεφάλια …

[8] Τα πλάγια, και εδώ και παρακάτω, θραύσματα από ποιήματα του Μ.

[9] Παραλλαγή τού σολωμικού (από τον Κρητικό) στίχου: Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι’ αστοχισμένη.

[10] Από το ποίημα «Κάλαντα» (Πριν από τον θάνατο, 1958):

Μάνα γιόμισέ τα δώρα τα παιδιά.

Τα γνωρίζω τα παιδιά – όλα

τα γνωρίζω.

Εκείνο το χλωμό παιδί είναι του Ρήγα

του Πέτρου Ρήγα που τον πήραν ένα σούρουπο στο γερμανικό στρατόπεδο.

Το διπλανό με τα μεγάλα μάτια είναι του ανάπηρου Καπλάνη.

Και τούτο εδώ το βυζανιάρικο

δεν είναι τ’ ορφανό της κυρα-Δέσπως;

…Μάνα, γιόμισέ τα δώρα τα παιδιά…

Κοίτα πώς χαμογελούν…

Πόσο ωραία λένε τα κάλαντα!

[11] Φυσικά, δάνειο από το καβαφικό «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»…

[12] Δένδρα της μακεδονικής γης, που «φυτρώνουν» συχνά στην ποίηση του Μ.

[13] Τίτλος ποιητικής συλλογής του Μ.

[14] Παρομοίως.

[15] Τοπωνύμια με τα «ιθαγενή» ονόματα της ευρύτερης περιοχής της Εδέσσης (Βοδενών). Το Γραμματίκοβο, ο γενέθλιος τόπος του Μ.

[16] Μνήμη Αρθούρου Ρεμπώ και του «Μεθυσμένου καραβιού» του.

[17] Το καφέ, όπου συνήθως ανταμώναμαν (στην πρώτη εκδοχή τού κειμένου ˗εκ παροράματος˗ με c αντί k)  με τον Μάρκο, Τετάρτη ή Παρασκευή, στην Πλατεία Ναυαρίνου στη Θεσσαλονίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: