Κάθε φορά που διαβάζουμε ένα ωραίο ιστορικό μυθιστόρημα ή ένα βιβλίο γνώσης που ζωντανεύει την Ιστορία με τρόπο που συναρπάζει μικρούς και μεγάλους, θυμόμαστε πόσο δίκιο έχουν οι μαθητές που βρίσκουν τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας στεγνά και βαρετά. Η Βασιλική Μαρκάκη με το 12 μήνες, 12 γιορτές στην Αρχαία Αθήνα προσφέρει μια γλαφυρή αφήγηση μιας άγνωστης πτυχής της Αρχαίας Αθήνας: του εορταστικού βίου. Δομεί, όπως λέει και ο τίτλος, την ύλη της με βάση τους 12 μήνες του χρόνου και τις αντίστοιχες γιορτές της πόλης. Στην αρχή κάθε κεφαλαίου δίδεται η αντιστοίχιση ανάμεσα στον μήνα του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου με τους μήνες του σύγχρονου ημερολογίου. Ο πρώτος μήνας του χρόνου, ο Εκατομβαίων, π.χ. αντιστοιχεί στο διάσημα μεταξύ μέσα Ιουλίου και μέσα Αυγούστου. Έτσι, οι μήνες Εκτομβαιών, Μεταγειτνιών, Βοηδρομιών, Πυανεψιών, Μαιμακτηριών, Ποσειδεών, Γαμηλιών, Ανθεστηριών, Ελαφηβολιών, Μουνυχιών, Θαργηλιών και ο Σκιροφοριών μας εισάγουν στον χρόνο της αρχαιότητας, τόσο με τα παράξενα ονόματά τους όσο και με την άμεση συσχέτισή τους με μια γιορτή. Τέσσερα αδέρφια, η Αγαθόκλεια, ο Αθηνόδωρος, ο Τιμολέων και η Εριφύλη αναλαμβάνουν την αφήγηση, υπό τύπου ημερολογίου. Ένα παιδί, κάθε φορά, αφηγείται την εμπειρία του από τη γιορταστική Αθήνα ενός μήνα. Τρεις μήνες, επομένως, αντιστοιχούν σε κάθε ένα από τα τέσσερα αδέρφια. Ανήκουν σε μια καλή οικογένεια της Αθήνας που διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον Περικλή και στο σπίτι της συχνάζουν άνθρωποι όπως ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και ο Ευριπίδης. Ενώ όμως η κλασική Αθήνα, στο απόγειο της δόξας της, έχει γίνει αντικείμενο πολλών βιβλίων για παιδιά και νέους, η Μαρκάκη τη φωτίζει διαφορετικά. Μέσα από την εστίαση στις γιορτές αναδεικνύει μια πόλη όλο ζωντάνια, ποικιλία, χαρά, και ευσέβεια. Μία ευσέβεια που όχι μόνο δεν αποκλείει το γέλιο, τη διασκέδαση και τη χαρά αλλά αντίθετα ενθαρρύνει την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του Αθηναίου πολίτη. Αθλητικοί, μουσικοί και δραματικοί αγώνες, τραγούδι, χορός, σκωπτικά σχόλια, στιγμιαίες ανατροπές της κοινωνικής ιεραρχίας, όλα αυτά είναι που κάνουν τους θεούς να χαίρονται! Προβάλλει έτσι ανάγλυφος ένας πολιτισμός και μια καθημερινότητα όπου η ευσέβεια και η χαρά της ζωής είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Καθώς προχωράει ο χρόνος τα τέσσερα αδέρφια / αφηγητές μεγαλώνουν και δρασκελούν ένα κατώφλι της ζωής τους. Η Αγαθόκλεια, που τη γνωρίζουμε ως εργαστίνα που έχει αναλάβει τη ύφανση ενός μέρους του πέπλου της θεάς Αθηνάς, για τη γιορτή των Παναθηναίων, βρίσκεται σε ηλικία γάμου. Σύντομα θα πρέπει να αφιερώσει τα παιχνίδια της στη θεά Άρτεμη, στο ιερό της στη Βραυρώνα, και να παντρευτεί αυτόν που έχει επιλέξει η οικογένειά της. Τα αγόρια έχουν ήδη εγκαταλείψει τον γυναικωνίτη του σπιτιού και διαμένουν στα δωμάτια των ανδρών. Ο μεγαλύτερος, ο Αθηνόδωρος, είναι πλέον δεκτός και στα συμπόσια και τις συζητήσεις του πατέρα με τους φίλους του. Έχει κλίση στα γράμματα και ονειρεύεται να γράψει μια σπουδαία τραγωδία. Ο Τιμολέων δεν έχει ακόμη το δικαίωμα παρουσίας στην ομήγυρη των ανδρών κι έτσι αρκείται να κρυφακούει τις κουβέντες τους, κάτι που αγαπά πολύ να κάνει. Είναι αθλητικός τύπος και ονειρεύεται να γίνει Ολυμπιονίκης και μετά στρατιωτικός. Η Εριφύλη, η μικρότερη, ένα άτακτο και πανέξυπνο αγοροκόριτσο, θέλει να γίνει «άρκτος», ιέρεια, στο ιερό της Άρτεμης στη Βραυρώνα θητεύοντας εκεί για πέντε χρόνια. Καθώς ο χρόνος κυλάει και οι σελίδες του νοητού ημερολογίου τους γεμίζουν ξεδιπλώνεται και ο κύκλος ζωής των παιδιών. Η θέση των ανδρών και των γυναικών, των δούλων, και των απελεύθερων, η παιδαγωγική, οι αρχές και οι αξίες του Αθηναίου πολίτη, η ύπαιθρος και ο αγροτικός βίος έξω από την Αθήνα, και πλήθος άλλων όψεων της Αρχαίας Αθήνας της εποχής της ακμής της περνάνε μέσα από τη φρεσκάδα του λόγου των παιδιών και τη ωραία πένα της Μαρκάκη. Στο τέλος κάθε κεφαλαίου λίγες δραστηριότητες βοηθούν τον αναγνώστη να ανακεφαλαιώσει και να σχετιστεί περισσότερο με τη ζωή της Αρχαίας Αθήνας. Η πλούσια βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος δείχνει το εύρος της έρευνας που έχει προηγηθεί. Η γνώση του επιστημονικού πεδίου είναι άριστα φιλτραρισμένη μέσα από τη μακρά εμπειρία της συγγραφέως στη σύνδεση της τυπικής και άτυπης μάθησης και στη μουσειοπαδαγωγική. Πολύ χρήσιμο και το «Αγνωστολόγιο» με τις άγνωστες λέξεις που παρατίθεται στο πίσω μέρος του βιβλίου. Η Βησσαρία Ζορμπά-Ραμμοπούλου, πάλι, που μας έχει ήδη προσφέρει ένα θαυμάσιο ιστορικό μυθιστόρημα για την πολιορκία της Πόλης από τους Αβάρους (Το καλοκαίρι των Αβάρων Βραχείες λίστες Αναγνώστη, 2017), επανέρχεται με ένα ακόμη μυθιστόρημα εμπνευσμένο αυτή τη φορά από την Άλωση. Η δεκαοκτάχρονη Ιζαμπώ ζει στην Πόλη με την οικογένειά της. Ο πατέρας της είναι σκευοφύλακας στην Αγια-Σοφιά. Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον μικρό της αδελφό, τον Άγγελο, αλλά και στην Ελισώ, τη γυναίκα που έχοντας χάσει τον άνδρα της στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης και τους δυο γιους της από αρρώστια, έχασε τα λογικά της και δέχτηκε ως τελευταίο καταφύγιο της ζωής της το σπίτι της οικογένειας της Ιζαμπώ. Εκεί η Ελισώ βοηθούσε τη μητέρα με τις δουλειές του σπιτιού και κατόρθωνε να βρει ένα νήμα λογικής στο ταραγμένο της μυαλό. Η Ιζαμπώ είναι ερωτευμένη με έναν «αζυμίτη». Με έναν καθολικό. Έτσι έλεγαν οι Ορθόδοξοι όσους κοινωνούσαν «άζυμο» τον άρτο στη Θεία Κοινωνία. Ο Τραϊανός είναι Γενοβέζος που έχει εγκατασταθεί στην Πόλη ακολουθώντας τον πατέρα του που είναι σπουδαίος τεχνίτης. Από το εργαστήριο της οικογενειακής επιχείρησης βγαίνουν λεπτοδουλεμένα αριστουργήματα μικροτεχνίας. Ο πατέρας της Ιζαμπώ σ’ αυτό το εργαστήριο στέλνει να επισκευαστούν τα «λαβωμένα σκεύη» της Αγια-Σοφιάς. Συχνά πυκνά στέλνει τα παιδιά του να παραδώσουν και να παραλάβουν τα σκεύη κι έτσι δεν άργησαν να μιλήσουν τα μάτια κι οι καρδιές των δυο νέων. Το ειδύλλιο έπρεπε να παραμείνει μυστικό μια και το χάσμα ανάμεσα στους Ορθόδοξους και τους «αζυμίτες» εκείνη την εποχή στην Πόλη είναι αγεφύρωτο. Ιδίως όταν ο πατέρας του ενός από τα δυο μέλη του ζευγαριού κατέχει τη θέση του σκευοφύλακα στον πιο ξακουστό ναό της Ορθοδοξίας. Μα τα γενέθλια της Ιζαμπώ πλησιάζουν. Θα κλείσει τα δεκαοχτώ κι ο Τραϊανός έρθει να τη ζητήσει σε γάμο. Υπάρχει ίσως ελπίδα ο πατέρας να λυγίσει. Όλα αυτά συμβαίνουν παραμονές της Άλωσης της Πόλης. Απρίλης του 1453 και ο κλοιός του Πορθητή σφίγγει γύρω από τα τείχη της Βασιλεύουσας. Η ελπίδα από Δυσμάς, που αν ευοδωνόταν θα ευνοούσε και τη θετική έκβαση της υπόθεσης της Ιζαμπώ, δεν έρχεται. Την πιο ακατάλληλη στιγμή ο Τραϊανός πρέπει να επιστρέψει στη Γένοβα για να γιορτάσει Πάσχα με τους δικούς του. Χωρίζουν οι δυο νέοι με την υπόσχεση της επιστροφής και ενός άδηλου μέλλοντος. «Που θα ζήσουμε εμείς Τραϊανέ;» ρωτάει διαρκώς η Ιζαμπώ. Ακόμη και δίχως τον Πορθητή επί θύραις, δύσκολο να φανταστεί η κόρη τον τόπο και την κοινωνία που θα δεχόταν ένα τέτοιο γάμο. Αλλά τους προλαβαίνουν τα γεγονότα. Η Πόλη πέφτει κι η Ιζαμπώ θα βρεθεί πρόσφυγας με την Ελισώ μονάχα στο πλευρό της στη Βενετία. Εκεί καραδοκούν οι εκμεταλλευτές της προσφυγιάς. Εκεί, ανάμεσα στις καμάρες, τα τόξα, τα υδάτινα κανάλια, την Πλατεία του Αγίου Μάρκου, τη σιταποθήκη που μετατράπηκε σε χώρο φιλοξενίας των προσφύγων, και στα μοναστήρια που περιθάλπουν τα θύματα της θέρμης, κινούνται ύποπτες φιγούρες. Η απελπισία της Ιζαμπώ, που έχει ντυθεί αγόρι ως μέτρο προφύλαξης της ζωής και του σώματός της, κορυφώνεται όταν χάνει και την Ελισώ. Ο Άγγελος έχει ήδη βρει τον υγρό τάφο του στον Κεράτιο, ο πατέρας σκοτώθηκε και η μάνα αγνοείται. Η συγγραφέας περιδιαβαίνει με άνεση στα στενά της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης και της Βενετίας. Με άνεση δένει και την Ιστορία και τις λεπτομέρειες της Άλωσης με τη φανταστική περιπέτεια της Ιζαμπώ. Η πλοκή ξετυλίγεται in medias res. Ξεκινά με την Ιζαμπώ πρόσφυγα στη Βενετία, συνεχίζει με την αφήγηση των προηγουμένων και πιάνει πάλι το νήμα του παρόντος για να το οδηγήσει στην αίσια (κατά το μέτρο του δυνατού) έκβασή του. Η γλώσσα και το ύφος της συγγραφέως, με τις χαρακτηριστικές εκφράσεις και λέξεις που αρμόζουν στην ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρεται, συμβάλλουν, όσο και οι ιστορικές λεπτομέρειες προσώπων, γεγονότων και τόπων, στη δημιουργία αυτής της χαρακτηριστικής ατμόσφαιρας της εποχής που έχουν τα καλά ιστορικά μυθιστορήματα. Ταυτόχρονα, η αναφορά στο σήμερα, με έμμεσους παραλληλισμούς με το προσφυγικό ζήτημα της σύγχρονης εποχής (το κορμάκι του νεκρού Άγγελου που πλέει στη θάλασσα ανακαλεί τον μικρό Αλάν), δημιουργεί την αίσθηση του τροχού της Ιστορίας που γυρίζει και ποτέ δεν ξέρεις από ποιανού την πλευρά θα βρεθείς, των νικητών ή των ηττημένων. Εξαιρετικά και τα δυο βιβλία δε θα απογοητεύσουν όσους αναζητούν να αρδεύσουν το ξερό χώμα των σχολικών βιβλίων της Ιστορίας με το νερό της ζωής.
Ιnfo
Bασιλική Μαρκάκη, εικ. Λέλα Στρούτση, 12 μήνες, 12 γιορτές στην Αρχαία Αθήνα, Ψυχογιός 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου