Της Μαρίας Νίκα
Που λέτε, αυτές τις μέρες, κάνω μια μετακόμιση. Πηγαίνοντας λοιπόν χθες το μεσημέρι στο καινούργιο σπίτι, όπου θα παραλάμβανα ένα ψυγείο, δεν ξέρω πώς μου ήρθε και -παρότι είχα ένα σωρό άλλες επείγουσες δουλειές- πήρα μαζί μου τους «Ληστές της Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ» της Ισμήνης Καρυωτάκη. Κι έτσι, αντί να τρίψω με χλωρίνη τα πλακάκια της κουζίνας όπως σχεδίαζα, βρέθηκα καθισμένη σε μια καρέκλα, ανάμεσα σε χάρτινες κούτες με αποσυναρμολογημένα έπιπλα, να διαβάζω για τη συγκλονιστική, σπαρακτική θα έλεγα, φιλία δύο αγοριών στο τέλος της δεκαετίας του ΄70. Ο Μανώλο, 5 ετών. Ζει με τη μητέρα του στα Εξάρχεια. Ο πατέρας του, που φυλακίστηκε και
βασανίστηκε από τη χούντα, έχει πεθάνει νέος. Μια μέρα, στη γειτονιά, ο Μανώλο γνωρίζει τον Λουκά. Έναν συνομίληκό του διαφορετικό. Και ο δικός του πατέρας ήταν στη φυλακή αλλά για άλλους λόγους. Ο Λουκάς ζει σ’ ένα φτωχόσπιτο με τη γιαγιά του που καθαρίζει σκάλες. «Κορλεόνε» της περιοχής θεωρούν τον μικρό οι περισσότεροι, γιατί δείχνει άγριος και φλερτάρει με την παραβατικότητα, όμως στην πραγματικότητα ο Λουκάς είναι ο πεντάχρονος μπίτνικ της Νεάπολης Εξαρχείων! Κυκλοφορεί στους δρόμους «με μια αρμαθιά κλειδιά που κρέμεται ως το γόνατο από τη μέση του ζωστήρα του» και ο Μανώλο, που τον θαυμάζει, τον παρομοιάζει αργότερα με τον Ρεμπώ που «απ’ τη μία έγραφε ποιήματα κι απ’ την άλλη πούλαγε αρμαθιές κλειδιά στα πεζοδρόμια της Ριβολί». Η φιλία τους κινδυνεύει να διαλυθεί όταν ο Λουκάς κλέβει από τη βιβλιοθήκη την «Ανθολογία του μαύρου χιούμορ». Το βιβλίο, μέσα στο οποίο η Μυρσίνη, η μάνα του Μανώλο, φυλάει τα λεφτά για το νοίκι. Ακριβώς στη σελίδα 89, όπου ξεκινάει το διήγημα «Ο κακός υαλοπώλης» του Βωδελαίρου (Μπωντλέρ). Μια ιστορία που στοιχειώνει τον Λουκά. Γιατί αργότερα, στην εφηβεία του, μπαίνει σ’ ένα βιβλιοπωλείο και αγοράζει την «Ανθολογία». Και τα λόγια της τον ακολουθούν ως το τέλος της σύντομης ζωής του: «Πώς; Δεν έχετε τζάμια χρωματιστά; Ροζ τζάμια, τζάμια κόκκινα, τζάμια μαγικά, παραδεισένια τζάμια; Δεν έχετε τζάμια που να κάνουν τη ζωή να φαίνεται ωραία;» … Είναι ήδη απόγευμα κι έχω φτάσει στη μέση του βιβλίου όταν χτυπάει το κουδούνι. Έχουν φέρει το ψυγείο. Το μεταφέρουν στην κουζίνα κι ενώ το βγάζουν από το κουτί, ο ένας από τους δύο μεταφορείς παρατηρεί ότι η πόρτα κάτω δεξιά είναι «χτυπημένη». Εγώ σκέφτομαι την «Ανθολογία» και δεν έχω πάρει χαμπάρι. «Δε γίνεται να σας το αφήσουμε. Θα παραγγείλουμε άλλο. Μόνο που θα μείνετε δυο-τρεις μέρες χωρίς ψυγείο» μου λέει. Με κοιτάζουν και οι δυο με ύφος ενοχικό αλλά εγώ δε στεναχωριέμαι καθόλου. Τους ευχαριστώ και περιμένω πώς και πώς να φύγουν για να συνεχίσω το βιβλίο. Όπως και γίνεται. …Μ’ εκείνα τα 500άρικα, λοιπόν, της Μυρσίνης ο 5χρονος Λουκάς σχεδίαζε να πάρει σβάρνα τα ψιλικατζίδικα και ν’ αγοράσει όλα τα γαριδάκια και τις σοκολάτες της περιοχής, να φάει αυτός και οι φίλοι του, να μοιράσουν και στην παιδική χαρά. Όμως η γιαγιά του, η κυρά Ξένη, τον πρόλαβε. Του πήρε πίσω τα λεφτά και τα επέστρεψε στη Μυρσίνη, αφού πρώτα τον διαπόμπευσε στη μέση δρόμου μαζί με όλη τη γειτονιά. Κι όταν ο Λουκάς την άλλη μέρα ξαναχτύπησε την πόρτα στο σπίτι του Μανώλο για να παίξουν με τ’ αυτοκινητάκια του, η Μυρσίνη αναρωτήθηκε σοβαρά αν έπρεπε να του ανοίξει. Και του άνοιξε. Και τον κάλεσε και στα γενέθλια του Μανώλο, μαζί με τη γιαγιά και τον αδελφό του το Βασιλάκη. Και δεν την πείραξε που οι άλλες μανάδες πήραν τα παιδιά τους κι έφυγαν όταν τους είδαν να μπαίνουν. Κι έτσι η φιλία των δύο αγοριών συνεχίστηκε ώσπου ο Λουκάς, στα 16 του, έφυγε από τη ζωή. Και δε χάλασε ούτε ακόμη κι όταν ερωτεύτηκαν το ίδιο κορίτσι, τη Νιόβη, που ο Μανώλο της είχε χαρίσει τον «Φύλακα στη σίκαλη». Κι ας μην πήγε σχολείο ο Λουκάς πέρα από τη Δευτέρα Δημοτικού, ενώ η Μυρσίνη έστειλε τον Μανώλο στα 15 του στην Αγγλία να κάνει «πράκτις» στα αγγλικά του. Κι ας ήταν ο Μανώλο παιδί των καταλήψεων, ενώ ο Λουκάς «εξωσχολικός» που μειδιούσε όταν έβλεπε τους συνομήλικούς του να παίζουν κυνηγητό με τους «μπάτσους» μέσα σε μολότοφ και δακρυγόνα την περίοδο των μαθητικών κινητοποιήσεων ΄90-΄91. Γιατί αυτός τα ζούσε όλ’ αυτά στο εκατονταπλάσιο από τη μέρα που είχε γεννηθεί. «Free bird» είχε ονομάσει τη σανίδα του skate με την οποία σάρωνε τις νύχτες τους δρόμους. «Wild in the streets»... «Να γεννάς παιδιά και να φοβάσαι…» είχε σκεφτεί μια μέρα η Μυρσίνη καθώς κατέβαινε τη σκάλα του σπιτιού της κυρα Ξένης.* Το βιβλίο της Ισμήνης Καρυωτάκη «Οι ληστές της "Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ"» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποταμός» ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ΙΣΜΗΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου