6.11.20

Για το βιβλίο «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια» του Jean-Claude Grumberg – γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη


Jean-Claude Grumberg, Η πιο πολύτιμη πραμάτεια, μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου, Πόλις, Αθήνα 2020. 
Ένα υπέροχο παραμύθι ανθρωπιάς και ουσίας από τον Ζαν-Κλωντ Γκραμπέρ (Jean-Claude Grumberg) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις και είναι με αίσθηση μεταφρασμένο από την Ρούλα Γεωργακοπούλου. Ο Ζαν-Κλωντ Γκραμπέρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1939. Ο πατέρας του και ο παππούς του εκτοπίστηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν επέστρεψαν ποτέ. Είναι πολυβραβευμένος [1] θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος (έχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με τον Φρανσουά Τρυφώ και τον Κώστα Γαβρά). Έχει επίσης γράψει μελέτες, βιογραφίες καθώς και παιδικά βιβλία. Ένα μεγάλο δάσος, ένας μεγάλος πόλεμος, ένας Παγκόσμιος πόλεμος, ένα φτωχό ζευγάρι, ο ξυλοκόπος και η γυναίκα του. Πείνα, κρύο, κακουχίες. Χειμώνας κυρίως η εποχή. Απελπισία, φόβος, αλλά μέσα σε όλα αυτά η μεγάλη αγάπη. Ανθίζει σαν λουλούδι η μεγάλη αγάπη, την οποία ο συγγραφέας υμνεί με απλότητα και αλήθεια. Πώς αλλιώς να μιλήσεις για το Ολοκαύτωμα, αν όχι μέσω ενός παραμυθιού; Το παραμύθι είναι ένα λογοτεχνικό είδος αγαπητό, που έχει τον τρόπο να αφυπνίζει και να περνά μηνύματα, άμεσα και αβίαστα –χαρίζοντας, παράλληλα, μαγεία σε μικρούς και μεγάλους. Το παραμύθι λέγεται από στόμα σε στόμα, περνάει από γενιά σε γενιά και συνήθως επιβιώνει. Εδώ, στο παραμύθι αυτό, η σκληράδα και ο κυνισμός εν μέρει συμπορεύονται με την τρυφερότητα. Μέσα στην αγριότητα της Ιστορίας, κάπου παράμερα ανάβει ένα φως. Η ελπίδα δεν πεθαίνει ποτέ. Ένα κοριτσάκι, λέει το παραμύθι, το πέταξαν από το παραθυράκι ενός τρένου για πραμάτειες κατά τη διάρκεια μεταφοράς Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (καθώς αυτό διέσχιζε από το στρατόπεδο του Ντρανσύ τη Γαλλία για να φτάσει στην Γερμανία.) Το ένα από τα δύο δίδυμα το πέταξαν από ένα τρένο, τυλιγμένο σε ένα σάλι προσευχής, με κρόσσια κεντημένο με χρυσάφι και ασήμι, το πέταξαν στο χιόνι, στα πόδια μιας φτωχιάς γυναίκας ξυλοκόπου που δεν είχε παιδιά να χαϊδολογήσει κι αυτή η φτωχιά γυναίκα του ξυλοκόπου, τη μάζεψε, την έθρεψε, τη χαϊδολόγησε και την αγάπησε περισσότερο από οτιδήποτε. Αντιθέσεις ανάμεσα στον ξυλοκόπο και τη γυναίκα του, διαφορά νοοτροπίας και ενσυναίσθησης, η επιβολή του πόθου για ελπίδα, έντονα μητρικά ένστικτα που βιώνουν αδιέξοδο, μεταστροφές, παράλληλη πορεία του Καλού με το Κακό, πλούσιες εικόνες που εξάπτουν τη φαντασία, όλα αυτά είναι μερικά από τα στοιχεία-κλειδιά που χαρακτηρίζουν το βιβλίο. Η γυναίκα νιώθει ευγνωμοσύνη που αλλάζει η τύχη της. Την βολεύει να διατηρεί μια μεταφυσική άποψη για τα πράγματα. «Τούτο εδώ δεν μπορεί να είναι ούτε δικό μου ούτε δικό σου αγγελούδι! Είναι φύτρα της καταραμένης ράτσας! Οι γονείς του το πέταξαν από το τρένο στο χιόνι γιατί είναι άκαρδοι!» είπε ο ξυλοκόπος (σελ.30) «Όχι, όχι οι θεοί του τρένου, αυτοί μου το έκαναν δώρο», είπε η γυναίκα του (σελ. 30), που δεν διστάζει να τον καταραστεί (σελ. 33) όταν εκείνος της δηλώνει πως θα πάει να το αφήσει πίσω στις γραμμές του σιδηροδρομικού σταθμού. Είναι συγκινητική η αφοσίωσή της στο βρέφος, η αυταπάρνηση και η προσφορά της. Το παιδί είναι γι’ αυτή το συνώνυμο της ευτυχίας. Ψάχνει και βρίσκει γάλα για το μονάκριβό της. Μπαίνει αμέσως στον ρόλο της Μάνας και πιέζεται φοβερά από τον άξεστο άνδρα της που της φωνάζει να επιλέξει ή εκείνον ή το παιδί. Η ιστορία αυτή μας φέρνει το μυαλό τον Κύκλο με την Κιμωλία του Μπρέχτ [2], και τον μοναχικό και δύσκολο αγώνα της Γκρούσα να διασώσει το παιδί σαν να ʼναι η φυσική του μητέρα. Και στο μπρεχτικό έργο το σκηνικό είναι επίσης πολεμικό. Εν καιρώ πολέμου δοκιμάζονται τα αισθήματα, αποκαλύπτονται χαρακτήρες, γίνονται ανταλλαγές, δημιουργούνται παράλληλα σκηνικά. Από μια μικρή μαγική στιγμή, ο άνδρας αλλάζει, μεταστρέφεται και συμμαχεί με την γυναίκα του. Εν τω μεταξύ το μωρό μεγαλώνει και τους χαρίζει την ευτυχία. Όσο για τον αληθινό μπαμπά της κόρης, την άφησε με τους δύο ανθρώπους που γνώρισε για γονείς της. Ό ίδιος συνέχισε τη ζωή και τις σπουδές του με την επίγνωση ότι είχε τελικά σώσει την κόρη του πετώντας την από το τρένο. «Είχε κερδίσει την αναμέτρηση με τον θάνατο, είχε σώσει την κόρη του μ’ αυτή την παράλογη κίνηση, είχε νικήσει την τερατώδη βιομηχανία του θανάτου. Βρήκε το κουράγιο να ρίξει μια τελευταία ματιά στο κοριτσάκι του που το είχε ξαναβρεί και το είχε ξαναχάσει για πάντα. Παίνευε κιόλας την πραμάτεια της σ’ έναν καινούριο πελάτη δείχνοντας με τα μικρά της χέρια την προέλευση του τυριού, δείχνοντας με το δάχτυλο την αγαπημένη κατσίκα και τη λατρεμένη της μαμά » (σελ.89). Και όταν μεγάλωσε έγινε φημισμένη πρωτοπόρος και κέρδισε τον θαυμασμό όλων. Όλοι ήξεραν γι’ αυτήν ότι ήταν κόρη μιας φτωχιάς γυναίκας ξυλοκόπου, αγράμματης που έγινε έμπορος τυριών. Eνα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, γεμάτο σοφία, που διδάσκει χωρίς να κουνάει το δάχτυλο που, που δείχνει δια της γλαφυρής του αφήγησης, που θέτει καίρια ερωτήματα για την ποιότητα και την υφή της ανθρώπινης ύπαρξης. Σημειώσεις 1. Έχει τιμηθεί έξι φορές με το βραβείο Molière και με το μεγάλο Βραβείο Θεάτρου της Γαλλικής Ακαδημίας για το έργο του Zone libre, με τα μεγάλα βραβεία SACD και Société des Gens de Lettres για το σύνολο του έργου του, και με το βραβείο César καλύτερου σεναρίου για το Amen του Κώστα Γαβρά. Το βιβλίο Η πιο πολύτιμη πραμάτεια τιμήθηκε με το βραβείο αναγνωστών L’Express-BFMTV και το Ειδικό Βραβείο Βιβλιοπωλών. 2. Bertolt Brecht, Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία, μτφρ. Ελένη Καλκάνη, Δαμιανός, Αθήνα 2004. 
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: