29.11.20

Γελωτοποιός: «Γιατί να ξενυχτάς γράφοντας; Γιατί είσαι αλλοπρόσαλλος, είσαι weirdo, είσαι παράξενος, είσαι συγγραφέας.»


Συνέντευξη στον Γιάννη Φαρσάρη

 

– Γιατί επέλεξες το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Γελωτοποιός»;

 

Δεν φταίω εγώ. Η Εύα μου είπε.

Ξεκίνησα με αντίστροφη πορεία απ’ τους περισσότερους μπλόγκερ. Πρώτα έγραψα εφτά μυθιστορήματα και αρκετά διηγήματα, σε χαρτί. Υπολογιστή δεν είχα. Έγραφα σε μια Olympia Splendid του ’69. Γραφομηχανή, απ’ αυτές με τη μελανοταινία.

Generation X είμαι, λίγο μετά τη Χούντα γεννήθηκα, αλλά πάντα ήμουν λιγάκι weirdo. Οπότε γραφομηχανή και τα πλήκτρα ν’ ακούγονται σαν άλογα.

Κάποια στιγμή η Εύα μου είπε: «Γιατί δεν φτιάχνεις ένα μπλογκ; Να γράφεις εκεί;»

Ως σωστός Αδάμ άργησα να κάνω αυτό που μου είπε να κάνω, για να δείξω ότι έχω ελεύθερη βούληση. Αναδρομική υπακοή, λίγο καιρό μετά στήνω ένα μπλογκ, λιγάκι ερασιτεχνικό.
(Αυτό που έχω τώρα το έχει στήσει ο Θοδωρής, που ξέρει πώς στήνονται ιστοσελίδες.)

«Τι όνομα να βάλω;» ρώτησα την Εύα.

Εκείνη την εποχή τέλειωνα μια έμμετρη μυθιστορία, δηλαδή ένα μυθιστόρημα σε δεκαπεντασύλλαβο.
(Όχι δεν γεννήθηκα τον 19ο αιώνα, ούτε γνωρίζω προσωπικά τον Βιτσέντζο Κορνάρο.)

Ο πρωταγωνιστής, ο ήρωας του βιβλίου μου ήταν ένας…

«Βασιλιάς!» φώναξαν τα παιδάκια.
«Όχι. Ήταν ένας…»
«Ιππότης!» φώναξαν τα παιδάκια.
«Όχι. Ήταν…»
«Ο Πινόκιο!»
«Όχι, όχι, όχι! Σκάστε επιτέλους, παιδάκια.»
(Τα παιδάκια κλαίνε. Οι γονείς τους μου λένε ότι είμαι κακός παραμυθάς.)

Ο πρωταγωνιστής ήταν ένας Γελωτοποιός.

«Γιατί δεν ονομάζεις το μπλογκ έτσι;» μου είπε η Εύα.

Το σκέφτηκα λιγάκι. Και της είπα ότι βρήκα κάτι καλύτερο: Γελωτοποιός χωρίς βασιλιά.

Δεν της άρεσε. Έτσι έκανα ό,τι συνηθίζουν να κάνουν οι πραγματικοί άντρες απ’ τη Γένεση και μετά: Αυτό που μου είπε η γυναίκα μου. Γελωτοποιός.

Καθώς έψαχνα για φόντο του μπλογκ έπεσα πάνω στον Μπάστερ Κήτον. Από παιδί τον αγαπούσα τον Μπάστερ. Δεν ήταν ο συνηθισμένος κωμικός, ο φαρσέρ, ο κλόουν. Έβλεπα τις ταινίες του και γοητευόμουν από εκείνο το Πέτρινο Πρόσωπο.

Αν σου αρέσει ο Μπάστερ Κήτον στα οκτώ σου χρόνια, θα σου αρέσουν οι Μόντι Πάιθον στα δεκάξι κι ο Μπέκετ στα τριάντα δύο. Στα εξήντα τέσσερα δεν ξέρω τι θα μου αρέσει.

Όλα ταιριάξανε. Γελωτοποιός, αλλά με τη φάτσα του Μπάστερ Κήτον. Η ζωή είναι μια φάρσα.

 

 

– Ποιο είναι το βιβλίο εκείνο που σου άλλαξε τη ζωή;

 

Το πρώτο βιβλίο λογοτεχνίας που διάβασα, όταν πήγαινα δευτέρα δημοτικού.

Είχα την ατυχία (και τύχη μαζί) να μεγαλώσω σε μια οικογένεια όπου η ανάγνωση λογοτεχνίας ήταν κάτι άχρηστο στην καλύτερη περίπτωση, ίσως κι ο προθάλαμος της τρέλας. Στη βιβλιοθήκη του σαλονιού, που περισσότερο έμοιαζε με σκρίνιο, υπήρχαν ελάχιστα βιβλία, όπως η σειρά «Τα Υπέρ και τα Κατά», βιογραφίες σπουδαίων πολιτικών προσώπων (τα διάβασα κι αυτά αργότερα).

Οι γονείς μου δεν διάβαζαν λογοτεχνία και δεν έβρισκαν κανένα λόγο να διαβάσουν λογοτεχνία τα παιδιά τους. Τους αρκούσε να διαβάζουμε τα μαθήματα μας, για να τελειώσουμε το λύκειο και να χωθούμε κάπου στο δημόσιο. Νοοτροπία δεκαετίας ογδόντα.

Κι όλα πήγαιναν καλά, ίσως να γινόμουν ένας πετυχημένος δημόσιος υπάλληλος, μέχρι που εμφανίστηκε στην πόρτα μας η πλασιέ εγκυκλοπαιδειών.

Εκείνες τις εποχές, καλά μου παιδάκια, δεν υπήρχε το διαδίκτυο και το Wikipedia. Τι υπήρχε;
«Η Alexa και η Siri», φωνάζουν τα παιδάκια.
«Όχι, όχι, όχι!»

Πάλι φεύγουν κλαμένα. Μια μητέρα λέει ότι θα καλέσει την αστυνομία.

Συνεχίζω χωρίς παιδάκια να με διακόπτουν.
Εκείνες τις εποχές αν ήθελες να μάθεις κάτι άνοιγες το λεξικό ή την εγκυκλοπαίδεια.

Και τις εγκυκλοπαίδειες τις πουλούσαν πόρτα-πόρτα οι πλανόδιοι πωλητές, που τότε τους λέγαμε πλασιέ.

Δεν θυμάμαι πώς ήταν ο πλασιέ που μας πούλησε την εγκυκλοπαίδεια, όμως επειδή διαβάζω τώρα τις περιπέτειες του ντετέκτιβ Χάρι Χόλε, σκέφτομαι:

Η μητέρα μου δεν θα μπορούσε να τις αγοράσει. Ήταν επαγγελματίας νοικοκυρά, μηδενικό εισόδημα, τα χρήματα τα διαχειριζόταν ο πατέρας μου.

Εκείνος ήταν ομορφάντρας κι έπαιζε το μάτι του. Οπότε πιστεύω ότι τον έπεισε ν’ αγοράσει τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας, με δόσεις, μια όμορφη γυναίκα. Μπορεί να ήταν και η Καλή μου Νεράιδα, ποιος ξέρει;

Ο πατέρας μου υπέγραψε για τους 24 τόμους της εγκυκλοπαίδειας, γιατί «τα παιδιά πρέπει να έχουν μια εγκυκλοπαίδεια» (είπε σηκώνοντας το φρύδι στην πλασιέ).

Αυτό που δεν ήξερε ο πατέρας μου ήταν ότι εκείνη η εγκυκλοπαίδεια θα κατέστρεφε τον δευτερότοκο του γιο και θα τον οδηγούσε ίσια στην τρέλα και στην ανευθυνότητα.

Εκείνη η εγκυκλοπαίδεια έκανε τον γιο του… Συγγραφέα.

Μαζί με τους είκοσι τέσσερις τόμους (τους διάβασα κι αυτούς) που είχε πληρώσει υπήρχαν και τρία βιβλία δώρο. Τρία λογοτεχνικά βιβλία.

Μέχρι τότε είχα διαβάσει μόνο Μίκυ Μάους (έτσι λέγαμε τότε όλα τα κόμικς του περιπτέρου, είτε ήταν Σεραφίνο, Τιραμόλα, Σπάιντερμαν, Αστερίξ, Ντίσνεϊ, Μαμούθ).

Όταν ανοίξαμε τις έξι κούτες που μας έφεραν βρήκα, ανάμεσα στη μαύρη ομοιομορφία των εγκυκλοπαιδειών, και τρία χρωματιστά εξώφυλλα.

Τα λόγια της πλώρης, του Καρκαβίτσα.
Μπεν Χουρ, δεν θυμάμαι ποιανού
Ροβινσώνας Κρούσος, του Ντάνιελ Νταφόου

Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έσπρωξε να διαβάσω πρώτα τον Ροβινσώνα. Μάλλον το εξώφυλλο. Ένας άνθρωπος με σκύλο και παπαγάλο σ’ εξωτικό μέρος.

Το κεφάλι μου ανατινάχτηκε.

Το νιώθω ακόμα και σήμερα, σίγουρα το ένιωσα τότε. Όταν διαβάζω ένα υπέροχο βιβλίο, όταν βλέπω μια υπέροχη ταινία, κι όταν γράφω μια όμορφη ιστορία, το συναίσθημα είναι ίδιο, μετά από σαράντα σχεδόν χρόνια: Λατρεύω τη μυθοπλασία.

Τέλειωσα το βιβλίο του Ντεφόου και διάβασα Καρκαβίτσα. Καλό ήταν, αλλά πολλά δεν τα κατάλαβα.
Μετά έπιασα τον Μπεν Χουρ. Αυτό το κατάλαβα, αλλά δεν μ’ εντυπωσίασε.

Δεν υπήρχε άλλο βιβλίο να διαβάσω, οπότε έπιασα ξανά τον Ροβινσώνα.
Διάβασα εκείνο το βιβλίο δεκατρείς φορές. Κάθε φορά που το τέλειωνα το σημείωνα. Και θυμάμαι (τι παράξενα πράγματα θυμόμαστε; ) ότι νόμιζα πως ήξερα να φτιάχνω πήλινα αγγεία, έτσι όπως μας καθοδηγούσε ο Ντεφόε.

Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω λογοτεχνία. Οι γονείς μου ποτέ δεν αγόρασαν σχετικά βιβλία. Ξεκίνησα να δανείζομαι από τη σχολική βιβλιοθήκη. Μετά ανακάλυψα τις δημοτικές βιβλιοθήκες και συγγραφείς όπως τον Ιούλιο Βερν.

Κι αυτό μου θύμισε ένα απ’ τ’ αγαπημένα μου περιστατικά της παιδικής μου ηλικίας, γιατί δείχνει ποιος ήμουν και είμαι.

Είναι υπερβολικό να το συμπεριλάβω σ’ αυτή την απάντηση, αλλά θα το πω.

Λοιπόν, καλά μου παιδιά. Είναι καλοκαίρι.

«Στο νησί;»
«Όχι, είμαστε σε μια μικρή κωμόπολη, σαν μεγάλο χωριό. Κι έχει πανηγύρι.»

Ήταν της Αγια-Μαρίνας, πολιούχος του Βέλου Κορινθίας. Καλοκαίρι, όλοι στους δρόμους και στα μαγαζιά. ΠΑΣΟΚ ήταν, το παλιό ορθόδοξο, λεφτά υπήρχαν. Μόλις είχα τελειώσει την τετάρτη δημοτικού.

Οι γονείς μου με τον μεγαλύτερο αδελφό μου έκατσαν σε μια ταβέρνα να φάνε το παραδοσιακό φαγητό των πανηγυριών, γουρνοπούλα.

Είδα λίγο πιο κάτω στο δρόμο έναν πάγκο με βιβλία. Πήγα να τα ψάξω. Εκεί έπιασα στα χέρια μου για πρώτη φορά Ιούλιο Βερν, Ταξίδι στο κέντρο της γης. Λεφτά να ζητήσω απ’ τον πατέρα μου («για βιβλίο;» θα με ρωτούσε ) δεν έπαιζε, οπότε ρώτησα την κυρία στον πάγκο αν μπορούσα να του ρίξω μια ματιά. Αυτή ήταν μάλλον η καλή μου νεράιδα, η ίδια που μας είχε πουλήσει την εγκυκλοπαίδεια. Μου έδειξε μια καρέκλα στο πλάι στο πάγκου.

Έκατσα κι άνοιξα το βιβλίο. Ξεκίνησα να διαβάζω. Ήταν καλύτερο απ’ τον Ροβινσώνα. Συνέχισα να διαβάζω.

~

Κάποια στιγμή ένιωσα κάποιον να με σκουντάει. Σήκωσα τα μάτια απ’ το βιβλίο. Το πρώτο που κατάλαβα ήταν ότι δεν υπήρχε πλέον κόσμος στους δρόμους. Η ταβέρνα κλειστή. Η καλή μου νεράιδα μάζευε τον πάγκο.

«Πού είσαι;» ακούω μια γνώριμη φωνή. «Πήραμε τηλέφωνο την αστυνομία για να σε βρούμε.»

Είχα κάτσει στην καρέκλα πάνω από τέσσερις ώρες. Ήταν μία-δύο το πρωί. Οι δικοί μου με έψαξαν λιγάκι, δεν με βρήκαν, νόμιζαν ότι έχω γυρίσει σπίτι. Δεν ήμουν ούτε εκεί (μόλις έμπαινα σ’ ένα γιγάντιο σπήλαιο στο κέντρο της Γης). Πήραν την αστυνομία κι ο αδελφός μου έκανε ένα τελευταίο γύρο με το ποδήλατο του.

Το βιβλίο δεν πρόλαβα να το τελειώσω εκείνη τη νύχτα. Την επομένη πήγα στη δημοτική βιβλιοθήκη και πήρα τέσσερα του Βερν. Νομίζω ότι διάβασα ό,τι είχε μεταφραστεί τότε.

Πολλές θυμάμαι εκείνον τον πιτσιρικά, που χάθηκε απ’ τον κόσμο διαβάζοντας, και σκέφτομαι ότι έτσι είμαι ακόμα: Χαμένος.

Ο πατέρας μου είχε δίκιο τελικά.

 

 

– Ποια είναι τα συστατικά εκείνα που κάνουν ένα βιβλίο μεγάλο;

 

Ωχ, ερώτηση παγίδα. Γιατί οι περισσότεροι θα έλεγαν ότι δεν υπάρχει το μυστικό συστατικό της μυστικοσυστατικόσουπας, για να αποφύγουν την πυρά. Κι όμως κινείται.

Ένα βιβλίο είναι μεγάλο αν ο συγγραφέας του χαθεί εκεί μέσα. Την ώρα που το γράφεις σταματάς να είσαι θνητός. Γίνεσαι αθάνατος, θεϊκός, ισόθεος.

Αυτό είναι το μυστικό της τέχνης. Τέχνη δεν είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας, τέχνη είσαι εσύ μέσα στη διαδικασία.

Κατά πόσο θα αρέσει στους υπόλοιπους ανθρώπους, αυτό κανείς δεν το ξέρει. Για το Ξένο του Καμύ, ο Γκαλιμάρ, ο σημαντικότερος Γάλλος εκδότης, είχε πει ότι δεν θα πουλήσει ούτε πεντακόσια αντίτυπα. Θα το είχε απορρίψει αν δεν έμπαινε εγγυητής ο Αντρέ Μαλρώ.

Εφόσον δεν υπάρχουν εγγυήσεις επιτυχίας, υπάρχει το μυστικό: Γράψε για να ζήσεις, όχι για να πουλήσεις.

Έτσι θα γράψεις πολλά μεγάλα βιβλία.

 

– Έχεις εκδώσει τρία έντυπα βιβλία, ένα ψηφιακό που διανέμεται ελεύθερα και διατηρείς το ιστολόγιο https://sanejoker.info, όπου είσαι πολυγραφότατος. Μίλησέ μας για την προσωπική σου περιπέτεια της γραφής.

 

Αχά, επιστρέφω στο παιδί.

Έκτη δημοτικού αποφάσισα να ξεκινήσω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ήταν η ιστορία ενός αγοριού στην ηλικία μου που πηγαίνει εκδρομή με το σχολείο στο Γκραν Κάνυον (πώς βρέθηκαν εκεί δεν θυμάμαι).

Ο μικρός μπαίνει σε μια σπηλιά και χάνεται σ’ έναν Άγνωστο Κόσμο, όπου υπάρχουν δεινόσαυροι, άνθρωποι φτιαγμένοι από πάγο, πρωτόγονοι και φυσικά ένα πανέμορφο κορίτσι (ήξερα από τότε ότι δεν γίνεται ιστορία χωρίς έρωτα).

Θυμάμαι ότι είχα γράψει γύρω στις πενήντα σελίδες. Μετά κάναμε άλλη μια μετακόμιση. Το τετράδιο χάθηκε.

Αγγελία: Χάθηκε τετράδιο. Δίνεται αμοιβή.
Μπλε τετράδιο χάθηκε το 1986, στην Κορινθία. Μέσα έχει μια ιστορία με δεινόσαυρους. Αν το βρείτε παρακαλώ στείλτε μήνυμα στο my_sanejoker@yahoo.gr Αμοιβή 10.000 δραχμές.

Μετά από αυτό έγραφα διάφορες μικρές ιστορίες, όπως μία παραλλαγή των Βατραχομυομαχιών, όπου πολεμούσαν τα μαλακά με τα σκληρά τυριά.

Οι φιλόλογοι καθόλου δεν εκτιμούσαν τις εκθέσεις που τους έγραφα, γιατί δεν μπορούσα με τίποτα να γράψω «κανονικά» (πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος) ούτε να μείνω στο θέμα. Στις πανελλήνιες εξετάσεις τον χειρότερο βαθμό, κάπου στο 13,5 τον πήρα στην Έκθεση.

Συνέχισα να γράφω διηγήματα. Όχι πολύ συχνά, όποτε μου ερχόταν. Μέχρι που βρέθηκε στο δρόμο μου ο Ιάκωβος Καμπανέλλης.

~

Τον γνώρισα στη Νάξο όπου δούλευα. Ήταν τόσο υπέροχος άνθρωπος. Δεν τεντωνόταν για να δείξει ότι είναι κάποιος.

Το χειμώνα του έστειλα ένα διήγημα.

Δεν περίμενα να μου απαντήσει. Λίγο καιρό μετά ήρθε το γράμμα. Και πρέπει να παραδεχτώ ότι έκλαψα λιγάκι. Ανάμεσα στα άλλα ο Καμπανέλλης μου είχε γράψει: «Βασισμένος μόνο στο προσωπικό μου κριτήριο, μόνο αυτό έχω, θέλω να σου πω ότι είσαι γεννημένος για να γράφεις και μάλιστα…!!!»

Μέχρι εκείνη τη μέρα αμφιταλαντευόμουν. Ο Καμπανέλλης μ’ έκανε να πάρω την απόφαση. Παράτησα τη δουλειά και το νησί όπου περνούσα υπέροχα, πήρα ό,τι λεφτά είχα μαζέψει δουλεύοντας σκληρά, κι έφυγα για το μέρος όπου πηγαίνουν όλοι οι ρομαντικοί weirdo συγγραφείς: Τη Γαλλία.

 

Πήγα από δω κι από κει. Κατέληξα σ’ ένα χωριό στα Πυρηναία, το Les Bagnieres de Luchon, ένα μέρος με ιαματικά λουτρά όπου ο μέσος όρος ηλικίας ήταν λίγο-πριν-το-θάνατο.

Κλείστηκα σ’ ένα δωμάτιο και ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα, χωρίς δεινόσαυρους, στο πρότυπο του Οδυσσέα, του Τζέιμς Τζόις. Όπως καταλαβαίνετε απέτυχα, αφού ξεκίνησα με τον πήχη πολύ ψηλά.

Γύρισα απογοητευμένος. Είχα γράψει εκατό σελίδες, αλλά ήταν σκόρπια φύλλα. Επιπλέον είχα ξοδέψει ότι λεφτά είχα και αναγκάστηκα να μείνω στο πατρικό μου.

Μετά τη μανία έρχεται η κατάθλιψη πάντα.

Αλλά εκεί, στο παιδικό μου κρεβάτι, ξύπνησα ένα πρωινό, αφυπνίστηκα μάλλον και είπα: «Βρήκα το δρόμο μου!»

Δεν ξέρω τι όνειρο είχα δει. Αλλά πλέον ένιωθα ότι αυτό θα έκανα, με πόλεμο, πανδημίες, φτώχεια και πλούτη.

Όπως λέει ο Μαρκ Τουέην: «Κάθε άνθρωπος γεννιέται δυο φορές. Την πρώτη με τη γέννηση του. Τη δεύτερη όταν ανακαλύπτει για ποιο λόγο γεννήθηκε.»

Συνέχισα να γράφω για τρία χρόνια το «Αδάμ, ο τελευταίος άνθρωπος», 540 σελίδες Α4 σε γραφομηχανή. Δεν το έδωσα ποτέ σε εκδότη.

Ήταν τρία χρόνια μαθητείας. Και συνεχίζω. Γιατί, όπως λέει ο Χέμινγουεϊ: «Στη συγγραφή όλοι είμαστε μαθητευόμενοι και κανείς δεν γίνεται μάστορας.»

Από τότε έχω γράψει εφτά μυθιστορήματα και γύρω στα 200 διηγήματα/νουβέλες. Ο Καμπανέλλης είχε δίκιο. Όχι την πρώτη φορά, αλλά τη δεύτερη γεννήθηκα για να γράφω.

 

 

– Ποιο βιβλίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο κομοδίνο σου;

 

Αυτή είναι εύκολη ερώτηση. Επειδή η Θεσσαλονίκη μπήκε σε lockdown έτρεξα να προμηθευτώ τα είδη βασικής ανάγκης, γιατί ποτέ δεν ξέρεις.

Πήγα στο Βαφοπούλειο, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της γειτονιάς, πάντα δανείζομαι βιβλία.

Να προσθέσω ότι μου αρέσει να διαβάζω ταυτόχρονα δύο ή τρία βιβλία. Προσέχω μόνο να είναι διαφορετικού είδους. Την ημέρα διαβάζω τα «σοβαρά» βιβλία. Την νύχτα τα «διασκεδαστικά».

Έτσι έχω να με περιμένουν στο κομοδίνο (σε τυχαία σειρά):

Ο Πέπλος, Δοκίμια του Μίλαν Κούντερα για το μυθιστόρημα και την περιπέτεια της συγγραφής στην Ευρώπη.

Ο Λυτρωτής, Jo Nesbo (πρόσφατα έμαθα ότι προφέρεται Γιά Νέσμπε, αλλά συνεχίζω να τον λέω Τζο Νέσμπο. Διάβασα ένα βιβλίο του το καλοκαίρι. Σήμερα πήρα το πέμπτο. Είναι εθιστικός.)

Μορφολογία του Παραμυθιού, Βλαντιμίρ Προπ (δομισμός και παραμύθια, κλασικό, το πήρα να το ξαναψάξω για το Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής, το διαδικτυακό εργαστήριο γραφής που κάνω).

Η τέχνη του πολέμου, Sun Tzu (πάντα ήθελα να το διαβάσω).

Θα φτύσω στους τάφους σας, Μπόρις Βιάν

Σκιές του Νου, Roger Penrose (νομπελίστας φυσικός, γράφει για τον εγκέφαλο, αλλά με την πρώτη ματιά που του έριξα μου φάνηκε λίγο στρυφνό. Θα δούμε.)

Ιστορίες του παρθένου δάσους, Οράσιο Κιρόγα (το είχαν στην παιδική βιβλιοθήκη. Ο Κιρόγα είναι κυρίως διηγηματογράφος, Ουρουγουανός, θεωρείται πρόδρομος του μαγικού ρεαλισμού).

Τα βιβλία του αίματος 3, Κλάιβ Πάρκερ (λίγος τρόμος πάντα χρειάζεται).

Δεν ξέρω αν θα τα διαβάσω όλα. Αν ένα βιβλίο δεν μου αρέσει το παρατάω. Σε αυτό βοηθάει ο δανεισμός, να διαβάζεις μόνο ό,τι σε κρατάει.

Ξεκίνησα με τον Πέπλο του Κούντερα. Το βράδυ θα πιάσω τον Για Νέσμπε.

 

 

– Μπορείς να ξεχωρίσεις ένα ποίημα, μια ταινία, μια ζωγραφιά κι ένα τραγούδι;

 

Κάτι παρόμοιο ρωτάω κι εγώ τους συνεργούς στο σεμινάριο. Για να είσαι συγγραφέας πρέπει να δίνεις κομμάτια απ’ τον εαυτό σου. Απ’ όλα εκείνα που έζησες, είδες, διάβασες, αγάπησες -ή μισείς. Εγώ το λέω Αποθήκη Αλλοπρόσαλλων Υλικών. Εκεί μέσα στοιβάζω ό,τι μου γυαλίζει, με τη μέθοδο της καρακάξας. Μια συνομιλία που άκουσα τυχαία, ένα όνειρο, μια εμπειρία, έναν στίχο, έναν πίνακα, μια τούρτα γενεθλίων πεταμένη στα σκουπίδια και να λείπει μόνο ένα κομμάτι (αληθινό).

Έτσι χτίζονται οι ιστορίες. Με τα υλικά που κουβαλάμε στην Αποθήκη μας, στην ψυχή μας αν θέλετε.

Οπότε απαντάω:
Ποίημα: The love song of A. PrufrocΚ,  του T.S. Eliot (πρέπει να διαβαστεί στα αγγλικά, η ποίηση δεν μεταφράζεται).

Ταινία: Η λάμψη, του Κιούμπρικ. (Το βιβλίο του Στήβεν Κινγκ είναι αριστουργηματικό. Η ταινία δεν είναι καλύτερη ή χειρότερη, είναι διαφορετικά αριστουργηματική.)

Ζωγραφιά: Είναι ένας πίνακας της αγαπημένης μου. Τον έχω δίπλα στον υπολογιστή. Συνήθως ζωγραφίζει πιο Ματίς. Αυτό δεν ξέρει από πού της ήρθε. Είναι λιγάκι ανατριχιαστικό. Μου γέννησε διήγημα: «Εγγονή μιας μάγισσας που δεν μπορέσατε να κάψετε». Οπότε έκανα τον πίνακα δικό μου.

 

Τραγούδι: Το αγαπημένο μου συγκρότημα ήταν και θα είναι οι Pink Floyd. Στην εφηβεία τους ανακάλυψα, χάρη στο Χρήστο που είχε τα Άπαντα στη δισκοθήκη του.

Για ενάμιση χρόνο άκουγα μόνο ΜΟΝΟ Pink Floyd. Στις εκθέσεις που έγραφα έβαζα μέσα στίχους απ’ τα τραγούδια τους (ακόμα το κάνω). Δεν άρεσε στους καθηγητές.

Αλλά η μνήμη είναι παράξενη τέχνη. Σαν διάβασα το «τραγούδι» σκέφτηκα κάτι άλλο.

Τις προάλλες στην παραλία Θεσσαλονίκης, ήταν ένας νεαρός πλανόδιος μουσικός, μπορεί να ήταν κι η νεράιδα με την εγκυκλοπαίδεια, εκείνη με τον πάγκο στο πανηγύρι, που έπαιζε και τραγουδούσε το Hallelujah του Λέοναρντ Κοέν.

Αλλά το έπαιζε με τον καλύτερο τρόπο που έχει ερμηνευτεί. Έτσι όπως το είπε ο Τζεφ Μπάκλεϊ. Μία απ’ τις λίγες φορές όπου η διασκευή είναι καλύτερη απ’ την πρωτότυπη εκτέλεση. Σπαραχτικό.

(Σταματάω να γράφω, για ν’ ακούσω ξανά το τραγούδι. Συγνώμη για το διάλειμμα.)

 

 

– Ποια είναι η πιο έντονα ευχάριστη παιδική σου μνήμη;

 

Πέρα απ’ αυτές που είπα ήδη; Νομίζω ότι αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση. Η παιδική μου ηλικία δεν ήταν λαμπερή, μάλλον δύσκολη θα την έλεγα, από οικονομικής άποψης. Αλλά πέρασα καλά.

Το σχολείο μου άρεσε, ήμουν από εκείνα τα παιδιά που μόλις παίρνουν τα καινούρια βιβλία τα ανοίγουν για να δουν τι θα μάθουν στην νέα τάξη.

Η οικογένεια μου ήταν λίγο τρελή, χωρίς περιορισμούς κι απαγορεύσεις, αλλά αυτό συνήθως αρέσει στα παιδιά. Εμένα μου άρεσε.

Αλλά δεν απαντάω σωστά. Αυτό είναι γενικά η παιδική μου ηλικία, πάλι εκτός θέματος.
Μία σκηνή… Μούμπλε μούμπλε.

Μου ήρθε μία.

Αλεξάνδρεια (Ημαθίας, όχι Αιγύπτου). Ο πρώτος μου έρωτας ήταν η Θάλεια, ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά μπούκλες και γαλάζια μάτια. Πηγαίναμε νηπιαγωγείο.

Οι γονείς μας ήταν φίλοι, οπότε κάποια βράδια βγαίναμε όλοι μαζί. Είχαμε πάει σ’ ένα εστιατόριο-μπαρ που έξω είχε και πίστα με αυτοκινητάκια, ηλεκτρικά σαν του λούνα παρκ.

Ο αδελφός μου, που ήταν μεγαλύτερος και πιο μάγκας, ήθελε τη Θάλεια για πάρτι του. Δεν γινόταν να τον αφήσω. Σύγκρουση όπως στο «Ανατολικά της Εδέμ», του Στάινμπεκ.

Έχουμε φύγει απ’ το τραπέζι των γονιών και καθόμαστε στις ψηλές καρέκλες του μπαρ. Ο αδελφός λέει στη Θάλεια να πάνε να κάνουν αυτοκινητάκι.

Η Θάλεια κατεβαίνει. Πρέπει να της τραβήξω το ενδιαφέρον. Δίνω μια σπρωξιά και πέφτω προς τα πίσω μαζί με την καρέκλα.

Η Θάλεια ρίχνεται πάνω μου, να δει αν είμαι καλά. Το πρόσωπο της τόσο κοντά στο δικό μου, η ανάσα της μυρίζει τσιχλόφουσκα.
Αυτή η παιδική ανάμνηση θα μείνει για πάντα.

Μέχρι εκείνο το σημείο, γιατί δεν θυμάμαι με σιγουριά το τέλος.

Νομίζω ότι ο αδελφός μου της είπε:
«Άσε τον χαμένο, πάμε για αυτοκινητάκι.»

Και πήγαν. Ή μπορεί να έμεινε μαζί μου. Η μνήμη είναι παράξενη.

 

 

– Ποιο είναι το πιο αγαπημένο μέρος που έχεις επισκεφθεί;

 

Θα πω την Ιρλανδία. Δεν έχω ταξιδέψει τόσο πολύ όσο κάποιοι άλλοι που αναφέρουν Μάτσου Πίτσου, κερασιές στο Κυότο και τα υψίπεδα της Νέας Γουινέας.

Πήγα στην Ιρλανδία επειδή είχα μανία με τον Τζέημς Τζόυς. Αν διαβάσεις τον Οδυσσέα, πρέπει να βρεθείς και στο Δουβλίνο.

Το Δουβλίνο δεν μου άρεσε, άλλη μια πόλη. Αλλά η ενδοχώρα με μάγεψε. Δεν θα ξεχάσω που περπατούσα προς το κάστρο όπου γυρίστηκε το Εξκάλιμπερ, μέσα σε καταπράσινα λιβάδια, κι ακολούθησα ένα ποτάμι. Κάποια στιγμή είδα να κολυμπάνε σε σχήμα V μερικοί κύκνοι. Στις όχθες του ποταμού έκατσα και γέλασα.

Πέρα από το τοπίο, με κέρδισαν κι οι Ιρλανδοί (στα χωριά, το ξαναλέω). Με έβλεπαν με την κιθάρα στον ώμο και με καλούσαν, να κεράσουν Guinness (δεν είναι μπύρα, είναι Guinness) και να πούμε καμιά μπαλάντα.

 

 

– Ποιοι είναι οι 5 ιστότοποι που επισκέπτεσαι απαρεγκλίτως καθημερινά;

 

Δεν νομίζω ότι έχω κάτι ιδιαίτερο να πω γι’ αυτό. Σίγουρα το δικό μου μπλογκ, για να βάλω κάτι καινούριο. Το facebook για ν’ ανεβάσω κάτι. Το yahoo για να δω τα email μου. Το youtube για ν’ ακούσω μουσική. Το Νόστιμον  Ήμαρ. Το TVXS.

Δεν μένω πολύ ώρα μέσα, αν δεν έχω δουλειά να κάνω. Το κινητό μου είναι εντελώς ηλίθιο, ούτε φωτογραφίες, ούτε ίντερνετ. Οπότε γλιτώνω από το χάσιμο χρόνου.

 

 

– Τι συμβουλή θα έδινες σε έναν νεαρό συγγραφέα που ξενυχτάει παλεύοντας για τ’ όνειρό του;

 

Ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, Ινδός ποιητής και σοφός, γράφει ότι ο Θάνατος πάει να πάρει τον Ποιητή. Καθώς τον περιμένει να ετοιμαστεί ο Θάνατος ρωτά:
«Τι λες; Θα μείνουν τα τραγούδια σου στους αιώνες;»
«Δεν ξέρω», απαντάει ο Ποιητής. «Αλλά ξέρω ότι συχνά, όταν τα τραγουδούσα, ζούσα την αιωνιότητα.»

Το να γράφεις, αυτό είναι από μόνο του ένα όνειρο. Αυτή είναι η αιωνιότητα. Απόλαυσε ‘το.

Επιπλέον θα του έλεγα να κρατήσει και την πρωινή του δουλειά, γιατί «το επάγγελμα του συγγραφέα βιβλίων κάνει τις ιπποδρομίες να φαίνονται σα μια σοβαρή ασχολία.» (ο Στάινμπεκ το είπε αυτό)

Στην Ελλάδα οι συγγραφείς που βιοπορίζονται (δεν χτίζουν μεζονέτες) απ’ τη συγγραφή αποκλειστικά πρέπει να είναι γύρω στους δεκατρείς. Άντε δεκαπέντε.

Οπότε, αν δεν είσαι εισοδηματίας, πρέπει να εξασφαλίσεις ότι θα έχεις το δικαίωμα να ξενυχτάς γράφοντας. Όχι για τους επόμενους δυο μήνες, αλλά για ολόκληρη τη ζωή σου.

Θέλει υπομονή κι επιμονή η συγγραφή.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης μου είχε πει την εξής ιστορία:

Όταν είδε για πρώτη φορά (τυχαία) μια παράσταση στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν (ήταν μετά τον πόλεμο, τότε μπορεί να λεγόταν αλλιώς, Υπόγειο Τέχνης ίσως, και σκηνοθετούσε ο ίδιος ο Κουν) αποφάσισε ότι θα γινόταν ηθοποιός.

Όμως για να μπεις στο Εθνικό Θέατρο έπρεπε να έχεις απολυτήριο εξατάξιου γυμνασίου, κι εκείνος είχε τελειώσει τη Σιβιτανίδειο Σχολή (κάτι σαν Επαγγελματικό Λύκειο της εποχής).

Ο Καμπανέλλης το σκέφτηκε. Αφού δεν μπορούσε να γίνει ηθοποιός θα γινόταν… Θεατρικός συγγραφέας!

Έγραψε το πρώτο του έργο και το έστειλε. Απορρίφθηκε. Απογοητεύτηκε. Έγραψε δεύτερο. Το έστειλε. Απορρίφθηκε.

«Εκείνη την εποχή», μου έλεγε ο Καμπανέλλης, «ήμασταν μια παρέα από νέους που θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο με την τέχνη. Κάποιοι ήταν πολύ πιο ταλαντούχοι από μένα. Αλλά εκείνοι, μόλις τους απέρριψαν, απ’ την πρώτη ή τη δεύτερη φορά, τα παράτησαν κι ασχολήθηκαν με άλλα. Εγώ δεν τα παράτησα ποτέ. Συνέχισα να στέλνω, για εφτά χρόνια.»
«Συγνώμη που ρωτάω, αλλά από χρήματα πώς τη βγάζατε;» τον ρώτησα.
Εκείνος γέλασε. Ήταν τόσο ζεστός άνθρωπος, τόσο θετικός. Στεκόμουν δίπλα του κι έπαιρνα ενέργεια για να συνεχίσω, για ν’ αντέξω, σαν να με βάζανε στην πρίζα.

«Έγραφα ραδιοφωνικές διαφημίσεις. Για οδοντόκρεμες, για μακαρόνια, για τσιγάρα.» Κοίταξε προς την πόρτα κι άναψε τσιγάρο, σαν άτακτος μαθητής. Η γυναίκα του τον μάλωνε. Ήταν πάνω από ογδόντα χρονών τότε.

Έφτασε τα ενενήντα. Πέθανε τρεις μήνες μετά από την κυρία Νίκη. Εξήντα χρόνια γάμου.

«Η αλήθεια είναι», μου είπε αφού απόλαυσε την πρώτη τζούρα, «ότι με ζούσε η Νίκη, με το μισθό της. Κι εγώ τσόνταρα με τα λίγα που έβγαζα.»

Τότε προσπάθησα να φανταστώ τον εικοσιπεντάχρονο Ιάκωβο να υπόσχεται στη Νίκη ότι κάποια μέρα δεν θα χρειάζεται να τον χαρτζιλικώνει.

Ο Καμπανέλλης είχε επιβιώσει απ’ το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν, οπότε όλα τα υπόλοιπα που ζούσε του φαίνονταν απλά, όμορφα, φωτεινά.

Ξέφυγα από το θέμα, ως συνήθως. Γι’ αυτό δεν με συμπαθούσαν οι φιλόλογοι.

Το θέμα είναι ότι ο Καμπανέλλης έγραφε για εφτά χρόνια, δύο έργα το χρόνο τουλάχιστον, κι όλα τα απέρριπταν. Δεν ήταν πλούσιος, είχε βάλει στοίχημα τη ζωή του.

Κι ίσως να μην τον μάθαινε κανείς. Έτυχε να βρεθεί στο δρόμο του ένας θεατράνθρωπος (δεν θυμάμαι το όνομα του) που διάβασε ένα έργο του και το προώθησε.

Κι ίσως να μην τον μάθαινε κανείς. Αυτό πρέπει να το θυμάται ο νέος συγγραφέας.

«Η τέχνη είναι σαν το κυνήγι των διαμαντιών. Ψάχνουν εκατόν άνθρωποι, βρίσκει ένας. Ενώ αυτός ο ένας ποτέ δεν θα έβρισκε το διαμάντι εάν δίπλα του δεν έψαχναν άλλοι εκατόν.»   Βλ. Σολοούχιν

Όταν μπλέκεις με τη συγγραφή είναι σαν να στοιχηματίζεις όλη σου τη ζωή σ’ ένα κουτσό άλογο, που το λένε Τσινάνσκι. Είναι αουτσάιντερ. Καλύτερα να έβαζες τη ζωή σου στο άλλο, την επιστήμη. Ή έστω στο διπλανό, στη μουσική. Ο Τσινάνσκι με το ζόρι θα φτάσει ως το τέλος.

Υλικές απολαβές μην περιμένεις από τη συγγραφή.

Ούτε δόξα. Πόσοι άνθρωποι ξέρουν ποιος έγραψε τους Υπνοβάτες;

(Οι Υπνοβάτες, μυθιστόρημα επιβλητικό μα και προφητικό, είναι ένα πολυσύνθετο έργο που ο Μίλαν Κούντερα το χαρακτηρίζει ως “τον ακρογωνιαίο λίθο της παράδοσης του σύγχρονου Ευρωπαϊκού μυθιστορήματος”).

Πήγαινε, αν θες διασημότητα, σε κάποιο ριάλιτυ.

Αν δεν αντέχεις χωρίς τέχνη γίνε ηθοποιός, σκηνοθέτης έστω. Ποιος θυμάται τα ονόματα των σεναριογράφων;

Γιατί να γράφεις; Γιατί να ξενυχτάς γράφοντας;
Γιατί είσαι αλλοπρόσαλλος, είσαι weirdo, είσαι παράξενος, είσαι συγγραφέας.

Δεν είναι επιλογή. Έτσι και πέσεις στην κουνελότρυπα των θαυμάτων ως Αλίκη, δεν μπορείς να γυρίσεις στο Κάνσας ως Ντόροθυ.

Είσαι στη χώρα της φαντασίας πλέον. Απόλαυσε το!

 

– Συμπλήρωσε τη φράση: «Το μέλλον ανήκει σε αυτούς που…»

 

Το μέλλον ανήκει σ’ αυτούς που θα ζουν τότε.

Γιατί έτσι και πεθάνεις, πάει, τέλειωσε.

Τι σημασία έχει πόσα έγραψα, πόσα ένιωσα.

Τι σημασία έχει αν ερωτεύτηκα ένα κορίτσι με γαλάζια μάτια;

Τι σημασία έχουν όλα τα βιβλία που διάβασα, αφού θα τα πάρω μαζί μου.

Τι σημασία έχουν όλες οι στιγμές που έζησα, οι κύκνοι, ο Καμπανέλλης, ένα φιλί στο λιμάνι της Νάξου, να παίζω κιθάρα στο Jam Bar, σκάκι με κάποιον φίλο στη σκιά της Ακρόπολης, οι βουτιές στη θάλασσα και η καταμέτρηση παγωτών το καλοκαίρι.

Τι σημασία έχει το πρόσωπο του νεογέννητου γιου μου, ροζ με κλειστά μάτια, στα χέρια της νοσοκόμας που μου τον έδειξε.

Τι σημασία έχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που γνώρισα; Συγγενείς, φίλοι, σκύλοι, εχθροί, συνάδελφοι, τυχαίοι περαστικοί

Με θυμάμαι να γράφω κάποτε, στο ημερολόγιο μου, κοιτώντας τον νυχτερινό ουρανό της Νάξου: «Το μόνο πιο όμορφο απ’ τον έναστρο ουρανό είναι οι άνθρωποι που γνώρισα, οι άνθρωποι που γνωρίζω, οι άνθρωποι που θα γνωρίσω.»

Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που έγραφε τότε; Ποιο ήταν το μέλλον του και ποιο το παρόν του; Δεν ξέρω.

Δεν ξέρω τι σημασία έχει οτιδήποτε.

Όταν έρθει ο Θάνατος να με πάρει δεν νομίζω να είμαι τόσο ψύχραιμος όσο ο Ποιητής του Ταγκόρ. Θα του ζητήσω μια πίστωση χρόνου. Κάτι, να παίξουμε μια παρτίδα σκάκι, να ρίξουμε κορώνα γράμματα, ένα κουτσό άλογο έστω, προς θεού, δως μου κάτι!

Ο Θάνατος θα με πάρει μαζί του.

Τι σημασία έχουν αυτά που έκανα;
Κοιτάω δεξιά για να σκεφτώ. Έχει λίγο φεγγάρι.  Πρέπει να τελειώσω αυτή τη συνέντευξη (που μόνο συνέντευξη δεν είναι).

Και σκέφτομαι τώρα ότι γράφουμε για να νικήσουμε τη λήθη. Όχι για να πετύχουμε κάποια υστεροφημία, αυτό είναι ασήμαντο.

Γράφουμε για να μη χαθούμε.

Είναι τόσα πολλά τριγύρω μας που προσπαθούν να μας καταπιούν σαν τον Γαργαντούα του Ραμπελαί.

Τι μας κρατάει ζωντανούς;
Το γέλιο ενός παιδιού. Το βλέμμα του σκύλου. Ένας οργασμός. Λίγο κρασί και το αγαπημένο σου τραγούδι. Η θάλασσα, πάντα η θάλασσα. Να έχεις έναν φίλο που δεν χρειάζεται να του εξηγήσεις τίποτα.

Τι μας κρατάει ζωντανούς;
Να βάφεις το σπίτι σου με παράξενα χρώματα. Να βγαίνεις απ’ το σινεμά και να μη θυμάσαι σε ποιον αιώνα ζεις. Να περπατάς. Να μαγειρεύεις και να διαλέγεις μπαχαρικά ανάλογα τη διάθεση.

Τι μας κρατάει ζωντανούς;
Το παρόν.
Τι είναι το παρόν;
Κάτι που μόλις τέλειωσε.

Κάπως έτσι θα τελειώσω.
Ο Γιάννης μου έδωσε μερικές ερωτήσεις. Αυτές ήταν ο βατήρας. Ανέβηκα πάνω κι έπεσα στο νερό, κάνοντας μια φιγούρα στο ενδιάμεσο. Τη φιγούρα δεν την έκανα για τους κριτές. Δεν υπάρχουν κριτές.

Το έκανα έτσι γιατί ήθελα να το διασκεδάσω. Αυτό δεν είναι όλο το νόημα;

Και μια τελευταία σκηνή, αυτοβιογραφική.

Άργησα τρεις μέρες να απολυθώ απ’ το στρατό, γιατί ήταν καλοκαίρι όταν πήρα την τελευταία άδεια. Κι ήμουν στην Κρήτη. Ήρθαν τρεις φίλοι και βρεθήκαμε με αντίσκηνο στην Πρέβελη.

Είχα πέντε μέρες άδεια απόλυσης, αλλά γιατί να φύγω από την Πρέβελη;

Όταν επέστρεψα με είχαν βγάλει απών, μου είχαν ρίξει φυλακή, αλλά είχε έρθει και η Απόλυση. Nonsense.

Ετοίμασα τα πράγματα μου, χαιρέτησα τους φίλους (με κάποιους είχαμε περάσει 21 μήνες μαζί), και πήγα στο οπλονομείο να πάρω το χαρτί.

Εκεί ήταν ο Χατζηπανάγος. Φόβος και τρόμος. Αλλά πλέον ήταν σκιά.

«Αχ, ρε Παναγόπουλε, τι θα κάνεις στη ζωή σου;» μου είπε. Ήξερε ότι δεν ήμουν αρκετά κανονικός.

Κοίταξα πίσω του. Το παράθυρο του Χατζηπανάγου έβλεπε στη θάλασσα.

«Θα περνάω καλά», του είπα.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω και υπέγραψε την απόλυση.

~~

Είχε δίκιο κι αυτός, είχα δίκιο κι εγώ. Πέρασα καλά, αλλά έχω φάει και λίγα κιλά σκατά. Όχι τόνους, ό,τι μου αντιστοιχούσε.

Τι με κρατάει όρθιο; Τι μας κρατάει ζωντανούς;

Δεν ξέρω. Δεν είμαι life coach. Πολλές φορές έχω σκεφτεί να μετρήσω πόση ώρα κάνει να φτάσεις στο έδαφος αν πηδήσεις απ’ τον έκτο όροφο.

Δεν το έχω κάνει ακόμα, προφανώς.

Ουφ, ξέχασα τι ρωτούσε η τελευταία ερώτηση. Δεν θα πάω πίσω να δω. Εντάξει, φτάνει.

Πρέπει να είναι η πιο φλύαρη κι εκτός θέματος συνέντευξη των τελευταίων είκοσι χρόνων. Και λοιπόν;

Παίρνω το χαρτί της απόλυσης απ’ τον Χατζηπανάγο και αποχαιρετάω την Αλεξάνδρεια που φεύγει.

Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: