9.11.20

Οι νεοέλληνες ποιητές αντίκρυ στον κόσμο-Βαγγέλης Κάσσος


Την ποιητική συνείδηση της νεότερης Ελλάδας, που συγκροτήθηκε σε ανεξάρτητο Κράτος μόλις το 1830, ξύπνησε ο Διονύσιος Σολωμός. Και υπήρξε η περίπτωσή του για τη Νεοελληνική ποίηση ένα πολύ ευτυχές ξύπνημα. Όχι μόνον επειδή ο Σολωμός είναι ένας μεγάλος, ευρωπαϊκού διαμετρήματος, ποιητής, αλλά και επειδή, έχοντας θέσει από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα θεμελιώδη ζητήματα σχετικά με τη θέση του ποιητή μέσα στην πολιτεία, αλλά και αντίκρυ στον κόσμο, αποτελεί, για όλους τους Νεοέλληνες ποιητές, έναν απαράμιλλο δάσκαλο.
Υπάρχει ένα ποίημα του Σολωμού, με τον τίτλο «Η σκιά του Ομήρου», όπου ο συγγραφέας του, αφηγούμενος ένα όνειρό του, παρουσιάζει τον μεγάλο τυφλό ποιητή της αρχαιότητας, νύχτα, σε μια ακρογιαλιά, να στρέφει το σβησμένο βλέμμα προς τον έναστρο ουρανό και, κατόπιν «ωσάν να ’χε το φως του», να πλησιάζει τον Σολωμό.
Το μήνυμα του ποιήματος είναι ολοφάνερο: ο Σολωμός βλέπει τον εαυτό του ως τον Όμηρο της νέας Ελλάδας που πάει να γεννηθεί.
Δεδομένου ότι στα ομηρικά έπη έχουν επισωρευθεί αιώνες αρχαίας Ελληνικής ιστορίας, εκ των πραγμάτων ο Όμηρος λειτούργησε πά­ντοτε ως «συνολικός πολιτισμικός διαμεσολαβητής» του αρχαίου Ελληνικού κόσμου προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Με τρόπο ανάλογο, ο Σολωμός φιλοδοξεί να γίνει ένας «συνολικός πολιτισμικός διαμεσολαβητής» του νέου Ελληνισμού προς τον κόσμο. Και αυτό ακριβώς επιχειρεί να πετύχει με το μεγάλο ποίη­μά του Ύμνος εις την Ελευθερίαν, το οποίο εμπνέεται από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έναν αγώνα που ξεκίνησε το 1821 και που κράτησε για πολλά χρόνια.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ποίημα του Σολωμού Ύμνος εις την Ελευθερίαν, πριν προλάβει να γίνει ευρέως γνωστό στον ελλαδικό χώρο, δημοσιεύεται το 1824, στο Παρίσι, μεταφρασμένο στα γαλλικά από τον Stanislas Julien, ως επίμετρο στο έργο του Claude Fauriel Δημοτικά Τραγούδια της Σύγχρονης Ελλάδας. Από τη δημοσίευση αυτή, η πρόθεση του Σολωμού να είναι ο «συνολικός πολιτισμικός διαμεσολαβητής» του νέου Ελληνισμού προς τον υπόλοιπο κόσμο καθίσταται περισσότερο από προφανής.
Δεν είναι, επίσης, τυχαίο το γεγονός ότι ο ποιητής αυτός, αρκετά χρόνια αργότερα – και μάλιστα μετά την επίσημη αναγνώριση της Ελλά­δας ως ανεξάρτητου Κράτους – επαναδιαπραγματεύεται το ζήτημα της ελευθερίας στο αριστουργηματικό ποίημά του με τον τίτλο Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, το οποίο εμπνεύσθηκε από το γεγονός της πολι­ορκίας της πόλης του Μεσολογγίου από τους Τούρκους και της ηρωικής εξόδου των Μεσολογγιτών από την πολιορκημένη πόλη.
Η προσήλωση του Σολωμού στο Μεσολόγγι δεν πρέπει να οφείλεται μόνο στη συγκίνησή του από το ανεπανάληπτο ηθικό μεγαλείο του α­γώνα των Μεσολογγιτών. Θα πρέπει, εν μέρει, να οφείλεται και στην ε­πιθυμία του ποιητή να αντιπαραβάλει την πολιορκία αυτή προς τη μακρινή εκείνη της Τροίας: τη φορά αυτή, οι Έλληνες είναι οι πολιορκούμενοι και όχι οι πολιορκητές.
Από τη διαφορά ανάμεσα στην πολιορκία του Μεσολογγίου και σε εκείνην της Τροίας προκύπτει η διαφορά ανάμεσα στη μοίρα του νέου Ελ­ληνισμού και σε εκείνην του αρχαίου, από αυτήν δε την τελευταία προκύπτει η ανάγκη για την παρουσίαση και την εξοικείωση του νέου Ελληνισμού με τον υπόλοιπο κόσμο. Το ρόλο του «συνολικού πολιτισμικού διαμεσολαβητή» για τη γνωριμία της νέας Ελλάδας με τον υπό­λοιπο κόσμο αναλαμβάνει, πρώτος απ’ όλους, να παίξει ο Διονύσιος Σο­λωμός.
Το «παράδειγμα» του Σολωμού, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακο­λουθούν όλοι σχεδόν οι μεγάλοι Έλληνες ποιητές μέχρι και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, φιλοδοξούν να είναι, ο καθένας χωριστά, «συνολικοί πολιτισμικοί δια­μεσολαβητές» της νεότερης Ελλάδας προς τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ ταυτόχρονα είναι ποιητές –προφήτες για την ίδια τη χώρα τους.
Το τελευταίο μεγάλο έργο της Νεοελληνικής ποίησης που εντάσσεται στην προοπτική «συνολικής πολιτισμικής διαμεσολάβησης» του νέου Ελληνισμού προς τον έξω κόσμο, ενώ ταυτόχρονα απευθύνεται ως λόγος προφητικός προς την ίδια την Ελληνική πολιτεία, είναι το 'Αξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη.
Με τη γενιά των Ελλήνων ποιητών που έπεται εκείνης του Ελύτη, παύει να υπάρχει το μοντέλο του ποιητή-προφήτη και, μαζί με την υποχώρηση του μοντέλου αυτού, παύει να υπάρχει και το μοντέλο της «ποιητικής μονωδίας» στην πολιτισμική διαμεσολάβηση του νέου Ελληνισμού προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Όλοι σχεδόν οι Έλληνες ποιητές που εμφανίζονται και δημιουργούν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θα μπορούσαν να χαρακτηρι­σθούν ως ποιητές-πολίτες. Μοιάζει να μιλούν πλάϊ μας και όχι από κάπου μακριά, πράγμα που συνέβαινε με όλους σχεδόν τους προγενέ­στερους, από τον Σολωμό μέχρι τον Ελύτη.
Ο Έλληνας μεταπολεμικός ποιητής κατέρχεται στον κοινωνικό χώρο, επιθυμεί να συμμετέχει στην καθημερινή συζήτηση, δεν εκπέμπει χρησμούς από ένα πραγματικό ή ιδεατό ερημητήριο. Επομένως, έχει κανείς το δικαίωμα να τον αντιμετωπίζει ως πολίτη, αφού ο ίδιος το επέλεξε να είναι.
Ποιες ήταν, όμως, οι αιτίες που οδήγησαν στη μεταλλαγή της ποιη­τικής συνείδησης στη μεταπολεμική Ελλάδα;
Έχει κατά καιρούς υποστηριχθεί ότι την Ελληνική μεταπολεμική ποίηση επηρέασαν καθοριστικά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος αφενός και, αφετέρου, ο Εμφύλιος Πόλεμος που συγκλόνισε την Ελλάδα κατά την περίοδο 1946-1949 και που άφησε ανοιχτές πληγές για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του.
Οι δύο αυτοί πόλεμοι συνετέλεσαν, αναμφίβολα, στη διαμόρφωση της γενικής φυσιογνωμίας, που προσέλαβε η νεότερη Ελληνική ποίηση. Ωστόσο, εκείνο που υπήρξε ο βασικός συντελεστής για τη μεταστροφή της ποιητικής συνείδησης ως προς τη σχέση του ποιητή με την πο­λιτεία είναι το κοινωνικό όραμα, το οποίο κυριάρχησε κατά τη δεκα­ετία του ’40 στην Ελλάδα. Στην κυριαρχία αυτή συνέβαλαν δύο, κυρίως, παράγοντες: η εμφάνιση των λαϊκών μαζών στο άμεσο πολιτικό προσκή­νιο και η συνακόλουθη πεποίθησή τους ότι η κοινωνία θα μπορούσε να αλλάξει.
Αλληλέγγυα με την κοινωνική αυτή κινητικότητα και με τις διακυμάνσεις που αυτή υφίσταται κατά την εικοσαετία 1945-1965, εμφανίζεται η πλειοψηφία των ποιητών της χρονικής αυτής περιόδου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι εν λόγω ποιητές να εγκολπωθούν το εναλλακτικό κοινωνικό όραμα σε βαθμό τέτοιο, που να το ταυτί­ζουν ή να το παραλληλίζουν με το ποιητικό τους όραμα.
Εξάλλου, η πεποίθηση ότι η κοινωνία μπορεί να αλλάξει δεν απέχει πολύ από το όραμα του ποιητή, που επιθυμεί πάντοτε να αναπλάσει την πραγματικότητα. Στους ποιητές αυτούς, λοιπόν, συχνά, συχνότατα, η ποιητική συνείδηση και η πολιτική συνείδηση, αν δεν ταυτίζονται, συγκλίνουν αισθητά.
Την ανάκληση του ποιητή από την αρχαία εξορία, τη θριαμβι­κή εισέλευσή του στον κοινωνικό χώρο και την ανάδειξή του σε ποιητή-πολίτη αποδίδει πολύ χαρακτηριστικά ένα ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού με τον τίτλο «Ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασίλειου»:
Στις έξη και τριάντα στη Ρώμη
να μπαίνεις σαν έμπορας ή καμηλιέρης
μεταμορφωμένος σε συνοδό χρυσού
και άσημο επισκέπτη –
κι όμως στον κόρφο σου να φέρνεις μυστικά
γράμματα
του Δεκριανού –
κι αμέσως να διαδίδεται στις αγορές
μετά στα ανάκτορα
ότι κατέφθασε ένα πρόσωπο
ν’ ανατινάξει την πόλη.
Ύστερα ν’ ανεβαίνεις τα αξιώματα
στους διαδρόμους να σε σταματούν έντρομα
πρόσωπα
ο γραμματέας του αυτοκράτορος έμπιστα
να ρωτά
να τερματίζεται η δεξίωσις
η φήμη να μεταφέρει το μπόϊ σοΥ
να μεταφέρει τ’ άλογό σου –
ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασίλειου
έχει χιτώνα πράσινο και κάτω το ξίφος
τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία
περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά
οπλοστάσια –
συγκάλεσε εκτάκτως τη Σύνοδο
κλείστε καλά τις εξώπορτες
ν’ ασφαλιστείτε.
Κ’ εσύ ήσυχα πάνω σε ξύλινα τραπέζια και
καπηλιά
να προετοιμάζεις την ένδοξη παρουσία –
όμως – να εκφυλίζεσαι μετά σε αγοραίο ρήτορα
να κεραυνώνεις τα πλήθη με λόγους
να ξεχνάς τον προορισμό σου
να ξεχνάς τ’ άλογό σου
να προσπαθείς να φτάσεις με υπομνήματα
τον αυτοκράτορα
να ζητάς πίστωση χρόνου
οι γραμματείς να σου απορρίπτουν
την αίτηση –
Πώς γίνεται τόσο εσύ να ξεπέσεις;
Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες
σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου
κ’ εσύ αφομοιώθηκες;
Σύμφωνα με το ποίημα αυτό του Κατσαρού, ο ποιητής επιστρέφει μεν στην πολιτεία, όμως δεν ανατρέπει ολοκληρωτικά την παλαιά σχέ­ση που τον ήθελε στο περιθώριο της κοινωνικής διαδικασίας. Δεν απο­κτά, δηλαδή, πλήρη δικαιώματα πολίτη.
Στην πραγματικότητα, ο ποιητής γίνεται αποδεκτός ως ένας sui generis πολίτης. Ο ρόλος που του αναγνωρίζεται δεν είναι το να συμμετέχει στη διαμόρφωση του θεσμικού λόγου της πολιτείας, αλλά το να παρίσταται ως «μάρτυρας του κοινωνικού πόνου».
Καθοριστικό ρόλο για την ανάδειξη του ποιητή ως «μάρτυρα του κοινωνικού πόνου» έπαιξαν τα οδυνηρά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της μεταπολεμικής Ελλάδας, κυρίως με το ξέσπασμα του εμφύλιου σπαραγμού κατά τα έτη 1946-1949.
Ιδού πώς αποδίδει τα χαρακτηριστικά του Έλληνα μεταπολεμι­κού ποιητή ως «μάρτυρα του κοινωνικού πόνου», στο ποίημά του «Αυτοβιογραφία», ο Τάσος Λειβαδίτης:
Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μου δώσαν το αίμα μου και τ’
[όνομά μου,
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα μια κίνηση πάντα σα νάθελα να προφυλαχτώ απόνα χτύπημα,δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολο-
μόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια, που την ανακαλύπτεις ύστερ’
[από
χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.
Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι ποιητές αριστερής ιδεολογίας που επιθυμούν να λειτουργήσουν ως «μάρτυρες του κοινωνικού πόνου», αλλά και οι ομήλικοι ομότεχνοί τους συντηρητικής ιδεολογίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Τάκη Σινόπουλου, όπως, βέβαια, και εκείνη του Μίλτου Σαχτούρη.
Για το μεγάλο ηθικό βάρος που επωμίζεται ο Έλληνας μεταπολεμικός ποιητής ως «μάρτυρας του κοινωνικού πόνου», μιλάει πολύ παραστατικά, στο ποίημά του με τον τίτλο «Ο Καιόμενος», ο Τάκης Σινό­πουλος:
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος. Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεφε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου
Είμαι από φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυό.
Σε πείσμα, λοιπόν, των σφοδρών πολιτικών παθών που προσδιορίζουν απόλυτα την καθημερινή ζωή της μεταπολεμικής Ελλάδας, οι ποιητές, ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης, συγκλίνουν στην απο­δοχή της αποστολής τους ως «μαρτύρων του κοινωνικού πόνου», ίσως επειδή είναι η αποστολή ακριβώς αυτή που τους επιτρέπει να ανα­γνωρισθούν στα μάτια της κοινωνίας ως ποιητές-πολίτες.
Δεν είναι, όμως, αυτή η μοναδική μεταλλαγή που υφίσταται, μετα­πολεμικά, η ποιητική συνείδηση στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες μεταπολεμικοί ποιητές όχι μόνο παύουν να λειτουργούν ως προφήτες ως προς την πολιτεία, αλλά παύουν να διεκδικούν ο καθένας χωριστά για τον εαυτό του το ρόλο του «συνολικού πολιτισμικού διαμεσολαβητή» της νεότερης Ελλάδας προς τον υπόλοι­πο κόσμο.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Έχει πάψει ο Έλληνας μεταπολεμικός ποιητής να παραλληλίζεται προς τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής του; Έχει αποστρέψει το πρόσωπό του από την Ιστορία; Κάθε άλλο. Εξάλλου, ο ίδιος ο ρόλος του ως «μάρτυρα του κοινω­νικού πόνου» τον υποχρεώνει εκ των πραγμάτων να είναι ένα είδος «σεισμογράφου της Ιστορίας».
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο ποιητής και ο ιστορικός αντλούν την πρώτη ύλη του έργου τους από την ίδια πηγή, με τη διαφορά ότι ο μεν ιστορικός ομιλεί για τα «καθ’ έκαστον», ενώ ο ποιητής ομιλεί για τα «καθόλου», για την ανθρώπινη μοίρα δηλαδή.
Η διαρκής αυτή παραλληλία της ποίησης προς την Ιστορία, την οποία ο Αριστοτέλης αποδεικνύει, χρησιμοποιώντας ως κεντρικό «παράδειγμα» τον Όμηρο, υπήρχε πάντοτε στην αρχαία Ελληνική ποίηση. Συνεχίζει δε να υπάρχει και στη Νεοελληνική ποίηση, αφού αυτή κατάγεται από τον Σολωμό, που, πρώτος από τους Νεοέλληνες ποιητές, ανατρέχει στο «παράδειγμα» του Ομήρου και το επανεισάγει στα νεότερα χρόνια.
Εκείνο που αλλάζει κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην Ελληνι­κή ποίηση είναι ο «ιστορικός ορίζοντας», απέναντι στον οποίο βρίσκεται ο Νεοέλληνας ποιητής. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιστορία «παγκοσμιοποιείται» de facto, η αλληλεπίδραση μεταξύ των εθνικών Ιστοριών γίνεται περισσότερο έντονη από ποτέ. Η ανθρώπινη περιπέτεια εξετάζεται από τους ιστορικούς – ακόμη και από αυτούς που δεν έ­χουν φιλοσοφικές τάσεις – υπό το πρίσμα των εποχών περισσότερο πα­ρά υπό το πρίσμα των εθνών.
Αφού ο εθνικός «ιστορικός ορίζοντας» γίνεται στενός για τους ιστορικούς, δεν μπορεί παρά να είναι ακόμη στενότερος για τους ποιητές, σύμφωνα πάντοτε με την αριστοτελική οπτική. Προκειμένου μάλιστα για τους Έλληνες μεταπολεμικούς ποιητές, το πράγμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι οι συντε­ταγμένες του Ελληνικού «ιστορικού ορίζοντα», μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αποκλίνουν σημαντικά από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές συντεταγμένες.
Η Ευρώπη, ανεξάρτητα από νικητές και ηττημένους, έβγαινε από τον Πόλεμο καθημαγμένη. Την οδύνη, όμως, των Ευρωπαίων συνόδευε και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Η ελπίδα αυτή άργησε να έλθει στην Ελλάδα, λόγω του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε σ’ αυτήν αμέσως μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι περισσότερες αναγνώσεις και ερμηνείες που αφορούν την Ελληνική μεταπολεμική ποίηση εστιάζουν στον εθνικό ιστορικό ορίζοντα και, με βάση την εστίασή τους αυτή, αναλύουν την ποίη­ση της εν λόγω περιόδου.
Στην πραγματικότητα, όμως, η όραση του Έλληνα μεταπολεμικού ποιη­τή αντιστοιχεί σε πολύ ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ξεκίνησε μια συζήτηση για το αν η ποίηση, η οποία παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα στον Ελληνικό εμφύλιο, μπορεί ή όχι να χαρακτηρισθεί ως «ποίηση της ήττας». Αλλά σήμερα, μισόν αιώνα μετά από τις πρώτες προσεγγίσεις στο ζήτημα, μπορούμε να το δούμε ψύχραιμα και πολύ καθαρά.
Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η «εμφυλιακή» κατάσταση κατά τη με­ταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα είναι φαινόμενο γενικό και ιδιαίτερα οξύ στις εκφάνσεις του, είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι στη λεγόμενη «ποίηση της ήττας» δεν υπάρχει καθόλου εκφραστι­κή σύγκρουσης. Εμφυλιακή, λοιπόν, ποίηση, αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, δεν έχει γραφτεί στην Ελλάδα.
Το εκπληκτικό, μάλιστα, είναι ότι και ποιητές που δεν ανήκουν ιδεολογικά στην αριστερά συνηγορούν ποιητικά και εκείνοι στο κλί­μα της ήττας. Εξίσου εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι η «ποίηση της ήττας» δεν αρχίζει να γράφεται μετά το τέλος του εμφυλίου, δηλαδή το 1949, αλλά μετά το 1956.
Τι είναι, όμως, εκείνο που καθιστά το 1956 έτος ορόσημο για την «ποίηση της ήττας»;
Αφενός, το περίφημο 20όΣυνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (Φεβρουάριος), στο οποίο καταγγέλλονται από τον Χρουστσώφ οι φρικαλεότητες του σταλινικού καθεστώτος, αφετέρου η καταστολή της Ουγγρικής εξέγερσης από τα σοβιετικά τανκς (Νοέμβριος).
Από μόνα τους τα δύο αυτά γεγονότα συνιστούν μια τεράστια αντίφαση. Και δεν ήταν δυνατόν παρά να επιδράσουν καταλυτικά στην αριστερή διανόηση, σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελληνική μεταπολεμική ποίηση, λειτούργησαν ως έναυσμα για την «ποίηση της ήττας». Με τον τρόπο αυτό, στις συνειδήσεις των Ελλήνων μεταπολεμικών ποιητών, έχει εκ των πραγμάτων συντελεστεί η «παγκοσμιοποίηση της Ιστορίας».
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Αριστοτέλη, οι ποιητές αυτοί δεν παραλληλίζονται μόνο με την εθνική τους Ιστορία, αλλά και με την παγκόσμια. Κατά λογική ακολουθία, δεν υπάρχει γι’ αυτούς η ανάγκη να παί­ξουν το ρόλο του «συνολικού πολιτισμικού διαμεσολαβητή» ανάμεσα στη χώρα τους και στον υπόλοιπο κόσμο. Ούτως ή άλλως, με το έργο τους συμβαίνει να μιλούν όχι μόνο για τη μοίρα της χώρας τους, αλλά και για τη μοίρα της ανθρωπότητας γενικά.
Ο θρήνος των ποιητών αυτών αναφέρεται στην ανθρώπινη ύπαρξη γενι­κά, στην αποτυχία δηλαδή της ανθρώπινης συνείδησης, που, μετά την αναγγελία του Νίτσε για το θάνατο του Θεού, αυτοθεοποιήθηκε, για να καταλήξει στο Άουσβιτς και στον Στάλιν.
Την ηθική αποτυχία του ανθρώπου, λοιπόν, θρηνούν οι Έλληνες «ποιητές της ήττας» και, ταυτόχρονα, διαρκώς αναρωτιούνται αν υπάρχει θέση για την ποίηση μέσα σε ένα κόσμο μετα-ηθικό, σε ένα κόσμο χω­ρίς κανένα κέντρο ηθικής αναφοράς. Η απελπισία τους είναι κατά κύριο λόγο ποιητική και ύστερα πολιτική ή ό, τι άλλο.
Ιδού πώς αποδίδει την ποιητική αυτή απελπισία ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας ποιητής που δεν ανήκει ιδεολογικά στην αριστερά, συνηγορεί, ωστόσο, στην ποιητική της ήττας:
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
Η ποιητική απελπισία που βαραίνει τους ποιητές της γενιάς του ’50 συνεχίζει να βαραίνει και την επόμενη γενιά ποιητών, τη γενιά του ’60. Μέσα στο φόβο κύλησε και η ζωή των ποιητών αυτών. Η διαφορά, ωστόσο, της ποιητικής γενιάς του ’60 με την προηγού­μενη συνίσταται στο γεγονός ότι οι ποιητές του ’60 χρεώθηκαν τη γενικευμένη απελπισία πριν προλάβουν να ελπίσουν. Πρόκειται για μια ποιητική γενιά, η οποία, παραλληλίζεται μεν με την Ιστορία, αισθάνεται, όμως, πάντοτε ότι λειτουργεί στο περι­θώριο της ιστορικής δράσης.
Ιδού πώς αποτυπώνεται η αίσθηση αυτή σε ένα ποίημα του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου:
Όταν ήρθαμε
υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα
στα υπόγεια καταφύγια του στίχου
τώρα μας πήραν δρόμοι χωρίς επιστροφή
βήμα προς βήμα συλλαβίσαμε την έρημη δεκαετία
συλλαβίσαμε τη ζωή μας με χαμηλή φωνή και λίγο φως
και με το δάκτυλο να διστάζει σε κάθε νέα συλλαβή
- χάσαμε τη ζωή μας λίγο λίγο και χωρίς κόπο
Μα πού είναι οι μέρες που στις φλέβες τους κυλούσαν
άνεμοι χτεσινοί αυριανά ποιήματα
όταν η ιστορία πλατάγιζε σε κάθε συνοικία
τραντάζοντας τις ρίζες τ’ ουρανού της αδικίας τα μπαλκόνιαλ
δεν πρόλαβες τίποτα ανταύγειες μόνο
κουρέλια μουσικής που τα ξέβραζε τ’ όνειρο κι η τρέλα
ανταύγειες από μια μάχη που άλλοι δώσανε
και χάσανε για σένα
Ακόμη και το ποίημα αυτό του Λυκιαρδόπουλου, ένα από τα πιο «ιδεολογικά» της γενιάς του ’60, πολύ έμμεσα απηχεί τη θεσμοποιημένη πόλωση που κυριάρχησε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο.
Αρκεί να υπενθυμίσει κανείς μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της θεσμοποιημένης αυτής πόλωσης: λειτουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης, ριζική εκκαθάριση της δημόσιας διοίκησης, συστηματο­ποίηση της αστυνομικής καταπίεσης σε ολόκληρη τη χώρα, τεράστια διόγκωση των δραστηριοτήτων της μυστικής αστυνομίας, καθιέρωση των «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων» ως επίσημη προϋπόθεση για κάθε είδους άδεια, δημόσια εξουσιοδότηση και εργασία. Ακόμη και για μια απλή άδεια κυκλοφορίας ποδηλάτου χρειαζόταν να διαθέτει κανείς «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων»!
Μολαταύτα, στην ποίηση, η πόλωση αυτή είναι εντυπωσιακά απούσα. Οι ποιητές της γενιάς του ’60, όπως και εκείνοι της προηγούμενης, λειτουργούν αλληλέγγυα, ως «μάρτυρες του κοινωνικού πόνου». Ιδού πώς αποτυπώνεται η ποιητική αυτή αλληλεγγύη και η ηθική συμ­μετοχή στον «κοινωνικό πόνο» σε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ενός ποιητή που δεν ανήκει στην αριστερά:
Η ΑΓΚΙΔΑ
Το βράδυ που σκότωσαν τον Λαμπράκη
γυρνούσα από ένα ραντεβού.
«Τι έγινε;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.
Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες
μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο. Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.
Όμως το βράδυ εκείνο με ενοχλείσα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δε βγαίνει:
άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,
άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.
Ο Λαμπράκης είναι ο βουλευτής της αριστεράς που δολοφονήθηκε το 1963 στην Θεσσαλονίκη, από ακροδεξιά παρακρατική οργάνωση, και που έγινε αργότερα παγκοσμίως γνωστός ως ο ήρωας του μυθιστορήματος-ντοκουμέντου του Βασίλη Βασιλικού Ζ, αλλά και ως ο ήρωας της ομότιτλης κινηματογραφικής ταινίας του Κώστα Γαβρά.
Κανείς δεν θα περίμενε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, έναν ποιητή ακραιφνώς ερωτικό, επηρεασμένο από την ισχυρή ποιητική προσωπικότητα του Καβάφη, να ασχοληθεί ποιητικά με ένα επίκαιρό του ακραίο πολιτικό γεγονός, όπως η δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι και στους πλέον απολιτικούς Έλληνες μεταπολεμικούς ποιητές λειτουργεί πάντοτε η αίσθηση ότι οφείλουν να εκπληρώσουν το χρέος τους ως ποιητές-πολίτες, να διαδραματίσουν δηλαδή, κατά τον τρόπο της ιδιο­συγκρασίας του καθενός, ρόλους «μαρτύρων του κοινωνικού πόνου».
Ως «μάρτυρες του κοινωνικού πόνου» επιθυμούν να λειτουργήσουν και οι ποιητές της γενιάς του ’70. Με το δικό τους, όμως, τρόπο, με τον τρόπο, δηλαδή, της «αμφισβήτησης», προσωνυμία που αποδόθηκε σε ολόκληρη την ποιητική αυτή γενιά, κατά τα πρώτα έτη της φιλολογι­κής της δραστηριότητας.
Προκειμένου, όμως, οι ποιητές της γενιάς αυτής να κατορθώσουν να νομιμοποιηθούν στη συλλογική συνείδηση της νεότερης Ελλάδας ως ποιητές-πολίτες, χρειάστηκε να πραγματοποιήσουν μια ασυνήθιστη, για τα ελληνικά γράμματα, αντικειμενικά, όμως, ευφυή, φιλολογική κί­νηση.
Καθώς έχει παρατηρήσει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, η Νεοελληνική ποίηση ως το 1967 υπήρξε διαδοχικά ιταλομαθής– δεδομένου ότι ο γενάρχης της, ο Διονύσιος Σολωμός, ξεκίνησε ως Ιταλός ποιητής – και γαλλομαθής, εν συνεχεία αγγλοτραφής και ελάχιστα γερμανομαθής. Με την ποιητική γενιά του ’70, επισημαίνει ο Μαρωνίτης, πραγματο­ποιείται στο κεφάλαιο αυτό απότομη και εντυπωσιακή στροφή: η ευρω­παϊκή παράδοση υποχωρεί προς όφελος της αμερικανικής.
Το γεγονός αυτό, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να μοιάζει με μια διολίσθηση από τον «ευρωπαϊκό κανόνα», στον οποίο, κατά τεκμήριο, από πολιτισμική άποψη, η Νεοελληνική ποίηση ανήκει. Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για μια πολύ διορατική κίνηση εκ μέρους των ποιητών της γενιάς του ’70 που τους εγγράφει δικαιωμα­τικά στην εσωτερική συνέχεια της νεοπαγούς μεταπολεμικής ποιητι­κής παράδοσης.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά με τη στροφή τους προς την αμερικανική ποίηση, οι ποιητές της γενιάς του ’70, επέτυχαν να γίνουν «μάρτυρες του κοινωνικού πόνου» της εποχής τους στην Ελλάδα. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
Οι πρώτες εμφανίσεις των ποιητών της γενιάς του ’70 στα γράμματα συμπίπτουν χρονικά με τη δικτατορία που επέβαλε ο Στρατός (συνταγματάρχες) στην Ελλάδα την 21η Απριλίου 1967 και που διήρκεσε επτά χρόνια.
Το δικτατορικό αυτό καθεστώς δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία σε μια εδραιωμένη δημοκρατία. Ήταν το επακόλουθο μιας σειράς πολιτικών εκτροπών, η κυριότερη από τις οποίες ήταν το λεγόμενο «βασι­λικό πραξικόπημα» του 1965, κατά το οποίο ο νεαρός τότε μονάρχης Κωνσταντίνος απέπεμψε τον δημοκρατικά –και με μεγάλη πλειοψηφία – εκλεγμένο πρωθυπουργό της κυβέρνησης του Κέντρου Γεώργιο Πα­πανδρέου. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη λαϊκή αγανάκτηση, με εκδη­λώσεις πρωτοφανείς εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, που διαδήλωναν κα­θημερινά την οργή τους κατά των Ανακτόρων, καθώς και κατά των βουλευτών που αποστάτησαν από το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, για να προσφέρουν την υποστήριξή τους σε κυβερνήσεις της βασιλι­κής αρεσκείας. Οι κυβερνήσεις αυτές υπήρξαν ασταθείς και, καθώς αποδείχτηκε, επικίνδυνες για τη δημοκρατική ομαλότητα.
Καθώς πλησίαζε η εκπνοή της συνταγματικής προθεσμίας για την προκήρυξη εκλογών (Μάϊος 1967), γινόταν όλο και πιο φανερό ότι το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου όχι μόνο διατηρούσε, αλλά και αύξαινε την πραγματική ισχύ του: τουλάχιστον το 65% του πληθυ­σμού είχε πάρει την απόφαση να ψηφίσει υπέρ του.
Μια τέτοια εξέλιξη δεν την επιθυμούσαν ούτε τα Ανάκτορα, που εννοούσαν να επεμβαίνουν ωμά στην πολιτική ζωή του τόπου, ούτε ο αμερικανικός παράγων (κυρίως το Πεντάγωνο και η CΙΑ), που ανησυχούσε ότι η ηγεσία του Κέντρου, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Γεωργίου Παπανδρέου, θα περιερχόταν στον «υπερβολικά ριζοσπάστη» γιο του, τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο μόνος τρόπος, για να εμποδιστεί μια παρόμοια εξέλιξη, ήταν η επιβολή στρατιωτικού καθεστώτος. Φαίνεται ότι μια τέτοια «λύση» προετοίμαζαν ταυτόχρονα ο μονάρχης, σε συνεργασία με τους στρατηγούς, και οι συνταγματάρχες υπό τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Κινήθη­καν ταχύτερα οι δεύτεροι και επέβαλαν, την 21η Απριλίου 1967, ένα δικτατορικό καθεστώς, που έμελλε να διαρκέσει επτά χρόνια.
Για την Ελληνική κοινή γνώμη, η επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος ήταν «σενάριο», στην εκπόνηση του οποίου είχε συμπράξει και ο αμερικανικός παράγων. Η πεποίθηση αυτή εδραιώθηκε κυρίως από το γεγονός της αναγνώρισης και της ανοιχτής υποστήριξης του καθεστώτος από την Ουάσιγκτον.
Οι ποιητές της γενιάς του ’70, που είναι ήδη έφηβοι κατά το 1965 και που ωριμάζουν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, προ­κειμένου ακριβώς να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους το status του ποιητή-πολίτη, το οποίο εισήγαγε η γενιά του ’50, οφείλουν να επινοήσουν έναν τρόπο, για να αναγνωρισθούν από τη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων ως «μάρτυρες του κοινωνικού πόνου» της εποχής τους.
Και ο τρόπος που επινοούν, αληθινά διορατικός και εξαιρετικά δραστικός, είναι το να στραφούν πέραν του Ατλαντικού, προκειμένου να βρουν τους φιλολογικούς προγόνους τους. Δεν στρέφονται, όμως, προς την Αμερικανική ποίηση γενικά και αόρι­στα . Στρέφονται ειδικά και συστηματικά προς την περίφημη «Beat Generation», που υπήρξε η κατεξοχήν αμφισβητησιακή γενιά των Αμε­ρικανικών γραμμάτων.
Με τον τρόπο αυτό, οι Έλληνες ποιητές της γενιάς του ’70 όχι μόνον επιτυγχάνουν να είναι «μάρτυρες του κοινωνικού πόνου» της χώρας τους (η αμφισβήτησή τους είναι διπλή: αφορά ταυτόχρονα τη δικτατορία των συνταγματαρχών και τους αμερικανούς υποστηρικτές της), αλλά και να αντιστοιχηθούν προς ένα ευρύτερο, από τον στενά εθνικό, ιστορικό ορίζοντα. Κατορθώνουν έτσι να είναι ποιητές-πολίτες της Ελλάδας, αλλά και ποιητές-πολίτες του κόσμου, ταυτόχρονα.
Ένας από τους πιο προικισμένους ποιητές αυτής της γενιάς, ο Λεφτέρης Πούλιος, στο ποίημά του με το χαρακτηριστικό τίτλο «Γενικό Τραγούδι», γράφει:
Τώρα τραγουδώ το συντριβάνι του αίματος
που ξεπήδησε απ’ την καρδιά της γενιάς μου
κάτω από έκπληχτους ουρανούς στο Πολυτεχνείο.
Τραγουδώ την Κύπρο
η θάλασσα που σε βρέχει είναι τα δάκρυά σου
με ψυχή γονατισμένη φιλώ τα κλαμένα σου μάτια. Τραγουδώ την τσιμέντινη ζούγκλα της Νέας Υόρκης
και τους νέγρους μηδενιστές.
Τον δολοφονημένο Λούθερ Κινγκ και το φουντωτό
μαλλί της Άντζελα Νταίβις.
Τους Παλαιστίνιους που αγωνίζονται ώσμε
τ’ αεροδρόμια της Ευρώπης.
Τραγουδώ τις αφίσες των δρόμων
τραγουδώ την αγία Ούνρλικε Μάινχοφ που δολοφονήθηκε
στο άγριο κελί της.
Κι ένα τελευταίο στίχο για το σύντροφο που
αυτοπυρπολήθηκε μπροστά στα τανκς
σε μια καταποντισμένη Πράγα.
Σφιγμένες γροθιές πέφτουν στους στίχους μου
η ρίζα της σιωπής το βράχνιασμα της καρδιάς
και σένα μουσικό ηλιόγερμα δειλινένιο γαρίφαλο
στο πέτο της πόλης όπου με συνεπαίρνεις και με πλημμυράς
πολυπρόσωπε ιριδισμέ εσένα γη και ζωή που ανθείς
μαζί με τις νεφέλες που σκιρτούν σαν δύει ο ήλιος
εσένα τραγουδώ. Η φυσική μου ζωή διακλαδίζεταιστο θρίαμβο των πραγμάτων.
Τραγουδώ τον πύραυλο που υψώνεται με χλιμίντρισμα
καίγοντας το μετάλλινο σταύλο του το άλογο-πύραυλος
από λεία τσίγκινη σάρκα λόφους της ατμοσφαίρας
πηδώντας, προσκαλεσμένο απ’ τις φοράδες των άστρων
καλπάζει σ’ απάτητα λιβάδια μέσα από λουλούδια
και χόρτα του διαστήματος.
Ο ιστορικός ορίζοντας για τους ποιητές αυτούς ξεκινά, βέβαια, πάντοτε από την Ελλάδα και από την τυραννία της δικτατορίας, περνάει από τη Νέα Υόρκη – απαραίτητο πάντοτε το πέρασμα από την Αμερική – και εκτείνεται ως τα «απάτητα λιβάδια» του διαστήματος!
Ένας άλλος ποιητής της γενιάς αυτής, ο Αλέξης Τραϊανός, σε ένα σπαρακτικό ποίημά του, πλάϊ στα πιο αυθεντικά του βιώματα, παραθέτει και τις αγαπημένες του ποιητικές μορφές, τον Έντγκαρ 'Αλλαν Πόε, τον Έλληνα ποιητή του Μεσοπολέμου Κώστα Καρυωτάκη και, βέβαια, την ηγετική φυσιογνωμία των Beatniks, τον Άλεν Γκίνσμπεργκ:
BECAUSE
Αυτός είν’ ένας κόσμος Όπου και τα πράγματα ακόμα Δεν μπορούν να παραμένουν σιωπηλά
BECAUSE
Αυτός ο κόσμος τρελάθηκε
BECAUSE
Μες στο δωμάτιό μου τώρα μπαίνουν
O Άλαν με το κοράκι του
O Κώστας με τις κάργες του
O Άλεν με το λιοντάρι του
Είναι μια βρώμικη νύχτα καπιταλιστική
Κι είναι ένας βρωμόκαιρος
Όπου και να κοιτάξεις
Παντού
Καθόμαστε όλοι μαζί
Και παίζουμε ρωσική ρουλέτα
Δεν είναι, όμως, μόνον οι ποιητές του σκληρού πυρήνα της αμφισβήτησης που, άμεσα ή έμμεσα, παραπέμπουν στον Γκίνσμπεργκ και τους άλλους Beatniks. Ακόμη και ποιητές με χαμηλότονα εκφραστικά μέσα δέχονται σημαντικές επιρροές από τους Beatniks.Μία τέτοια περίπτωση εί­ναι ο Πάνος Κυπαρίσσης, που γράφει:
Οι περισσότεροι φίλοι μου
σκοτώθηκαν παίζοντας
μ’ ένα τουφέκι
μ’ ένα μολύβι
μ’ ένα κορίτσι
Το μικρό αυτό ποίημα παραπέμπει, ασφαλώς, στους πρώτους στίχους από το ποίημα του Γκίνσμπεργκ Howl:
I saw the best minds of my generation destroyed by madness,
[starving hysterical naked,
dragging themselves through the negro streets at dawn lookin,
[for an angry fix...
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, τον Ιούλιο του 1974, και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, που τη διακυ­βέρνηση της χώρας αναλαμβάνει ένα «κεντροαριστερό» κόμμα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, οι ποιητές της γενιάς του ’70 εξακολουθούν να δημιουργούν μέσα στο κλίμα της αμφισβήτησης.
Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ωστόσο, το ομαδικό πνεύμα της αμφισβήτησης έχει παντελώς εκλείψει, οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς του ’70 έχουν ήδη ακολουθήσει εκφραστικούς δρόμους προσωπικούς και οι αμιγείς αμφισβητίες έχουν περιέλθει σε εκφρα­στική αμηχανία.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ποιητική γενιά του ’70, εκτός του γεγονότος ότι εξακολουθεί να καταθέτει έργο σημαντικό, έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στα Ελληνικά γράμματα. Ίσως είναι η μόνη γενιά που επηρέασε αισθητά πρεσβύτερους από αυτήν ποιητές. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιων επιρροών είναι ο Οδυσσέας Ελύτης και, κυρίως, η Κική Δημουλά.
Στο μεταξύ, έχει κάνει την εμφάνισή της στα Γράμματα μια καινούργια γενιά ποιητών, οι οποίοι, αντίθετα από τους ποιητές της γενιάς του ’70, δεν επιθυμούν καθόλου να είναι πρωτοπόροι, δεν επιθυμούν να είναι μοντέρνοι, ούτε διέπονται από το πνεύμα της ομαδικότητας που χαρακτήριζε την προηγούμενη γενιά.
Η απουσία φρονήματος avant-garde από τους ποιητές της γενιάς του ’80 θα μπορούσε να θεωρηθεί άνευ σημασίας, αν δεν συ­νοδευόταν από μια σφοδρή ασυμφωνία μεταξύ των ποιητικών φωνών. Δεδομένου, όμως, ότι, από το τέλος του Ελληνικού εμφυλίου μέχρι και την εκπνοή της δεκαετίας του ’70, υπήρχε σταθερά στην Ελληνική ποίηση μια εξαιρετική συντονία των ποιητικών φωνών, η ασυμφωνία στην ποίηση της γενιάς του ’80, που έχει χαρακτηρισθεί με τον όρο «ιδιωτικό όραμα», θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία σημαντική μετα­βολή στο ποιητικό status quo.
Η μεταβολή αυτή έχει σχέση με τη «μεταμοντέρνα συν­θήκη», την οποία ο François Lyotard όρισε το 1979, στο ομώνυμο βι­βλίο του, ως τη γενική υποχώρηση των μεγάλων μετα-αφηγήσεων της Ιστορίας. Πράγματι, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, οι μεγάλες φιλοσο­φίες της Ιστορίας (Χέγκελ, Μαρξ) υφίστανται καταλυτική κριτική, τόσο από την πλευρά των ιστορικών, όσο και από εκείνη των φιλο­σόφων. Οι έννοιες της ολότητας και της εντελέχειας στην ιστορική εξέλιξη ανήκουν πλέον στο παρελθόν.
Επανεκτιμάται ριζικά η έννοια της Ιστορίας. Η άλλοτε σφαιρική και συνεκτική Ιστορία έχει αδειάσει από νόημα. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η εμφάνιση ενός νέου ατομικισμού στις σύγχρονες κοινωνίες, στην ανάγκη δηλαδή που νιώθει ο άνθρωπος να δώσει ο ίδιος ένα νόημα στην προσωπική του μοίρα, για να μπορέσει να εγγράψει τη ζωή του σε ένα κατανοητό ιστορικό γίγνεσθαι.
Ενώπιον αυτής της χαοτικής Ιστορίας, ο ποιητής της γενιάς του ’80, προκειμένου να μιλήσει για τα «καθόλου», σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση, μόνο μία κίνηση έχει τη δυνατότητα να κάνει: να προσαρμόσει την Ιστορία στο υποκείμενο. Να κινηθεί, δη­λαδή, σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που κινούνταν οι προηγούμενοι. Η αναγκαστική αυτή κίνηση στερεί από τον ποιητή της γενιάς του ’80 το ρόλο του ποιητή-πολίτη. Αν θέλει κανείς να κυριολεκτή­σει, ο ποιητής της γενιάς του ’80 είναι ο εξόριστος μιας κοινω­νίας που δεν υφίσταται πια!
Κοινωνικές ομάδες με διακριτή πολιτισμική συνείδηση δεν υπάρχουν πια. Προκειμένου, λοιπόν, να κατορθώσει να εναρμονισθεί με την πολιτισμική συνείδηση ενός ακροατηρίου καθορισμένου, ο ποιητής της γενιάς του ’80 εφευρίσκει ένα ακροατήριο, του οποίου η πολιτισμική συνείδηση του είναι πολύ οι­κεία. Με άλλα λόγια, απευθύνεται σε ένα ακροατήριο που συντίθεται από ένα πολλαπλασιασμένο εαυτό!
Όσον αφορά ειδικότερα τη σχέση αυτής της «κλωνοποιημένης» πολιτισμικής συνείδησης με την ποιητική παράδοση, ο ποιητής της γενιάς του ’80 δεν ενεργεί ως συνεχιστής της τελευταίας, αλλά ως «καθολικός κληρονόμος» της. Η τάση αυτή για μια συνολική «επαναξιολόγηση» και «ανασύνθεση» του εθνικού, αλλά και του παγκό­σμιου ποιητικού παρελθόντος, είναι ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται όχι μόνο στους Έλληνες ποιητές της γενιάς του ’80, αλλά και στους αντίστοιχους ποιητές της Γαλλίας, της Ισπανίας, του Βελγίου, της Λατινικής Αμερικής κ.ά.
Η πλανητική εμβέλεια αυτού του φαινομένου αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού και έχει ως συνέ­πεια οι ποιητές αυτοί, συλλογικά, να μη λειτουργούν μόνο ως «πο­λιτισμικοί διαμεσολαβητές» της χώρας τους προς τον υπόλοιπο κό­σμο, αλλά και το αντίστροφο.
Έχει παρατηρηθεί από την κριτική ότι στην Ελληνική μεταπολεμική ποίηση δεν έχουν ξεχωρίσει ποιητικές μονάδες και ότι στη θέση μιας αξιολογικής κλίμακας αριστοκρατικής έχουν ιδρυθεί οι νόμοι μιας ποιητικής δημοκρατίας. Η ποιητική αυτή δημοκρατία δεν αφορά τόσο την αισθητική ισό­τητα μεταξύ των ποιητών – γιατί, στην πραγματικότητα, ποιητικές μο­νάδες έχουν, έστω και με μικρό προβάδισμα, ξεχωρίσει – όσο τη θέση των ποιητών αυτών αντίκρυ στον κόσμο.
Κανείς από τους Έλληνες μεταπολεμικούς ποιητές δεν μπορεί, απομονωμένα, να λειτουργήσει ως προνομιακός πολιτισμικός διαμεσολαβητής της Ελλάδας προς τον υπόλοιπο κόσμο. Η συνολική πολιτισμι­κή διαμεσολάβηση του νεότερου Ελληνισμού προς τον υπόλοιπο κόσμο μπορεί να γίνει ολοκληρωμένα από όλους τους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, συλλογικά.
Η συλλογική αυτή πολιτισμική διαμεσολάβηση έχει, βέβαια, τις δυσκολίες της, δεν παύει, όμως, να έχει και τη γοητεία της. Και αυτή έγκειται στο γεγονός ότι, αναζητώντας κανείς το πολιτισμικό πρό­σωπο της νεότερης Ελλάδας, μέσα από την ποίησή της, πρόκειται να ανακαλύψει μερικά από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της παγκόσμιας ποιητικής παραγωγής των ημερών μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η έννοια της «πολιτισμικής διαμεσολάβησης» ανάγεται στη συμβολική διάσταση της Ιστορίας, η οποία, πέρα από την πρακτική της διάσταση, γίνεται με αυτόν τον τρόπο, αντικείμενο μνήμης, καθώς και αντικείμενο γνώσης. Ως πολιτισμικός διαμεσολαβητής, ο καλλιτέχνης δεν δημιουργεί αισθητικές μορφές για τον εαυτό του ούτε για εκείνους που ανήκουν στην ίδια εποχή ή στην ίδια κοινωνική σφαίρα με αυτόν. Δημιουργεί αυτές τις αισθητικές μορφές, έτσι ώστε, μέσα από τη δική τους μεσολάβηση, ο πολιτισμός, στον οποίο ανήκει, να αποκτήσει σημασία για τους άλλους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν ανήκουν στον ίδιο πολιτισμό (βλ. Bernard Lamizet, La Médiation culturelle, L' Harmattan, Paris & Montréal 1999).https://www.facebook.com/notes/%CE%B2%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%AC%CF%83%CF%83%CE%BF%CF%82/%CE%BF%CE%B9-%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BA%CF%81%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF/172694161059273/

Δεν υπάρχουν σχόλια: