5.11.20

Για τη «Βροχή περασμένη» του Χρήστου Κολτσίδα


Γιώτα Τεμπρίδου

Μερικά χρόνια μετά Τα ορεινά, που κυκλοφόρησαν από το Μελάνι στα τέλη του 2015 και του χάρισαν το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα, ο Χρήστος Κολτσίδας επέστρεψε στα εκδοτικά το καλοκαίρι του 2020 με τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, που κυκλοφόρησε και αυτή από το Μελάνι, τη Βροχή περασμένη [1]. Το πρώτο σήμα που φτάνει στον εγκέφαλο κατά την επαφή μας με το βιβλίο είναι ίσως λιγάκι μπερδεμένο, καθώς στο εξώφυλλο διαβάζουμε «βροχή» και βλέπουμε χιόνι. Στο

εξώφυλλο θα επανέλθω, μένω για λίγο στη βροχή: Μετράω πέντε εμφανίσεις της μέσα στο βιβλίο, από τις οποίες μας ενδιαφέρει τώρα κυρίως η μία, επειδή επαναλαμβάνει ακριβώς το σχήμα του τίτλου [2]. Παραθέτω το άνοιγμα του ποιήματος «Γεωγραφία για μικρά παιδιά»: «Βροχή περασμένη κάπα δε χρειάζεται/ – και πόσες κάπες κρέμασα».

Ο πρώτος στίχος, από τον οποίο προκύπτει και ο τίτλος του βιβλίου, μας είναι πιθανόν οικείος, πράγμα λογικό αφού αποτελεί δάνειο. Μπορεί να τον έχουμε ακούσει ή και χρησιμοποιήσει ακόμα, αυτούσιο ή παραλλαγμένο: «Περασμένη βροχή κάπα δεν χρειάζεται», «Βρεγμένη κάπα, βροχή δεν φοβάται», «Ο βρεγμένος κάπα δεν χρειάζεται» [3]. Ο δεύτερος στίχος τώρα αποτελεί, όπως τον διαβάζω, σχόλιο του ποιητικού υποκειμένου για τα δεινά, για αυτά που πέρασαν, τον έβρεξαν, τον έφτιαξαν (τον διαμόρφωσαν, θέλω να πω) –ένα σχόλιο, μια διαπίστωση περισσότερο, που τη φαντάζομαι να γίνεται χαμηλόφωνα· ίσως και μέσα από τα δόντια.

Η Βροχή περασμένη έχει εισαγωγή και επίλογο, λες και πρόκειται για μελέτημα. Έχει, επίσης, ένα υστερόγραφο, λες και πρόκειται για επιστολή. Φυσικά, και για να ακριβολογούμε, «Εισαγωγή», «Επίλογος» και «ΥΓ.» είναι οι τίτλοι τριών ποιημάτων της συλλογής. Το περίεργο τώρα είναι πως η «Εισαγωγή» δεν είναι το πρώτο ποίημα της συλλογής, ούτε είναι το «ΥΓ.», που ακολουθεί τον «Επίλογο», το τελευταίο. Όλα ξεκινούν «Απ’ την παλιά φωτογραφία»· αυτός είναι ο τίτλος του ποιήματος που έρχεται πριν από την «Εισαγωγή», ανοίγει τη συλλογή και δίνεται ολόκληρο με πλάγιους χαρακτήρες, σαν να έχει, ας πούμε, ρόλο προμετωπίδας.

Τόπος του ποιήματος: «το χωραφάκι του κόσμου». Χρόνος: απροσδιόριστος – παλιά πάντως. Πρόσωπα (κατά σειρά εμφάνισης): ο Θάνατος, η Ζωή, ένας κάποιος ανώνυμος φωτογράφος. Ο Θάνατος και η Ζωή μπορεί να μην ξέρουμε πώς μοιάζουν, αλλά στη θέση του φωτογράφου μπορούμε να φανταστούμε τον ίδιο τον ποιητή. Δεν είναι άσχετη, νομίζω, η πληροφορία πως του Κολτσίδα τού αρέσει να φωτογραφίζει, είναι ένας «ερασιτέχνης φωτογράφος επαρχίας», για να δανειστώ έναν στίχο τού καινούργιου βιβλίου του. Δική του είναι άλλωστε και η φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο του ίδιου αυτού βιβλίου.

Δεν ξέρω αν ένα πιο έμπειρο μάτι βλέπει ίσως τον Θάνατο και τη Ζωή σε αυτό το εξώφυλλο –δεν το αποκλείω. Εγώ διακρίνω δέντρα (κάποια έλατα), λίμνη, μια πλαγιά (που θυμίζει Τα ορεινά), χιόνι και την αντάρα. Έλατα, χιόνι και αντάρα βρίσκουμε και μέσα στη συλλογή [4], πράγμα που δεν παίρνω για τυχαίο. Για να επιστρέψω στο προεισαγωγικό ποίημα όμως, κάποιος, κρυμμένος υπομονετικά «πίσω από τα βάτα», συλλαμβάνει τον Θάνατο μαζί με τη Ζωή, την ώρα του κολατσιού τούς πετυχαίνει, και αχόρταγα, αποφασιστικά, ασυγκράτητα κάνει το κλικ «με όλα του τα δάχτυλα» στη μεγάλη μηχανή του μυαλού ή του κόσμου, όπου θα φυλάσσονται στο εξής οι αποδείξεις.

Εδώ (στο ποίημα, στη φωτογραφία) «ο Θάνατος ο θεριστής και η σπορίτισσα Ζωή»[5] παρουσιάζονται σαν ένα κουρασμένο αντρόγυνο (στην πορεία προϊδεάζω πως θα τους βρούμε και αλλιώς) –είναι ζευγάρι, δυάδα, ομάδα και μοιράζονται τα πόστα: τους σπόρους αναλαμβάνει η Ζωή, τον θερισμό ο Θάνατος. Ο κόσμος χωράφι, κάποια σπέρνει, κάποιος θερίζει, ζευγάρι είναι που κολατσίζει, κάποιος το απαθανατίζει. Το πρώτο αυτό ποίημα, που θα μπορούσε να υπάρχει στο πίσω μέρος παλιάς φωτογραφίας, δίνει τις αφορμές. Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι σαν να προσπαθούν να εξηγήσουν τη φωτογραφία (το σχετικό με τη φωτογραφία ποίημα ή τη σχέση Θανάτου και Ζωής που αποτυπώνεται εδώ) –σαν να προκύπτουν όλα τελικά από αυτήν [6], να αποτελούν σπουδή της· ή να την ξεδιπλώνουν, να αποτελούν πτυχές της.

Η «Εισαγωγή» (το ποίημα που επιγράφεται «Εισαγωγή» δηλαδή) μας βάζει στο θέμα (αν υποθέσουμε πως αυτό κάνει μια εισαγωγή) με έναν ασυνήθιστο μάλλον τρόπο: ρωτώντας. Αν θέλουμε απαντήσεις, θα πρέπει να τις βρούμε μόνες και μόνοι μας. Παραθέτω το σύντομο ποίημα:

Κι αν ήπιες κάποτε με τον Θάνατο καφέ
και δεν το ξέρεις;

Κι αν πέρασε από μπροστά σας η Ζωή
και μόνο Αυτός της χαμογέλασε;

Θάνατος και Ζωή, που συνυπήρχαν πρώτα σε παλιά φωτογραφία, συνυπάρχουν τώρα σε υποθετικό κάδρο. Το τετράστιχο σπάει, όπως βλέπουμε, σε δύο δίστιχα. Ο πρώτος στίχος καθενός από αυτά ανοίγει, όπως παρατηρούμε και για να μπούμε και σε καμιά λεπτομέρεια, με ένα «Κι αν», ο δεύτερος με ένα «Και». Εκτός από τον Θάνατο και τη Ζωή, με κεφαλαίο αρχικό γράφεται εδώ και το «αυτός», λες και είναι αυτός (ο θάνατος μάλλον δηλαδή) κάποια θεότητα, κάτι το ξεχωριστό. Κατά τα άλλα ο θάνατος έχει ανθρώπινο πρόσωπο και σε αυτό το ποίημα και συνήθειες σαν τις δικές μας (πίνει, ας πούμε, καφέ).

Στην «Εισαγωγή» τίθενται δύο υποθετικά ερωτήματα που απευθύνονται σε κάποιο «εσύ». Εμείς (ως αναγνώστριες, ως αναγνώστες, η καθεμιά και ο καθένας χωριστά) γινόμαστε για λίγο το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το ποίημα και μπαίνουμε ασυναίσθητα στη διαδικασία να αναρωτηθούμε αν είναι όντως έτσι: «αν ήπι[αμε] κάποτε με τον Θάνατο καφέ», «αν πέρασε από μπροστά [μ]ας η Ζωή και μόνο αυτός της χαμογέλασε»· κατ’ επέκταση: αν έχουμε βρεθεί κοντύτερα στον θάνατο από όσο νομίζουμε, αν χαμογελάμε αρκετά στη ζωή, αν αναγνωρίζουμε τουλάχιστον τη ζωή, αν ίσως τη συμπαθούμε.

Και τα πράγματα (δηλαδή τα ποιήματα) προχωράν όπως προχωρά η ζωή, παρουσία και του θανάτου. Θα κάνω ένα γρήγορο πέρασμα από τα υπόλοιπα, ώστε να μη σας στερήσω τη χαρά της δικής σας ανάγνωσης, και θα καταλήξω σε μερικές γενικές παρατηρήσεις, που προέκυψαν από τις δικές μου αναγνώσεις. Το επόμενο στη σειρά ποίημα φέρει τον τίτλο «Απλός θάνατος» και βάζει στο παιχνίδι την Περσεφόνη. Την γνωστή μας Περσεφόνη που, όταν δεν ανεβοκατεβαίνει στους κόσμους, περνοδιαβαίνει από ποιήματα. Αναφέρω ενδεικτικά τώρα μόνο τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης» του Νίκου Γκάτσου, για λόγο που θα φανερωθεί στη συνέχεια.

Το ποίημα του Κολτσίδα είναι γεμάτο από στοιχεία του μύθου. Διαβάζουμε σε αυτό για νεκρούς (που παραπέμπουν εύκολα στον Κάτω Κόσμο), λουλούδια (τέτοια που μάζευε η Περσεφόνη κατά την αρπαγή της), σπόρια ρόδι (τέτοια που κατανάλωσε και παγιδεύτηκε), έναν θρόνο (που προφανώς είναι του Πλούτωνα). Στο κλείσιμο του ποιήματος τον λόγο παίρνει η ίδια η Περσεφόνη: «Είναι απλώς ο Θάνατος./ Είναι απλός ο θάνατος.» –έτσι λέει. Οι στίχοι είναι ομόηχοι, δεν σημαίνουν όμως το ίδιο. Στον πρώτο το «απλώς» είναι επίρρημα και ο θάνατος όνομα, τόπος ή θεός (γράφεται, θέλω να πω, με θήτα κεφαλαίο). Στον δεύτερο το «απλός» είναι επιθετικός προσδιορισμός· ο θάνατος είναι πράγμα απλό και ως απλό ξεκινάει με πεζό [7].

Πάντα χωρίς κάπα, προχωρώ σε μια ενότητα τεσσάρων ποιημάτων με γενικότίτλο «Τέσσερις εποχές απ’ το μπαλκόνι», όπου παρουσιάζονται ποιητικά οι εποχές από την άνοιξη μέχρι και τον χειμώνα (με το φθινόπωρο και τον χειμώνα να πιάνουν τον λιγότερο χώρο, να έχουν δηλαδή τους λιγότερους στίχους). Δεν είναι απαραίτητο, μπορούμε όμως, νομίζω, να συνδέσουμε τις εποχές αυτές (που διαδέχονται η μια την άλλη) με τις ανόδους και τις καθόδους της Περσεφόνης που μόλις προηγήθηκε. Το μπαλκόνι μάλιστα του τίτλου της ενότητας (φανταζόμαστε και εδώ έναν παρατηρητή, όπως τον κρυμμένο φωτογράφο του πρώτου-πρώτου ποιήματος –έναν παρατηρητή της εναλλαγής των εποχών) μπορεί να φέρει στον νου το ποίημα του Γκάτσου που ανέφερα προηγουμένως, συγκεκριμένα τους στίχους «στου κόσμου το μπαλκόνι/ ποτέ μην ξαναβγείς».

Η άνοιξη του Κολτσίδα έχει σώμα και κήπο με λουλούδια, το καλοκαίρι ήλιο, τζιτζίκια και μια καρυδιά, το φθινόπωρο κουρέλια για λιπάσματα, ο χειμώνας χιόνι «που φουσκώνει στην αυλή» και στο σώμα. Και είναι το σώμα ακριβώς που μπορεί να μας ξαναπάει στην άνοιξη, να μην αφήσει τον κύκλο να κλείσει. Ο κόσμος χωράφι, κάποια σπέρνει, κάποιος θερίζει, ζευγάρι είναι που κολατσίζει, κάποιος το απαθανατίζει· η γη γυρίζει, η αυλή στην ώρα της καρπίζει, μετά χιονίζει, ο καιρός αλωνίζει.

Μια ολόκληρη σειρά ποιημάτων αμέσως μετά έχουν τίτλους σε πτώση γενική: «Του οδοιπόρου», «Του γλεντιού», «Της μετάνοιας», «Του φωτός», «Της αιωνιότητας», «Της απλότητας», «Της σοφίας», «Της γνώσης», «Της επιμονής». Οι γενικές παραπέμπουν βέβαια εύκολα στο δημοτικό τραγούδι [8]. Σε αυτά τα ποιήματα, ανάμεσα σε άλλα, συναντάμε: κλαρί που σφάζεται και στη φωτιά ισιώνει, τσεκούρι, μαχαίρι, ψαλίδι [9], άγριο κρύο και άγριο φως, «το μεγάλο ήμαρτον», την ήττα-μπιμπελό και το θάρρος-πυρετό, ένα χαλασμένο φωτόμετρο (που συνεπάγεται μια λανθασμένη φωτομέτρηση, έναν αναποτελεσματικό φωτομέτρη), έλατα που μιλάνε, όπλα και πληγές, του ήλιου το αμφίσημο, τις μνήμες εκατόφυλλες «εφτάψυχες, σαν γάτες», ένα φίλτρο του Instagram, βλέπουμε και τον ποιητή να χαιρετάει τον Μενοικέα.

Παραθέτω από το ποίημα «Της σοφίας»: «Σοφός εσύ που γαληνεύεις/ μόνο με μια επιστολή./ Κι ας απευθύνεται σε κάποιον Μενοικέα». Ο Μενοικέας, που δεν είναι καθόλου παράταιρος σε μια συζήτηση για τον θάνατο, μας βγάζει κατευθείαν στον δάσκαλό του, τον Επίκουρο, συγκεκριμένα στην ηθική του. Στην Επιστολή προς Μενοικέα [10]ο Επίκουρος αναφέρεται στην ευδαιμονία, στον πόνο, στην ηδονή, στον θάνατο. Αυτόν τον τελευταίο, δεν έχει, λέει, νόημα να τον φοβόμαστε: Όταν είμαστε εμείς εδώ ο θάνατος δεν είναι, όταν έρθει ο θάνατος εμείς θα έχουμε φύγει.

Η Περσεφόνη και ο Μενοικέας δεν βρίσκονται βέβαια τυχαία στη Βροχή περασμένη. Περνάνε από αυτήν για να μας αφυπνίσουν, να μας ενδυναμώσουν, να μειώσουν (και ιδανικά να μας απαλλάξουν από) τον φόβο του θανάτου. Η Περσεφόνη, που δεν χάθηκε άπαξ διά παντός, με το, βγαλμένο από τον μύθο, παράδειγμά της· ο Μενοικέας ως ιδανικός, όχι όμως και μοναδικός, αποδέκτης μιας, ικανής να επιφέρει τη γαλήνη, επιστολής.

Και από τον Κήπο του Επίκουρου πάμε στον κήπο του Κολτσίδα, με αφορμή το ποίημα που ακολουθεί και επιγράφεται «Χλωρίδα και πανίδα». Η διατύπωση «[έ]τσι νικάς τον Θάνατο μικρέ» συνδέει, μπορούμε να πούμε, θεματικά τα του ποιητή με τα του φιλοσόφου. Κατά τα άλλα μπορούμε να φανταστούμε, αν θέλουμε, τον ποιητικό κήπο: θα έχει καρυδιά, τριανταφυλλιά, κρανιά, θα έχει λουλούδια, διάφορα φυτά – όλα κάπως θα λέγονται και κάτι θα θυμίζουν.

Ακολουθούν ο «Επίλογος», που ξεκινάει με ένα «Τελικά», και το «ΥΓ.», που ξεκινάει με ένα «Βέβαια/ μπορεί», καθώς το ζήτημα δεν ήταν λήξαν. Ο Θάνατος και η Ζωή, που εμφανίστηκαν στην αρχή ως «κουρασμένο απ’ τη δουλειά αντρόγυνο», αναλαμβάνουν εδώ άλλους ρόλους. Από τον «Επίλογο» ο Θάνατος περνάει ως «[α]ιώνιος πεζοπόρος/ και δρομέας μεγάλων αποστάσεων», ενώ η Ζωή καραδοκεί: «[έ]μπειρη κυνηγός/ Τον τουφεκάει στους δρόμους».

Μία μόλις σελίδα μετά, στο «ΥΓ.», η Ζωή εμφανίζεται σαν «μικρό θηλαστικό που κρύβεται στις φτέρες» και ο Θάνατος σαν «πικρό χορτάρι» που μπαίνει σε πίτα – μπορεί και να τον έχουμε γευτεί. Πανίδα η Ζωή και ο Θάνατος χλωρίδα· και ανακεφαλαιώνοντας: Ο κόσμος χωράφι, κάποια σπέρνει, κάποιος θερίζει, ζευγάρι είναι που κολατσίζει, κάποιος το απαθανατίζει· η γη γυρίζει, η αυλή στην ώρα της καρπίζει, μετά χιονίζει, ο καιρός αλωνίζει· ο Θάνατος βαδίζει, η Ζωή οπλίζει, ο Θάνατος πικρίζει, η γιαγιά τον φουρνίζει.

Με το «ΥΓ.» δεν κλείνει, όπως είπα, το βιβλίο, μπορούμε να πούμε όμως πως κλείνει το πρώτο μέρος του. Ως εδώ ήταν η ποιητική διατριβή του Κολτσίδα για τον θάνατο, αν μπορώ να το πω έτσι –το θεωρητικό μέρος της. Έκανε υποθέσεις εργασίας (κι αν είναι έτσι; αν είναι αλλιώς; έστω πεζοπόρος, έστω κυνηγός), έθεσε ερωτήματα, παρατήρησε και κατέγραψε, επιχείρησε να καταλήξει σε συμπέρασμα. Ο Κολτσίδας προσωποποίησε τον Θάνατο και τη Ζωή για να τους κατανοήσει καλύτερα: τους έβαλε να παίξουν ρόλους, να δοκιμάσουν όψεις. Έγιναν έτσι δυο οικείοι, τίποτα το ιδιαίτερο, θα μπορούσαν να λέγονται Γιάννης και Μαρία –ο θάνατος άλλωστε δεν είναι τίποτε για μας, έλεγε ο Επίκουρος στον Μενοικέα.

Ό,τι ακολουθεί είναι, σύμφωνα με την αναγνωστική πρότασή μου πάντα, μια μελέτη περίπτωσης, που συμπληρώνει όσα προηγήθηκαν. Το δεύτερο μέρος τού βιβλίου έχει τίτλο «Ο ακίνητος Θωμάς» και αφιερώνεται στη μνήμη του Θωμά Αντωνάκη, που πέθανε λίγο μετά τα 80 του χρόνια και έχει το ίδιο όνομα με τον αδερφό του ποιητή, όπως πληροφορούμαστε από μια σημείωση του βιβλίου [11]. Αφιερώνεται δηλαδή στον παππού του ποιητή. Ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μου λεπτομέρεια (και το βιβλίο είναι γεμάτο με τέτοιες): Οι τελευταίες λέξεις του πρώτου μέρους είναι «η γιαγιά μου».

Ο Θωμάς παρουσιάζεται ως ακίνητος, αλλά στα ποιήματα που ακολουθούν όλο κινείται. Ο Κολτσίδας καταγράφει εδώ ποιητικά στιγμές της ζωής του, προκειμένου να τον θυμίσει και τη λήθη να νικήσει. Η συζήτηση για τον θάνατο κρύβει πάντοτε την πίκρα μας για τους νεκρούς μας και αυτό το δεύτερο μέρος μάς δείχνει πώς μια προσωπική υπόθεση μπορεί να γίνει ποίηση. Ξεκινώντας από τη μάνα που δεν γνώρισε ο Θωμάς, ο Θωμάς που από μικρός βοσκός έγινε μετά μεγάλος, προσφέρεται μια περιδιάβαση στον βίο του: Ο Θωμάς ονειρεύεται – κλικ, ο Θωμάς χορεύει – κλικ, ο Θωμάς γκρεμίζεται, γελάει, τον Χάρο κοπανάει [12]. Ο Θωμάς επιστρέφει προσωρινά, σαν Περσεφόνη, και μας συστήνεται. «Ως και ποιήματα γράφτηκαν για μένα», θα μπορούσε να λέει.

Με την παρέα του Θωμά φτάνουμε ως την έξοδο. Το βιβλίο κλείνει με το συντομότερο ποίημα της συλλογής, το «Αινιγματικό» [13]. Τα τελευταία λόγια του είναι το «[τ]ι είμαι;» (και όχι το «τι είναι;») ενός αινίγματος. Θα πείτε «τι κλείσιμο είναι αυτό, ποιος μιλάει και γιατί μένει κάτι σε εκκρεμότητα;». Ήταν όμως, νομίζω, αυτό ακριβώς το ζητούμενο: το μη οριστικό, το δυνητικά αναστάσιμο.

Έρχομαι τώρα στις γενικές παρατηρήσεις που υποσχέθηκα. Εξήγησα ήδη πως ο Θάνατος και η Ζωή διατρέχουν ολόκληρη τη συλλογή, έκανα ήδη λόγο για ενότητες και σειρές ποιημάτων, μίλησα για δύο μέρη, που το ένα συμπληρώνει το άλλο. Αν αυτά δεν είναι αρκετά, θα ήθελα να διευκρινίσω πως το βιβλίο δεν αποτελείται από ασύνδετα μεταξύ τους ποιήματα· είναι μια με φροντίδα στημένη συλλογή, με τους συνεκτικούς ιστούς της. Ο Κολτσίδας δεν παρουσιάζει εδώ ό,τι έγραψε μετά Τα ορεινά, ας πούμε, αλλά ένα σύνολο ποιημάτων, δουλεμένο ως τέτοιο, με την αρχή, τη μέση, το τέλος, τους άξονες, τα (φανερά και κρυμμένα) νήματά του. Τα ποιήματα είναι προσεκτικά βαλμένα στη θέση τους, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη η σειρά τους, ούτε θα μπορούσε να αποσπαστεί κάποιο από αυτά χωρίς να προκληθεί ρήγμα στο οικοδόμημα· το ένα εξηγεί, συνεχίζει και στηρίζει το άλλο.

Προς επίρρωση, αλλά χωρίς την πρόθεση να είμαι εξαντλητική, θυμίζω τα διαλεγμένα πρόσωπα που περνούν από τις σελίδες του βιβλίου: την Περσεφόνη και τον Μενοικέα. Αυτόν που παρατηρεί «πίσω από τα βάτα» και αυτόν (αυτήν; αυτές; αυτούς;) που κοιτάει τις εποχές «απ’ το μπαλκόνι». Τη γιαγιά στο κλείσιμο του «ΥΓ.» και τον παππού Θωμά που ακολουθεί κατά πόδας. Επισημαίνω και κάτι που δεν ανέφερα μέχρι τώρα: την επαναλαμβανόμενη παρουσία της καρυδιάς στο πρώτο μέρος και του πουλιού στο δεύτερο [14]. Εντοπίζω επίσης φράσεις που τραβάν γραμμές από το ένα ποίημα στο άλλο, ενώνοντάς τα. Εν συντομία και ενδεικτικά αναφέρω τώρα μόνο την «αντάρα του Θεού» και το «αμπάρι του Θεού» που τα συναντάμε σε δύο διαδοχικά ποιήματα [15].

Διευρύνοντας την κλίμακα, διακρίνω νήματα που ενώνουν τη Βροχή περασμένη με την προηγούμενη συλλογή του Κολτσίδα. Πάλι χωρίς την πρόθεση να είμαι εξαντλητική: Υπάρχει και στα Ορεινά χορός, υπάρχει καρυδιά, ακινησία, θάνατος, υπάρχει βοσκός και κάπα [16]. Μπορεί να γίνει επίσης λόγος για, χαλαρές ή και όχι, συνομιλίες με άλλους ποιητές. Ο τίτλος «Απ’ την παλιά φωτογραφία», ας πούμε, θυμίζει τον τίτλο του Βασίλη Γκουρογιάννη «Από φωτογραφία βουνού» [17]. Τα λόγια «Κι όταν στα μάτια σε κοιτώ/ θα κάνεις το σταυρό σου», που αποδίδονται στη Χρυσούλα (που είναι μια συγγένισσα του Θωμά), εύκολα φέρνουν στο μυαλό τούς στίχους του Μιχάλη Γκανά «Όταν στα μάτια σε κοιτώ/ δε θέλω να τα κλείνεις». Δεν ξέρω αν εκείνο το «[…] δεν άλλαξε ακόμα/ η μορφή του κόσμου» έχει ηθελημένη σχέση με τον Βιζυηνό· πάντως κάθε φορά που το διαβάζω μου έρχονται στο μυαλό οι γνωστοί στίχοι του «μετεβλήθη εντός μου/ και ο ρυθμός του κόσμου». Ξέρω, αντίθετα, (και το ξέρω επειδή μπήκα στη διαδικασία να ρωτήσω) πως ο Κολτσίδας δεν είχε στο μυαλό του τον Ελύτη όταν έγραφε «Καθένας με τα όπλα του». Εμένα, ωστόσο, αυτός ο στίχος εξακολουθεί να με βγάζει στο Άξιον εστί (συγκεκριμένα στο: «“Ο καθείς και τα όπλα του” είπε»)· ας είναι η πορεία μου μοναχική, ας τη χαράζω μόνη.

Για να μη μαρτυρήσω άλλα όμως, να μην επηρεάσω περισσότερο, να κλείσω πια: Ο κόσμος χωράφι, κάποια σπέρνει, κάποιος θερίζει, ζευγάρι είναι που κολατσίζει, κάποιος το απαθανατίζει· η γη γυρίζει, η αυλή στην ώρα της καρπίζει, μετά χιονίζει, ο καιρός αλωνίζει· ο Θάνατος βαδίζει, η Ζωή οπλίζει, ο Θάνατος πικρίζει, η γιαγιά τον φουρνίζει· η ποίηση ό,τι θέλει το ανθρωπίζει, η κάπα του Θωμά ανεμίζει, ο Χρήστος τον ξεπροβοδίζει, ό,τι τελειώνει ξαναρχίζει.

Μετά τη βροχή, ήλιος θα βγει, θα δεις κι ουράνιο τόξο.

⸙ ⸙ ⸙

Σημειώσεις

  1. Μια πρώτη παρουσίαση του βιβλίου έχει επιχειρήσει ήδη η Μαρία Ιατρού, την οποία απασχόλησαν και οι καταβολές του ποιητή. Βλ. «Χρήστου Κολτσίδα, Βροχή Περασμένη: Καιρός του σπείρειν, καιρός του ποιείν», εδώ. Για το βιβλίο έχει γράψει επίσης ο Χρήστος Δανιήλ, το κείμενο του οποίου, με τίτλο «Βροχή περασμένη στα Ορεινά: Σχόλια για την ποίηση του Χρήστου Κολτσίδα», είναι, από όσο γνωρίζω, υπό δημοσίευση στο Books’ Journal.
  2. Οι υπόλοιπες: «Εγώ αέρα, εσύ βροχή», «Ύστερα θα φύγω Σεμιτζής και στο σκαλάκι το φαΐ μου σούπα απ’ τη βροχή δυο χρόνια», «Με τη βροχή θα σου ’ρχομαι/ και με τον ήλιο φεύγω», «Δρόμο και μ’ έπιασε βροχή/ αντάρα του Θεού» (σ. 19, 28, 32 και 34, αντίστοιχα).
  3. Για παραλλαγές και πιθανές ερμηνείες, βλ. π.χ. εδώ: shorturl.at/yCIU6.
  4. Βλ. σ. 18 για τα έλατα, 13 για το χιόνι και 34 για την αντάρα. Δεν πάει πάντως να πει πως είναι τα ίδια δέντρα, το ίδιο χιόνι, η ίδια αντάρα.
  5. Το «σπορίτισσα» παραπέμπει συνειρμικά στην Παναγία (βλ. προσωνύμια όπως Μεσοσπορίτισσα, Πολυσπορίτισσα). Θεριστής λέγεται βέβαια συχνά ο Χάρος.
  6. Από τη φωτογραφία που είναι ταυτόχρονα και ποίημα: Κάποιος βγάζει φωτογραφία το ποίημα που περιγράφει την παλιά φωτογραφία που δείχνει το ποίημα (για να παίξουμε, αν επιτρέπεται, και λίγο).
  7. Περί απλότητας, βλ. και το ποίημα «Της απλότητας».
  8. Την εξοικείωση του Κολτσίδα με το δημοτικό τραγούδι μαρτυρούν δύο τουλάχιστον σημεία του βιβλίου του: μια προμετωπίδα που αντλεί από ένα κλέφτικο (βλ. σ. 26) και το πουλί στη «Μικρή ιστορία πριν το μέλλον» «που δε λαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια, μόν’ ελαλούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα».
  9. Διαβάζω το «Εγώ μαχαίρι, εσύ ψαλίδι./ Εγώ αέρα, εσύ βροχή» σαν ένα ιδιότυπο «πέτρα, ψαλίδι, μολύβι, χαρτί».
  10. Στο ποίημα άλλωστε χρησιμοποιείται η λέξη «επιστολή». Το ίδιο και η λέξη «σοφός». Ο σοφός μνημονεύεται από τον Επίκουρο στην Επιστολή προς Μενοικέα. Εναλλακτικά η λέξη αυτή μπορεί να συνδεθεί και με το «δις εξαμαρτείν» που εμφανίζεται παρακάτω στο ίδιο ποίημα.
  11. Βλ. σ. 36. Η σημ. δεν έχει σχέση με τον παππού, αναφέρει απλώς το όνομα του αδερφού.
  12. Υπάρχει μια σειρά ποιημάτων σε αυτό το μέρος, ο τίτλος των οποίων ανοίγει με κάποιο «στο»: «Στ’ όνειρο», «Στο δωμάτιο», «Στ’ όνειρο ξανά», «Στο γκρέμισμα».
  13. Προτείνω δυο παράλληλα αναγνώσματα εδώ. Το «Αίνιγμα» (από τα «Επιγράμματα») του Δ. Σολωμού: «Το πρώτο μου είν’ αναίσθητο, το δεύτερο δεν είναι· Δίχως το παν αν λειτουργάς, καλέ παπά μου, κρίνε.» (με την απάντηση να ακολουθεί διακριτικά, σε παρένθεση: «Πετραχήλι»)· και μερικούς στίχους από την Ασώματη του Δ. Παπαδίτσα: «Βαθυστρόβιλο/ ποτάμι κι αν είσαι/ με μια καλαμιά/ και μια χρυσή ακρίδα στα φύλλα της// τι είσαι;».
  14. Η καρυδιά εμφανίζεται στο «Απ’ την παλιά φωτογραφία» και δις στο «Καλοκαίρι». Το πουλί έχει έντονη παρουσία στην «Μικρή ιστορία πριν το μέλλον». Η λέξη εμφανίζεται και «Στο δωμάτιο», όπου όμως διαβάζουμε «– χωρίς πουλί».
  15. Συγκεκριμένα στη «Γεωγραφία για μικρά παιδιά» και στο «Αινιγματικό», αντίστοιχα. Διακριτικό νήμα που ενώνει δύο άλλα διαδοχικά ποιήματα, την «Εισαγωγή» και τον «Απλό θάνατο», αποτελεί το χαμόγελο: «και μόνο Αυτός της χαμογέλασε», «Κι ίσως από μέσα της χαμογελούσε». Μια άλλη γέφυρα μπορούμε να πούμε πως είναι τα «ήμαρτον» και «Κύριε» στα (διαδοχικά πάλι) «Της μετάνοιας» και «Του φωτός».
  16. Βλ. το ποίημα «Χορός» και, ενδεικτικά, τους στίχους: «Βλέπετε κι εσείς τα φύλλα της Καρυδιάς να κλυδωνίζονται», «Τόση ομορφιά χαμένη που μας συγκινεί μόνο η ακινησία», «Εδώ έχει κίνηση και γέννηση και θάνατο», «Φορά την κάπα των βοσκών/ πιάνει τον ήχο των νερών».
  17. Το ίδιο ποίημα μπορεί ίσως να φέρει στο μυαλό στίχους από τις «Παραινέσεις» (Κλειδάριθμοι) του Κλείτου Κύρου: «Αποφεύγετε κάθε σας περιπλάνηση σε φωτογραφίες παλιές/ Μην ταράζετε τη μακάρια γαλήνη τους/ Είναι σοφές και ξέρουν να εκδικούνται».

* Ελαφρώς τροποποιημένο το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη στις 16 Σεπτεμβρίου 2020. Η παρουσίαση έγινε στις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Έξω από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες για την ακρίβεια, λόγω έκτακτων μέτρων, και με λίστα συμμετοχών. Για το βιβλίο μίλησε, εκτός από μένα, η Μαρία Ιατρού. Φορούσαμε όλες μάσκα.

https://mag.frear.gr/gia-ti-vrochi-perasmeni-toy-christoy-koltsida/?fbclid=IwAR1vsTFm_cYMoL_s3_lygEqHGEy_MI0t_nXl_o35Etgld-C8lWELL3MRZE8 

Δεν υπάρχουν σχόλια: