Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
«Έχω δυο βαριές συγγραφικές εμμονές. Η πρώτη είναι ότι δε θέλω κανένα βιβλίο μου να λέει τα ίδια πράγματα με κάποιο προηγούμενο. […] Η δεύτερη εμμονή είναι η στέγνια. Δεν μπορώ τα πολλά λόγια, τα φτιασιδώματα, τις αναλύσεις των συναισθημάτων σε σελίδες επί σελίδων. Προτιμώ να ενθέσω ένα προϋπάρχον κείμενο ή να φτιάξω ένα που παριστάνει ότι είναι τέτοιο.»
Ο συγγραφέας Δημήτρης Φύσσας, είναι μια κατηγορία μόνος του: έντιμος, σε καιρούς που όλοι
φροντίζουν για το ψευτοπροφίλ τους, με δικό του προσωπικό ύφος και στυλ γραφής ακόμα και αν κανένα βιβλίο του δεν μοιάζει με κανένα άλλο βιβλίο του, με παρρησία και χιούμορ, διανοούμενος και δημοσιογράφος παλιάς κοπής, αγαπά την Αθήνα και τις εναπομείναντες αυθεντικές γωνιές της. Γενναιόδωρος στους συναδέλφους και βαθύτατα γνώστης της γλώσσας, στη μικρή συνέντευξη που ακολουθεί μας ανοίγει διάπλατα όλα τα μυστικά συρταράκια της δουλειάς του. Άλλωστε ο Μήτσος –για τους φίλους- δεν έχει μυστικά. Παρ’ εκτός αυτού του Νοήματος που το φανερώνει κι αυτό άλλωστε, με τη γραφή του και τη ζωή του.
-Κύριε Φύσσα, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Το μόνο απαραίτητο είναι το λάπτοπ μου. Δεν έχω ορισμένο χώρο, ωράριο, συνήθειες.
-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Στα διηγήματα ή στα ποιήματα αρκεί οποιοδήποτε από τα τέσσερα στοιχεία που αναφέρετε (ουσιαστική αρχή, τέλος, εικόνα, πρώτη φράση) ή και όποιο άλλο (όνειρο, μυρωδιά, γεύση, ανάμνηση, «ξεκάρφωτη» ιδέα που μπορεί να μου ΄ρθει ουρανοκατέβατη), ιδίως στο ποδήλατο ή στο τρέξιμο. Στα μυθιστορήματα φτιάχνω πλάνο με κεφάλαια, που φυσικά το αναμορφώνω στην πορεία. Στις έρευνες χώνω ιστορίες, σχετικές με την ίδιες τις έρευνες, δηλαδή τα βιβλία αυτά είναι και μια ιστορία του εαυτού τους.
-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
«Η πρέφα για αρχαρίους», ένας Οδηγός για να μάθει κανείς το συγκεκριμένο πανέξυπνο τεχνικό παιχνίδι με τραπουλόχαρτα. Είναι χειρόγραφο, πριν ακόμα εμφανιστούν οι υπολογιστές (πήρα τον πρώτο μου το 1989, έναν Amstrad 6128), κι ακόμα δεν το έχω εκδώσει.
-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Έχω δυο βαριές συγγραφικές εμμονές. Η πρώτη είναι ότι δε θέλω κανένα βιβλίο μου να λέει τα ίδια πράγματα με κάποιο προηγούμενο. Η «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος» αναφέρεται σε μια εναλλακτική κομμουνιστική Ελλάδα. «Ο στρατιώτης του Χριστού» είναι μια αντιθρησκευτική σάτιρα. «Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου» σατιρίζει τη «ροζ» και την αστυνομική λογοτεχνία, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται στο λογοτεχνικό φαινόμενο γενικά. «Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος» μιλάει για τη σημασία της εμμονής στην επιστήμη και τον ανθρωπισμό, σε οποιεσδήποτε συνθήκες. «Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης» έχει επίκεντρο θέματα εγκλεισμού, φυλάκισης, βασανιστηρίων. Οι έρευνές μου («Τα σινεμά της Αθήνας 1896 – 2013» και «Τραγούδια της φυλακής») καλύπτουν με συστηματικό τρόπο παρθένα πεδία. Το ίδιο προσπαθώ να κάνω στα διηγήματά μου. Στα ποιήματα δεν το καταφέρνω. Ταυτόχρονα, προσπαθώ να εναλλάσσω και τους συγγραφικούς τρόπους, στην πεζογραφία μου τουλάχιστον. Δηλαδή όχι μόνο καινούργιο θέμα, μα -όσο γίνεται- γραμμένο και με καινούργιο τρόπο. Η δεύτερη εμμονή είναι η στέγνια. Δεν μπορώ τα πολλά λόγια, τα φτιασιδώματα, τις αναλύσεις των συναισθημάτων σε σελίδες επί σελίδων. Προτιμώ να ενθέσω ένα προϋπάρχον κείμενο ή να φτιάξω ένα που παριστάνει ότι είναι τέτοιο.
-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Να μην την έχουν εξαντλήσει προηγούμενοι συγγραφείς.
-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Να είναι φορέας των όποιων καινούργιων στοιχείων αγωνίζομαι να περάσω στα βιβλία μου. Μπορεί καν να μην είναι πρόσωπο πλαστό από μένα. Μπορεί να είναι ήρωας/ίδα άλλου συγγραφέα, δημόσιο πρόσωπο, πρόσωπο από απόκομμα εφημερίδας, εγώ ο ίδιος με τ΄ όνομά μου, κάποιο ζώο ή οτιδήποτε άλλο εξυπηρετεί τη συγκεκριμένη κάθε φορά συγγραφική μου ανάγκη μου. (Είναι προφανές ότι με τέτοια μυαλά δε γράφω εύκολη λογοτεχνία, ζητάω πλήρη συμμετοχή του/της αναγνώστη/ώστριάς μου- και φυσικά δε ζω από τα συγγραφικά δικαιώματα).
-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Ο Χωματάς κι ο Αστεριάδης, από το «Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος». Βασίστηκαν, με εντονότατες μεταλλαγές και αυθαιρεσίες βέβαια, σε δυο επιστήμονες που γράψανε τα βιβλία τους στη διάρκεια της Κατοχής: Βασίλειος Σακκαλής, «Το κλίμα των πόλεων» και Νικόλαος Κανάσης «Οι λαχανόκηποι Αττικής και η συμβολή των εν τω παρόντι πολέμω».
-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
«Η μυστηριώδης νήσος», του Ιουλίου Βερν.
-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Είναι πάρα πολλά. Αλλά, αφού η ερώτηση ζητάει ένα, τα «Ποιήματα και πεζά» του Καρυωτάκη.
-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
(Κατά γλώσσα): Ε. Α. Πόε, Τζον ντος Πάσος, Μαρκ Τουέιν, Φίλιπ Ντικ, Λόρενς Στερν, Ντ. Χ. Λόρενς, Άιζακ Άζιμοβ, Νόρμαν Σπίνραντ, Ρέιμοντ Τσάντλερ, Άρθουρ Κλαρκ, Χέρμαν Μέλβιλ, Σκοτ Φιτζέραλντ, Φρέντρικ Μπράουν, ΄Αρθουρ Κέσλερ, Τσαρλς Ντίκενς, Τζόναθαν Σουίφτ, Τζόζεφ Χέλερ, Άιν Ραντ, Ρίτσαρντ Φορντ, Τζορτζ Όργουελ, Τζον λε Καρέ, Φίλιπ Ροθ, Άιρις Μέρντοχ, Ρέιμοντ Κάρβερ — Φρανσουά Ραμπλέ, μαρκήσιος ντε Σαντ, Γκιστάβ Φλομπέρ, Εμίλ Ζολά, Ιούλιος Βερν, Ζορζ Περέκ, Αλμπέρ Καμί, Μπορίς Βιαν, Ρεμόν Κενό, Ζορζ Σιμενόν – – – Άντον Τσέχοφ, Βαλάμ Σαλάμοφ, Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Αλεξάντρ Σολζενίτσιν — Γκίντερ Γκρας, Χανς Φάλαντα, Γιόζεφ Ροτ, Χάινριχ Μπελ, Στέφαν Τσβάιχ — — Μιγέλ ντε Θερβάντες, Ερνέστο Σάμπατο — Ουμπέρτο Έκο, Ίταλο Καλβίνο, Λουίτζι Πιραντέλο — Μπόχουμιλ Χράμπαλ, Μίλαν Κούντερα, Κάρελ Τσάπεκ — Φερνάντο Πεσόα, Μασάδο ντε Ασίς –– Ορχάν Παμούκ — Λάσζλο Κρασναχορκάι – Άμος Οζ— Λουκιανός, Ευριπίδης, Θουκυδίδης, Ροϊδης, Καμπούρογλου, Πικρός, Χάκκας, Βαλτινός, Σεφέρης (για το μυθιστόρημά του), Αλεξάνδρου, Πατατζής, Κούρτοβικ, Ηλ. Πετρόπουλος, Αξιώτη, Βασιλικός, Ιωάννου, Καχτίτσης, Τσιφόρος, — Καρυωτάκης, Καβάφης, Πολυδούρη, Σεφέρης, Ασλάνογλου, Κατσαρός, Χριστιανόπουλος, Λυκιαρδόπουλος. (Και σίγουρα αφήνω πολλούς/ές απέξω. Συγγραφέας που δε διαβάζει, ιδίως ξένη λογοτεχνία, είναι για κλάματα. Γι΄ αυτό χρωστάμε ευγνωμοσύνη στους/ις μεταφραστές/άστριες).
-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Μπορεί να χρησιμοποιώ πρόσκαιρα βιβλία ή άλλες πηγές (εφημερίδες, ταινίες, μουσική, φωτό κλπ) που σχετίζονται με ό,τι γράφω. Από ήχο, μόνο προκλασική ή κλασική (συμφωνική ή δωματίου, δίχως φωνή), συνηθέστερα όμως απόλυτη σιωπή. (Εννοείται ότι, εκτός συγγραφής, ακούω τα πάντα).
-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Κατά την άθλια συνήθειά μου, γράφω πολλά ταυτόχρονα. Αναφέρω τρία: το μυθιστόρημα «Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει» με θέμα μια παρέα ιδιότυπων περιθωριακών· «Τοπωνύμια Πατησίων και πέριξ», προφανές· «Προλεγόμενα σε μια εκδοχή της λαγνείας», ανάλεκτα σεξουαλικού περιεχομένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου