18.2.19

Ο Κώστας Καναβούρης σε α’ πρόσωπο




Ο Κώστας Καναβούρης σε α’ πρόσωπο
Θες να το γράψεις; Στ’ αλήθεια, θες να το γράψεις; Θες να γράψεις ένα βιβλίο με ποιήματα που πρώτα έχεις ανακαλύψει τον τίτλο του: Αποθήκη καταλοίπων ηδονής; Δεν υπάρχει απάντηση. Ευτυχώς. Γατί αν υπήρχε, θα ήταν αρνητική. Όχι, δεν θέλεις να γράψεις τίποτα. Γιατί αν πεις ότι θέλεις να γράψεις «κάτι», σημαίνει πως το ποίημα δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ για σένα. Αφού βέβαια το ποίημα, το ποίημα ως έννοια, πάντοτε υπάρχει. Απλώς δεν είναι πάντα για σένα, επειδή εσύ δεν είσαι πάντα για το ποίημα. Αυτό το ποίημα. Μπορεί για κάποιο άλλο να ήσουν. Παρατατικός. Τα ποίημα πέρασε. Γιατί το ποίημα είναι πάντοτε ένας ενεστώς που περιλαμβάνει τη λύπη όλων των χρόνων που υποψιάζονται τον εαυτό τους μέσα στους ρηματικούς χρησμούς του αόριστου, του υπερσυντέλικου και του τετελεσμένου αίματος του παρελθόντος.
Με σμήνη υποτακτικής και προστακτικής, με ευκτικές, αλλά και δυνητικές προσαυξήσεις στα γραμματικά και συντακτικά λάθη της ύπαρξης. Για την ακρίβεια: βαριά ευθύνη της ασθένειας.
Είναι βαριά ασθένεια η ποίηση. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να πει «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής» ο Joseph Schneller μέσα στην πείνα του για ύπαρξη, που έγινε πείνα αληθινή και τον σκότωσε. Ποίηση είναι λοιπόν η κανίβαλη ισότητα. Αυτή η απόλυτη ισότητα που μονάχα το ασθενές κορμί μπορεί να περιγράψει. Αυτό το κατάλοιπο μιας ηδονικής στιγμής, όταν περιλαμβάνει ταυτοχρόνως τον Αρχίλοχο και τον Καβάφη, τον Ουίτμαν και τον Κάφκα, τον Φερλινγκέτι και τον Αλέξη Ασλάνογλου. Και τόσα άλλα κατάλοιπα της ηδονής.
Κάπως έτσι γίνεται το ποίημα. Σαν φύτρα αγάπης και φύτρα μίσους. Εδώ στη μεγάλη γλάστρα του σύμπαντος κόσμου, στη μεγάλη γλάστρα που τη λένε Παράδεισο και είναι στ’ αλήθεια Παράδεισος, αλλά ένας Παράδεισος που σκοτώνει. Ένας αιώνιος φόνος. Και εμείς είμαστε τα υπολείμματα του παραδείσιου φόνου. Ο Παράδεισος λέγεται ηδονή. Και ο φόνος λέγεται σώμα. Άλλο εκτός απ’ αυτό το σύμπαν δεν υπάρχει. Εκτός φυσικά από το φονικό όργανο. Το φονικό όργανο λέγεται ποίηση. Που ψάχνει εξαίσια θύματα μέσα σε μια «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής». Και τα βρίσκει. Το αίμα που περισσεύει –γιατί δεν προλαβαίνουμε να το χρησιμοποιήσουμε– λέγεται ποίημα. Γιατί το αληθινό ποίημα δεν γράφεται με το μολύβι. Γράφεται με το μαχαίρι που σκαλίζει το σκληρό πέτρωμα του χρόνου. Και ύστερα βρέχει. Από τις λέξεις. Κι έτσι, το ποίημα γίνεται σώμα. Αυτό που απομένει από τις λέξεις.
Αυτό είναι το «λάβετε φάγετε». Αυτό είναι το «τούτο μου εστί το σώμα». Ό,τι απομένει. Ό,τι απομένει τώρα θέλω να πω. Για αύριο ποιος ξέρει τι θα απομείνει από την ηδονή. Τι θα απομείνει από τον φόνο. Έτσι κι αλλιώς, το σώμα είναι το πνεύμα του, δηλαδή ο θάνατός του. Και όλο προχωράει προς αυτόν. Και όλο ερωτεύεται. Και όλο έχει λαχτάρα και καημό γι’ αυτόν τον θάνατο που αφήνει πίσω του ίχνη από θάλασσες και από πελώριες σιωπές για να τον ακολουθήσεις. Και ακολουθούν οι πληθυσμοί από καταβολής της καταβολής του κόσμου και δεν χορταίνουν και δεν ξεδιψούν. Μονάχα μαθαίνουν. Μαθαίνουν τον φόβο, τον φονικό φόβο του έρωτα για το αύριο, επειδή αλλιώς αύριο δεν υπάρχει. Η κούνια του καθενός κρέμεται πάνω από τον τάφο του, όπου και τα δύο είναι το κορμί του. Που όλα τα υπόσχεται, τηρεί τις υποσχέσεις του και ύστερα σε σπρώχνει στο αλφάβητο του χάους. Σ’ αυτόν τον αχανή χώρο που λέγεται «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής» και περιδινίζεται και στροβιλίζεται και βουίζει από σιωπή μέσα στη σιγαλιά. Ένα βαθυσκάφος του τίποτα που εξερευνά το τίποτα. Ένα μεγάλο μαύρο που προβάλλεται στις μεγάλες μαύρες οθόνες, όταν αντιλαμβάνεσαι ως ύπαρξη –και τίποτε άλλο– το κεφαλαίο μαύρο που λέγεται μέλλον. Και κορμί. Και έρωτας. Και κραυγή. Και μαρτύριο. Και χαρά. Και λυγμός. Και ανένδοτη θνητότητα.
Το αίμα που περισσεύει –γιατί δεν προλαβαίνουμε να το χρησιμοποιήσουμε– λέγεται ποίημα. Γιατί το αληθινό ποίημα δεν γράφεται με το μολύβι. Γράφεται με το μαχαίρι που σκαλίζει το σκληρό πέτρωμα του χρόνου.
Μια θνητότητα, πάει να πει, που κανένας θεός δεν έχει καταφέρει να την εκμαυλίσει με καθρεφτάκια και φτηνά μπιχλιμπίδια αθανασίας.
Κι όλο η αποθήκη μεγαλώνει για να χωρέσει τα κατάλοιπα της ηδονής. Ο θόλος μέσα στο κορμί και θολάμι κάτω από τις θρησκείες, για να κρυφτούν οι κυνηγημένες θωπείες που αύριο θα θριαμβεύσουν.
Α, ναι. Θα χρειαστεί να εφεύρουμε τα χέρι μας πρώτα. Ή μάλλον όχι: θα χρειαστεί να εφεύρουμε το κορμί του άλλου πρώτα. Και ίσως όχι αυτό. Θα χρειαστεί να εφεύρουμε την άκρη του κόσμου. Εκεί όπου τα σώματα δολοφονούνται από έρωτα και ύστερα πέφτουν στο κενό. Στο χάος. Στην ηδονή. Σε μια σταγόνα αίμα που διευρύνει το σύμπαν. Αυτή την «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής».

Αποθήκη καταλοίπων ηδονής
Κώστας Καναβούρης
Μελάνι
60 σελ.
ISBN 978-960-591-115-7
Τιμή €8,50
 https://diastixo.gr/aprosopo-2/11577-kwstas-kanabouris

Δεν υπάρχουν σχόλια: