4.2.19

Ο Κώστας Κρυστάλλης, χωρίς τα γυαλιά της λαογραφίας και της ηθογραφίας



Ο Κώστας Κρυστάλλης, χωρίς τα γυαλιά της λαογραφίας και της ηθογραφίας
150 χρό­νια συ­μπλη­ρώ­νο­νται φέ­τος από τη γέν­νη­ση του Κώ­στα Κρυ­στάλ­λη, που κα­θιε­ρώ­θη­κε ως ο τρα­γου­δι­στής του χω­ριού και της στά­νης, αλ­λά υπήρ­ξε σί­γου­ρα κά­τι πο­λύ πα­ρα­πά­νω απ’ αυ­τό. Ο Κρυ­στάλ­λης λά­τρε­ψε και εξύ­μνη­σε τη φύ­ση με έναν τρό­πο αγα­πη­τι­κό και απε­λευ­θε­ρω­τι­κό, με έναν τρό­πο που γί­νε­ται, κα­τά τη γνώ­μη μου, ακό­μα πιο φα­νε­ρός στα πε­ζά του, τα δε­κα­τρία εν συ­νό­λω δι­η­γή­μα­τά του, επτά εκ των οποί­ων κυ­κλο­φό­ρη­σαν υπό τον τί­τλο Πε­ζο­γρα­φή­μα­τα το 1894, όσο ο ίδιος ήταν ακό­μη εν ζωή, από το Βι­βλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας. Ο Κρυ­στάλ­λης κα­τη­γο­ρή­θη­κε από τους πα­λαιό­τε­ρους λο­γο­τε­χνι­κούς κρι­τι­κούς, κυ­ρί­ως από τον Άλ­κη Θρύ­λο,[1] υπό την επή­ρεια του Γιώρ­γου Θε­ο­το­κά, ως φω­το­γρα­φι­κός και αβα­θής, ανυ­πο­ψί­α­στος ηθο­γρά­φος. Σε ένα άλ­λο επί­πε­δο, ο Γιάν­νης Απο­στο­λά­κης και ο Κ. Θ. Δη­μα­ράς, συ­ζη­τώ­ντας για την ποί­η­σή του, τον μέμ­φθη­καν ως άγο­νο αντι­γρα­φέα του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού, ως έναν μι­μη­τή που δεν εί­χε τί­πο­τε από την ψυ­χή, τη φρε­σκά­δα
και τη δύ­να­μη του πρω­τό­τυ­που. Σή­με­ρα, πά­ντως, εί­μα­στε πο­λύ κο­ντά στο να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με αυ­τό που έχει από και­ρό υπο­δεί­ξει ο Λί­νος Πο­λί­της: ο στί­χος του Κρυ­στάλ­λη μπο­ρεί άνε­τα να διεκ­δι­κή­σει την αυ­το­νο­μία του από τις πη­γές του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού, κερ­δί­ζο­ντάς μας αμέ­σως με τον ζω­ντα­νό και απο­λύ­τως προ­σω­πι­κό του τό­νο. «Ακό­μα και η χρή­ση των ιδιω­μα­τι­κών λέ­ξε­ων, όταν δεν φτά­νει στην υπερ­βο­λή, απο­τε­λεί ένα πρό­σθε­το στοι­χείο γοη­τεί­ας και δείγ­μα τε­χνί­τη όχι κοι­νού», επι­μέ­νει ο Πο­λί­της,[2] επι­τρέ­πο­ντάς μας να βγά­λου­με τα ανα­γκαία συ­μπε­ρά­σμα­τα και για το πε­ζο­γρα­φι­κό έρ­γο του τρα­γου­δι­στή του χω­ριού και της στά­νης.
Τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια και τα πα­ρα­μύ­θια[3] εξάλ­λου, μα­ζί με τη λαϊ­κή τέ­χνη, τις ντο­πιο­λα­λιές και την πα­ρά­δο­ση, εν­δια­φέ­ρουν τους πε­ρισ­σό­τε­ρους συγ­γρα­φείς της γε­νιάς του 1880, που εί­ναι η γε­νιά του Κρυ­στάλ­λη. Οι ηθο­γρά­φοι αυ­τής της γε­νιάς εί­ναι, σχη­μα­τι­κά μι­λώ­ντας, χω­ρι­σμέ­νοι στα δύο. Από τη μια με­ριά στέ­κουν εκεί­νοι που επι­διώ­κουν να ωραιο­ποι­ή­σουν και να εξι­δα­νι­κεύ­σουν την ύπαι­θρο. Από την άλ­λη βρί­σκο­νται όσοι επι­ζη­τούν να προ­βά­λουν τη δύ­σκο­λη, σκλη­ρή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά της σε συ­νάρ­τη­ση με το βά­ρος του λαϊ­κού πο­λι­τι­σμού. Ο Κρυ­στάλ­λης αγα­πά­ει από τα βά­θη της καρ­διάς του τη φύ­ση, αλ­λά δεν εί­ναι εξι­δα­νι­κευ­τι­κός,[4] ενώ ο λαϊ­κός πο­λι­τι­σμός ανα­δει­κνύ­ε­ται στη δου­λειά του σαν σάρ­κα εκ της σαρ­κός του. Μπαί­νο­ντας στα κα­θέ­κα­στα της πε­ζο­γρα­φί­ας του, θα πρέ­πει να πού­με προ­κα­ταρ­κτι­κά πως αντλεί λι­γό­τε­ρο από τον ρο­μα­ντι­σμό και το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι (όπως συμ­βαί­νει με τα ποι­ή­μα­τα) και πε­ρισ­σό­τε­ρο από τις λαϊ­κές πα­ρα­δό­σεις, συν το αδιαμ­φι­σβή­τη­το γε­γο­νός πως εκεί­νο που κυ­ριαρ­χεί στη σκη­νο­γρα­φία της εί­ναι όχι μό­νον η ύπαι­θρος αλ­λά και η πό­λη.[5] Και πά­λι, όμως, τα στοι­χεία που δε­σπό­ζουν στα Πε­ζο­γρα­φή­μα­τα δεν εί­ναι τό­σο η πα­ρά­δο­ση και τα ερευ­νη­τι­κά λα­ο­γρα­φι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα του Κρυ­στάλ­λη, που έχουν απο­τυ­πω­θεί σε ξε­χω­ρι­στές ερ­γα­σί­ες, όσο δύο άλ­λα, αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κά δε­δο­μέ­να: από τη μια πλευ­ρά, η πο­λι­τι­κή και η Ιστο­ρία και από την άλ­λη, η δύ­να­μη της φύ­σης μα­ζί με την εκ­στα­τι­κή και τη με­τα­στοι­χειω­τι­κή της ορ­μή.

Από την πολιτική και την Ιστορία προς τη φύση

Ως προς την πο­λι­τι­κή και την Ιστο­ρία, οι ανα­φο­ρές του Κρυ­στάλ­λη ξε­κι­νούν από τον εθνι­κό ήρωα της Αλ­βα­νί­ας Γε­ώρ­γιο Σκε­ντέρ­μπεη, η μορ­φή του οποί­ου μπο­ρεί να συ­νε­νώ­σει Αρ­βα­νί­τες και Έλ­λη­νες («Η ει­κό­να»), την υπο­τα­γή –μέ­σα από ένα πα­ρα­μύ­θι– του Αρ­γυ­ρό­κα­στρου στους Οθω­μα­νούς («Αρ­γύ­ρω η μο­νο­βύ­ζα») και το χρο­νι­κό (1811-1881) των απο­τυ­χη­μέ­νων επα­να­στα­τι­κών προ­σπα­θειών κα­τά της οθω­μα­νι­κής διοί­κη­σης στα Γιάν­νε­να («Το ση­μειω­μα­τά­ρι του Γε­ρο­κα­λα­μέ­νιου»), για να φτά­σουν μέ­χρι τις διώ­ξεις και την κα­τα­πί­ε­ση του ελ­λη­νι­κού πλη­θυ­σμού της Ηπεί­ρου από τους Τούρ­κους («Το Σου­λιω­τό­που­λο» και «Η κυ­ρα-Νί­τσα»), ή τις πο­λύ­πα­θες πε­ρι­πέ­τειες της κλε­φτου­ριάς πά­νω στα ηπει­ρώ­τι­κα βου­νά («Εις την στά­νην του μπάρ­μπα μου», «Τα Χρι­στού­γεν­να των κλε­φτών», «Κα­πε­τάν Κων­στα­ντά­ρας»). Ως προς τη δύ­να­μη της φύ­σης, που δί­νει γεν­ναία το πα­ρών σε όλα τα δι­η­γή­μα­τα, η γκά­μα πε­ρι­λαμ­βά­νει από ποι­μέ­νες απο­μο­νω­μέ­νους στην άγρια ύπαι­θρο («Στα χα­λά­σμα­τα») μέ­χρι την ικα­νό­τη­τα των φυ­σι­κών στοι­χεί­ων να ευ­ερ­γε­τή­σουν τη βα­σα­νι­σμέ­νη ψυ­χή του ξε­νι­τε­μέ­νου («Το φυ­λα­χτό μου»), ή το εν­θαρ­ρυ­ντι­κό άπλω­μα του βλέμ­μα­τος σε ένα το­πίο το οποίο εγκλεί­ει στο εσω­τε­ρι­κό του εκτός από την Ήπει­ρο και τη Θεσ­σα­λία («Ο χω­ρι­σμός»). Κά­που στο εν­διά­με­σο φύ­σης και Ιστο­ρί­ας θα βρού­με και τον έρω­τα: έρω­τας υψη­λό­φρων και δυ­να­τός, ανά­με­σα σε καρ­διές έτοι­μες να του πα­ρα­δο­θούν εξ ολο­κλή­ρου («Η δα­σκά­λα»). Κά­ποια ση­μα­σία έχει, τέ­λος, και η χα­ρά της ομα­δι­κής δη­μιουρ­γι­κής δου­λειάς για έναν υψη­λό σκο­πό, όπως η ανοι­κο­δό­μη­ση μιας εκ­κλη­σί­ας («Τα μάρ­μα­ρα»). Δια­τρέ­χο­ντας το πε­δίο της πο­λι­τι­κής και της Ιστο­ρί­ας, ο Κρυ­στάλ­λης θα υιο­θε­τή­σει έναν σα­φώς εθνι­κό τό­νο, δεν θα κα­τα­λή­ξει εντού­τοις σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση εθνο­κε­ντρι­κός (τα ιστο­ρι­κά πά­θη των Αλ­βα­νών με τους Τούρ­κους δύ­σκο­λα απο­σπώ­νται από τα αντί­στοι­χα πά­θη των Ελ­λή­νων). Δια­τρέ­χο­ντας πά­λι το πε­δίο της φύ­σης, ο λό­γος του θα απο­κτή­σει εξαι­ρε­τι­κή ποι­κι­λία εκ­φάν­σε­ων: από τη μα­νία των και­ρι­κών φαι­νο­μέ­νων (το σκλη­ρό κρύο, οι νε­ρο­πο­ντές και το ξε­πά­για­σμα σε προ­στα­τευ­μέ­να και απρο­στά­τευ­τα ση­μεία) και τον χο­ρό αν­θρώ­πων και ζώ­ων (από την πλο­κή και τις πε­ρι­γρα­φές των δι­η­γη­μά­των ξε­πη­δούν πρό­βα­τα, λύ­κοι, αρ­κού­δες, τσα­κά­λια και αγριο­γού­ρου­να) μέ­χρι τις φω­νές από τρα­γού­δια και μη­νύ­μα­τα ή πα­ραγ­γέλ­μα­τα που εκτο­ξεύ­ο­νται στους ου­ρα­νούς πά­νω από τις κρη­μνώ­δεις ορο­σει­ρές, απο­κα­λύ­πτο­ντας μια φύ­ση όχι αγρο­τι­κή αλ­λά σπι­νο­ζι­κής έμπνευ­σης – μια natura naturans που γεν­νιέ­ται και ανα­πα­ρά­γε­ται αφ’ εαυ­τής, σαν άλ­λος θε­ός.

Τοπιογραφία και λυρικός ρεαλισμός

Γρά­φο­ντας άλ­λο­τε σε ιστο­ρι­κό και άλ­λο­τε σε πα­ρο­ντι­κό χρό­νο, ο Κρυ­στάλ­λης συν­δέ­ει, όπως εί­ναι ίσως ανα­με­νό­με­νο, τη φύ­ση με την το­πιο­γρα­φία του, σε έναν κύ­κλο που περ­νά­ει από τα Γιάν­νε­να, την Άρ­τα, το Μέ­τσο­βο, την Πάρ­γα, το Ζα­γό­ρι και το Σού­λι, χω­ρίς να αφή­σει απέ­ξω τη Θεσ­σα­λία και το Αρ­γυ­ρό­κα­στρο. Κι αυ­τή η συ­νε­χής εντο­πιό­τη­τα, που εντάσ­σει στους κόλ­πους της αστι­κές πε­ριο­χές, αλ­λά και χω­ριά ή βο­σκο­τό­πια, πα­ρα­πέ­μπει βε­βαί­ως στην εντο­πιό­τη­τα της ευ­ρω­παϊ­κής λο­γο­τε­χνί­ας του 19ου αιώ­να, από τον Guy de Maupassant και τον Alphonse Daudet μέ­χρι τον βε­ρι­σμό του Giovanni Verga,[6] δεί­χνο­ντας για άλ­λη μια φο­ρά πό­σο μα­κριά μέ­νει ο Κρυ­στάλ­λης από την ει­δυλ­λια­κή ηθο­γρα­φία και το στε­νά λα­ο­γρα­φι­κό πνεύ­μα. Μα­κριά, ωστό­σο, από τη λα­ο­γρα­φι­κή ιδε­ο­λο­γία μέ­νει ο Κρυ­στάλ­λης και με τη με­τρια­σμέ­νη και ισορ­ρο­πη­μέ­νη δη­μο­τι­κή του, που εν­δί­δει στην τρα­χύ­τη­τα μό­νο όταν εν­σω­μα­τώ­νε­ται στους δια­λό­γους η ηπει­ρώ­τι­κη ντο­πιο­λα­λιά, ή με την προ­σφυ­γή του στο αφη­γη­μα­τι­κό εί­δος του χρο­νι­κού (θυ­μί­ζω το δι­ή­γη­μα «Το ση­μειω­μα­τά­ρι του Γε­ρο­κα­λα­μέ­νιου») το οποίο συν­δυά­ζει την κα­τά­θε­ση του αυ­τό­πτη μάρ­τυ­ρα και την ανα­κοί­νω­ση των το­πι­κών ει­δή­σε­ων της βυ­ζα­ντι­νής χρο­νο­γρα­φί­ας με το τέ­χνα­σμα της ανα­κά­λυ­ψης των χα­μέ­νων χει­ρο­γρά­φων.[7] Σύμ­φω­νοι, αλ­λά πά­νω απ’ όλα ο Κρυ­στάλ­λης απο­μα­κρύ­νε­ται από την ηθο­γρα­φία και τη λα­ο­γρα­φία μέ­σω της πα­ρά­καμ­ψης του κε­κα­νο­νι­σμέ­νου ρε­α­λι­σμού που προ­ϋ­πο­θέ­τει η ποι­η­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας από την πρό­ζα του. Ως ποι­η­τής-πε­ζο­γρά­φος (τον όρο ει­σή­γα­γε με αφορ­μή την πε­ρί­πτω­σή του το 1940 ο Μιχ. Ρο­δάς[8]) ο Κρυ­στάλ­λης υιο­θε­τεί ένα ιδί­ω­μα που θα υπα­γά­γει την Ιστο­ρία και τη φύ­ση σε έναν λυ­ρι­κό ρε­α­λι­σμό – έναν ρε­α­λι­σμό ο οποί­ος θα διαρ­ρή­ξει ευ­θύς εξαρ­χής τις σχέ­σεις του με οποια­δή­πο­τε έν­νοια (αν εξα­κο­λου­θού­με να μι­λά­με για ηθο­γρα­φία και λα­ο­γρα­φία) θη­σαυ­ρι­σμού, κα­τα­γρα­φής και κα­τα­λο­γο­γρα­φι­κής απει­κό­νι­σης.
ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ  Κώ­στα Κρυ­στάλ­λη  ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: